Μπορεί ένα τυφλό άτομο να ασκεί καθήκοντα ενόρκου και να λαμβάνει μέρος σε ποινικές δίκες;

157

Δικαστήριο ΕΕ: “Ο αποκλεισμός τέτοιου ατόμου συνιστά διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη απευθείας στην αναπηρία η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέτρο”

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 21-10-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)  αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει να στερείται ένα τυφλό άτομο κάθε δυνατότητας να ασκήσει καθήκοντα ενόρκου σε ποινική δίκη.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η VA είναι επί μονίμου βάσεως περιορισμένα ικανή για εργασία λόγω απώλειας της οράσεώς της, όπως βεβαιώνεται από πραγματογνωμοσύνη διενεργηθείσα το 1976. Παρακολούθησε ανώτατες σπουδές νομικής, πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις επαγγελματικής επάρκειας το 1977 και, εν συνεχεία, εργάστηκε στην Ένωση Τυφλών και στις δομές τυφλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 2014 διορίστηκε ως ένορκος στο Sofiyski gradski sad (δικαστήριο της πόλεως της Σόφιας, Βουλγαρία), κατόπιν διαδικασίας που διεξήχθη από το δημοτικό συμβούλιο της πόλεως αυτής. Τοποθετήθηκε στο Sofiyski rayonen sad (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) και, κατόπιν κληρώσεως, στο έκτο ποινικό τμήμα του δικαστηρίου αυτού, στη σύνθεση του οποίου μετείχε η δικαστής UB καθώς και άλλοι τρεις ένορκοι. Ορκίστηκε ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2015.

Την περίοδο από 25 Μαρτίου 2015 μέχρι 9 Αυγούστου 2016 η VA δεν έλαβε μέρος σε καμία ποινική ακροαματική διαδικασία. Τον Μάιο του 2015 υπέβαλε αίτημα στον TC, πρόεδρο του Sofiyski rayonen sad (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας) να τοποθετηθεί σε σύνθεση με άλλον δικαστή, δεν έλαβε όμως απάντηση.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 2015 η VA προσέφυγε στην Επιτροπή καταπολεμήσεως των διακρίσεων, υποστηρίζοντας ότι λόγω της αναπηρίας της είχε υποστεί δυσμενή μεταχείριση από τη δικαστή UB, καθόσον η τελευταία δεν της είχε παράσχει τη δυνατότητα να λάβει μέρος σε καμία ποινική διαδικασία, και από τον πρόεδρο του δικαστηρίου TC, ο οποίος δεν απάντησε στο αίτημά της να τοποθετηθεί σε σύνθεση με άλλον δικαστή ώστε να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της να εργαστεί ως ένορκος. Απαντώντας, ο TC και η UB επικαλέστηκαν, ειδικότερα, τη φύση των υποχρεώσεων του ενόρκου, την ανάγκη υπάρξεως ιδιαίτερων σωματικών χαρακτηριστικών καθώς και τη συνδρομή νόμιμου σκοπού, ήτοι την τήρηση των αρχών του κώδικα ποινικής δικονομίας, που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση της VA βάσει χαρακτηριστικού που συνδέεται με αναπηρία, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2017 η Επιτροπή καταπολεμήσεως των διακρίσεων, αφού άκουσε τους TC και UB, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν υπεύθυνοι για διάκριση λόγω αναπηρίας εις βάρος της VA, ιδίως κατά την έννοια του άρθρου 4 του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, και επέβαλε πρόστιμο ύψους 250 και 500 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 130 και 260 ευρώ), αντιστοίχως, σε έκαστο εξ αυτών.

Οι TC και UB προσέβαλαν αμφότεροι την απόφαση αυτή ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), το οποίο απέρριψε τις σχετικές προσφυγές. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι η καταρχήν επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση σε ένα επάγγελμα ή σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως αυτή του ενόρκου, με την αιτιολογία ότι η οικεία αναπηρία καθιστά αδύνατη την πλήρη άσκηση της δραστηριότητας, δεν είναι σύννομη. Ασφαλώς, οι κανόνες της ποινικής δικονομίας απαιτούν από τον ένορκο να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής διαδικασίας, ήτοι, προκειμένου περί δικαστικού σχηματισμού, την αμεσότητα, την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας και τη διαμόρφωση δικανικής πεποιθήσεως. Ωστόσο, το να τεκμαίρεται ότι η ύπαρξη αναπηρίας στερεί σε κάθε περίπτωση από ένα άτομο την ικανότητα να τηρήσει τις αρχές αυτές συνιστά διάκριση. Το εν λόγω δικαστήριο προσέθεσε ότι το γεγονός ότι η VA έλαβε μέρος σε μια σειρά από ακροαματικές διαδικασίες ποινικών υποθέσεων από τις 9 Αυγούστου 2016, ημερομηνία κατά την οποία ετέθη σε ισχύ νομοθετική μεταρρύθμιση με την οποία εισήχθη ο ηλεκτρονικός διορισμός των ενόρκων στις συνθέσεις των δικαστηρίων, επιβεβαιώνει τις ως άνω εκτιμήσεις.

Οι TC και UB άσκησαν ο καθένας αναίρεση κατά της αποφάσεως του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας) ενώπιον του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία). Προς στήριξη της αιτήσεώς του, ο TC υποστήριξε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, το οποίο αφορά τη συνδρομή μιας ουσιαστικής και καθοριστικής επαγγελματικής προϋποθέσεως. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους, τα καθήκοντα του ενόρκου δεν μπορούν να ασκούνται από άτομα των οποίων η αναπηρία οδηγεί σε μη τήρηση των αρχών που κατοχυρώνονται στον κώδικα ποινικής δικονομίας. Η δε UB υποστηρίζει ότι το δικαστήριο αυτό εσφαλμένως δέχθηκε την υπεροχή του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων έναντι των υπέρτερης ισχύος διατάξεων του κώδικα ποινικής δικονομίας και έναντι των αρχών που καθιερώνει ο κώδικας αυτός, τις οποίες ως ποινική δικαστής είναι υποχρεωμένη να τηρεί κατά την εξέταση των υποθέσεων που φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου, προσθέτει δε ότι οφείλει να διασφαλίζει τον ισότιμο χειρισμό, από όλα τα μέλη της συνθέσεως του δικαστηρίου, των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και την εκ μέρους τους άμεση εκτίμηση της συμπεριφοράς των διαδίκων.

Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, το αιτούν δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια αν η άνιση μεταχείριση κατά την άσκηση της δραστηριότητας του ενόρκου από άτομο όπως η VA, το οποίο πάσχει από αναπηρία όπως η τυφλότητα, είναι σύννομη υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, που εγκρίθηκε στο όνομα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ [οδηγία για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία], που αποσκοπεί στη διασφάλιση της ισότητας στην απασχόληση και την εργασία των ατόμων με αναπηρία.

Υπό τις συνθήκες αυτές το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι η VA υπέστη λόγω της αναπηρίας της λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από τους άλλους ενόρκους που είχαν τοποθετηθεί στο τμήμα αυτό και που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση, χωρίς όμως να πάσχουν από τύφλωση, πράγμα το οποίο συνιστά διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη απευθείας στην αναπηρία, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/EK.

Επιπλέον, όσον αφορά το ζήτημα αν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δύναται να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι λόγω της φύσεως των καθηκόντων του ενόρκου σε ποινική δίκη και των συνθηκών ασκήσεώς τους, που μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να συνεπάγονται την εξέταση και την εκτίμηση οπτικών αποδεικτικών στοιχείων, η όραση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση» για το επάγγελμα του ενόρκου σε μια τέτοια διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι μια τέτοια εξέταση και η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, μεταξύ άλλων, με ιατροτεχνικά μέσα.

Πρόσθετα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η προβαλλόμενη εξασφάλιση της πλήρους τηρήσεως των αρχών της ποινικής διαδικασίας, μεταξύ των οποίων αυτές της αμεσότητας και της άμεσης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί να συνιστά θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο προέβη σε έλεγχο της αναλογικότητας του μέτρου κρίνοντας αν το μέτρο που ελήφθη έναντι της VA, το οποίο συνίσταται στον πλήρη αποκλεισμό της από την άσκηση των καθηκόντων ενόρκου σε ποινική δίκη, είναι πρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη αυτή ορίου.

Κατά το Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα του μέτρου, τούτο συμβάλλει, ασφαλώς, στην τήρηση των κανόνων του κώδικα ποινικής δικονομίας όσον αφορά την αρχή της αμεσότητας και την άμεση εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.

Αντίθετα, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η VA αποκλείστηκε αδιακρίτως από κάθε δυνατότητα συμμετοχής σε ποινικές υποθέσεις χωρίς κάποια διαφοροποίηση σε συνάρτηση με την εκάστοτε υπόθεση και χωρίς να ελεγχθεί αν μπορούσαν να της προταθούν εύλογες προσαρμογές, όπως υλική, προσωπική ή οργανωτική βοήθεια. Επομένως, το επίμαχο άνω μέτρο βαίνει πέραν των ορίων του αναγκαίου.

Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, ερμηνευόμενα με βάση τα άρθρα 21 και 26 του Χάρτη καθώς και τη Σύμβαση του ΟΗΕ, δεν επιτρέπουν να στερείται ένα τυφλό άτομο κάθε δυνατότητας να ασκήσει καθήκοντα ενόρκου σε ποινική δίκη.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

 

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/mporei-ena-tyflo-atomo-na-askei-kathikonta-enorkoy-kai-na-lamvanei-meros-se-poinikes