Πρόστιμο και φυλάκιση ως ποινές σε αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές

128

ΑΠΟΦΑΣΗ

Kindlhofer κατά Αυστρίας της 26.10.2021 (αρ. προσφ. 20962/15)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου.

Ποινή προστίμου 200 ευρώ ή άλλως φυλάκιση τεσσάρων ημερών επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα από την αστυνομία για παράλειψη ενημέρωσης του τελευταίου για ατύχημα στο οποίο είχε προκληθεί μόνο υλική ζημιά. Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, το αδίκημα αυτό τιμωρείται με «πρόστιμο μέχρι 726 ευρώ [και] σε περίπτωση που δεν μπορεί να ανακτηθεί το ποσό του προστίμου… φυλάκιση έως δύο εβδομάδες». Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε αυτό το πρόστιμο. Επί της αποφάσεως  δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, καθώς το πρόστιμο που κινδύνευε να επιβληθεί στον προσφεύγοντα δεν υπερέβαινε τα 750 ευρώ, δεν μπορούσε να επιβληθεί κύρια ποινή φυλάκισης και το πρόστιμο που είχε πράγματι επιβληθεί δεν είχε υπερβεί τα 400 ευρώ.

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, το αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ο προσφεύγων εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ελάσσονος σημασίας», ώστε να εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να πληρώσει το πρόστιμο ή ότι το ποσό του προστίμου που του επιβλήθηκε δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη την οικονομική του κατάσταση.

Μη παραβίαση του άρθρου 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6

Άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Manfred Kindlhofer, είναι Αυστριακός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1963 και ζει στο Γκρατς.

Το 2012 επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ποινή, επειδή δεν ενημέρωσε την αστυνομία σχετικά με την εμπλοκή του σε ελάσσονος σημασίας τροχαίου ατυχήματος, έχοντας προκαλέσει μόνο υλικές ζημιές. Η υπόθεση αφορούσε τις δικαστικές διαδικασίες που ακολούθησαν, ιδίως την απόφαση του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου κατά της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 25 στοιχείο α) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.

Στηριζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου (Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων καταγγέλλει, ιδίως, ότι δεν μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και έλλειψη ισότητας των όπλων δεδομένου ότι το κράτος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου

Το Δικαστήριο εξέτασε εάν το αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ο προσφεύγων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ελάσσονος σημασίας» ώστε να εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο. Για το Δικαστήριο, εάν ο νόμος προέβλεπε τη στερητική ποινή της ελευθερίας ως κύρια ποινή, ένα αδίκημα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ελαφρύτερο» κατά την έννοια της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 2 του 7ου πρωτοκόλλου. Το ΕΔΔΑ είχε επίσης διαπιστώσει ότι αδίκημα που αφορούσε μικροκλοπή και δεν τιμωρείται με φυλάκιση, ήταν ήσσονος σημασίας, εμπίπτοντας στις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις. Ωστόσο, η απουσία ποινής φυλάκισης, αν και σημαντικός παράγοντας για την εκτίμηση της σημασίας ενός αδικήματος, δεν ήταν από μόνη της καθοριστική. Το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης που είχε ενώπιον του (βλ. Saquetti Iglesias κατά Ισπανίας).

Το αδίκημα για το οποίο ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί, δεν επέφερε τη στέρηση της ελευθερίας ως κύρια ποινή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έπρεπε να καθορίσει εάν ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος ορίζει ποινή φυλάκισης έως δύο εβδομάδων σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής θα μπορούσε να θεωρηθεί «ήσσονος σημασίας» για τους σκοπούς του άρθρου 2 § 2 του 7ου Πρωτοκόλλου, ερώτημα το οποίο δεν είχε ακόμα εξεταστεί.

Προκειμένου να εξεταστεί εάν η φυλάκιση σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής είχε αντίκτυπο στο εάν ένα αδίκημα θα μπορούσε να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας, το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ιδίως εάν ήταν πιθανό η φυλάκιση να εφαρμοστεί πραγματικά. Ως εκ τούτου, έπρεπε να λάβει υπόψη το νομικό πλαίσιο για την επιβολή της φυλάκισης σε περίπτωση ερημοδικίας. Όταν μια καταδίκη για διοικητικό πρόστιμο καθίσταται τελεσίδικη, δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια των αρχών να διατάξουν φυλάκιση αντί για πληρωμή του προστίμου. Αντίθετα, η αρχή έπρεπε πρώτα να επιχειρήσει να επιβάλει την καταβολή του προστίμου ή να προβεί σε διεξοδικές έρευνες για την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος. Επιπλέον, το πρόσωπο αυτό έπρεπε να ενημερωθεί για την επικείμενη εκτέλεση της ποινής φυλάκισης και να του δοθεί η ευκαιρία να την αποφύγει καταβάλλοντας το ποσό του οφειλόμενου προστίμου και να ζητήσει επίσης την καταβολή του προστίμου σε δόσεις.

Κατά συνέπεια, η φυλάκιση σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής αποτελούσε έκτακτο μέτρο βάσει του εσωτερικού δικαίου, η επιβολή του οποίου υπόκειτο σε μια σειρά διαδικαστικών διασφαλίσεων. Ειδικότερα, ο καταδικασθείς έπρεπε να γνωρίζει σαφώς αυτόν τον κίνδυνο και να του δοθούν τα κατάλληλα μέσα για να τον αποφύγει. Υπό αυτές τις συνθήκες, έπρεπε να υιοθετηθεί ένα μέτρο ουσιαστικά διαφορετικό από εκείνο της φυλάκισης ως κύρια ποινή και επομένως δεν απέτρεπε το αδίκημα επί του οποίου ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας. Βάσει του ποσού του επιβληθέντος προστίμου και βάσει του μέγιστου προστίμου που θα μπορούσε να επιβληθεί, προέκυπτε ότι το αδίκημα ήταν ήσσονος σημασίας. Πράγματι, εντός της διαβάθμισης των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος, η επίμαχη ανώτατη ποινή ήταν σαφώς μία από τις λιγότερο σοβαρές. Στο εσωτερικό του εγχώριου διοικητικού και ποινικού συστήματος, το συγκεκριμένο αδίκημα δεν θεωρήθηκε σοβαρής φύσεως. Ο προσφεύγων δεν είχε επίσης ισχυριστεί ότι δεν ήταν σε θέση να πληρώσει το πρόστιμο ή ότι το ποσό του προστίμου που του επιβλήθηκε δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη την οικονομική του κατάσταση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 του 7ου Πρωτοκόλλου (Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου) της ΕΣΔΑ.