ΑΠ ποιν. 686/2021: Προσωπικά δεδομένα – ανάρτηση ερωτικών συνευρέσεων στο διαδίκτυο – κατάπειση σε αυτοκτονία

138

Πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος της παρ.1α του άρθρου 38 Ν.4624/2019.

Συντρέχει κακουργηματικής μορφής παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής τοιαύτης.

 Απόφαση 686 / 2021    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 686/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Καλαμαρίδη, Ευστάθιο Νίκα, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεωργία Κατσιμαγκλή-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιουλίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Σ του Δ., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Τράκα, για αναίρεση της υπ’αριθ. 16, 23, 28/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Ε. Π , κάτοικο … Αττικής, η οποία δεν εμφανίστηκε.


Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 22.4.2021 και με αριθ. πρωτ. 3440/23.4.2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 605/2021.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση του Κ. Σ. του Δ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 16, 23, 28/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για τις πράξεις: 1) της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάψει τρίτον και 2) της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. α’ του ΠΚ και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, έχει ασκηθεί νόμιμα από τον ίδιο, με δήλωσή του, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 466 παρ.1, 474 παρ.2 ΚΠΔ), και εμπρόθεσμα, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε στο Ειδικό Βιβλίο στις 06-04-2021 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 23-04-2021. Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρα 462, 464, 466, 474 παρ. 4, 504 παρ. 1 και 505 παρ.1α ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή αναιρετικών λόγων, συνεκδικαζόμενη, λόγω της πρόδηλης συνάφειας με τους επ’ αυτής από 30-06-2021, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθέντες πρόσθετους λόγους (άρθρο 509 ΚΠΔ), με τους οποίους ο αναιρεσείων επικαλείται ως λόγους αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία, κατά συμπλήρωση του πρώτου, δεύτερου και τρίτου αναιρετικού λόγου της αίτησης αναίρεσης.
Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β’, 9Α, 19 παρ. 1, 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει… Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, “παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του”. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24/10/1995 και όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο του νόμου αυτού, είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α’, β’, γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’, η’, θ’, ι’, ια’ και ιβ’ του αυτού νόμου για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β) “Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων, γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) “Διασύνδεση”, μορφή επεξεργασίας που συνίσταται στη δυνατότητα συσχέτισης των δεδομένων ενός αρχείου με δεδομένα αρχείου ή αρχείων που τηρούνται από άλλον ή άλλους υπεύθυνους επεξεργασίας ή που τηρούνται από τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας για άλλο σκοπό. ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. η) “Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. θ) “Τρίτος”, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα. ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` του παρόντος νόμου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 και 6 του ίδιου νόμου, που ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, ” 4. όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις” και “6. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ή να βλάψει τρίτον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών”. Κατά τη σαφή έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η πράξη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό: α) να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ή β) να βλάψει τρίτον, χωρίς στην τελευταία αυτή περίπτωση, του νόμου μη διακρίνοντος, η βλάβη του παθόντος να τυγχάνει κατ` ανάγκη περιουσιακή αλλά αρκεί να είναι προσωπική ή ηθική, η οποία μπορεί να επέλθει με την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του, σε επιμέρους εκφάνσεις του δικαιώματος του επ’ αυτής, ήτοι στην ιδιωτική ζωή, την εικόνα και τη σφαίρα του απορρήτου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 84 του Ν. 4624/2019 “Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις”, που επακολούθησε, “Ο ν.2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 2, όπου γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτούς σε σχετική με τα προσωπικά δεδομένα νομοθεσία, του δεύτερου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β’ του άρθρου 2 για την ανακοίνωση και δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εδαφίου β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 3, μόνο ως προς τα αδικήματα που περιγράφονται σε αυτό, του τρίτου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ανωτέρου νόμου για την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης, του άρθρου 13 παράγραφος 3, της σύστασης της Αρχής με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, του άρθρου 18 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 21 που αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του ν. 3471/2006 (Α’133) τα οποία διατηρούνται σε ισχύ, καταργείται”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 38 παρ.1 και 2 του ίδιου ως άνω νόμου (4624/2019), ισχύοντος από την 29η.8.2019, “1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών• β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη..”. Οι διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου που ισχύει από 29 Αυγούστου 2019, με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω νόμος 2472/1997 (άρθρο 84 ν. 4624/2019) με την επιφύλαξη των σ’ αυτό αναφερομένων διατάξεων, περιέχουν ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση, αφού με το άρθρο 38 παρ. 1, για την βασική μορφή του αδικήματος προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, ενώ με το άρθρο 38 παρ. 2 του ιδίου νόμου, ως προς την αντικειμενική υπόσταση της μετάδοσης, ανακοίνωσης κλπ δεδομένων, προσθέτει το επί πλέον στοιχείο της απόκτησης αυτών σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α’ του αυτού άρθρου, δηλαδή την απόκτηση με την επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ίδιο τον υπαίτιο και το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής κυμαίνεται από δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη (ΑΠ 614/2020, ΑΠ 505/2020). Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος της παρ.1α του άρθρου 38 Ν.4624/2019 απαιτείται η χωρίς δικαίωμα επέμβαση επί συστήματος αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η μέσω της επέμβασης αυτής λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων. Ειδικότερα, η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει: α) την ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατ’ αναλογία του “αρχείου” που προέβλεπε η νομοτυπική μορφή του προϊσχύοντος Ν.2472/1997, β) την επέμβαση σε αυτό, γ) την ανυπαρξία δικαιώματος και δ) την με την επέμβαση αυτή γνώση από τον δράστη του περιεχομένου των δεδομένων. Η επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα δηλαδή και με τους αναφερόμενους στο εδάφιο β’ τρόπους επεξεργασίας, ήτοι με την αντιγραφή, αφαίρεση, αλλοίωση, βλάβη, συλλογή, καταχώρηση, οργάνωση, διάρθρωση, αποθήκευση, προσαρμογή, μεταβολή, ανάκτηση, αναζήτηση πληροφοριών, συσχέτιση, συνδυασμό, περιορισμό, διαγραφή ή καταστροφή. Τέτοια ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν.4624/2019, η χωρίς δικαίωμα “εισβολή-εισχώρηση” απ’ έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης. Είναι αυτονόητο όμως, ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η αυθαίρετη εισβολή σε σύστημα αρχειοθέτησης, καθώς μόνο η περαιτέρω χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτής της εισβολής – επέμβασης δύναται να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά την κατά νόμο έννοιά της, οπότε, αν δεν λάβει χώρα τέτοια “εισβολή” ή “είσοδος” και ο δράστης τυχόν γνώριζε τα δεδομένα αυτά από μόνος του ή χωρίς αυθαίρετη έρευνα, παρέμβαση ή διείσδυση, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος (ΑΠ 96/2020). Αρκεί δε, η επέμβαση αυτή να έχει ως υλικό αντικείμενό της ένα σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ο υπαίτιος να μην έχει δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ήτοι τα δεδομένα να αφορούν σε τρίτο φυσικό πρόσωπο και να μην εμπίπτει ο δράστης σε μία από τις εξαιρέσεις των άρθρων 21-36 του Ν.4624/2019 και του Κανονισμού 2016/679 Ε.Ε., ώστε να μην έχει εκ του νόμου δικαίωμα επεξεργασίας και λήψης γνώσης των δεδομένων. Ο όρος επομένως, “χωρίς δικαίωμα” πληρούται σε κάθε περίπτωση, όταν η περιγραφόμενη πράξη τελείται με παραβίαση των προϋποθέσεων που τίθενται στον νόμο. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4624/2019 αναφέρεται ότι “χωρίς δικαίωμα ενεργεί ο δράστης των αδικημάτων των παραγράφων 1, 2, 3 όταν τελεί τις παραπάνω πράξεις χωρίς να υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να του το επιτρέπει ή ενεργεί καθ’ υπέρβαση άλλης νομικής πράξης (λχ. εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, σύμβασης κ.ο.κ.). Κατά τον τρόπο αυτόν, καλύπτονται νομοθετικά και οι περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή του ο δράστης – αυτουργός του αδικήματος (λχ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλον σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που συναίνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου. Ως επιπλέον στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της βασικής μορφής της παρ.1α’ του άρθρου 38 Ν.4624/2019, τίθεται σωρευτικά η λήψη γνώσης του περιεχομένου του αρχείου από τον δράστη, προϋπόθεση που τίθεται ως αποτέλεσμα της προγενέστερης από αυτόν επέμβασης στο σύστημα αρχειοθέτησης. Δεδομένου δε ότι η λήψη γνώσης κατά κανόνα επέρχεται μέσω προηγηθείσας “επέμβασης” στο σύστημα αρχειοθέτησης των δεδομένων, καθίσταται εύκολα αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε σωρευτικά με την “επέμβαση” και τη λήψη γνώσης στη νέα νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άρθρου 38 παρ.1α’, ώστε να πληρούνται όλοι οι όροι του (και όχι διαζευκτικά όπως στην περίπτωση του προϊσχύοντος άρθρου 22 παρ.4 Ν.2472/97, διατύπωση που δημιουργούσε ερμηνευτικές δυσκολίες). Σύμφωνα με τους ορισμούς του Ν.4624/19, είναι απαραίτητο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο της βασικής μορφής του αδικήματος της παρ.1α, όσο και των υπόλοιπων, των παρ. 1β’, 2, 3, 4 και 5, τα προσωπικά δεδομένα επί των οποίων έγινε η επέμβαση να βρίσκονται σε “σύστημα αρχειοθέτησης”, τα οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της προσβολής της εγκληματικής πράξης, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου. Έτσι, και υπό την ισχύ του νόμου 4624/2019, αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελεί και η με την μαγνητοσκόπηση δια ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής συνεύρεσης δύο προσώπων, αφού το παραχθέν υλικό δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, ενώ επεξεργασία αποτελεί και η αποθήκευση αυτού και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το “μοντάρισμα”, προκειμένου να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 96/2020). Περαιτέρω, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της δεύτερης μορφής του αδικήματος, της παρ. 1β, απαιτείται: α) η ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η ανυπαρξία δικαιώματος επεξεργασίας αυτών και γ) μία από τις αναφερόμενες σε αυτό συνέπειες (τρόπους επεξεργασίας), αντιγραφής, αφαίρεσης, αλλοίωσης, βλάβης, συλλογής, καταχώρησης, οργάνωσης, διάρθρωσης, αποθήκευσης, προσαρμογής, μεταβολής, ανάκτησης, αναζήτησης πληροφοριών, συσχέτισης, συνδυασμού, περιορισμού, διαγραφής ή καταστροφής των δεδομένων αυτών. Οι τελευταίοι δε αυτοί τρόποι, δεν συνιστούν απαραίτητα επέμβαση, ήτοι δεν προϋποθέτουν απαραίτητα, για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, θετική χωρίς δικαίωμα ενέργεια έξωθεν εισβολής-εισχώρησης, που να επιφέρει με οποιονδήποτε τρόπο υλική επενέργεια σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δυνατή και η μετά από νόμιμη κατοχή των δεδομένων, χρήση και επεξεργασία τους, χωρίς δικαίωμα, με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 38 παρ. 1 β’ του Ν. 4624/2029 τρόπους. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της παραβίασης προσωπικών δεδομένων των εδαφίων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 38 του ως άνω νόμου απαιτείται δόλος, αρκούντος και του ενδεχόμενου. Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 Ν.4624/2019 πράξη συνιστά “έγκλημα χρήσης” (βλ. Αιτιολ. Έκθεση), αποτελεί δε ήπια διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, απειλούμενη με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) ετών. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της εν λόγω μορφής απαιτείται: α) η ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η μη ύπαρξη δικαιώματος επεξεργασίας τους, γ) η αναφερόμενη στο α’ εδάφιο της πρώτης παραγράφου μορφή επενέργειας σε αυτά και δ) η επιπρόσθετη συμπεριφορά του δράστη, που τίθεται διαζευκτικά, συνισταμένη στη χρησιμοποίηση, μετάδοση, διάδοση, κοινολόγηση με διαβίβαση, διάθεση, ανακοίνωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή όταν ο δράστης καθιστά προσιτά ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών. Σύμφωνα τέλος με την παρ. 4 του άρθρου 38 του Ν. 4624/2019, ” Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ”. Με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου προβλέπεται ιδιαίτερα διακεκριμένης μορφής έγκλημα (κακούργημα) υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, τιμωρούμενο ελαφρύτερα σε σχέση με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν. 2472/1997 με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (χωρίς την πρόβλεψη και χρηματικής ποινής, καίτοι αυτό προβλεπόταν αρχικά στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4624/2019) όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης αυτής επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών όχι μόνο όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλον ή σκοπό πρόκλησης περιουσιακής ζημίας σε άλλον, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό αυτό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, αλλά και όταν αυτός σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο. Το ότι αυτή είναι η σαφής βούληση του νομοθέτη, ο οποίος με τη εν λόγω ρύθμιση δεν διαπλάθει ένα αμιγώς περιουσιακό αδίκημα, προκύπτει από το γεγονός ότι στη νέα αυτή διάταξη προβλέφθηκε εκτός από το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και το σκοπό βλάβης τρίτου, (που υπήρχαν και στην προηγούμενη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν.2472/1997) και ο σκοπός πρόκλησης περιουσιακής ζημίας. Ο νόμος δε με σαφήνεια διακρίνει στην παραπάνω πρόβλεψη την έννοια της περιουσιακής ζημίας από αυτήν της βλάβης, η οποία δεν προβλέπεται ως περιουσιακή, αντιδιαστέλλοντας αυτές, ενώ μόνο για την περιουσιακή ζημία (όπως και για το περιουσιακό όφελος) εισάγεται συγκεκριμένο ποσοτικό όριο (όπως έχει επικρατήσει στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας) όχι δε και για τη βλάβη. Δεν πρέπει δε να παραβλέπεται ότι το προστατευόμενο από την διάταξη του άρθρου 38 του ν. 4624/2019 (όπως και του άρθρου 22 του προϊσχύσαντος Ν. 2472/1997) έννομο αγαθό είναι το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση (ή αυτοκαθορισμό) ως ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (ιδιωτική σφαίρα) [(ΣτΕ 3212/2003, ΣτΕ 3545/2002 ], το οποίο δεν είναι πρωτίστως οικονομικής φύσεως. Αξιοσημείωτο επιπλέον είναι ότι το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει ως αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου όχι μόνο να διαθέτει και να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την προσωπικότητά του “ως αυτόνομο, αυτεξούσιο και αυτοδιάθετο μη περιουσιακό αγαθό” αλλά και να αναπτύσσει αυτήν σε όλο το φάσμα της οργανωμένης από το κράτος κοινωνικής ζωής, ήτοι στον κοινωνικό, οικονομικό και στον πολιτικό τομέα αυτής. Επομένως συντρέχει κακουργηματικής μορφής παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής τοιαύτης. Αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με τον σκοπό του νομοθέτη ο οποίος υπογράμμισε στην Αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 38 παρ. 4 την αντεγκληματοπολιτικά αναγκαία πρόβλεψη μιας τέτοιας διάταξης, επισύρουσας για το δράστη στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει πέραν του στοιχείου του δόλου τελέσεως του αδικήματος αυτού και το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πορισμού οφέλους ή πρόκλησης ζημίας άνω των 120.000 ευρώ ή πρόκλησης βλάβης χωρίς πρόβλεψη ποσοτικού ορίου, διακρίνοντας με σαφήνεια την έννοια της περιουσιακής ζημίας από την έννοια της βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων, την οποία δεν περιόρισε ποσοτικά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 301 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση, ενώ κατά το άρθρο 301 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, όποιος κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατά την τέλεσή της, η οποία διαφορετικά δεν θα ήταν εφικτή, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ταυτάριθμη διάταξη του νέου ΠΚ διατηρείται η υπάρχουσα στον προϊσχύσαντα ΠΚ μορφή του εγκλήματος της συμμετοχής σε αυτοκτονία άλλου, με διατήρηση του αξιόποινου της πράξης. Η ποινή απειλείται όχι για τη συνδρομή του συμμέτοχου, αλλά για την αυτοτελή προσβολή του αδύναμου ατόμου. Διατηρείται η κατάπειση άλλου σε αυτοκτονία αλλά σε ό,τι αφορά την παροχή βοήθειας κατά την τέλεση της πράξης προβλέπεται πλέον ότι τιμωρείται μόνο εκείνος χωρίς τη βοήθεια του οποίου η τέλεση της πράξης (αυτοκτονίας ή απόπειρας αυτοκτονίας) δεν θα ήταν εφικτή. Είναι έγκλημα γνήσιο πολύτροπο, υπαλλακτικώς μικτό, που μπορεί να διαπραχθεί με δύο τρόπους και απαιτεί να πραγματοποιηθεί τελικά η αυτοκτονία ή να γίνει τουλάχιστον απόπειρα αυτοκτονίας. Διαπράττεται είτε δια καταπείσεως άλλου να αυτοκτονήσει είτε για της παροχής βοήθειας κατά την αυτοκτονία άλλου. Με δεδομένο ότι η αυτοκτονία ή η απόπειρα αυτής δεν αποτελεί ποινικώς αξιόλογη αδικοπραγία, δεν έχουμε να κάνουμε με “συμμετοχή” κατά τα άρθρα 45- 49 ΠΚ, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν παράδοξο καθόσον οι γενικές αυτές περί συμμετοχής διατάξεις προϋποθέτουν τυποποιημένο έγκλημα.
Συνεπώς πρόκειται για αυθύπαρκτη συμπεριφορά, η οποία έχει αυτοτελές άδικο και ανεξάρτητο από την πράξη της αυτοκτονίας. Κατ’ ακολουθία πρόκειται για θέσπιση ιδιώνυμου εγκλήματος, που στρέφεται κατά του έννομου αγαθού της ζωής, του οποίου φορέας δεν είναι μόνο το άτομο αλλά και η ίδια η Πολιτεία, η οποία έχει συμφέρον στη διατήρηση της ζωής των πολιτών, αφού ο άνθρωπος ως μέλος της οργανωμένης κοινωνίας αποκτά αξία εντός αυτής. Η κύρια υλική πράξη είναι έργο αυτού τούτου του θύματος και όχι (όπως στο άρθρο 300 ΠΚ) του δράστη. Πάντως, το άρθρο 301 ΠΚ προϋποθέτει καταλογιστό αυτόχειρα, παρά το γεγονός ότι η απόφαση να θέσει τέρμα στη ζωή του δεν είναι ανεπηρέαστη από έντονες ψυχικές πιέσεις, ώστε να λαμβάνεται με ψυχρή περίσκεψη. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αυτού απαιτείται ο δράστης είτε να καταπείσει άλλον να αυτοκτονήσει είτε να παράσχει βοήθεια στον αυτοκτονούντα κατά την εκτέλεση της πράξης. Κατάπειση υπάρχει όταν ο δράστης καταβάλει επίμονη και έντονη προσπάθεια για να προκαλέσει την απόφαση αυτοκτονίας. Η χρήση της πρόθεσης “κατά” στη λέξη καταπείθει φαίνεται να ζητεί επιβολή γνώμης του δράστη στον αυτόχειρα και η σύγκριση με τον υπαλλακτικά τυποποιημένο άλλο τρόπο τέλεσης (βοήθεια κατά την εκτέλεση) οδηγεί στην άρνηση της ταύτισης της κατάπεισης με την απλή πρόκληση απόφασης της ηθικής αυτουργίας. Εφόσον δεν υπάρχει εξαρτημένο άδικο, η απαξία της συμπεριφοράς πρέπει να είναι μεγαλύτερη από εκείνη της ηθικής αυτουργίας και της συμμετοχής. Έτσι, δεν αρκεί να προκάλεσε ο δράστης την απόφαση στον αυτόχειρα, αλλά θα πρέπει να άσκησε πίεση παρουσιάζοντας την αυτοκτονία ως ορθή και επιβεβλημένη διέξοδο. Ουσιαστικά στην κατάπειση ο δράστης επιβάλλει στο θύμα την απόφαση της αυτοκτονίας παρουσιάζοντάς την ως το αληθές του συμφέρον ή καθήκον. Αναφορικά με τον τρόπο κατάπεισης, συνήθως απαιτείται λεκτική επικοινωνία, ενώ αρκεί και η διανοητική και ψυχολογική πίεση. Επίσης, δεν αποκλείεται η με έργο κατάπειση, αρκεί η αυτοκτονία να παρουσιάζεται όχι αναγκαστικά ρητά, αλλά οπωσδήποτε σαφώς συναγόμενα, ως η προτεινόμενη λύση. Το ίδιο ισχύει και αν η αυτοκτονία γίνεται για να αποφύγει το θύμα κάποια εναντίον του αξιόποινη πράξη, που δεν φθάνει όμως στην επιλογή του τρόπου θανάτου του, εφόσον βέβαια υπάρχει στον δράστη ενδεχόμενος δόλος, για τη δημιουργία της απόφασης της αυτοκτονίας ή αν υπάρξει εξαναγκασμός σε αυτοκτονία με απειλή άλλης πράξης, αξιόποινης ή όχι. Η επέλευση του θανάτου του άλλου, δηλαδή η αυτοκτονία ή η απόπειρά της αποτελεί, εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Χρόνος δε τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος της κατάπεισης ή της παροχής βοήθειας και όχι ο χρόνος της αυτοκτονίας ή της απόπειρας αυτής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη (Ολ. ΑΠ 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της (ΑΠ 2064/2019, ΑΠ 847/2019, ΑΠ 272/2019). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι ανάγκη κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου, αλλά και του σκοπού να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν αφενός τη γνώση αυτή και αφετέρου το σκοπό, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 96/2020, ΑΠ 2039/2019, ΑΠ 1458/2019). Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 80/2020, ΑΠ 61/2020, ΑΠ 189/2020, ΑΠ 645/2020, ΑΠ 2037/2019, ΑΠ 1851/2019, ΑΠ 1705/2019). Επίσης, η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του στο Δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Όμως, ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω έννοια και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά απαντά σ’ αυτούς με την αιτιολογία επί της ενοχής (ΑΠ 2036/2019, ΑΠ 790/2019, ΑΠ 455/2019). Ακολούθως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ ΑΠ 2/2011, ΑΠ 80/2020, ΑΠ 322/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, μετά από συνεκτίμηση και συναξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά: ” Ο κατηγορούμενος, που γεννήθηκε το έτος 1977, γνωρίστηκε το 2008 με την παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας Ε. Π., που γεννήθηκε το έτος 1988, όταν και οι δυο εργάζονταν σε καφετερία στο … Αττικής. Ο κατηγορούμενος ηλικίας τότε 31 ετών, νυμφευμένος και πατέρας ήδη ενός παιδιού, σύναψε ερωτική σχέση με την Ε . Π. ηλικίας τότε μόλις 20 ετών, αποκρύπτοντάς της ότι είναι νυμφευμένος, γεγονός που πληροφορήθηκε αυτή λίγους μήνες αργότερα. Η σχέση μεταξύ των ανωτέρω διήρκεσε μέχρι τις αρχές Μαΐου του 2013 και στη διάρκεια της η Ε . Π. εμπιστευόταν απόλυτα τον κατηγορούμενο, τον οποίο είχε ερωτευθεί βαθύτατα, ώστε να μην επιδρά στην ίδια τόσο αρνητικά το γεγονός ότι αυτός ήταν νυμφευμένος. Αντίθετα μάλιστα γνώρισε την οικογένειά του και εργάστηκε στο σπίτι του ως “μπέιμπι σίτερ” των παιδιών του, αφού στη διάρκεια της εξωσυζυγικής του σχέσης ο κατηγορούμενος απέκτησε και το δεύτερο παιδί του. Όντας δε ο τελευταίος αρκετά χρόνια μεγαλύτερος της και κατά πολύ εμπειρότερος αυτής, την επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό και εκείνη ακολουθούσε και έπραττε ό,τι της ζητούσε, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος ήταν επιπλέον πολύ επίμονος σε ό,τι ζητούσε και γνώριζε πώς να “χειρίζεται” αυτήν. Χαρακτηριστικό αυτής της σχέσης επιβολής και επηρεασμού του εμπειρότερου εραστή σε μία άπειρη και εύπλαστη συναισθηματικά νεαρή γυναίκα, που δεν ήθελε να του “χαλά χατίρι”, είναι αυτό που ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε στην πρωτόδικη απολογία του, ότι η σχέση τους δεν ήταν εφήμερη και ότι ήταν προστατευτικός μαζί της ,γεγονός που επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας Γ. Γ., φίλος του κατηγορουμένου. Έχοντας επομένως αναπτυχθεί μια έντονη ερωτική σχέση, η Ε . Π., αφενός ικανοποιούσε κάθε επιθυμία του κατηγορουμένου, όπως την βιντεοσκόπηση των ερωτικών επαφών τους και αφετέρου είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στη σχέση αυτή, τόσο που να μην διστάζει να αναπτύξει και κοινωνικές σχέσεις με την οικογένεια του. Περαιτέρω όμως ο κατηγορούμενος μετά τη βιντεοσκόπηση των επαφών αυτών, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση της Ε. Π. αντί να διαγράψει το αρχείο, που δημιουργείτο, αυτός επενέβαινε σ’ αυτό και το επεξεργαζόταν, αφού το αποθήκευε και το μετέφερε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, λαμβάνοντας έτσι και γνώση αυτού. Αυτή ήταν σταθερή πρακτική του κατηγορούμενου, δεδομένου ότι αυτός, εκτός των καταγεγραμμένων σε αρχεία του κινητού του τηλεφώνου και του ηλεκτρονικού του υπολογιστή σαρκικών επαφών του με την Ε.Π., διατηρούσε παρόμοια παράνομα αρχεία ερωτικών επαφών του και με άλλες γυναίκες, με τις οποίες είχε συνευρεθεί ερωτικά. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου και αφού η σχέση τους δεν θα οδηγούσε σε κάτι διαφορετικό, η Ε . Π. αποφάσισε και με την παρότρυνση του φιλικού της κύκλου, να διακόψει τη σχέση της με τον κατηγορούμενο, ο οποίος δεν προτίθετο να διαζευχθεί τη σύζυγό του. Η απόφαση αυτή αρχικά έγινε δεκτή από τον κατηγορούμενο, ο οποίος όμως, όταν πληροφορήθηκε ότι η Ε . Π. συνδέθηκε ερωτικά με άλλο πρόσωπο, αντέδρασε έντονα και μη ανεχόμενος η μέχρι πρότινος πιστή και αφοσιωμένη ερωμένη του να ακολουθήσει την δική της ανεξάρτητη από τον ίδιο ερωτική ζωή, επιδόθηκε από τα τέλη έως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2013 σε ένα καταιγισμό προσβολών, ύβρεων και απειλών μέσω μηνυμάτων που απέστειλε στο κινητό της τηλέφωνο από το δικό του κινητό τηλέφωνο, με τα οποία την εκφόβιζε ότι θα αναρτούσε στο διαδίκτυο τα βίντεο, που διατηρούσε στο κινητό του τηλέφωνο και περιείχαν ερωτικές επαφές τους, επίσης ότι θα γνωστοποιούσε αυτά τα βίντεο, είτε εκτυπώνοντας φωτογραφίες από αυτά, τις οποίες, στη συνέχεια, θα αναρτούσε στη γειτονιά, όπου αυτή κατοικεί, είτε μοιράζοντας τις φωτογραφίες ως φυλλάδια στην εργασία της, προκειμένου να διαπομπευθεί τόσο η ίδια όσο και η οικογένεια της. Έφθασε δε στο σημείο να την προτρέπει να αυτοκτονήσει, ώστε, όπως της έλεγε, να αποφύγει τον εξευτελισμό της από την δημοσιοποίηση των προσωπικών τους στιγμών, χαρακτηρίζοντας την αναίσθητη και χωρίς φιλότιμο που, παρά το “ξεφτιλίκι” της, δεν βρίσκει το σθένος να “φουντάρει”. Η Ε . Π., προερχόμενη από μια συντηρητική οικογένεια, η οποία δεν θα ήταν ανεκτική στην ερωτική σχέση της με τον νυμφευμένο κατηγορούμενο και αντιμετωπίζοντας όλον αυτόν τον καταιγισμό των πρωτοφανών απειλών και προσβολών του κατηγορουμένου που, μαινόμενος, της εξαπέλυε, μη ανεχόμενος την σύναψη σχέσης με άλλον άντρα, βρέθηκε σε αδιέξοδο, βιώνοντας έντονο πανικό και ντροπή για την πιθανότητα να πραγματοποιήσει ο κατηγορούμενος τις απειλές του παρότι η ίδια διέκοψε την νέα σχέση της. Έτσι αδυνατώντας να ζητήσει βοήθεια από την οικογένεια της θεώρησε ότι η λύση της αυτοκτονίας, στην οποία την προέτρεπε πιέζοντας την εμμονικά και με σκαιές φράσεις ο κατηγορούμενος, ήταν διέξοδος. Πράγματι στις 30-6-2013 και στις 8-9-2013 [και όχι στις 15-9-2013 , που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ] προσπάθησε να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας διάφορα κάθε φορά χάπια (αντιεπιληπτικά, κατασταλτικά, υπνωτικά και αντιπαρκισονικά φάρμακα). Την πρώτη φορά μεταφέρθηκε από τους γονείς της στην κλινική “ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ”, όπου, αφού νοσηλεύτηκε για δύο ημέρες και έλαβε ιατρική φροντίδα, διασώθηκε, ενώ την δεύτερη φορά και πάλι οι γονείς της αντιλήφθηκαν ότι είχε καταπιεί μεγάλη ποσότητα χαπιών και την διέσωσαν ακολουθώντας ιατρικές συμβουλές τηλεφωνικά από το κέντρο δηλητηριάσεων. Ο κατηγορούμενος, αν και πληροφορήθηκε από την ίδια την Ε. Π. τις δύο ανωτέρω απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά και ότι μετά την δεύτερη απόπειρα αυτή επισκέφθηκε ψυχολόγο και ψυχίατρο για να αντιμετωπίσει την σοβαρή κατάθλιψη, από την οποία άρχισε να πάσχει, λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς του ιδίου, όμως, κατά καταφανή περιφρόνηση όχι μόνο της ψυχικής της υγείας αλλά και της ίδιας της ζωής της, συνέχισε με εντονότερο τρόπο την ανωτέρω συμπεριφορά του, στέλνοντας της δεκάδες μηνύματα κάθε ημέρα, με τα οποία εξακολούθησε να την ωθεί σε αυτοκτονία , με πρόταση και τρόπων με τους οποίους αυτή θα γίνει επιτυχημένα, αλλά και να την απειλεί και πάλι με την δημοσιοποίηση των ερωτικών ταινιών, ενώ άρχισε να χλευάζει την επιλογή της να επισκεφθεί ψυχολόγο και ψυχίατρο. Στα τέλη Οκτωβρίου 2013 η Ε. Π. έδωσε το κινητό της τηλέφωνο στον πατέρα της και σταμάτησε να απαντά στα μηνύματα του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν γνώριζε ότι τα μηνύματα τα έβλεπε τώρα μόνο ο πατέρας της, εξαγριώθηκε για την έλλειψη απάντησης και αύξησε και τον αριθμό και την ένταση των μηνυμάτων του. Σε ένα μήνυμα, που επανέλαβε και πάλι την απειλή ότι θα δημοσιοποιήσει τις ερωτικές ταινίες λέγοντας ότι θα την κάνει “διάσημη”, η Ε. Π. του απάντησε με προτροπή του πατέρα της ότι, αν το κάνει, θα του κάνει μήνυση ο πατέρας της. Στο μήνυμα αυτό ο κατηγορούμενος ανταπάντησε ότι δεν έχει δικαίωμα να κάνει μήνυση ο πατέρας της γιατί η ίδια είναι ενήλικη και ότι, αν γίνει τέτοια μήνυση, θα ειπεί ότι του έκλεψαν το κινητό τηλέφωνο, ισχυρισμό που πράγματι τελικά προέβαλε ο κατηγορούμενος. Εν τέλει και αφού η Ε. Π. δεν “συμμορφώθηκε” με όσα της ζητούσε με τα ως άνω αναφερόμενα μηνύματα και δεν κατόρθωσε να θέσει τέλος στη ζωή της, όπως με επιμονή, φορτικότητα και απειλές απαιτούσε ο κατηγορούμενος στον τόπο και χρόνο, που αναφέρονται στο διατακτικό, ανάρτησε χωρίς τη συναίνεσή της στο διαδίκτυο, σε διάφορες διευθύνσεις όπου αναπαράγονται ταινίες πορνογραφικού περιεχομένου και έχουν πρόσβαση τρίτα πρόσωπα, μικρής χρονικής διάρκειας ταινίες με ερωτικές συνευρέσεις τους, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο διατακτικό, τις οποίες ο ίδιος είχε επεξεργαστεί προσθέτοντας προσβλητικά γι’ αυτήν σχόλια και είχε βιντεοσκοπήσει με τη συναίνεση της. Μετά την ανάρτηση αυτή ο πατέρας της Ε. Π. υπέβαλε αρχικά μήνυση κατά αγνώστου δράστη και όταν έμαθε τα στοιχεία του κατηγορουμένου, υπέβαλε μήνυση κατ’ αυτού καταθέτοντας και φωτογραφίες των ιστοσελίδων, αλλά και μικρό αναλογικά αριθμό μηνυμάτων του κατηγορουμένου, που στάλθηκαν, όταν κατείχε τηλέφωνο της θυγατέρας του. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος είχε “μοντάρει” κατά τέτοιο τρόπο τις ταινίες που ανάρτησε, ώστε σ’ αυτές να μην φαίνεται το δικό του πρόσωπο, που επίσης συμμετείχε σ’ αυτές αλλά μόνο το πρόσωπο της Ε. Π.. Η τελευταία, όπως προαναφέρθηκε, είχε συμφωνήσει στην καταγραφή των σαρκικών τους επαφών στη διάρκεια της σχέσης της με τον κατηγορούμενο, όχι όμως και στην εν συνεχεία μη διαγραφή και διατήρηση του αρχείου, όπως και στη δημοσιοποίηση του, με συνέπεια η παρά τη θέληση της ανάρτηση στο διαδίκτυο πληροφοριών και εικόνων της ερωτικής της ζωής, με εμφανές το πρόσωπο της και ακολουθούμενες μάλιστα και από πολύ προσβλητικά σχόλια του κατηγορουμένου, με τα οποία πληροφορούσε τους θεατές για τον τόπο κατοικίας της αλλά και για τις σεξουαλικές δυνατότητες της – ήτοι ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, να πλήττει βάναυσα την προσωπικότητά της και να διαταράσσει την ψυχική της ηρεμία αλλά και υγεία. Σύμφωνα ιδίως με τις αναγνωσθείσες ιατρικές γνωματεύσεις, η Ε . Π. παρουσίασε αρχικά κλινική εικόνα μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου και για τα επόμενα τρία χρόνια βρισκόταν υπό συστηματική αντικαταθλιπτική και αγχολυτική φαρμακευτική αγωγή και τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση, ενώ υποβαλλόταν και σε ψυχοθεραπεία τουλάχιστον μέχρι το 2017, η δε ψυχική της υγεία παραμένει εύθραυστη και ευμετάβλητη μέχρι και σήμερα. Ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε τα αποσταλέντα από τον ίδιο και από το κινητό του τηλέφωνο απειλητικά και προσβλητικά μηνύματα ,που κατέθεσε ο πατέρας της παθούσας, τα οποία και αναγνώσθηκαν, ισχυρίστηκε όμως, προσπαθώντας να τα δικαιολογήσει, ότι δεν εμπεριέχονται στην αναγνωσθείσα εκτύπωσή τους και τα μηνύματα – απαντήσεις της Ε. Π. και ότι ο ίδιος εκβιαζόταν από την τελευταία, η οποία μετάνιωσε για το χωρισμό τους και τον πίεζε να επανασυνδεθούν απειλώντας με αποκαλύψεις στη γυναίκα του, χωρίς βέβαια να προσκομίσει ο ίδιος κάποια τέτοια μηνύματα. Εξάλλου πέραν του σαφούς και αναμφίβολου περιεχομένου των πολυάριθμων αναγνωσθέντων μηνυμάτων, αλλά και των ομοίων μηνυμάτων, που και κατά τους προηγούμενους μήνες έστελνε, όπως με σαφήνεια και πειστικότητα κατέθεσε η παθούσα, τα οποία περιέχουν επίμονη και σαφή προτροπή σε αυτοκτονία, απειλές για αποκαλύψεις στην οικογένεια της, εκφοβισμό, ακόμα και σαρκασμό για το ανεπιτυχές των προσπαθειών της παθούσας να αυτοκτονήσει, και το ‘πνεύμα’ των μηνυμάτων αυτών αποκαλύπτει έναν άνθρωπο όλως χειριστικό, που εξοργίστηκε με την προσπάθεια της Ε.Π. να απεμπλακεί από τη σχέση τους και αποφάσισε να την καταστρέψει. Δεν αντιδρά απλά και δεν προσπαθεί να την αποτρέψει από αποκαλύψεις προς τη σύζυγό του, αντίθετα από τα ως άνω μηνύματα συνάγεται μια σχεδόν εμμονική τάση να της αποδομήσει τη ζωή, δημιουργώντας σ’ αυτήν αμφιβολίες ακόμα και για την αποτελεσματικότητα της επαγγελματικής βοήθειας, που δέχεται από την ψυχολόγο της, η οποία, όπως ο ίδιος της γράφει, θα είναι ανίκανη να την βοηθήσει μετά από όσα (ο ίδιος) σκοπεύει να κάνει, προκειμένου να της διαλύσει όχι μόνο τη ζωή αλλά και την ψυχολογία, μαινόμενος και στρεφόμενος και κατά των γονέων της που αντί “να την λιώσουν στο ξύλο την υποστηρίζουν”. Από την ανάγνωση των μηνυμάτων είναι σαφές ότι ο κατηγορούμενος στρέφεται με οργή και εκδικητική διάθεση κατά της Ε.Π., στην οποία δηλώνει, ότι δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί και ότι επειδή πρόδωσε την αγάπη τους, “…οι δικοί της θα τα μάθουν πιο σύντομα απ’ ό,τι φαντάζεται, ότι δεν πρόκειται να σταματήσει, θα τους κάνει να μην βγαίνουν από το σπίτι, ο αδελφός της να μην έχει μούρη να πάει στη δουλειά, η γειτονιά να τους κρεμάει κουδούνια..”, σαφείς δηλαδή απειλές για την δημοσιοποίηση των βίντεο. Σε άλλα δε μηνύματα απορεί με την αντίδραση του πατέρα της και αμφιβάλλει αν είδε πράγματι τα βίντεο, καθώς δεν “έκανε κιχ” και τα άφησε να τα βλέπουν άλλοι, ότι “δεν έκανε κάτι ενώ η κόρη του είναι σε όλα τα σάιτ”, γεγονός, βέβαια, που είναι ψευδές, αφού ο πατέρας της Ε. Π. μόλις έμαθε από τη φίλη αυτής για την ανάρτηση, αμέσως υπέβαλε μήνυση αρχικά κατ’ αγνώστων δραστών και στη συνέχεια, όταν πληροφορήθηκε λεπτομέρειες, κατά του κατηγορούμενου, όπως προαναφέρθηκε. Μάλιστα μετά τη μήνυση αυτή έγινε νόμιμη έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου και σε κινητά του τηλέφωνα και ηλεκτρονικό υπολογιστή βρέθηκαν αποθηκευμένα αρχεία βιντεοσκοπήσεων με κινητό τηλέφωνο ερωτικών συνευρέσεων του κατηγορούμενου, όχι μόνο με την Ε. Π. αλλά και με άλλες άγνωστες γυναίκες, όπως προαναφέρθηκε. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι οι αναρτήσεις στις ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου στο διαδίκτυο δεν έγιναν από τον ίδιο, αλλά από άγνωστο πρόσωπο, που βρήκε το απωλεσθέν κινητό του, στη μνήμη του οποίου υπήρχαν οι ταινίες και το οποίο παραβίασε (“χάκαρε”) και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορούμενου δεν αποδεικνύονται, αντίθετα δε σαφώς αποδεικνύεται ότι δράστης της παράνομης ανάρτησης είναι ο ίδιος, και τούτο για τους ακόλουθους ιδίως λόγους: 1) Ο κατηγορούμενος είναι ο μόνος ο οποίος είχε στην κατοχή του τις ταινίες αυτές και η ανάρτηση τους ακολουθεί τις επί πολλούς μήνες απειλές του ότι θα προβεί στην ανάρτηση τους. 2) Οι αναρτηθείσες ταινίες είναι μονταρισμένες, ώστε να μη φαίνεται το πρόσωπο του κατηγορουμένου, αλλά μόνο αυτό της Ε. Π., μοντάρισμα το οποίο μόνο ο κατηγορούμενος είχε λόγο να κάνει. 3) Στα σχόλια των αναρτήσεων η Ε. Π. χαρακτηρίζεται ως “…ώτισσα”(Σημ: προσωνύμιο προσδιοριστικό του ακριβούς τόπου κατοικίας), γεγονός που αληθεύει και ασφαλώς ο κατηγορούμενος και όχι ο επικαλούμενος “άγνωστος” δράστης γνώριζε ότι η Ε. Π. είναι κάτοικος … Αττικής. 4) Ο κατηγορούμενος ποτέ δεν υπέβαλε μήνυση για κλοπή του κινητού του τηλεφώνου και για το “χακάρισμα” του ηλεκτρονικού του υπολογιστή. IV) Επομένως όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος από την οικία του, κατά τους χρόνους ,που αναφέρονται στο διατακτικό, με συνεχείς και επίμονες προτροπές προς την Ε. Π. συνοδευόμενες και με απειλές ότι θα δημοσιοποιήσει καταγεγραμμένες από τον ίδιο ερωτικές συνευρέσεις τους κατέπεισε αυτήν, που δεν είχε τέτοια πρόθεση, να αυτοκτονήσει, πράγμα το οποίο και έκανε ανεπιτυχώς αυτή στις 30/6/2013 και 8/9/2013 και γι’ αυτό θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της συμμετοχής σε αυτοκτονία. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος, επίσης κατά τους χρόνους, που αναφέρονται στο διατακτικό, από την ίδια οικία του, αφού επενέβη σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ερωτικών του συνευρέσεων με την Ε. Π. λαμβάνοντας γνώση αυτού με την πράξη αυτή, επέμβαση, που έγινε με την αποθήκευση του αρχείου αυτού τόσο στο κινητό του τηλέφωνο, όσο και στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και με το “μοντάρισμα” του, ώστε να αποκοπούν οι σκηνές που εμφανιζόταν το πρόσωπο του ιδίου και να εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο και το γυμνό σώμα της Ε. Π., ακολούθως το δημιουργηθέν οπτικοακουστικό υλικό – αρχείο το μετέδωσε μαζί με προσβλητικά για την Ε. Π. σχόλια, αφού το ανήρτησε χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συναίνεση της Ε. Π. στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, με αποτέλεσμα να λάβει γνώση αυτού άγνωστος αριθμός ανθρώπων, ενώ την πράξη του αυτή ο κατηγορούμενος την έκανε από μίσος και εμπάθεια προς την Ε. Π. για να την εκδικηθεί γιατί διέκοψε την ερωτική σχέση τους και με σκοπό να τη βλάψει διασύροντας την και προσβάλλοντας την βάναυσα στο δικαίωμα της προσωπικότητας της. Επομένως ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και της μετάδοσης σε τρίτον κατ’ εξακολούθηση χωρίς δικαίωμα προσωπικών δεδομένων της Ε. Π. με σκοπό την ηθική της βλάβη, πράξη η οποία, αντίθετα από ότι υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, είναι κακούργημα, όπως προαναφέρθηκε. Σημειώνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο στην κατηγορία που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο όσο και στην πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος πρωτοδίκως αυτός, περιλαμβανόταν διηγηματικώς αναφερόμενο και το στοιχείο της απόκτησης των δεδομένων, που μεταδόθηκαν με επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης αυτών, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται πλέον ως πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος κατά το άρθρο 38 παρ. 2, 1 Ν. 4624/2019″. Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για τις πράξεις της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάψει τρίτον και της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. α ΠΚ και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών για την πρώτη πράξη και σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών για τη δεύτερη, καθόρισε δε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών με το ακόλουθο διατακτικό: “Στον Κορυδαλλό Αττικής, κατά τους κάτωθι χρόνους με περισσότερες πράξεις, τέλεσε με πρόθεση περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον νόμο με στερητικές της Ε. ποινές. Ειδικότερα: Α) Στον ανωτέρω τόπο, τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2013, με περισσότερες πράξεις, που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, χωρίς να έχει δικαίωμα, με επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ερωτικών του συνευρέσεων με την Ε. Π., λαμβάνοντας έτσι γνώση αυτών, μετέδωσε σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα, αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που την αφορούσαν, με σκοπό να προκαλέσει τη βλάβη της με την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητά της. Ειδικότερα, ανάρτησε χωρίς τη συναίνεση της παθούσας, σε διάφορες διευθύνσεις του διαδικτύου, ταινίες πορνογραφικού περιεχομένου που αναπαριστούν μικρής διάρκειας ταινίες (videos), ερωτικού περιεχομένου, που είχε παλαιότερα κινηματογραφήσει με τη συναίνεση της τελευταίας, με τη συσκευή του κινητής τηλεφωνίας και στις οποίες εμφανίζεται γυμνή η παθούσα, κατά τη διάρκεια των ερωτικών τους περιπτύξεων και της σαρκικής τους σχέσης. Ήτοι ανάρτησε στις διευθύνσεις του διαδικτύου με τις ονομασίες <<…>>, <>,…>>,…”,”…”,”…” και “…”, ερωτικά στιγμιότυπα διάρκειας μερικών λεπτών στα οποία η ανωτέρω απεικονίζεται σε διάφορες ερωτικές στάσεις και πράξεις και τα οποία (στιγμιότυπα) τιτλοφορορήθηκαν από τον ίδιο με προσβλητικές γι’ αυτήν εκφράσεις γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες. Ενδεικτικά εμφανίζεται η παθούσα α) σε ταινία διάρκειας 7.34 λεπτών στη διεύθυνση “…”, σε κοντικό πλάνο της κεφαλής της να πεοθηλάζει υπό τον τίτλο “… “, β) ταινία διάρκειας 24 δευτερολέπτων στη διεύθυνση σε κοντινό πλάνο στο οποίο φαίνεται γυμνό το στέρνο και το πρόσωπό της, υπό τον τίτλο “… “, γ) σε ταινία διάρκειας 2 λεπτών, στη διεύθυνση “…”, σε κοντινό πλάνο του προσώπου της το οποίο καλύπτεται στο ύψος των οφθαλμών της από το αριστερό της χέρι, με εμφανή ίχνη ανδρικού σπέρματος στο σαγόνι της υπό τον τίτλο “…”, δ) σε ταινία διάρκειας 42 δευτερολέπτων, στη διεύθυνση “…”, σε κοντινό πλάνο του προσώπου της, με κλειστά μάτια και ανοιχτό στόμα, στο οποίο δέχεται την εκσπερμάτιση ανδρικού πέους, ε) σε ταινία διάρκειας ολίγων λεπτών, στη διεύθυνση “…”, σε πλάνο που φαίνεται γυμνή από το στήθος της και άνω, ξαπλωμένη σε κρεβάτι και στ) σε ταινία διάρκειας δύο και μισού λεπτού, στη διεύθυνση “…”, να πραγματοποιεί με το δεξί της χέρι αυνανισμό ανδρικού πέους και με το αριστερό της χέρι να κρατάει ποτήρι πλησίον αυτού (πέους) υπό τον τίτλο “…”. Οι προαναφερθείσες ταινίες συναποτελούν αρχείο προσωπικών δεδομένων, στο οποίο επενέβη και έλαβε γνώση αυτού ο κατηγορούμενος, αφού τις αρχειοθέτησε και τις αποθήκευσε τόσο στο κινητό του τηλέφωνο, όσο και στον προσωπικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ στις συνέχεια τις επεξεργάσθηκε “μοντάροντας” αυτές, ώστε να αποκοπούν οι σκηνές που εμφάνιζαν το πρόσωπο του και να εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο και το γυμνό σώμα της Ε.Π. και μέρη μόνο του δικού του σώματος, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί και “εκτεθεί” και ο ίδιος με την ανάρτηση. Ακολούθως τις μονταρισμένες αυτές ταινίες, στις οποίες προσέθεσε και προσβλητικά για την παθούσα σχόλια, τις μετέδωσε και τις γνωστοποίησε, χωρίς τη συγκατάθεση της παθούσας, μέσω των προαναφερθεισών ιστοσελίδων, σε τρίτα, μη δικαιούμενα πρόσωπα, με σκοπό να προσβάλλει βάναυσα την προσωπικότητα της, καθώς με τους προαναφερθέντες τρόπους παρουσίασε την παθούσα ως άτομο ελαφρών ηθών, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό βάναυσα την κοινωνική της υπόσταση. Β) Στον Κορυδαλλό Αττικής, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και οι οποίες έλαβαν χώρα από τις 20 Μαΐου του έτους 2013 έως τις 8-9-2013, με πρόθεση κατέπεισε την παθούσα, Ε. Π. να αυτοκτονήσει, με συνέπεια εκείνη (παθούσα) να προβεί σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας, ήτοι την 30-6-2013 και την 8-9-2013. Πιο συγκεκριμένα εκφόβιζε αυτήν, μέσω γραπτών μηνυμάτων που έστελνε από το κινητό του τηλέφωνο, με αριθμό κλήσης “…”, προς το δικό της κινητό τηλέφωνο, ότι αν αυτή ήθελε να περισώσει την τιμή και την υπόληψή της από τον επερχόμενο εξευτελισμό που θα γνώριζε αν πραγματοποιούσε τις απειλές του και δημοσιοποιούσε τις ταινίες (videos) ερωτικού περιεχομένου, που είχε παλαιότερα κινηματογραφήσει με τη συναίνεση της, με τη συσκευή του κινητής τηλεφωνίας και στις οποίες εμφανίζεται η παθούσα κατά τη διάρκεια των ερωτικών τους περιπτύξεων και της σαρκικής τους σχέσης, θα έπρεπε να αυτοκτονήσει. Άλλως θα προέβαινε δίχως άλλο και με κάθε τρόπο στη γνωστοποίηση αυτών των ταινιών (videos), είτε μέσω της εκτύπωσης εικόνων που θα αναπαρήγαγε από αυτές (ταινίες) και τις οποίες (εικόνες) θα αναρτούσε σε διάφορα σημεία της γειτονιάς, όπου η παθούσα κατοικεί, ή θα διένειμε σε φυλλάδια στο χώρο της εργασίας της, είτε αναπαράγοντας αυτές (αυτούσιες) στο διαδίκτυο. Αποτέλεσμα των ως άνω πιεστικών και ανυπόφορων παραινέσεων του και της άσκησης πειθούς προς την παθούσα, ήταν η δημιουργία σε αυτή της εδραίας πεποίθησης ότι η μόνη διέξοδος προκειμένου να γλυτώσει τον εξευτελισμό της στο συγγενικό, επαγγελματικό και κοινωνικό της περιβάλλον, από την από μέρους του δημοσιοποίηση των ταινιών αυτών (videos), ήταν δίχως άλλο η αυτοκτονία της και να προβεί αυτή σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας στις 30-6-2013 και τις 8-9-2013, όταν δηλητηριάσθηκε από τη λήψη αντιεπιληπτικών, κατασταλτικών, υπνωτικών και αντιπαρκινσονικών φαρμάκων οι οποίες απόπειρες ήταν ανεπιτυχείς, αφού αυτή σώθηκε, γιατί έγινε αντιληπτή από τους γονείς της ευρισκόμενη σε κώμα ,οι οποίοι την πρώτη φορά την μετέφεραν στο νοσοκομείο Παμμακάριστος, όπου νοσηλεύθηκε για 2 ημέρες και έλαβε την κατάλληλη ιατρική βοήθεια, ενώ την δεύτερη φορά της έδωσαν οι ίδιοι ιατρική βοήθεια, μετά από ιατρικές συμβουλές, που έλαβαν τηλεφωνικά. Έκτοτε η παθούσα για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στο μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο, που από τότε εκδήλωσε με τον έντονο αυτοκτονικό ιδεασμό που τη συνοδεύει, λαμβάνει συστηματική αντικαταθλιπτική, φαρμακευτική αγωγή και υποβάλλεται σε τακτική ψυχοθεραπεία”. Με τις ανωτέρω παραδοχές και αιτιολογίες, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό της αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο που επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάψει τρίτον και της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, οι αποδείξεις από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, με αναφορά των αποδεικτικών μέσων επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτών κρίσης του, αρκούσης της αναφοράς των αποδεικτικών μέσων γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1, 27 παρ1,2, 94 παρ. 1, 98, 301, 463 παρ. 3 ΠΚ και άρθρ. 2 και 22 παρ. 4, 6 Ν. 2472/1997 και ήδη άρθρ. 38 παρ. 1, 2, 4 και 84 του Ν. 4624/2019, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνονται, όπως αλληλοσυμπληρώνεται το σκεπτικό και το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε το Εφετείο την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και αναφέρονται όλα τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών, δηλαδή προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι λοιπές περιστάσεις τέλεσης των συγκεκριμένων πράξεων κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, ενώ με την προσήκουσα νομική προσέγγιση έγινε και η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε το Δικαστήριο στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, οι οποίες εφαρμόσθηκαν. Πιο συγκεκριμένα : Α) Όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάβης τρίτου, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται με επάρκεια και σαφήνεια: 1) η δημιουργία από τον αναιρεσείοντα οπτικοακουστικού υλικού προσωπικών δεδομένων της παθούσας και ειδικότερα η κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους σχέσης βιντεοσκόπηση ερωτικών συνευρέσεών του με την παθούσα, με τη συναίνεση αυτής, στο οποίο στη συνέχεια επενέβη, χωρίς τη συγκατάθεσή της, ως υποκειμένου των εν λόγω προσωπικών δεδομένων, το επεξεργάσθηκε και ακολούθως μετέδωσε περαιτέρω τα παραπάνω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, αναρτώντας στο διαδίκτυο τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης αρχεία, ήτοι μικρής διάρκειας ταινίες-videos ερωτικού περιεχομένου στις παρατιθέμενες ιστοσελίδες, στις οποίες απροσδιόριστος αριθμός χρηστών του διαδικτύου διέθετε πρόσβαση και συνακόλουθα δυνατότητα παρακολούθησης, στα οποία απεικονίζεται η παθούσα σε διάφορες ερωτικές στάσεις και πράξεις και στα οποία προσέθεσε ο ίδιος τίτλους με προσβλητικές γι’ αυτήν εκφράσεις γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες, 2) το περιεχόμενο των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που αναγόταν στην ερωτική ζωή της παθούσας, 3) ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος, χωρίς να έχει δικαίωμα, επενέβη και έλαβε γνώση αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ερωτικών του συνευρέσεων με την παθούσα, επέμβαση που, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, έγινε με την αποθήκευση του αρχείου αυτού τόσο στο κινητό του τηλέφωνο όσο και στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και στη συνέχεια το επεξεργάστηκε, “μοντάροντας” αυτό, ώστε να αποκοπούν οι σκηνές που εμφάνιζαν το πρόσωπό του και να εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο και το γυμνό σώμα της παθούσας και μέρη μόνο του δικού του σώματος, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί και να εκτεθεί ο ίδιος με τη διαδικτυακή ανάρτηση στην οποία προέβη, 4) ότι κατέστησε γνωστά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της παθούσας, με τον προαναφερόμενο τρόπο, που αφορούσαν την ερωτική της ζωή, σε απεριόριστο αριθμό ατόμων που είχαν πρόσβαση στις αναφερόμενες ιστοσελίδες του διαδικτύου και οι οποίοι μπορούσαν να διακρίνουν το πρόσωπο αυτής και να προσδιορίσουν την ταυτότητα της, 5) ότι η δημιουργία του οπτικοακουστικού υλικού των ερωτικών συνευρέσεων του κατηγορούμενου και της παθούσας, με τη μαγνητοσκόπηση αυτών μέσω ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, συνιστά αρχείο κατά την έννοια του παραπάνω νόμου και δεν χρειαζόταν καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση αυτού, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων και ότι επεξεργασία αυτού συνιστά και η αποθήκευσή του και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το “μοντάρισμά” του, ώστε να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές (ΑΠ 96/2020), παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, 6) η δόλια προαίρεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, που πηγάζει από τη θέλησή του, για την πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε και 7) ο σκοπός του κατηγορουμένου, ο οποίος προέβη στην πράξη του αυτή προκειμένου να βλάψει ηθικά την παθούσα, διασύροντάς την και προσβάλλοντάς την βάναυσα στο δικαίωμα της προσωπικότητάς της, για λόγους εκδίκησης, επειδή μετά τη διακοπή της ερωτικής τους σχέσης, συνδέθηκε ερωτικά με άλλο πρόσωπο και ότι συνεπώς η πράξη του αυτή συνιστά τη διακεκριμένη κακουργηματική μορφή του αδικήματος της μετάδοσης σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό βλάβης τρίτου. Και Β) Όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται: 1) ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι λοιπές περιστάσεις υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κατέπεισε την παθούσα, η οποία δεν είχε τέτοια πρόθεση, να αυτοκτονήσει, με συνέπεια εκείνη να προβεί σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας στις 30-6-2013 και στις 8-9-2013 και 2) ο ειδικότερος προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο ο αναιρεσείων κατέπεισε την παθούσα να αυτοκτονήσει, συνισταμένου, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην άσκηση έντονης ψυχολογικής βίας, μέσω γραπτών μηνυμάτων που έστελνε από το κινητό του προς το κινητό αυτής, με συνεχείς και επίμονες προτροπές, συνοδευόμενες με απειλές και εκφοβισμό ότι θα δημοσιοποιήσει τις καταγεγραμμένες από τον ίδιο ερωτικές τους συνευρέσεις, παρουσιάζοντας την αυτοκτονία ως διέξοδο και ως τη μόνη ενδεδειγμένη λύση για να αποφύγει τον εξευτελισμό της και πιέζοντας εμμονικά και με σκαιές φράσεις την παθούσα, την οποία περιήγαγε σε κατάσταση έντονου πανικού και ντροπής από το φόβο της δημοσιοποίησης των ερωτικών τους πράξεων και έτσι κατάφερε να επιβάλει τη βούλησή του σ’ αυτήν και να την οδηγήσει από το φόβο της δημοσιοποίησης των ερωτικών τους στιγμών, στην απόφαση να θέσει τέρμα στη ζωή της, πράγμα το οποίο αυτή επιχείρησε δύο φορές ανεπιτυχώς. Περαιτέρω, επί των ειδικότερων πλημμελειών τις οποίες αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και τους συναφείς πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : Α) Το δικάσαν Εφετείο, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και με ορθή και σαφή αιτιολογία απέρριψε, με την κύρια επί της ενοχής κρίση του, τον προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι δεν συνέτρεχε ο κακουργηματικός χαρακτήρας της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό βλάβης τρίτου, γιατί από την τέλεσή του δεν προκλήθηκε περιουσιακή ζημία, αλλά μόνο ηθική βλάβη, η οποία και αν ακόμη θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην παρ. 4 του άρθρου 38 του Ν. 4624/2919, πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, περίσταση που δεν συντρέχει στην προκειμένη υπόθεση. Είναι δε ορθή η ως άνω απορριπτική, του εν λόγω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, κατά τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019 επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών όχι μόνο όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλον ή σκοπό πρόκλησης περιουσιακής ζημίας σε άλλον, – υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό αυτό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ,- αλλά και όταν, όπως στην ένδικη περίπτωση, αυτός σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο. Ειδικότερα, από το γεγονός ότι στη νέα αυτή διάταξη προβλέφθηκε εκτός από το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και το σκοπό βλάβης τρίτου, (που υπήρχαν και στην προηγούμενη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν.2472/1997) και ο σκοπός πρόκλησης περιουσιακής ζημίας, καθίσταται απολύτως σαφές το ότι αυτή είναι βούληση του νομοθέτη, ήτοι να υφίσταται ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης όταν ο δράστης σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο. Έτσι, με τον ανωτέρω νόμο, δεν διαμορφώνεται ένα αμιγώς περιουσιακό αδίκημα, ενόψει και του προστατευόμενου από τη διάταξη εννόμου αγαθού, που είναι το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση, ως ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, και τούτο διότι με σαφήνεια διακρίνεται στην παραπάνω νομοθετική πρόβλεψη η έννοια της περιουσιακής ζημίας από αυτήν της βλάβης, η οποία δεν προβλέπεται ως περιουσιακή, αντιδιαστέλλοντας τις δύο αυτές έννοιες, ενώ μόνο για την περιουσιακή ζημία (όπως και για το περιουσιακό όφελος) εισάγεται συγκεκριμένο ποσοτικό όριο, όχι όμως και για τη βλάβη.
Συνεπώς, συντρέχει η κακουργηματικής μορφής παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής, χωρίς πρόβλεψη ποσοτικού ορίου, εφόσον ο νόμος διαχωρίζει με σαφήνεια την έννοια της περιουσιακής ζημίας από την έννοια της βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων, την οποία δεν περιόρισε ποσοτικά. Κατά συνέπεια, όλες οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί μη ορθής ερμηνείας και εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικάσαν Εφετείο, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Β) Στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχεται ασάφεια και αντίφαση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αναφορικά με τη χωρίς δικαίωμα επέμβασή του στο σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ερωτικών συνευρέσεών του με την παθούσα, καθόσον αντίθετα με σαφήνεια και πληρότητα αιτιολογείται και διευκρινίζεται ότι ο αναιρεσείων, μετά τη βιντεοσκόπηση των ερωτικών επαφών τους, για την οποία και μόνο συναίνεσε η παθούσα, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεσή της, ήτοι χωρίς σχετικό δικαίωμα και χωρίς την συγκατάθεσή της, αντί να διαγράψει το σχετικό αρχείο που δημιουργείτο στο δικό του κινητό τηλέφωνο, εκείνος επενέβαινε σ’ αυτό και το επεξεργαζόταν, αφού το αποθήκευε και το μετέφερε στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και αφού προέβη στο “μοντάρισμά” του, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες, σαφείς και πλήρεις παραδοχές της απόφασης, ώστε να αποκοπούν οι σκηνές που εμφανιζόταν ο ίδιος και να εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο και το γυμνό σώμα της παθούσας, στη συνέχεια, το μετέδωσε, χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συναίνεση της παθούσας, σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα, με την ανάρτησή του στο διαδίκτυο.
Συνεπώς, όλες οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, αναφορικά με τις ανωτέρω ορθές, σαφείς και πλήρεις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του ανωτέρω νόμου και περί ασαφούς και αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Γ) Ως προς την αξιόποινη πράξη της συμμετοχής σε αυτοκτονία, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες ότι η εκτιθέμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ήταν εκείνη που κατέπεισε εντελώς και ολοκληρωτικά την παθούσα να προβεί σε δύο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας και αναφέρεται με σαφήνεια ότι η παθούσα δεν είχε προηγουμένως τέτοια πρόθεση. Επομένως, όλα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, περί ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τα ανωτέρω γενόμενα με αυτή δεκτά, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δ) Το Δικαστήριο της ουσίας, αφού συνεκτίμησε και συναξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και αναφέρει στο σκεπτικό του, μεταξύ των οποίων είναι και η υπ’ αριθμ. 12/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και η από 27-01-2017 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, τα αναγνωσθέντα μηνύματα, καθώς και η ενώπιόν του κατάθεση της παθούσας, δέχθηκε με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση [της οποίας, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος της κατάπεισης και όχι ο χρόνος που έγιναν οι δύο απόπειρες αυτοκτονίας], με τη μορφή και τον τρόπο της κατάπεισης μέσω των πολυάριθμων μηνυμάτων που της είχε αποστείλει κατά τον προηγούμενο των δύο προσπαθειών της να αυτοκτονήσει χρόνο, που περιείχαν επίμονη και σαφή προτροπή σε αυτοκτονία, απειλές για αποκαλύψεις στην οικογένειά της και εκφοβισμό και όχι με τη μορφή της παροχή βοήθειας.
Συνεπώς, οι σχετικές αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τις ανωτέρω παραδοχές της, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Ε) Το δικάσαν Εφετείο, με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες απέρριψε, με την κύρια επί της ενοχής κρίση του, τον προβληθέντα αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι τα μηνύματα που απέστειλε στην παθούσα δεν συνδέονται με τις απόπειρες αυτοκτονίας, αν και το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε σχετική υποχρέωση να απαντήσει, δεδομένου ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, ότι δηλαδή τα μηνύματα που απέστειλε στην παθούσα δεν συνδέονται με τις απόπειρες αυτοκτονίας, συνιστά άρνηση της κατηγορίας (ως αναφερόμενος στην έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του ως άνω αδικήματος, δηλαδή αυτού της κατάπεισης) και δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός (αφού δεν επάγεται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας του δράστη για καταλογισμό ούτε την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, αλλά η τυχόν δικαστική του επιβεβαίωση οδηγεί στην αθώωσή του) και αποτελεί απλώς ισχυρισμό προς απόσειση της ενοχής του, που αντιμετωπίζεται με βάση τα δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ως αναγόμενα στην κυριαρχική του κρίση, δεν ελέγχονται αναιρετικά, αναφορικά με την εκτίμησή τους και την εσφαλμένη ή ορθή αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, οι σχετικές αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί μη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τις ανωτέρω παραδοχές της, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Και ΣΤ) Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που εμπεριέχονται στους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης και στους συναφείς πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους αναίρεσης, οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και πιο συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενες από τον άνω αναιρεσείοντα αντιθέσεις, κατ’ αυτόν, των παραδοχών της απόφασης προς τα επισημαινόμενα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δεν αποτελούν αναιρετικές πλημμέλειες με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και συνεπώς είναι απαράδεκτες, καθόσον συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της. Εξάλλου, ως αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθέμενων στο σκεπτικό της απόφασης, είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό αυτής και όχι η τυχόν αντίθεση κάποιου αποδεικτικού μέσου προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της απόφασης, καθόσον το τελευταίο ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Συνεπώς, όλα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και τους συναφείς πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και απαράδεκτα, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις.
Στα αποδεικτικά μέσα της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ` Κ.Π.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, η δικαστική πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται ειδική μνεία της πραγματογνωμοσύνης, όταν οι παραδοχές της απόφασης συμφωνούν απόλυτα ή δεν αντιφάσκουν με τα πορίσματα αυτής. Η δικαστική πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάχθηκε στα πλαίσια συγκεκριμένης υπόθεσης, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνεται από το άρθρο 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, ιδρύεται ο ανωτέρω μνημονευόμενος, λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ. Από αυτά συνάγεται, ότι η συνεκτίμηση και αξιολόγηση από το δικαστήριο, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, όταν δεν προκύπτει από τη ρητή μνεία στο οικείο μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα ληφθέντα υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης αποδεικτικά μέσα, αρκεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 87/2020, ΑΠ 2039/2019, ΑΠ 1191/2019, ΑΠ 419/2011, ΑΠ 396/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει, ότι στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας αναγνώσθηκε και δη υπό τον αριθμό 3 του καταλόγου των αναγνωσθέντων, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα, στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης εγγράφων, η από 27-1-2017 Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, που διατάχθηκε από τους προανακριτικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, στο πλαίσιο της διενεργούμενης για την υπόθεση προκαταρκτικής εξέτασης. Η εν λόγω Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης δεν μνημονεύεται ειδικά στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ωστόσο από τις ουσιαστικές παραδοχές που διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής συνάγεται αδιάστικτα και αναμφίβολα, ότι το περιεχόμενό της έχει ληφθεί υπόψη από το δικάσαν ως άνω Εφετείο και έχει συνεκτιμηθεί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγουμένη νομική σκέψη, για την πληρότητα της αιτιολογίας της δεν είναι απαραίτητη η ιδιαίτερη αναφορά στο αποδεικτικό μέσο της εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και στην προκειμένη περίπτωση η αιτιολογία που διατυπώθηκε και η κρίση που εκφέρθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αντίθετες προς αυτή. Ειδικότερα, από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση της ως άνω υπ’ αριθ. 3022/21/3187-α/27-1-2017 έκθεσης, προκύπτει ότι κατά την εργαστηριακή εξέταση της εκ των σταλθέντων προς εξέταση πειστηρίων πειστήριας συσκευής κινητής τηλεφωνίας μάρκας SAMSUNG [Ρ3-ΚΙΝ] εντοπίστηκαν σ’ αυτήν: α) 283 επαφές τηλεφωνικού καταλόγου, μεταξύ των οποίων και οι αριθμοί κλήσης “…” και “…” και β) το ιστορικό των σύντομων γραπτών μηνυμάτων, τύπου “SMS” χωρίς το περιεχόμενό τους, το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις περί “άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών”, ήτοι δεν διαπιστώθηκε με την έκθεση το περιεχόμενο των μηνυμάτων τύπου SMS και επίσης ότι δεν ανευρέθηκαν αποθηκευμένα στα εξετασθέντα πειστήρια μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή λοιπών προγραμμάτων επικοινωνίας μέσω των οποίων ο εγκαλούμενος να προτρέπει την κόρη του εγκαλούντα σε αυτοκτονία. Επομένως, η διαμορφωθείσα αιτιολογία, η ουσιαστική κρίση και το αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αντιτίθεται προς την ανωτέρω Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης στην οποία δεν περιέχονται αντίθετα πορίσματα και η οποία συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, για την κατάληξη στο αποδεικτικό πόρισμα της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, όλα τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση αυτών, ούτε να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, ούτε ήταν αναγκαίο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Ειδικότερα, τόσο από την ειδική αναφορά και μνεία των αποδεικτικών μέσων στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο από το σύνολο των παραδοχών του αιτιολογικού του αυτής, όπου παρατίθενται οι σκέψεις, οι συλλογισμοί και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το Δικαστήριο στην καταδικαστική του κρίση, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν στο σύνολό τους, και όχι επιλεκτικά ή αποσπασματικά, όλα τα αποδεικτικά μέσα που συνεισφέρθηκαν κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, μεταξύ των οποίων και η αναγνωσθείσα αμετάκλητη απόφαση του Αστικού Δικαστηρίου (12/2021 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) ως και το από 10-01-2018 Ενημερωτικό Σημείωμα (Έκθεση αξιολόγησης Ευρημάτων) του Γ. Κ. επί της υπ’ αριθ. 3022/21/3187-α/27-1-2017 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, ενεργούντος κατ’ εντολή του αναιρεσείοντος ως τεχνικός σύμβουλος, την οποία εκτίμησε, ορθώς, ως απλό έγγραφο, μη αποτελούν “δικαστική” πραγματογνωμοσύνη, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν και κατέληξε στην κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, χωρίς να είναι, κατά νόμο, αναγκαία, όπως προεκτέθηκε, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα παραπάνω, εφόσον δεν τα εξαίρεσε ρητά.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και τρίτος πρόσθετος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει, ότι το άνω Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, την άνω έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ως και τα προαναφερόμενα έγγραφα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ενώ ομοίως αβάσιμη και απορριπτέα είναι και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι ο εν λόγω αναιρετικός λόγος πρέπει να γίνει δεκτός, κατ’ εφαρμογή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, λόγω της έκδοσης από το Ακυρωτικό των μνημονευομένων στην αίτηση αναιρέσεως αποφάσεων, επί όμοιων, κατ’ αυτόν, περιπτώσεων, με τις οποίες έγινε δεκτός ο εκεί προβληθείς λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Δ’ ΚΠΔ.
Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 362 παρ.1 και 367 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ιδίου ως άνω Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζονται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ., δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Ακόμη, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματός του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 Κ.Π.Δ.) [ΑΠ 215/2020, ΑΠ 192/2020, ΑΠ 82/2020]. Εξάλλου, στα πρακτικά της απόφασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του, πράγμα που εξαρτάται από την πραγματοποίηση της ανάγνωσης του εγγράφου, και όχι από τον τρόπο καταχώρισής του στα πρακτικά (ΑΠ 82/2020). Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, ιδρύουσα τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ) (ΑΠ 1024/2019). Η καταχώριση στα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου του “δικονομικού γεγονότος” ότι αναγνώστηκε ένα έγγραφο, παρέχουσα πλήρη απόδειξη, κατ’ άρθρο 141 παρ. 3 Κ.Π.Δ., δεν γίνεται με καταγραφή του περιεχομένου του εγγράφου. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία, που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, με τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 Κ.Π.Δ. ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφ’ όσον συντελείται η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στα πρακτικά το αναγνωσθέν έγγραφο (ΑΠ 750/2020). Φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις δεν “αναγιγνώσκονται” κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση.
Συνεπώς, όταν στα πρακτικά αναγράφεται ότι αναγνώσθηκαν και τέτοια έγγραφα, η αναγραφή αυτή έχει την πρόδηλη έννοια ότι αυτά επισκοπήθηκαν από τους διαδίκους, οι οποίοι, έτσι, έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους και τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το περιεχόμενό τους (ΑΠ 505/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη, προκύπτει ότι κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων εγγράφων, τα με αύξοντα αριθμό “1. Το Ιατρικό Ενημερωτικό Σημείωμα 2. Το εξητήριο από το νοσοκομείο 4. Η έκθεση έρευνας σε κατοικία”, που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και το με αύξοντα αριθμό “4. Φωτοτυπίες τεσσάρων σελίδων σε μεγέθυνση με μηνύματα”, εκ των εγγράφων που αναγνώστηκαν κατά πρόταση του Εισαγγελέα. Η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, που αναγνώστηκαν, προσδιορίζεται επαρκώς, ώστε να προκύπτει ότι αυτά αναγνώσθηκαν και όχι κάποια άλλα και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, ούτε πιο εξειδικευμένη αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη και της μοναδικότητάς τους, ενόψει του ότι προκύπτει η διακριτή ταυτότητά τους, ελλείψει άλλου με τα ίδια ή παρεμφερή προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους στοιχεία, από την ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να προκληθεί αμφιβολία ως προς το εάν το κάθε επίμαχο έγγραφο αναγνώσθηκε ή όχι. Με την ανάγνωση δε των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία η ειδικότερη αναφορά πρόσθετων προσδιοριστικών της ταυτότητάς τους στοιχείων τους, ενώ από την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, η οποία δεν αμφισβητείται, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης, κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος είχε πλήρη τη δυνατότητα να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 του Κ.Π.Δ. δικαιώματά του και ειδικότερα αυτός και οι συνήγοροί του να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της κατ’ έφεση δίκης, αφού μάλιστα ο προσδιορισμός της ταυτότητας των εγγράφων αυτών είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτά τα έγγραφα και όχι κάποια άλλα αναγνώσθηκαν στη συγκεκριμένη δίκη, βεβαιότητα που υπάρχει από την ανάγνωση του περιεχομένου τους. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα ως άνω παραδεκτά επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης ο Πρόεδρος πριν από την ανάγνωση κάθε εγγράφου ανακοίνωνε το έγγραφο που επρόκειτο να αναγνωσθεί και ρωτούσε τον Εισαγγελέα και τους συνηγόρους του κατηγορουμένου καθώς και τον ίδιο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα εάν είχε αντίρρηση για την ανάγνωση και εκείνοι απαντούσαν αρνητικά. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε για την κρίση του όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα ως άνω και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο έλαβε χώρα από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των ως άνω εγγράφων και δεν συνέτρεξε περίπτωση αποστέρησης του κατηγορούμενου από το δικαίωμά του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ούτε αποστέρησης αυτού από την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισής του, που του παρέχονται από το νόμο. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α’ ΚΠΔ σχετικός τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ιδίου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή της οποίας βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης ερευνά αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1818/2019) χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής κάθε τέτοιας περιστάσεως. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, υπό στοιχείο ε’, ότι ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του ακόμα και κατά την κράτησή του”. Για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., η συμπεριφορά του υπαιτίου, πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ του ισχύοντος Π.Κ. προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 96/2020, ΑΠ 1555/2019), ακόμα και κατά την κράτησή του. Εν όψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα (ΑΠ 1663/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκοπούμενα πρακτικά, ο αναιρεσείων προέβαλε δια των συνηγόρων του, εγγράφως και με προφορική ανάπτυξη, μεταξύ των άλλων και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης υπό στοιχ. ε της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, ήτοι της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, επικαλούμενος για τη θεμελίωσή της τα ακόλουθα: “Αυτοτελής ισχυρισμός περί της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε ΠΚ ” ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του”. Η ελαφρυντική αυτή περίσταση αναγνωρίζεται, αν αποδειχθεί ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητική καλή διαγωγή (ΑΠ 260/1991 ΠοινΧρ. ΜΣΤ’, 1646) ή μόνο ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού (ΑΠ 859/1996, ΠοινΧρ ΜΖ’, 1159). Κατά τη διάρκεια της κράτησης μου, επέδειξα καλή διαγωγή τόσο απέναντι στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όσο και απέναντι στους συγκρατούμενούς μου, όπως προκύπτει από την καλή διαγωγή μου στη φυλακή ( οράτε σχετ. αναγνωσθέντα έγγραφα) για τo χρονικό διάστημα που έχω παραμείνει κρατούμενος. Πέραν όμως των παραπάνω ιδιαιτέρως μνημονευτέα είναι η στάση μου σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης. ΗΔΗ ΕΠΙ 5 ΣΥΝΑΠΤΑ ΕΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ κατά το οποίο τήρησα ΟΛΟΥΣ τους περιοριστικούς όρους που μου είχαν τεθεί, όπως επί παραδείγματι να δίνω το παρόν. Κατά το διάστημα, λοιπόν, αυτό και επί τη βάσει των προεκτεθέντων εργάστηκα άοκνα και αφοσιώθηκα εξολοκλήρου στην σύζυγό μου και στα παιδιά μου. Αποδεδειγμένα δε, κατά το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα των πέντε ετών δεν απασχόλησα καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη δικαιοσύνη αφού το κύριο μέλημά μου και αυτοσκοπός μου ήταν, είναι και θα είναι η οικογένεια που δημιούργησα ελεύθερος ων και η εργασία μου, ούτε όμως και την παθούσα με την οποία διέκοψα κάθε επαφή από το 2013. Στις 21.1.2021 το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς με καταδίκασε ως υπεύθυνο για την ανάρτηση των βίντεο, όχι όμως για τις απόπειρες αυτοκτονίας και μου επιδίκασε αποζημίωση 12.500 ευρώ, τα οποία επληρώθησαν και με το παραπάνω στις 23.2.2021 και 25.2.2021 με τους νόμιμους τόκους συμπεριλαμβανομένους” και προσκομίζοντας σχετικά έγγραφα που αναγνώστηκαν. Το δικάσαν Εφετείο, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμούς με την ακόλουθη κατά πιστή μεταφορά αιτιολογία : “Περαιτέρω ο κατηγορούμενος και ενώ, όπως προαναφέρθηκε, αδιαφόρησε για τις συνέπειες των πράξεων του στην παθούσα, ενεργώντας εγωιστικά, άρχισε μεθοδικά να οργανώνει την “άμυνά του” για την περίπτωση καταδίκης του. Έτσι για να διεκδικήσει το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, του άρθρου 84 παρ. 2έ Π.Κ., άρχισε μεθοδικά και κατά τακτά χρονικά διαστήματα να προβαίνει σε χρηματικές δωρεές σε φιλανθρωπικές οργανώσεις και ιδίως στα “Παιδικά Χωριά S.O.S.”, φροντίζοντας να συλλέγει και τις σχετικές αποδείξεις και βεβαιώσεις για να τις χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο, όπως και πράγματι έκανε. Η συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου είναι υποκριτική και γι’ αυτό καταδικαστέα, αφού δεν προέβαινε και σε τέτοιες δωρεές και πριν την τέλεση των πράξεών του, ενώ αδιαφόρησε για σχεδόν 7 έτη για την καταβολή της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης στην παθούσα για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτή από τις πράξεις του, την οποία τελικά ικανοποίηση κατέβαλε όταν εκδόθηκε σχετική τελεσίδικη απόφαση και δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά, γιατί επίκειτο η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης. Επομένως ο κατηγορούμενος δεν συμπεριφέρθηκε καλά μετά τις πράξεις του και μέχρι την σημερινή εκδίκαση της υπόθεσης και γι’ αυτό το αίτημά του να του αναγνωρισθεί το σχετικό ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε Π.Κ.” είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί “. Με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ και έχοντας διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε ως αβάσιμο τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της ανωτέρω διάταξης υπό στοιχ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, ήτοι της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, καθόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δεν αποδείχθηκε, ότι ο αναιρεσείων μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, επέδειξε συμπεριφορά του τέτοια που να πληροί τις ουσιαστικά απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις θεμελίωσής της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πλήρεις και σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων εναρμονίστηκε προς τις επιταγές της έννομης τάξης, επιδεικνύοντας θετική ατομική και κοινωνική συμπεριφορά, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, αλλά ότι η επιδειχθείσα συμπεριφορά, που περιλαμβάνει χρηματικές δωρεές σε φιλανθρωπικές οργανώσεις και ιδίως στα ”Παιδικά Χωρία SOS”, ήταν υποκριτική, σαφώς υπαγορευόμενη από την εκκρεμούσα ποινική δίκη, αφού κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης τέτοια συμπεριφορά δεν εκδήλωνε ο αναιρεσείων πριν από την τέλεση των επιδίκων πράξεων, αλλά ότι αυτή εκδηλώθηκε, μεθοδικά και με υπολογισμό, μετά από την αποκάλυψή τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί υπέρ του στο πλαίσιο της εκδίκασης της εκκρεμούς κατηγορίας σε περίπτωση καταδίκης του, ως απόδειξη μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς και δεν ήταν αποτέλεσμα αληθινής και πραγματικής συνειδητοποίησης της παράνομης συμπεριφοράς του, που επέφερε το αξιόποινο αποτέλεσμα, τούτο δε ενισχύεται και από το γεγονός ότι ικανοποίησε την παθούσα μόνο όταν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, σε εκτέλεση αυτής και όχι γιατί συναισθάνθηκε τις συνέπειες της εγκληματικής συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του Κ.Π.Δ. προβαλλόμενος πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 83 του ΠΚ, όπου στο νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη, δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία. Ακόμη, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 3 του ισχύοντος ΠΚ, όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 περ. γ (: ήτοι φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη). Η πράξη διατηρεί τον κακουργηματικό της χαρακτήρα. Εξάλλου, από καμιά διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, δικάζοντας επί εφέσεως του κατηγορουμένου, έστω και αν αναγνωρίσει ότι συντρέχει στο πρόσωπο αυτού κάποια ελαφρυντική περίσταση, την οποία δεν είχε αναγνωρίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υποχρεούται να μειώσει την ποινή, την οποία είχε επιβάλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφόσον η επιμέτρηση αυτής έχει γίνει μέσα στα όρια του άρθρου 83 ΠΚ (ΑΠ 461/2011, ΑΠ 1192/2004, ΑΠ 1286/2002, ΑΠ 648/1999). Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, δικάζοντας ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επέβαλε στον αναιρεσείοντα για την πράξη της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάψει τρίτον, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή πέντε (5000) ευρώ, Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, δικάζοντας κατ’ έφεση, επέβαλε στον αναιρεσείοντα για την ως άνω κακουργηματική πράξη, μετά την αναγνώριση συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 463 παρ. 3 ΠΚ, ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά αιτιολογία: “Οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14,16, 17,18, 26&1, 27παρ. 1, 51, 52, 53, 79, 94 παρ. 1, 98, 301 ,463 παρ. 3 ΠΚ [ΙΜ.4619/2019], άρθρ. 2’και 22 παρ.4, 6 Ν. 2472/1997 και ήδη άρθρ. 38 παρ. 1, 2, 4 και 84 Ν. 4624/2019. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.3 του Ν.4239/2014 και 79 του ΠΚ, που κυρώθηκε με τον νόμο Ν. 4619/2019 και ισχύει από 1-7-2019, το Δικαστήριο για την επιμέτρηση της ποινής που θα εφαρμόσει σύμφωνα με το διατακτικό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με τα παραπάνω άρθρα, αξιολογεί ευεργετικώς τη μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και τις εξ αυτής επιπτώσεις σε βάρος του κατηγορουμένου, που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του (ΑΠ 1070/2018 ΝΟΜΟΣ) και λαμβάνει περαιτέρω υπόψη του τις επί μέρους διατάξεις του ως άνω άρθρου 79 του ΠΚ . Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 79 του ΠΚ, με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεση του (παρ. 2). Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξης του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητας του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του (παρ. 3). Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος (παρ. 4). Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών (παρ. 5). Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρηση της (παρ. 6). Ειδικότερα για την επιβολή των ποινών, που αναφέρονται στο διατακτικό, λήφθηκαν ιδίως υπόψη : 1] ο σοβαρός κίνδυνος για την ζωή της παθούσας, ο οποίος προκλήθηκε από τις δύο απόπειρες αυτοκτονίας της, 2] η βαρύτατη προσβολή της προσωπικότητας της παθούσας, που επήλθε με την ανάρτηση των ταινιών και η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τον κλονισμό και της ψυχικής της υγείας, 3] η ένταση του δόλου του κατηγορουμένου, ο οποίος για μήνες, με μεθοδικό και ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, με την πίεση και τις απειλές του προς την παθούσα και χωρίς κανένα οίκτο προς αυτήν, την οδήγησε σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας και στην βλάβη της ψυχικής της υγείας, πριν τελικά ολοκληρώσει την απειλή του με την ανάρτηση των ταινιών, 4] η ανυπαρξία οποιασδήποτε προσβλητικής συμπεριφοράς της παθούσας προς τον κατηγορούμενο, ο οποίος συνέχισε την παράνομη συμπεριφορά του , ενώ είχε αντιληφθεί ότι η παθούσα λόγω της επιρροής, που της ασκούσε, δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της, 5] η έλλειψη μεταμέλειας του κατηγορουμένου για τις πράξεις του, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος Και 6] το ελαφρυντικό του προηγούμενου σύννομου βίου , που αναγνωρίστηκε στον κατηγορούμενο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον κατηγορούμενο, που κηρύχθηκε ένοχο, σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών για την πράξη της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενοι πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με σκοπό να βλάψει τρίτο και σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών για την πράξη της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση “. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δεν υπέπεσε, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, στις πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της απόλυτης ακυρότητας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Ειδικότερα, το δικάσαν Εφετείο κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κινήθηκε εντός του πλαισίου των μνημονευόμενων ανωτέρω νόμων και περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, λαμβάνοντας υπόψη του τα κριτήρια του άρθρου 79 του ΠΚ και αναφέροντας ρητά και ειδικά τους λόγους που δικαιολογούν την κρίση του για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε, με την οποία δεν κατέστη χειρότερη η θέση του κατηγορούμενου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Α’ του ΚΠΔ έκτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι αναιτιολόγητα και υποπίπτοντας σε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή ποσοστιαία ανώτερη αυτής που του είχε επιβληθεί πρωτοδίκως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ). Τέλος, σημειώνεται ότι η παρισταμένη για την υποστήριξη της κατηγορίας Ε. Π., η οποία κλήθηκε νομότυπα να παραστεί, στην παρούσα δίκη, όπως προκύπτει από το από 09.06.2021 αποδεικτικό επίδοσης της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Ανδριάνας Σκορδάκη, το οποίο υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η συζήτηση, εφόσον εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 515 παρ. 2 α’ Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-04-2021, με αριθμό πρωτ. 3440/23-04-2021, αίτηση του Κ. Σ. του Δ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 16, 23, 28/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και τους επ’ αυτής από 30-06-2021 πρόσθετους λόγους.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 2021.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 

 

http://dikastis.blogspot.com/2022/01/6862021.html