ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1588/2011 (ΠΟΙΝ.- ΣΤ) Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής ανηλίκων τέκνων (358 ΠΚ) κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση.

73

Απόφαση 1588 / 2011    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Περίληψη:
Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής ανηλίκων τέκνων (358 ΠΚ) κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. 1) Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α, Δ, Ε’ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. 2) Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, που υποχρεώνει κάποιον σε καταβολή διατροφής, έστω και προσωρινά, δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της υπάρξεως υποχρεώσεως διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 ΚΠΔ, αν είναι υποστατή, αν ισχύει και είναι εκτελεστή, έστω προσωρινά, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όμως δεν ελέγχει και την ορθότητά της. 3) Η διατύπωση της διωκόμενης πράξεως στο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να είναι λιτή, απαλλαγμένη από περιττά στοιχεία, πλατειασμούς και σχοινοτενείς εκφράσεις, ώστε να δύναται ο κατηγορούμενος ευχερώς να εντοπίζει την πράξη για την οποία κατηγορείται, να αναφέρεται δε η αξιόποινη πράξη κατά τρόπο ορισμένο ως και η ποινική διάταξη που την προβλέπει, ώστε να ενημερωθεί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του για τα λοιπά στοιχεία, αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως αυτής, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να αναλύονται. Απορρίπτει αίτηση.


ΑΡΙΘΜΟΣ 1588/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο- Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Οκτωβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, Σ. Μ. του Χ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γκανιά Σπυρίδωνα περί αναιρέσεως της 1338/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειδικείου Ξάνθης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Τ. Μ. του Τ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Μπορδόκα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης , με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Φεβρουαρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 21 Σεπτεμβρίου 2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων, και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 331/2011.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας συνιστά κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει το από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως εφόσον από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν την ανάγνωσή του και το δικαστήριο δεν την επέτρεψε ή παρέλειψε να αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων άσκησε παραδεκτά την από 21-2-2011 αίτηση – δήλωση αναιρέσεως και τους από 21-9-2011 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης 1338/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης με την οποία καταδικάστηκε για το έγκλημα της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής. Η άνω αίτηση αναιρέσεως περιέχει, πλην άλλων, ως λόγους αναιρέσεως ορισμένους και νόμιμους, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 358 του ΠΚ, ασκήθηκε δε και εμπροθέσμως.
Συνεπώς, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και οι προβαλλόμενοι κατ’άρθρο 509 παρ.2 του ΚΠΔ εμπρόθεσμα πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω.

Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2, η οποία επιφέρει ακυρότητα, της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατ’ άρθρο 170 παρ.2 στοιχ. α’ ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί επί σχετικής αιτήσεως. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ.1 του ΚΠΔ, υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως ακυρότητα της διαδικασίας από την έλλειψη αυτή απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και σε περίπτωση παραλείψεως αναγνώσεως, από το διευθύνοντα τη συζήτηση, του εγγράφου που προσκομίσθηκε και του οποίου την ανάγνωση εζήτησε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του κατά την ακροαματική διαδικασία να προσφύγει αμέσως αυτός σε ολόκληρο το δικαστήριο και σε περίπτωση παραλείψεως τούτου να αποφανθεί ή παρά το νόμο απορρίψεως της προσφυγής, τότε υφίσταται έλλειψη ακροάσεως και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ.
Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο προβάλλεται η αιτίαση ότι, ενώ ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του προσήγαγε και ζήτησε την ανάγνωση και των ακολούθων εγγράφων και δη α) του υπ’αριθ. πρωτ. 101/17-1-2006 εγγράφου- αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, β) της υπ’αριθ. 89/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, γ) της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, απευθυνομένης από 26-7-2007 τακτικής αγωγής διατροφής και ανάθεσης γονικής μέριμνας των τέκνων της εγκαλούσας- πολιτικώς ενάγουσας, δ) των υπ’ αριθ. 175/2007 και 221/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, εκουσίας δικαιοδοσίας και ε) της υπ’ αριθ.131/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, το δικαστήριο της ουσίας ούτε ανέγνωσε τα έγγραφα αυτά, ούτε απάντησε επί του αιτήματός του τούτου και συνεπώς δημιουργήθηκε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως του κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης 1338/2010 αποφάσεως, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, προκύπτει ότι δια του από 1-1-2010 δικογράφου αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατέθεσε στο δικαστήριο αυτοτελείς ισχυρισμούς που ανέπτυξε και προφορικά και έχουν ως εξής:1/.Προσάγω ως αναγνωστέα υπ’ αριθμό …/6-9-1994 ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξιάρχου της τότε Κοινότητος Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, από την οποία αποδεικνύεται ο τελεσθείς στις 20 Αυγούστου 1994 γάμος μου με την εγκαλούσα. Στην ως άνω ληξιαρχική πράξη γάμου γίνεται η εξής ρητή μνεία:”… ενεφανίσθη ο Μ. Σ……….προσκομίσας την … από 20/8/1994 δήλωσιν του… Ιμάμη Ι. Χ. αυτής ενορίας του Ιερού… Τεμένους Κιμμερίων…”.Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης.2/.. Προσάγω ως αναγνωστέα από 20 Αυγούστου 1994 Δήλωσιν Γάμου υπό Ιμάμη της Μουφτείας Ξάνθης, η οποία έχει ως εξής: “ΜΟΥΦΤΕΙΑ ΞΑΝΘΗΣ Εν Ξάνθη αυτής 20 Αυγούστου 1994 ΔΗΛΩΣΙΣ ΓΑΜΟΥ ΥΠΟ ΙΜΑΜΗ ΤΕΜΕΝΟΣ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ – ΞΑΝΘΗΣ Δηλώ ο κάτωθι υπογεγραμμένος Ι. Χ. του Σ., Ιμάμης του Τεμένους Κιμμερίων – Ξάνθης, ότι σήμερον την 20η του μηνός Αυγούστου του έτους 1994 και περί ώραν 11η π.μ. ετέλεσα τον γάμον των κάτωθι συζύγων: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΑΜΒΡΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΥΜΦΗΣ Επώνυμον: Μ. Επώνυμον: Τ. Όνομα: Σ. Όνομα: Μ…. Θρήσκευμα: Μουσουλμάνος Θρήσκευμα: Μουσουλμάνος Υπηκοότης: Ελληνική Υπηκοότης: Ελληνική Κατοικία: … Κατοικία: … ….. Ο ανωτέρω γάμος ετελέσθη εν Κιμμέρια κατά τους τύπους της Μουσουλμανικής ημών Θρησκείας. Η παρούσα χορηγείται ατελώς προς χρήσιν του Ληξιαρχείου Δήμου …ή Κοινότητος Κιμμερίων Ξάνθης. Ο τελέσας τον γάμον Ιμάμης Οι συζευχθέντες”. Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με τη σύνταξη της σχετικής δηλώσεως της Μουφτείας Ξάνθης. 3. Προσάγω ως αναγνωστέα από 20 Αυγούστου 1994 “Βεβαίωση Γάμου” του Ιμάμη Κιμμερίων Νομού Ξάνθης Ι. Χ., η οποία έχει ως εξής: “ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΓΑΜΟΥ. Εγώ, ο Ι. Χ., Ιμάμης Κιμμερίων Ξάνθης, δηλώνω ότι ενώπιον εμού και των μαρτύρων, εμφανίσθηκαν η Μ. θυγατέρα Τ. Τ., κάτοικος …, Ελληνίδα υπήκοος και θρησκεύματος Μωαμεθανή, και ο Σ. Μ. του Χ., κάτοικος …, Έλληνας υπήκοος και θρησκεύματος Μωαμεθανός, και δήλωσαν ότι επιθυμούν να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο, όπως προβλέπεται από το Μουσουλμανικό Δίκαιο, και επειδή δεν υπήρξε αντίρρηση από κανέναν εγώ τέλεσα τον γάμο τους.
Πληρεξούσιος της συζύγου Πληρεξούσιος του συζύγου Τ. Τ. Μ. Χ. Μάρτυρες: Μάρτυρες:
Τ. Χ. Π. Χ. Τ. Α. Τ. Χ. Συμφωνία Γάμου: Μόνο πενήντα μία χρυσές “Ρεσάτ” λίρες. Συμφωνία αρραβώνας: Ένα σύνολο χρυσού κολιέ, ένα ρολόι χειρός, μία χρυσή αλυσίδα χειρός, ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, δύο δαχτυλίδια χρυσά, μία χρυσή αλυσίδα περιλαίμιου, δύο σύνολα φορεμάτων, ένα στρώμα, ένα πάπλωμα και 35 κιλά χαλκό. Κιμμέρια 20 Αυγούστου1994. Ο ΙΜΑΜΗΣ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ”. Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με τη σύνταξη της σχετικής βεβαιώσεως γάμου (νικιάχ).4/. Προσάγω ως αναγνωστέα από 27-8-2008 βεβαίωση του Ιμάμη Κιμμερίων Νομού Ξάνθης” Ι. Χ, η οποία έχει ως εξής: “Εγώ ο Ιμάμης των Κιμμερίων Ξάνθης Ι. Χ. του Σ. πιστοποιώ ότι ο γάμος του Μ. Σ. και της Τ. Μ. (20-8-1994) είναι θρησκευτικός βάσει των νόμων του Ισλάμ.” Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας.5/. Σύμφωνα με το άρθρο 1367 ΑΚ: “Ο γάμος τελείται είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σ’ αυτό (πολιτικός γάμος) είτε με ιερολογία από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα………… Οι προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας και κάθε θέμα σχετικό με αυτήν διέπονται από το τυπικό και τους κανόνες του δόγματος ή του θρησκεύματος σύμφωνα με το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία, εφόσον δεν είναι αντίθετοι με τη δημόσια τάξη. Ο θρησκευτικός λειτουργός είναι υποχρεωμένος να συντάξει αμέσως σχετική πράξη…”.Εν ολίγοις, ο γάμος μου με την εγκαλούσα πρόκειται για θρησκευτικό γάμο, καθόσον τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του αναγνωριζομένου δημοσίου λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με τη σύνταξη της σχετικής βεβαιώσεως γάμου και της σχετικής δηλώσεως της Μουφτείας Ξάνθης, καθώς και της σχετικής ληξιαρχικής πράξεως γάμου. Ειδικότερα: Σύμφωνα με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ο γάμος είναι σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ήτοι ο μουσουλμανικός γάμος δεν απαιτεί ιερολογία, αλλά μόνο επίσημη δήλωση μπροστά σε δύο άρρενες μάρτυρες ή έναν άρρενα και δύο θήλεις, η οποία θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από τον άλλο μελόνυμφο. Ο άνδρας υποχρεούται να προσφέρει στη γυναίκα ένα είδος δωρεάς και να της εξασφαλίσει διατροφή ως αντιπαροχή για το δικαίωμα του να έχει μαζί της συζυγικές σχέσεις. Έτσι, ως προς τη διαδικασία, έχουμε την πρόταση γάμου από τον άνδρα, αποδοχή της πρότασης από τη γυναίκα ή τον κηδεμόνα της (walli) στο όνομα του Αλλάχ (fatima) με παρουσία των κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα μαρτύρων και καθορισμός της δωρεάς (nikah).Ο θρησκευτικός λειτουργός (Ιμάμης ή Μουφτής) έχει περιορισμένη συμμετοχή στην τέλεση του γάμου, ήτοι εκφωνεί την ί3τ.ϋΐ3, εκτός αν αυτή εκφωνηθεί από τον νν3ϋ, και συντάσσει τη σύμβαση γάμου, η οποία περιέχει τα στοιχεία των νεόνυμφων, την ημερομηνία σύναψης και την αναλυτική καταγραφή της δωρεάς.Βασικός κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που ρυθμίζει το θέμα των οικογενειακών σχέσεων των ελλήνων μουσουλμάνων είναι το άρθρο 4 του Ν. 147/1914 “περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις. εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως”, όπου ορίζεται ότι: “Τα του γάμου των εις μουσουλμανικόν … θρήσκευμα ανηκόντων, ήτοι τ’ αφορώντα εις την νόμιμον σύστασιν και την διάλυσιν του γάμου και εις τας συνεστώτος αυτού προσωπικός σχέσεις των συζύγων και των συγγενικών δεσμών διέπονται υπό του ιερού αυτών νόμου και κρίνονται κατ’αυτόν…”.Η εκ του άρθρου 4 του Ν. 147/1914 αρμοδιότητα του Μουφτή για τον γάμο ταυτίζεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1367 παρ. 1 ΑΚ αρμοδιότητα. Η εκ του ΑΚ αρμοδιότητα ανατίθεται στον Μουφτή με την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού και όχι του Ιεροδίκη. Η διάκριση μεταξύ Μουφτή-θρησκευτικού λειτουργού και Μουφτή-Ιεροδίκη προκύπτει σαφώς από την αντιδιαστολή που κάνει ο νομοθέτης μεταξύ των θρησκευτικών καθηκόντων του Μουφτή (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 1920/1991: “Ο Μουφτής ασκεί στην περιφέρεια : του …τα θρησκευτικά καθήκοντα που απορρέουν από τον ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Διορίζει, εποπτεύει και παύει τους μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς, τελεί ή επικυρώνει θρησκευτικούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνων…”) και των δικαιοδοτικών καθηκόντων του (άρθρο 5 παρ. 2 Ν. 1920/1991: “Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειας του επί γάμων…”).Εν ολίγοις, αναφορικά με τον γάμο, η αρμοδιότητα του Μουφτή βασίζεται σε άλλη νομική βάση από εκείνη του Μουφτή-Ιεροδίκη.
Συνεπώς, είναι. συντρέχουσα με αυτή των άλλων αναγνωρισμένων μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών, ήτοι αυτή των Ιμάμηδων, τους οποίους ο Μουφτής διορίζει, εποπτεύει ή παύει. Οι πράξεις αμφοτέρων, δε, ελέγχονται από τον ληξίαρχο, κατ’ εφαρμογή του Ν. 344/1976 “περί ληξιαρχικών πράξεων”, κατά το άρθρο 16 του οποίου: “1. Ο θρησκευτικός λειτουργός, ο τελέσας ή συμπράξας εις ιεροπραξίαν …γάμου, υποχρεούται να σύνταξη επί τόπου, άμα τω πέρατι της ιεροπραξίας, δήλωσιν περιέχουσαν πάντα τα στοιχεία της οικείας ληξιαρχικής πράξεως, υπογραφομένην υπ’ αυτού. 2. Τη δήλωση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο υπογράφουν επίσης επί μεν θρησκευτικού γάμου οι σύζυγοι και ο παράνυμφος…”.Εξάλλου, και η γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 1920/1991 ρητά οδηγεί στο συμπέρασμα της μη αποκλειστικής άσκησης της θρησκευτικής αρμοδιότητας από ‘τον Μουφτή, καθόσον αναφέρεται ότι “…τελεί ή επικυρώνει θρησκευτικούς γάμους…” και όχι ΤΟΥΣ θρησκευτικούς γάμους. Εξάλλου, σε σχέση με την τηρούμενη διαδικασία τέλεσης του μουσουλμανικού θρησκευτικού γάμου, ο όρος “τελεί” αναφέρεται στην εκφώνηση εκ μέρους του μουσουλμάνου θρησκευτικού λειτουργού της fatima, ενώ ο όρος “επικυρώνει” αναφέρεται μόνον στη σύνταξη της σύμβασης γάμου, όταν η fatima εκφωνήθηκε από τον walli, και όχι στην δήθεν επικύρωση των θρησκευτικών γάμων που τελέσθηκαν από Ιμάμη, ήτοι τον έτερο μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό. Περαιτέρω, από καμμία διάταξη δεν επιβάλλεται να δηλωθεί στον Μουφτή ο από άλλον μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό τελεσθείς γάμος, ο οποίος δηλώνεται νομίμως στον αρμόδιο ληξίαρχο. Το γεγονός ότι ο Μουφτής δεν είναι επιφορτισμένος με αποκλειστική αρμοδιότητα τέλεσης ή επικύρωσης των θρησκευτικών γάμων προκύπτει και από το ότι η νομολογία (ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1981, 725) δέχεται (ορθώς) ότι η διάταξη του άρθρου 4 Ν. 147/1914 εισάγει προσωπικό δίκαιο εν γένει και όχι προσωπικό δίκαιο τοπικού χαρακτήρα, ήτοι ο Ιερός Νόμος είναι το προσωπικό δίκαιο εν γένει των Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, ανεξάρτητα δηλαδή αν οι τελευταίοι κατοικούν στη Δ. Θράκη (όπου υφίστανται Μουφτήδες) ή στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε με αφορμή αίτηση διατροφής (για τη ίδια και τον γιο της) διαζευγμένης μουσουλμάνας μητέρας. Όταν νυμφεύθηκε την αιτούσα, ο σύζυγος (Έλληνας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου) ασπάσθηκε το Ισλάμ. Η δε αιτούσα (αιγυπτιακής καταγωγής) απέκτησε με τον γάμο της την ελληνική υπηκοότητα. Και οι δύο διάδικοι ήταν , κάτοικοι Αθηνών από το έτος 1965. Ο Άρειος Πάγος απεφάνθη ότι ο Μουφτής Ξάνθης είναι αρμόδιος για την επίλυση της διαφοράς, χαρακτηρίζοντας τον Μουφτή ως “νόμιμο δικαστή” των Μουσουλμάνων Ελλήνων Πολιτών (άρθρο 8 παρ. 1 Συντάγματος) “…επί των ωρισμένων τούτων προσώπων, ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας αυτών…”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του Ν. 344/1976, “1. Προς βεβαίωσιν της αστικής καταστάσεως του φυσικού προσώπου τηρούνται, εις έκαστον ληξιαρχείον βιβλία … γάμων … 2. Τα ληξιαρχικά βιβλία είναι δημόσια. 3. Εις τα ληξιαρχικά βιβλία καταχωρίζονται οι πράξεις, αι έχουσαι αντικείμενον την βεβαίωσιν .γάμου του φυσικού προσώπου, την μεταβολήν του περιεχομένου ή την διόρθωσιν τοιαύτης ληξιαρχικής πράξεως…… 5. Τα κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου βιβλία αριθμούνται και μονογραφούνται υπό του κατά τόπον αρμοδίου Ειρηνοδίκου…”. Κατά το άρθρο 9 του ιδίου νόμου “1. Αι ληξιαρχικοί πράξεις καταχωρίζονται εις τα ληξιαρχικά βιβλία κατ’ αύξοντα αριθμόν…”. Κατά το άρθρο 12 του ιδίου νόμου “1. Η κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου καταρτιζόμενη ληξιαρχική πράξις γάμου αποδεικνύει.β. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου, τα γεγονότα, των οποίων ο ληξίαρχος βέβαιοι ότι έλαβε γνώσιν εκ των δηλώσεων των εμφανισθέντων……… 4. Επί πλειόνων ληξιαρχικών πράξεων αφορωσών εις το αυτό γεγονός ως επικρατέστερα Θεωρείται η εγκύρως συνταχθείσα προγενεστέρα τοιαύτη, των λοιπών κηρυσσομένων ανίσχυρων δια πράξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών ή, όπου δεν εδρεύει Εισαγγελεύς, του Ειρηνοδίκου, εις την περιφέρειαν των οποίων υπάγεται το ληξιαρχείον όπου έχει καταχωρηθεί η κηρυσσομένη ως ανίσχυρος πράξις”. Κατά δε το άρθρο 7 του ιδίου νόμου “1. Η επιθεώρησις των ληξιαρχείων ενεργείται υπό του Εισαγγελέως Πρωτοδικών, δυναμένου ν’ αναθέτη ταύτην, προκειμένου μεν περί ληξιαρχείων της έδρας του Πρωτοδικείου εις Αντεισαγγελέα, προκειμένου δε περί ληξιαρχείων εκτός της έδρας• τομ^ Πρωτοδικείου, εις τον κατά τόπον αρμόδιον Ειρηνοδίκην, υποχρεουμένων εις σύνταξιν, εις διπλούν, ιδιαιτέρας εκθέσεως επιθεωρήσεως δι’ έκαστον ληξιαρχείον. 2. Η επιθεώρησις, των μεν εις την έδραν του Πρωτοδικείου ληξιαρχείων, ενεργείται εντός του πρώτου διμήνου από της λήξεως εκάστου εξαμήνου, των δε λοιπών, εντός του πρώτου τετραμήνου από της λήξεως εκάστου έτους. 3. Οι ενεργούντες την επιθεώρησιν συντάσσουν ιδιαιτέρας ατομικός εκθέσεις, εις διπλούν, δι’ έκαστον ληξίαρχον περί των εκ της επιθεωρήσεως διαπιστωθέντων και ιδία περί των διαπιστωθεισών παραβάσεων, των εχουσών χαρακτήρα πειθαρχικού παραπτώματος ή δυναμένων ν’ αποδωθούν εις ηλαττωμένην επάρκειαν και ικανότητα του υπαιτίου…” Εν προκειμένω, δε, ασκήθηκε ο κατά τα ως άνω προβλεπόμενος έλεγχος της υπ’ αριθμό 30 61/6-9-1994 ληξιαρχικής πράξης γάμου του ληξιάρχου της τότε Κοινότητος Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, που αφορά τον γάμο μου με την εγκαλούσα, διαπιστώθηκε ότι αυτός τελέσθηκε εγκύρως από μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό, καθώς επίσης διαπιστώθηκε ότι ο ληξίαρχος δεν προέβη σε καμμία παράβαση ή αμέλεια κατά τη σύνταξη και καταχώρηση της άνω ληξιαρχικής πράξης, η οποία καταχωρήθηκε εγκύρως στα δημόσια ληξιαρχικά βιβλία. Μετά ταύτα, η άνω ληξιαρχική πράξη, ως δημόσιο έγγραφο, αποτελεί, ως προς όλες τις αστικού τύπου έννομες συνέπειες, πλήρη απόδειξη, κατ’ άρθρο 440 ΚΠολΔ. 6/. Προσάγω ως αναγνωστέο υπ’ αριθμό πρωτοκ. 22564/23-4-2007 πιστοποιητικό του Δημάρχου Ξάνθης περί της οικογενειακής μου κατάστασης, από το οποίο προκύπτει ότι ο θρησκευτικός γάμος μου με την εγκαλούσα αναγνωρίζεται ρητά από την Ελληνική Δημοκρατία, επί 16 έτη μέχρι και σήμερα, ως νόμιμος, έγκυρος και υφιστάμενος, καθώς επίσης ότι από αυτόν αποκτήθηκαν δύο παιδιά, ο Τ., ηλικίας σήμερα 15 ετών, και η Α., ηλικίας σήμερα 12 ετών.7/. Προσάγω ως αναγνωστέα την υπ’ αριθμό πρωτοκ. 173/00/Φ.56/10-5-2000 Γνωμάτευση (ρήτρα – φετβά) του Μουφτή Κομοτηνής, η οποία έχει ως εξής:
“ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΟΥΦΤΕΙΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑ: Σύμφωνα με το Ιερό Οικογενειακό Δίκαιο του Ισλάμ, δύναται η έγγαμος σύζυγος να διαζευγνύει τον σύζυγόν αυτής; ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Σύμφωνα με το Ιερό Οικογενειακό Δίκαιο του Ισλάμ, το δικαίωμα του διαζυγίου, αν δεν έχει δοθεί και στην σύζυγο κατά την προγαμιαία συμφωνία κατά την τέλεση του γάμου (Νικιάχ), ΑΝΗΚΕΙ στον σύζυγο, ο οποίος μόνο εκείνος για διαφόρους σοβαρούς λόγους δύναται να διαζευγνύει την σύζυγο του, πάντα βέβαια υποχρεούμενος να καταβάλει την αποζημίωση της λύσης του γάμου και το αντίτιμο των δωρεών (μιχρ) που έχουν συμφωνηθεί και συνομολογηθεί, κατά την τέλεση του γάμου τους, που είναι καταχωρημένα εθιμικά και στην άδεια γάμου τους………………Ούτως στα Ιερονομικά Συγγράμματα Κομοτηνή, 10ην Μαΐου 2000 Ο Μουφτής Κομοτηνής “8/. Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 2345/1920, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 9 του ν., 1920/1991, με τον οποίο κυρώθηκε η από 24-12-1990 Πράξη νομοθετικού περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων” Θρησκευτικών Λειτουργών”, όμως στο άρθρο 5 παρ. 2 αυτού (ν. 1920/1991) επαναλήφθηκε πανομοιότυπη η διάταξη του άρθρου 10 του καταργηθέντος ; νόμου, 11 παρ. 9 της συνθήκης των Αθηνών (1-11-1913), η οποία κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/1913, 4 του ν. 147/1914, 1, 6 Εισ.ΝΑΚ., συνάγεται ότι οι διαπροσωπικές οικογενειακές σχέσεις των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Ειδικότερα: Η εφαρμογή του ιερού Μουσουλμανικού νόμου στους Μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους κατοχυρώθηκε με διεθνείς υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική πολιτεία. Η σύμβαση Ελλάδος – Τουρκίας της 10ης Ιουνίου 1881, που κυρώθηκε με τον νόμο ΞΛΖ της 11 Μαρτίου 1882 (αρθρ. 3 και 8), εξασφάλισε για πρώτη φορά στους Έλληνες Μουσουλμάνους την εφαρμογή του μουσουλμανικού δικαίου. Στη συνέχεια το αρθρ. 1.1 της συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, που κυρώθηκε με τον νόμο ΔΣΙΓ της 14 Νοεμβρίου 1913, καθιέρωσε τον απόλυτο σεβασμό των εθίμων των κατοίκων των χωρών που εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα και καθόρισε σε ποιες σχέσεις θα ασκούν δικαιοδοσία μεταξύ των Μουσουλμάνων οι Μουφτήδες. Η παραπάνω διάταξη διατηρήθηκε σε ισχύ και από το άρθρο 4 εδάφ. 2 του νόμου 147/1914, που καθόρισε ότι ως προς τους Μουσουλμάνους ισχύουν ακόμη οι περί αυτών ειδικοί όροι της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας τελευταίας συνθήκης, δηλαδή της συνθήκης των Αθηνών του 1913. Ο μετέπειτα νόμος 2345/1920 επανέλαβε στο αρθρ. 10 εδάφ. 1 τις διατάξεις του άρθρου 11 της συνθήκης των Αθηνών. Συγκεκριμένα για, τη δικαιοδοσία των Μουφτήδων καθόρισε ότι “οι Μουφτήδες πλην καθαρώς θρησκευτικών καθηκόντων κατά τον ιερόν νόμον ασκούσι δικαιοδοσίαν μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών (νεφακά), επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ’ όσον διέπονται υπό του ιερού, Μουσουλμανικού νόμου και έχουν γνωμοδοτικήν αρμοδιότητα επί παντός ζητήματος, θρησκευτικού, κληρονομικού ή οικογενειακού των Μωαμεθανών δικαίου”. Τελικά η συνθήκη των Σεβρών του 1920, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 29 Σεπτ./30 Οκτωβ. 1923 (αρθρ. 14 παρ. 1) και η συνθήκη της Λωζάννης του 1923, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 25 Αυγούστου 1923 (αρθρ. 42 και 45), εξασφάλισαν και πάλι την εφαρμογή των μουσουλμανικών εθίμων και του ιερού μουσουλμανικού νόμου στους μουσουλμάνους στο θρήσκευμα υπηκόους. Αυτό το καθεστώς δεν ανέτρεψε ο Αστικός Κώδικας του 1940, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 23 Φεβρουαρίου 1946. Το άρθρο 6 του ΕισΝ του ΑΚ δεν κατάργησε το άρθρο 4 του νόμου 147/1914 όσον αφορά τους Μουσουλμάνους, ενώ αντίθετα σαφώς κατάργησε τούτο ως• προς τους Έλληνες Ισραηλίτες, αλλά ούτε και το νόμο 2345/1920 περί δικαιοδοσίας των Μουφτήδων. Ακόμη δε και πιο πρόσφατα, ο νομοθέτης, με το άρθρο 8 του ΕισΝ του ΚπολΔ (α.ν. 657/1971), διατήρησε σε ισχύ τις διατάξεις του αρθρ. 10 του νόμου 2345/1920 “περί δικαιοδοσίας των Μουφτήδων των εν τω Κρατεί Μουσουλμάνων”.Ήδη δε, με το άρθρο 9 του ν. 1920/1991, με τον οποίο κυρώθηκε η από 24-12-1990 Πράξη νομοθετικού περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, καταργήθηκε ο ν. 2345/1920. Όμως στο άρθρο 5 παρ. 2 του νέου ν. 1920/1991 επαναλήφθηκε πανομοιότυπη η διάταξη τού άρθρου 10 του καταργηθέντος ν. 2345/1920.Το άρθρο 5 παρ. 2 του 1920/1991 έχει ως εξής: “Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών……………… εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο”.
Συνεπώς, οι διαπροσωπικές σχέσεις (γάμος, διαζύγιο, διατροφή, κηδεμονία ανηλίκων τέκνων κ.λ.π.) των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, κατόπιν και ρητής προσφάτου νομοθετικής επιταγής. Περαιτέρω, το διαπροσωπικό δίκαιο των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, καθιερωθέν με τις προαναφερθείσες κι επικυρωθείσες δια Νόμων διεθνείς συνθήκες, αποτελεί κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει πάσης αντιθέτου διατάξεως Νόμου. ΟΡΑΤΕ: Ολομ ΑΠ 322/1960 ΕΕΝ 1960,. 583 – ΑΠ 105/1937 ΕΕΝ 4, 485 -ΑΠ 220/1967 ΝοΒ 15, 975 – ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1991, 725 – ΑΠ 1293/1997 ΤΝΠ Νόμος – ΑΠ 1041/2000 ΕλΔνη 2001, 427 – ΑΠ 1097/2007 ΧρΙΔ 2008, 228 – ΕφΘρακης 10/1965 – ΕφΘράκης 59/1986 – ΕφΘράκης 285/1995 – ΕφΘράκης 475/1998 – ΕφΘράκης 243/2000 – ΕφΘράκης 262/2002 – ΕφΘράκης 55/2004 – ΕφΘράκης 38/2005 – ΕφΘράκης 439/2005 – ΕφΘράκης 411/2006 – ΜΠρΞάνθης 115/1995 (τακτ. διαδ.) – ΜΠρΞάνθης 6/1997 (τακτ. διαδ.) – ΜΠρΞάνθης 7/1998 (τακτ. διαδ.) – ΜΠρΞάνθης 55/1998 (τακτ. διαδ.) – ΜΠρΞάνθης 23/2000 (τακτ. διαδ.) – ΜπρΞάνθης 13/2001 (τακτ. διαδ’.) – ΜΠρΞάνθης 36/2002 (τακτ. διαδ.) – ΜπρΞάνθης 98/2002 (τακτ. διαδ.) – ΜΠρΞάνθης 123/2002 (τακτ. διαδ.) – ΜΠρΞάνθης 126/2002 (τακτ. διαδ.).Οι διεθνείς συνθήκες από τις οποίες επιβάλλεται η εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου επί ορισμένων εννόμων σχέσεων των κατοικούντων στην Ελλάδα Μωαμεθανών Ελλήνων υπηκόων, αποτελούν κατ1 άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν πάσης αντιθέτου διατάξεως νόμου.
Συνεπώς οι περί εκδικάσεως των σχετικών διαφορών αναφερόμενες διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα και κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 8 παρ. 1 αυτού, κατά τις οποίες οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέληση του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. ΟΡΑΤΕ: ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1991,725. Οι ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες εξασφαλίσθηκαν με τις προαναφερθείσες συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, είναι προστατευτικές από άποψη εφαρμοστέου δικαίου για τους Μουσουλμάνους στο θρήσκευμα Έλληνες υποκόους, αποτελούν, δε, ειδικό δίκαιο, που εφαρμόζεται με βάση τις διατάξεις του διαπροσωπικού δικαίου και δεν αντίκεινται, ούτε στην αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνει το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία δεσμεύεται οι κοινός νομοθέτης, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων, να μην τις μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο, είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται από γενικότερο κανόνα, εκτός αν η ιδιαίτερη ρύθμιση υπαγορεύεται από ειδικές περιστάσεις, που τη δικαιολογούν, ή επιβάλλεται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημοσίου, συμφέροντος, ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στη συμπορευόμενη με αυτό διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της συμβάσεως περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με τις οποίες θεσπίζεται η προστασία της ιδιοκτησίας, ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει, ούτε προς το συμπορευόμενο με αυτό δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και της “δίκαιης δίκης”,- που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 αυτής Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και η οποία εγγυάται σε κάθε άτομο το δικαίωμα να ερευνά το δικαστήριο κάθε αμφισβήτηση σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις . του αστικού χαρακτήρα, καθιερώνοντας τη “δίκαιη δίκη” υπό την έννοια της δικονομικής ισότητας των διαδίκων. ΟΡΑΤΕ: ΑΠ 1097/2007 ΧρΙΔ.2008, 228.Τα ανωτέρω, δε, ισχύουν ανεξάρτητα από το σε ποιον τόπο και ενώπιον ποίου θρησκευτικού λειτουργού τελέσθηκε ο γάμος, αρκεί αυτός (γάμος) να “ιερολογήθηκε” σύμφωνα με τον Ιερό των μουσουλμάνων νόμο. ΟΡΑΤΕ: ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1991, 725 (αφορά θρησκευτικό μεταξύ μουσουλμάνων γάμο, που τελέσθηκε στην Αίγυπτο, ήτοι γάμο που δεν τελέσθηκε από Έλληνα θρησκευτικό λειτουργό και πολύ περισσότερο για γάμο που δεν τελέσθηκε από Έλληνα Μουφτή ούτε και δηλώθηκε ενώπιον Έλληνα Μουφτή). Εν ολίγοις, σε ότι αφορά τον γάμο μου με την εγκαλούσα, εφαρμοστέο τυγχάνει το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, του οποίου η εφαρμογή είναι υποχρεωτική, δικαιοδοσία, δε, για τις από αυτόν γεννώμενες διαφορές, έχει ο Μουφτής Ξάνθης. 9/. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 εμφανίσθηκα ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης και υπέβαλα προφορική αίτηση λύσης του γάμου μου με την εγκαλούσα. Πλην όμως, ο Μουφτής Ξάνθης αρνήθηκε παράνομα και αδικαιολόγητα να δεχθεί να προσδιορίσει προς συζήτηση και να συζητήσει την αίτηση μου, δηλώνοντας μου ότι υφίσταται ήδη σε βάρος μου απόφαση του διατροφής υπέρ της εγκαλούσας. Ευθύς αμέσως, ήτοι στις 19-9-2006, κοινοποίησα στον Μουφτή Ξάνθης την από 18-9-2006 εξώδικη κλήση μετά διαμαρτυρίας κι επιφυλάξεως, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, δια της οποίας υπέβαλα και εγγράφως την αίτηση μου για την λύση του γάμου μου με την εγκαλούσα, το ακριβές περιεχόμενο τις οποίας έχει ως εξής: “…Όπως γνωρίζετε, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση καθήκοντος αρνείσθε να αποδεχθείτε την κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο αίτηση μου για λύση του γάμου μου με την Μ. Τ. του Τ. και της Α., κάτοικο …, που τελέσθηκε κατά τους Ιερούς Κανόνες στις 20-8-1994 στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης, και για αναγνώριση – καθορισμό της επιτροπείας των εξ αυτού γεννηθέντων τέκνων μου, ήτοι του άρρενος Τ., ετών 11 (γεννήθηκε αυτής 18-5-1995) και του θήλεως Α., ετών 8 (γεννήθηκε αυτής 21-8-1998). Αντ’ αυτού με απειλείτε ότι θα υπογράψετε ήδη συνταχθείσα (όπως ισχυρίζεσθε), ερήμην μου και εν αγνοία μου, κατά παράβαση καθήκοντος, σε βάρος μου απόφαση για καταβολή διατροφής 2.000 ευρώ το μήνα στην ως άνω σύζυγο μου. Κατόπιν των ανωτέρω, διαμαρτυρόμενος έντονα για την ως άνω συμπεριφορά κι επιφυλασσόμενος ρητά για κάθε νόμιμο δικαίωμα μου, σας υποβάλλω δια της παρούσης και εγγράφως την κατά τα ως άνω αίτηση μου και σας καλώ: 1) Να ορίσετε τόπο και χρόνο για την συζήτηση αυτής ενώπιον σας. 2) Να αποφύγετε κάθε ενέργεια και ιδιαίτερα έκδοση οποιασδήποτε απόφασης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων και κοινοποίηση σε αυτούς του περιεχομένου κάθε υποβληθείσας ή υποβληθησομένης ενώπιον σας αιτήσεως και με μνεία των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους μας άσκηση των δικαιωμάτων μας και ο έλεγχος της συνταγματικότητας της όποιας αποφάσεως σας…-“.Κατόπιν αυτού, και σε απόδειξη της σε βάρος μου συμπαιγνίας, τη συνεργεία του Μουφτή Ξάνθης και της εγκαλούσας, όπως αυτή αναπτύσσεται και αποδεικνύεται κατωτέρω, μου κοινοποιήθηκε, στις 26-9-2006 και ώρα 16:20 μ.μ., μία προχρονολογημένη αίτηση της εγκαλούσας προς τον Μουφτή Ξάνθης, στρεφόμενη σε βάρος μου, η οποία φέρεται να συντάχθηκε δήθεν στις 12-9-2006, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, προκειμένου να φαίνεται ότι κατατέθηκε στον Μουφτή Ξάνθης πριν την κοινοποίηση σε αυτόν της ως άνω εξωδίκου κλήσης μου, το ακριβές όμως αντίγραφο αυτής, που μου κοινοποιήθηκε, φέρει την αποκαλυπτική ημερομηνία 26-9-2006, που είναι και η ημέρα επίδοσης της σε μένα. Το περιεχόμενο, δε, της ως άνω αιτήσεως, στα κύρια σημεία του, έχει ως εξής: “…Στις 20-8-1994 στα Κιμμέρια Ξάνθης με τον σύζυγο μου Μ. (επώνυμο) Σ. (όνομα) του Χ. και της Τ., τελέσαμε νόμιμο γάμο σύμφωνα με τους κανόνες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου συνταχθείσας1 προς τούτο της με αριθμό 30-Η-1994 ληξιαρχικής πράξης γάμου του ληξιάρχου Κιμμερίων. Από τον γάμο μας αυτό στις 18-5-1995 αποκτήσαμε το πρώτο τέκνο μας τον Τ. ηλικίας σήμερα 11 ετών και στις 21-8-1998 αποκτήσαμε τον Α. ηλικίας σήμερα 8 ετών. Επειδή με τον σύζυγο μου κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα προέκυψαν στην έγγαμη σχέση μας έριδες και διαπληκτισμοί…………
Επειδή το τελευταίο διάστημα του 1,5 μήνα ευρισκόμαστε σε διάσταση με τον σύζυγο μου Επειδή εγώ δεν εργάζομαι πουθενά .αφού δεν έχω την δυνατότητα να εργασθώ, αφού δεν γνωρίζω καμία τέχνη στην οποία μπορώ να παρέχω τις υπηρεσίες μου, αλλά ούτε και έχω αγρούς ή άλλα ακίνητα στο όνομα μου από τους οποίους θα δύναμαι να αποκτήσω εισοδήματα………… Επιπρόσθετα όλων αυτών δεν έχω, ούτε εγώ, ούτε τα ανήλικα τέκνα μας κατοικία στην οποία να μπορούμε να καλύψουμε τις στεγαστικές μας ανάγκες και για το λόγο αυτό αναγκάζομαι να νοικιάζω σπίτι στα Κιμμέρια Ξάνθης και καταβάλλω μηνιαίως 250 ΕΥΡΩ ως μίσθωμα. Η οικονομική μας κατάσταση επιδεινώνεται επειδή εγώ δεν είμαι πουθενά ασφαλισμένη και τα παιδιά μας έχουν ανάγκη από ιατροφαρμακευτική φροντίδα όπως και έχουν ανάγκη δαπανών για την εκπαίδευση τους αφού πηγαίνουν στο Δημοτικό Σχολείο και έχουν αυξημένα έξοδα. Μέχρι σήμερα δε για την εξασφάλιση της διατροφής μας και των αναγκών μας για ιατροφαρμακευτική φροντίδα και τις ανάγκες εκπαίδευσης των παιδιών μας αναγκάζομαι να ζητώ δανεικά χρήματα από τους γονείς μου, τους συγγενείς και φίλους μας. Επειδή εξαιτίας των ανωτέρω και της αδιαφορίας του συζύγου μου για την διατροφή μας, δεν έχω την δυνατότητα να διατρέψω τόσο τον εαυτό μου, όσο και τα ανήλικα τέκνα μας, ενώ αντίθετα ο σύζυγος μου δύναται να διατρέψει τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς σύμφωνα με την υποχρέωση που έχει από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, αφού εργάζεται και διατηρεί στα … επιχείρηση χονδρικού εμπορίου εμφιαλωμένου υγραερίου & ξυλάνθρακα και τα ετήσια έσοδα του ΕΥΡΩ. Επίσης ο σύζυγος μου είναι κάτοχος πολλών οχημάτων που χρησιμοποιεί για τις επαγγελματικές του ανάγκες αλλά και για την προσωπική του χρήση και τα εισοδήματα του είναι αρκετά ώστε να καλύπτει τις προσωπικές του ανάγκες, αλλά και εκείνες τις δικές μου και των τέκνων μας. Επειδή μέσα στα πλαίσια αυτής δικαιοδοσίας σας ως Μουφτής Ξάνθης δύνασθε να υποχρεώσετε το σύζυγο μου να μου χορηγήσει μηνιαία διατροφή τόσο για την εξασφάλιση της δικής μου διατροφής, όσο και για την εξασφάλιση της διατροφής των ανηλίκων τέκνων μας, χωρίς να διακινδυνεύει η διατροφή του συζύγου μου από το χρονικό διάστημα που ξεκίνησε η διάσταση μας. Επειδή πρέπει να υποχρεωθεί ο σύζυγος μου με απόφαση που θα εκδώσει ο Μουφτής να μου παραχωρήσει όλα τα αντικείμενα που ήδη υπάρχουν εντός αυτής (είδη οικοσκευής) για την κάλυψη των αναγκών τόσο των δικών μου όσο και των ανηλίκων. Επειδή σύμφωνα με τα παραπάνω δικαιούμαι να μου καταβάλλει ο σύζυγος μου διατροφή, τόσο για μένα όσο και για τα ανήλικα τέκνα μας για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της διάστασης, αλλά και μετά από την ενδεχόμενη λύση του γάμου μας και μέχρι την ενηλικίωση των ανηλίκων τέκνων μας. Α) Να μου αποδοθεί η γονική μέριμνα και επιμέλεια των ως άνω ανηλίκων τέκνων μας και Β) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση που θα εκδώσει ο σοφολογιότατος Μουφτής Ξάνθης να μου καταβάλει μηνιαία διατροφή τόσο για μένα και τα ανήλικα τέκνα μας που διαβιούν μαζί μου, τουλάχιστον το ποσό των 1.800 ΕΥΡΩ σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα και να μου παραδώσει όλα τα είδη οικοσκευής και τα προσωπικά μας είδη (εμένα και των ανηλίκων μας) που βρίσκονται στην οικία μας και που είναι απαραίτητα για την κάλυψη των αναγκών τόσο των δικών μου όσο και των ανηλίκων…”.Εν ολίγοις, φέρεται να υποβάλεται, το πρώτον δήθεν, εκ μέρους της εγκαλούσας και ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, αίτηση σε βάρος μου για ανάθεση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας στην εγκαλούσα, για καταβολή σε αυτήν διατροφής και για παράδοση σε αυτήν κινητών πραγμάτων. Κατόπιν τούτου, ευθύς αμέσως, ήτοι στις 27-9-2006 και ώρα 11:00 π.μ., κοινοποίησα στον Μουφτή Ξάνθης την από 27-9-2006 εξώδικη κλήση μετά διαμαρτυρίας και επιφυλάξεως, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, με το εξής περιεχόμενο: “…Όπως γνωρίζετε, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση καθήκοντος αρνηθήκατε να αποδεχθείτε την κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο αίτηση μου για λύση του γάμου μου με την Μ. Τ. του Τ. και της Α., κάτοικο …, που τελέσθηκε κατά τους Ιερούς Κανόνες στις 20-8-1994 στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης, και για αναγνώριση της επιτροπείας και κηδεμονίας των εξ αυτού γεννηθέντων τέκνων μου, ήτοι του άρρενος Τ., ετών 11 (γεννήθηκε αυτής 18-5-1995) και του θήλεως Α., ετών 8 (γεννήθηκε αυτής 21-8-1998). Αντ’ αυτού με απειλήσατε ότι θα υπογράψετε ήδη συνταχθείσα (όπως ισχυρισθήκατε), ερήμην μου και εν αγνοία μου, κατά παράβαση καθήκοντος, σε βάρος μου απόφαση για καταβολή διατροφής 2.000 Ευρώ το μήνα στην ως άνω σύζυγο μου. Κατόπιν των ανωτέρω, διαμαρτυρόμενος έντονα για την ως άνω συμπεριφορά κι επιφυλασσόμενος ρητά για κάθε νόμιμο δικαίωμα μου, σας κοινοποίησα την από 18-9-2006 εξώδικη κλήση μου μετά διαμαρτυρίας κι επιφυλάξεως και με την οποία σας υπέβαλα και εγγράφως την κατά τα ως άνω αίτηση μου και σας κάλεσα: 1) Να ορίσετε τόπο και χρόνο για τη συζήτηση αυτής ενώπιον σας. 2) Να αποφύγετε κάθε ενέργεια και ιδιαίτερα έκδοση οποιασδήποτε απόφασης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων και κοινοποίηση σε αυτούς του περιεχομένου κάθε υποβληθείσας ή υποβληθησομένης ενώπιον σας αιτήσεως και με μνεία των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους μας άσκηση των δικαιωμάτων μας και ο έλεγχος της συνταγματικότητας της όποιας αποφάσεως σας. Όμως, ούτε και κατόπιν αυτού ορίσατε τόπο και χρόνο για συζήτηση της αιτήσεως μου. Αυτό δε, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να εμφανίζεται η σύζυγος μου ως δικαιούχος διατροφής, ενώ, κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, η σύζυγος δικαιούται διατροφή (νεφακά) για χρονικό διάστημα εκατό ημερών από τη λύση του γάμου, χρονικό διάστημα που θα επιτρέψει στη σύζυγο να τεθεί υπό την προστασία άλλου συζύγου. Όλως περιέργως, δε, προέκυψε μία προχρονολογημένη έγγραφη αίτηση ενώπιον σας της συζύγου μου, συνταχθείσα δήθεν στις 12-9-2006, το ακριβές όμως αντίγραφο της οποίας; που μου κοινοποιήθηκε, φέρει την αποκαλυπτική ημερομηνία 26-9-2006, η οποία μου επιδόθηκε στις 26-9-2006 και ώρα 16:20 μ. μ. Επί του ως άνω αντιγράφου δε, υπάρχει η εξής χειρόγραφη αναφορά: “Η συζήτηση της Αίτησης θα γίνει Τετάρτη 27/9/06 ώρα 12:00”. Την αναφορά αυτή δεν ακολουθεί αυτοτελής υπογραφή και σφραγίδα σας, ώστε να προκύπτει εάν πράγματι ετέθη από εσάς τον ίδιο. Εξάλλου, σε αυτή ουδόλως αναφέρεται ο τόπος συζήτησης της αίτησης, ο φερόμενος δε, ως χρόνος προσδιορισμού της συζήτησης, λίγες μόλις ώρες μετά την κοινοποίηση αυτής, μόνον εύλογος δεν είναι, συνεπώς δε, δεν έχω κλητευθεί νόμιμα. Με την ως άνω αίτηση δε, επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο της προγενέστερης απειλής σας, καθόσον με αυτή ζητείται, μεταξύ άλλων, επιδίκαση διατροφής “…τουλάχιστον το ποσό των 1.800 ΕΥΡΩ…”.Περαιτέρω, κατά παράβαση καθήκοντος παραλάβατε την ως άνω αίτηση, καθόσον με αυτή ζητείται η ρύθμιση της χρήσης κινητών πραγμάτων, με παραχώρηση της οικοσκευής μας στην σύζυγο μου, σχέση όμως η οποία δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991. Επίσης δε, κατά παράβαση καθήκοντος παραλάβατε την ως άνω αίτηση, καθόσον με αυτή ζητείται η ανάθεση γονικής μέριμνας και επιμέλειας ανηλίκων τέκνων, έννοιες όμως οι οποίες δεν έχουν σχέση με το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο και δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 της• Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991, καθόσον, κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, αναγνωρίζονται οι σχέσεις της επιτροπείας και της κηδεμονίας, επίτροπος δε και κηδεμόνας των αρρένων τέκνων μετά το έβδομο έτος της ηλικίας τους και των θηλέων τέκνων μετά το έννατο έτος της ηλικίας τους είναι ο πατέρας, πριν δε, η μητέρα. Επίσης δε, κατά παράβαση καθήκοντος παραλάβατε την ως άνω αίτηση, καθόσον με αυτή εμφανίζεται η αιτούσα σύζυγος μου να ενεργεί και για λογαριασμό του άρρενος τέκνου μας Τ., ηλικίας 1 1 ετών, ενώ όμως, κατά τα ανωτέρω, επίτροπος και κηδεμόνας αυτού είμαι εγώ και η σύζυγος μου δεν νομιμοποιείται να τον εκπροσωπεί δικαστικά. Είναι εν ολίγοις προφανές ότι ενεργείτε κατά παράβαση καθήκοντος, με σκοπό να προσπορίσετε όφελος στην σύζυγο μου και να προκαλέσετε βλάβη σε μένα. Κατόπιν των ανωτέρω, διαμαρτυρόμενος έντονα, ακόμη μία φορά, για την ως άνω συμπεριφορά κι επιφυλασσόμενος./ ρητά για κάθε νόμιμο δικαίωμα μου, σας καλώ για τελευταία φορά: 1) Να ορίσετε τόπο και χρόνο για τη συζήτηση της αιτήσεως μου ενώπιον σας. 2) Να / απέχετε από τη συζήτηση της ως άνω αναφερομένης αιτήσεως της συζύγου μου. 3) Να αποφύγετε κάθε ενέργεια και ιδιαίτερα έκδοση οποιασδήποτε απόφασης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων και κοινοποίηση σε αυτούς του περιεχομένου κάθε υποβληθείσας ή υποβληθησομένης ενώπιον σας αιτήσεως και με μνεία των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους μας άσκηση των δικαιωμάτων μας και ο έλεγχος αυτής συνταγματικότητας της όποιας αποφάσεως σας…”.Ακολούθως, δε, στις 21-12-2006, μου κοινοποιήθηκε αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμό 318/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και την οποία προσάγω ως αναγνωστέα. Ευθύς ανέτρεξα στην σχετική δικογραφία, που φυλάσσεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, και διαπίστωσα τα εξής: Η εγκαλούσα υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης την από 13-10-2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. 370/23-10-2006) αίτηση της, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, με αίτημα να κηρυχθεί εκτελεστεί (ορθότερα να αναγνωρισθεί το δεδικασμένο) η υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα. Η άνω υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, την οποία για πρώτη φορά αντίκρισα, εκδόθηκε παράνομα στις 28-8-2006, σε υποτιθέμενη συνεδρίαση του Ιερονομικού Δικαστηρίου της Μουφτείας Ξάνθης, χωρίς την δική μου παρουσία και χωρίς την προηγούμενη κλήτευση μου να παραστώ σε αυτή, με παρούσα, όμως, την εγκαλούσα, εμφανιζόμενη να παρίσταται μετά δύο πληρεξουσίων δικηγόρων, το δε περιεχόμενο της έχει ως εξής:”
Αριθμός 122. Πρωτόκολλο. Στο Ιερονομικό Δικαστήριο της Μουφτείας Ξάνθης εμφανίσθηκε η Τ. Μ. του Τ. και της Α., κάτοικος …, σύζυγος του Μ. Σ. του Χ.. Κατά τη συνεδρίαση του σήμερα στις 27-8-2006 παριστάμενη μετά δύο συνηγόρων της η σύζυγος η Μ. κόρη του Τ. εμφανιζόμενη η ίδια λαβούσα το λόγο κατέθεσε κατά περίληψη τα εξής: “Σοφολογιότατε τον Αύγουστο του έτους 1994 ήλθαμε σε γάμο κοινωνία και από τον γάμο μας αυτό αποκτήσαμε δύο τέκνα, ονόματι του άρρενος “Τ.” ηλικίας 11 ετών και της θηλαίας “Α.”, ηλικίας οκτώ”. Η παριστάμενη Μ. ζήτησε διατροφή για τον εαυτό της και για τα ανήλικα τέκνα της. Αναφέρθηκε στο 12ετή παρελθόν τους και στα νόμιμα και μη νόμιμα γεγονότα. Δυστυχώς από αυτά ανακύπτουν πολύ κακές συμπεριφορές. Δήλωσε ότι ο σύζυγος της έχει συμπεριφερθεί κατά τον χυδαιότερο τρόπο και σε αυτήν και στα παιδιά και δεν έφθασε μονάχα εκεί, προχώρησε σε επιθετικές και προσβλητικές συμπεριφορές και σε έντονο ξυλοδαρμό. Επίσης ενώπιον της και φανερά της δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν την θέλει, ότι την απεχθάνεται. Πέραν τούτου συνήψε σε εξώγαμο δεσμό κατά αντίθεση με το ιερονομικό δίκαιο και εγκληματικό τρόπο με άλλη γυναίκα. Δήλωσε δε ότι την διαζευγνύει. Κατόπιν το δικαστήριο τούτο σκεπτόμενη σύμφωνα με το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, διαπίστωσε την αλήθεια των παραπάνω και ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ Υποχρεώνει τον σύζυγο να καταβάλλει στην σύζυγο μηνιαία διατροφή το ποσό των χιλίων οκτακοσίων Ευρώ (1.800 Ε) τις οποίες θα δίνει στην σύζυγο δια μέσω της Μουφτείας. Αναθέτει την επιμέλεια των παραπάνω ανηλίκων στην μητέρα τους. Διατάζει την παράδοση των προσωπικών αντικειμένων της συζύγου, και Παρέχει το δικαίωμα στον σύζυγο να βλέπει δύο φορές τον μήνα τα παιδιά του, να τα παίρνει σπίτι για 24 ώρες και θα τα επιστρέφει.28-8-2006 – Ο Μουφτής Ξάνθης Μ. Ε. Σ. ” Εν ολίγοις, εκδόθηκε ένα μήνα πριν (28-6-2006) την κοινοποίηση σε μένα της ως άνω δήθεν από 12-9-2006 (ψευδ)αιτήσεως της εγκαλούσας προς τον Μουφτή Ξάνθης, που μου κοινοποιήθηκε στος 29-9-2006, με την οποία .φέρεται ψευδώς να υποβάλεται, το πρώτον δήθεν, εκ μέρους της εγκαλούσας και ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, αίτηση σε βάρος μου για ανάθεση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας στην εγκαλούσα, για καταβολή σε αυτήν διατροφής και για παράδοση σε αυτήν κινητών πραγμάτων. Όπως είναι προφανές, η άνω (ψευδ)αίτηση αποτελεί προϊόν μεθόδευσης και κατατέθηκε και επιδόθηκε για να προσδώσει νομιμοφάνεια στην σε βάρος μου συμπαιγνία και ατυχή νομική “έμπνευση”. Επιχειρήθηκε, δηλαδή, με μία συνεδρίαση παρωδεία στις 27-9-2006, μεταγενέστερη της δήθεν συνεδρίαση της 28ης-8-2006, κατά την οποία ήδη είχε εκδοθεί η σε βάρος μου υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, χωρίς ποτέ να κλητεύθηκα και φυσικά να παραστώ, να δοθεί νομιμοφάνεια στην σε βάρος μου συμπαιγνία. Σε κάθε περίπτωση, δε, εγώ στις 26-9-2006 κλητεύθηκα για την συνεδρίαση της 27ης-9-2006, κατά την οποία εκδόθηκε το από 7-9-2006 προσάρτημα και όχι η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Ουδέποτε, δε, κλητεύθηκα για τη δήθεν συνεδρίαση της 28ης-8-2006, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 122/29-9-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Η πρώτη μου ενέργεια, μετά την πλήρη αποκάλυψη των ανωτέρω παρανόμων ενεργειών, ήταν να διαμαρτυρηθώ έντονα στον Μουφτή Ξάνθης, η οποία διαμαρτυρία μου ως φαίνεται θορύβησε τον Μουφτή Ξάνθης, καθόσον ακολούθησε εκ μέρους του μία “διπλωματική” κίνηση, ήτοι εξέδωσε ο Μουφτής Ξάνθης, οίκοθεν, χωρίς δημόσια συνεδρίαση και χωρίς αίτημα ουδενός, το υπ’ αριθμό πρωτοκ. 101/17-12006 έγγραφο του, που τιτλοφορεί “απόφαση”, με το οποίο ανακάλεσε και ακύρωσε αυτεπαγγέλτως την προηγούμενη υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του και το από 27-9-2006 προσάρτημα, με το αβάσιμο και αστήρικτο νομικά “επιχείρημα” ότι δήθεν ο γάμος μου με την εγκαλούσα δεν δηλώθηκε στον Μουφτή Ξάνθης και ως εκ τούτου θεωρείται δήθεν “πολιτικός γάμος”. Είναι προφανές ότι η κίνηση αυτή επιλέχθηκε για να “αντιμετωπισθούν” οι έννομες συνέπειες της προγενέστερης σε βάρος μου παράνομης συμπεριφοράς του, πλην όμως είναι και αυτή παράνομη. Επιχειρήθηκε, δε, η μία παράνομη ενέργεια να καλυφθεί με μία άλλη παράνομη ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση, δε, επί της ουσίας του περιεχομένου της ως άνω (νέας) δήθεν “αποφάσεως” του Μουφτή Ξάνθης, επισημαίνω τα εξής: α) Η ως άνω “απόφαση” του Μουφτή Ξάνθης ουδέποτε κηρύχθηκε εκτελεστή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, και συνεπώς από αυτή δεν εκπορεύεται δεδικασμένο, κατ’ άρθρο άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 1920/1991.
β) Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, “ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο”, κατά δε , το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 5, “7~ο δικαστήριο ερευνά μόνον αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα ζητήματα του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, που ανήκουν στη δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη, είναι σαφώς καθορισμένα και περιορισμένα. Τούτο, αφού οι διατάξεις αυτές εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, του οποίου η διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή είναι ανεπίτρεπτη. Ύστερα από αυτά, συνάγεται ότι η απόφαση του Μουφτή, η οποία αναφέρεται στην ανάκληση ή ακύρωση ή αναστολή άλλης αποφάσεως του Μουφτή, δεν υπάγεται στις αποφάσεις εκείνες του Μουφτή που κηρύσσονται εκτελεστές από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Μουφτή. ΟΡΑΤΕ: ΜονΠρΞάνθης 155/2007 (εκούσια δικαιοδοσία) Συμπερασματικά, δε: Η ως άνω “απόφαση” του Μουφτή Ξάνθης δεν παράγει έννομες συνέπειες. Ο γάμος μου με την εγκαλούσα είναι θρησκευτικός κατά το μουσουλμανικό θρησκευτικό δόγμα. Κατά της υπ’ αριθμό 318/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία) άσκησα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης την από 3-1-2007 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 11/9-1-2007) τριτανακοπή μου, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, καθόσον στην συζήτηση της αιτήσεως, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, δεν κλητεύθηκα ποτέ, προκειμένου να παραστώ και να συμμετέχω σε αυτή, ούτε με επιμέλεια της εγκαλούσας ούτε μετά από διαταγή του δικαστηρίου, ούτε δε και με άλλο τρόπο έλαβα γνώση αυτής, ώστε δεν άσκησα παρέμβαση, με αποτέλεσμα να μη λάβω την ιδιότητα του διαδίκου και η ως άνω απόφαση να εκδοθεί χωρίς να ακουστώ, ζητώντας να ακυρωθεί αυτή (απόφαση).
Πρώτος και εκ των δύο κυρίων λόγος της τριτανακοποπής μου ήταν ο εξής: κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος: “Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη…”. Περαιτέρω, δε, το διαπροσωπικό δίκαιο των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και οι μεταξύ των προσώπων αυτών διαφορές, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, εκδικάζονται από τον Μουφτή, ο οποίος αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας και τον κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος φυσικό δικαστή των εν λόγω προσώπων. Επομένως, οι αποφάσεις του, ως δικαστικές, οφείλουν, κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος, να είναι ειδικά εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες. Έλλειψη της απαιτούμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ο νομικός κανόνας που εφαρμόσθηκε, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήχθησαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήχθησαν αυτά στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η κηρυχθείσα όμως εκτελεστή υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης στερείται παντελώς της απαιτουμένης ως άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιλογίας, καθόσον, εκτός από μία γενική και αόριστη αναφορά στο περιεχόμενο της υποβληθείσας εκ μέρους της εγκαλούσας προφορικής αιτήσεως (στην οποία, σημειωτέον, δεν περιλαμβάνεται αίτημα για ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων μας και για απόδοση των προσωπικών της αντικειμένων, πλην όμως η απόφαση περιέχει διατάξεις και για αυτά), ουδέν άλλο αναφέρει, παρά μόνο προβαίνει στην τυπική και αόριστη αναφορά “…διαπίστωσε την αλήθεια των παραπάνω…”, χωρίς να αναφέρει ποιοί είναι εν προκειμένω οι εφαρμοστέοι κανόνες του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ποια ακριβώς πραγματικά περιστατικά διαπίστωσε, με ποιο τρόπο έκανε τη διαπίστωση αυτή και σε ποια αποδεικτικά μέσα στηρίχθηκε, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε ο Μουφτής στην κρίση του, περαιτέρω, δε, δεν αναφέρει από την εκτίμηση ποιων πραγματικών περιστατικών οδηγήθηκε στην κρίση του περί επιδίκασης ως μηνιαίας διατροφής της εγκαλούσας του υπέρογκου ποσού των 1.800 Ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο μηνιαίο μισθό και δεν καθορίζει για ποιο χρονικό διάστημα επιδικάζεται διατροφή, τέλος, δε, δεν αναφέρει από την εκτίμηση ποιων πραγματικών περιστατικών οδηγήθηκε στην κρίση του περί ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας στην εγκαλούσα. Ως εκ τούτου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως της εγκαλούσας για κήρυξη εκτελεστής της υπ’ αριθμό 122/2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, στα πλαίσια του ελέγχου συνταγματικότητας αυτής, κατ’ άρθρο 5 παρ. 3 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, όφειλε να εξετάσει και να εφαρμόσει την ως άνω παραβιασθείσα συνταγματική διάταξη και να απορρίψει την αίτηση, καθόσον, μάλιστα, η κατά τα ως άνω έλλειψη αιτιολογίας προκύπτει ευθέως από το ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης. Η έλλειψη αιτιολογίας, δε, ανάγεται στη σύμπλευση της απόφασης του Μουφτή με το Σύνταγμα και δεν αφορά την ανέλεγκτη κρίση του Μουφτή περί του εάν ορθώς ή όχι εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιον• του αποδείξεις. Επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, ήτοι την Προεδρεύουσα και του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε τον άνω λόγω τριτανακοπής μου, κρίνοντας ως εξής: “…Ο προβαλλόμενος λόγος αυτός λόγος είναι μη νόμιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον στην παράγραφο 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος, καθορίζεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων των πολιτικών, διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων και δεν αφορά η παραπάνω ρύθμιση τις αποφάσεις του Μουφτή, ο οποίος έχει μεν δικαστικές αρμοδιότητες μόνο για τους Έλληνες και Ελληνίδες υπηκόους που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, δηλαδή ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες για μία ορισμένη μερίδα Ελλήνων. Επομένως οι αποφάσεις που εκδίδει ο Μουφτής, δεν αποτελούν δικαστική απόφαση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 93 του Συντάγματος…”.Εν ολίγοις, λέγεται ότι η “ορισμένη μερίδα” των Ελλήνων πολιτών “που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα” δεν έχουν δικαίωμα καν σε δικαστική απόφαση, πολύ περισσότερο, δε, δεν αναφέρεται σε αυτούς η συνταγματική επιταγή για αιτιολογημένη δικαιοδοτική κρίση, που το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος αναγνωρίζει, κατά την άνω απόφαση και δικαστή, στην πλειοψηφική “μη μερίδα” των υπολοίπων Ελλήνων πολιτών. Εν ολίγοις, κατά την άνω απόφαση και δικαστή, το γεγονός και μόνο ότι είμαι μουσουλμάνος και ανήκω στη θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα των Ελλήνων πολιτών, ήτοι για λόγους αποκλειστικά θρησκευτικών πεποιθήσεων, με εξαιρεί αυτομάτως από την απόλαυση της άνω συνταγματικής επιταγής. Και ενώ το διαπροσωπικό δίκαιο των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και οι μεταξύ των προσώπων αυτών διαφορές, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, εκδικάζονται από τον Μουφτή, ο οποίος αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας και τον κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος φυσικό δικαστή των εν λόγω προσώπων, και ενώ στην παρ. 2 του αρθρ. 5 της από 24.12.1990 Πράξεως νομοθετικού ” περιεχομένου “περί’ Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 1920/1991, ρητά ορίζεται ότι “ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία”, στη δε παρ. 3 του ιδίου άρθρου ότι ο Μουφτής εκδίδει “αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας”, οι οποίες κηρύσσονται εκτελεστές με δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ήτοι, ως εκ τούτων οι αποφάσεις του Μουφτή είναι δικαστικές αποφάσεις, το δε Μονομελές Πρωτοδικείο, προκειμένου να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή, προβαίνει σε έλεγχο συνταγματικότητας αυτής, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 5 παρ. 3 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, κατά την άνω απόφαση και δικαστή οι αποφάσεις του Μουφτή δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, επειδή αφορούν “ορισμένη μερίδα” των Ελλήνων πολιτών “που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα”, οι οποίοι, αυτομάτως, περιέρχονται σε θέση ανισότητας εν σχέση με την χριστιανική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, κατά παράβαση της άλλης συνταγματικής επιταγής του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά και της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός, καθώς και της υπερνομοθετικής επιταγής του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, που ορίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου δέον να εξασφαλίζονται ασχέτως διακρίσεως θρησκείας ή συμμετοχής σε εθνική μειονότητα. Δεύτερος και εκ των δύο κυρίων λόγος της τριτανακοποπής μου ήταν ο εξής: Όπως προκύπτει από την ίδια την κηρυχθείσα εκτελεστή υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, αυτή εκδόθηκε στις 28-8-2006, σε δήθεν συνεδρίαση του Ιερονομικού Δικαστηρίου της Μουφτείας χωρίς την δική μου παρουσία και χωρίς την προηγούμενη κλήτευση μου να παραστώ σε αυτή. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας όλων όσων βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία της Ελληνικής Πολιτείας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι: “.Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει•”. Στη δε διεθνή δικαιοταξία υφίσταται αντίστοιχη διάταξη, ήτοι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπου ορίζεται ότι: “Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσεως…”. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας είναι πρώτα από όλα δικαίωμα σε προηγούμενη δικαστική ακρόαση, με την έννοια ότι πρέπει να παρέχεται η δικονομική δυνατότητα άσκησης του πριν ακόμη το δικαστήριο αρχίσει να συλλέγει το πραγματικό και αποδεικτικό υλικό της δίκης. Για το λόγο αυτό όλοι οι διάδικοι πρέπει να κλητεύονται εξ αρχής με τον προσήκοντα τρόπο σε όλες τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου αλλά και σε όλες τις φάσεις της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν ουδέποτε κληθεί ένας διάδικος, τότε παραβιάζεται η ουσία του δικαιώματος του στη δικαστική ακρόαση (αδυναμία πρόσβασης σε δικαστήριο). [ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Τσιρώνης κατά Ελλάδας, 6.12.2001, παρ. 28]. Αν πάλι κληθεί καθυστερημένα, δεν θεραπεύεται η παραβίαση του δικαιώματος του, διότι βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε δυσμενέστερη θέση από τον αντίδικο του. Η αρχή της ισότητας των όπλων περιέχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Περιλαμβάνει την υποχρέωση να δίδεται εύλογη δυνατότητα σε κάθε διάδικο μέρος να παρουσιάσει την υπόθεση του μέσα σε συνθήκες που δεν το θέτουν σε καθαρά μειονεκτική κατάσταση σε σύγκριση με τον αντίδικο του. [ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Hentrich κατά Γαλλίας, 22.9.1994, παρ. 56 – ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Bonisch κατά Αυστρίας, 6.5.1985, παρ. 32 -ΕυρΔΔΑ, Απόφαση De Haes et Gijsels κατά Βελγίου, 24.2.1997, παρ. 53 -ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Niderost-Huber κατά Ελβετίας, 18.2.1997, παρ. 23]. Κοντολογίς, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας προσβάλλεται αν ο διάδικος δεν κληθεί εξ αρχής στη συνεδρίαση του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση του. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία αν η παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης συντελείται στο πλαίσιο εκδίκασης διαφοράς οικογενειακού δικαίου. Αν και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή) δεν υπαγορεύει ρητά συγκεκριμένες δικονομικές εγγυήσεις για την επίλυση των διαφορών αυτών, στο μέτρο που η δικαστική ή άλλη επίλυση τους ισοδυναμεί με επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος, είναι επιβεβλημένο τα υποκείμενα του δικαιώματος να έχουν την ευχέρεια να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης όλων των σχετικών αποφάσεων για την προάσπιση των συμφερόντων του. [ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Τ.Ρ. And Κ.Μ., 10.5.2001, παρ. 78-83 – ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Ρ, C. Εt S., 16.7.2002, παρ. 136-138 – ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Ηοppe, 5.12.2002, παρ. 52 -ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Sahin, 8.7.2003, παρ. 71 – ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Κοσμοπούλου κατά Ελλάδας, παρ. 49]. Κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι στερήθηκα το δικαίωμα μου σε προηγούμενη ακρόαση και σε δίκαιη δίκαιη, καθόσον ουδέποτε κλητεύθηκα, σε εύλογο μάλιστα χρόνο, προκειμένου να παραστώ κατά την συνεδρίαση του Ιεροδικείου της Μουφτείας Ξάνθης στις 28-8-2006, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Προσέτι, δε, η υποτιθέμενη κλήτευση μου για την συνεδρίαση της 27ης-9-2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της γενομένης ερήμην μου συνεδρίασης της 28ης-8-2006 και της κατ’ αυτήν λήψης και έκδοσης της υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, δεν θεραπεύει την παραβίαση του δικαιώματος μου. Ως εκ τούτου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως της εγκαλούσας για κήρυξη εκτελεστής της υπ’ αριθμό 122/2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, στα πλαίσια του ελέγχου συνταγματικότητας αυτής, κατ’ άρθρο 5 παρ. 3 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, όφειλε να εξετάσει και να εφαρμόσει τις ως άνω παραβιασθείσες συνταγματικές και εκ διεθνών συνθηκών εκπορευόμενες διατάξεις και να απορρίψει την αίτηση, καθόσον, μάλιστα, η μη συμμετοχή, μου στη δίκη ενώπιον του Ιεροδικείου και η μη κλήτευση μου σε αυτή προκύπτουν ευθέως από το ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης. Κατά την ανάπτυξη, δε, του άνω λόγου της τριτανακοπής μου, και σε ότι αφορά την συνεδρίαση της 27ης-9-2006, κατά την οποία εκδόθηκε το από 27-9-2006 προσάρτημα και όχι η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, επικουρικά ανέφερα ότι η υποτιθέμενη κλήτευση μου για την συνεδρίαση της 27ης-9-2006, προ είκοσι (20) μόλις ωρών, αφενός μεν δεν έγινε σε εύλογο χρόνο, ώστε να δύναμαι πράγματι να ασκήσω το δικαίωμα μου με την προσήκουσα προετοιμασία, αφετέρου, δε, δεν καθόριζε τον τόπο της συνεδρίασης, με αποτέλεσμα, ούτως ή άλλως, να μην είναι ούτε έγκαιρη, ούτε έγκυρη. Όπως προειπώθηκε, επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, ήτοι την Προεδρεύουσα και του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε τον άνω λόγω τριτανακοπής μου, κρίνοντας ως εξής: “…Η υπ’ αριθμ. 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης φαίνεται ότι εκδόθηκε στις 28-8-2006, ενώ η συμπληρωματική αυτής, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, εκδόθηκε στις 27-9-2006. Από το σώμα της εκδοθησομένης απόφασης δεν φαίνεται εάν ο τριτανακόπτων κλήθηκε κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, όμως προκύπτει ότι στη δεύτερη συνεδρίαση της 27-9-2006 ο τριτανακόπτων εκλήθη την προηγούμενη της συζήτησης, ήτοι την 26-9-2006, όπως και ο ίδιος ομολογεί, πλην όμως δεν παρέστη. Ο ίδιος επικαλείται ότι δεν κλήθηκε εντός ευλόγου προθεσμίας, πλην όμως από καμμία διάταξη δεν προκύπτει η υποχρέωση κλητεύσεως εντός ευλόγου προθεσμίας για την ενώπιον του Μουφτή διαδικασία, ο ίδιος δε προτίμησε να απαντήσει με την από 27-9-2006 εξώδικο του προς τον Μουφτή Ξάνθης, η οποία κοινοποιήθηκε λίγο πριν την συνεδρίαση και όχι με κάποια αναβολή για να μπορέσει να έχει εύλογο χρόνο για την δικαστική του ακρόαση. Επομένως από τα παραπάνω συνάγεται ότι ακόμη και την προηγουμένη της δεύτερης συνεδρίασης της 27-9-2006 που αφορά την πιο πάνω απόφαση, ο τριτανακόπτων εκλήθη να παραστεί και επομένως δεν στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης…”. Εν ολίγοις, κατακρεουργήθηκε το δικαίωμα μου της προηγούμενης δικαστικής μου ακρόασης, καθόσον, με αυθαίρετο τρόπο και λογικά άλματα, προσπερνάται το γεγονός ότι πράγματι δεν κλήθηκα κατά την δήθεν•συνεδρίαση της 28ης-8-2006, κατά την οποία και εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, επειδή δήθεν κλήθηκα για την συνεδρίαση της 27ης-9-2006, κατά την οποία εκδόθηκε το από 27-9-2006 προσάρτημα και όχι η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Ήδη αντιληφθείς, όμως, την σε βάρος μου συμπαιγνία, με αυτουργούς τον Μουφτή Ξάνθης και την εγκαλούσα, και ιδιαίτερα την προσπάθεια “διαφυγής” του Μουφτή Ξάνθης από τις ποινικές, αστικές και διοικητικές ευθύνες του, με την έκδοση του υπ’ αριθμό πρωτοκ. 101/17-12006 εγγράφου του, δια του οποίου εμφανίζεται να ανακαλεί οίκοθεν την υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του και το από 27-9-2006 προσάρτημα, για τον λόγο ότι δήθεν ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε από Ιμάμη και δεν δηλώθηκε στον Μουφτή Ξάνθης, καθιστάμενος δήθεν έτσι πολιτικός γάμος, και για να μη μείνει τίποτε αιωρούμενο, ώστε -να δυνηθώ να ασκήσω ακολούθως τα ουσιαστικά και δικονομικής φύσης δικαιώματα μου, περιέλαβα στην τριτανακοπή μου και τον εξής κατά λέξη εκτιθέμενο λόγο: “…Γ/α να ασκεί δικαιοδοσία ο Μουφτής επί γάμων, διαζυγίων και διατροφών θα πρέπει ο γάμος να έχει συναφθεί σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο και από τον ίδιο. Σε διαφορετική περίπτωση, π.χ. σύναψη γάμου από Ιμάμη κάποιου Ισλαμικού Τεμένους, είναι μεν έγκυρος ο γάμος, κατά το άρθρο 1367 ΑΚ, αλλά για τη λύση του και τη ρύθμιση του δικαιώματος διατροφής αρμόδιος είναι ο τακτικός πολιτικός δικαστής.
Εν προκειμένω, ο γάμος μου με την καθ’ ης η παρούσα τελέσθηκε στις 20-8-1994 από τον Ιμάμη του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με σχετική δήλωση του οποίου δηλώθηκε στον Ληξίαρχο της τότε Κοινότητος Κιμμερίου Νομού Ξάνθης και συντάχθηκε η υπ’ αριθμό 30 61/6-9-1994 ληξιαρχική πράξη γάμου αυτού, ουδέποτε δε, δηλώθηκε ή καταχωρήθηκε στα βιβλία της Μουφτείας Ξάνθης. Ως εκ τούτου, ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία επί ζητημάτων που ανακύπτουν από τον γάμο αυτό, όπως• για ρύθμιση των δικαιωμάτων διατροφής κ.λ.π.
Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως της καθ’ ης η παρούσα για κήρυξη εκτελεστής της υπ’ αριθμό 122/2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, στα πλαίσια του ελέγχου εάν αυτή εκδόθηκε στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή ή όχι, κατ’ άρθρο 5 παρ. 3 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, όφειλε να απορρίψει την αίτηση, καθόσον ο Μουφτής Ξάνθης δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης” και την έκδοση της ως άνω αποφάσεως…”. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, έδωσα την ευκαιρία στο Δικαστήριο να άρει με καταλυτικό τρόπο τις αβάσιμες αιτιάσεις του Μουφτή Ξάνθης και, εφαρμόζοντας το Νόμο, να καταστήσει σαφές ότι τα ανωτέρω είναι αβάσιμα.
Πλην όμως, όπως προειπώθηκε, επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, ήτοι την Προεδρεύουσα και του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία αγνόησε εντελώς τον άνω λόγο τριτανακοπής και δεν απάντησε καθόλου σε αυτόν, προσβάλλοντας βάναυσα με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα μου της πρόσβασης σε δικαστήριο και της παροχής δικαστικής προστασίας, στα οποία δικαιώματα πρωτίστως εμπεριέχεται η εκδίκαση των αιτήσεων μου και η αιτιολογημένη απάντηση (απόρριψη ή αποδοχή) επί αυτών, κατά παράβαση και της άλλης συνταγματικής επιταγής του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του.
Επίσης, δε, αντιληφθείς, όπως προείπα, την σε βάρος μου συμπαιγνία, με αυτουργούς τον Μουφτή Ξάνθης και την εγκαλούσα, και ιδιαίτερα την προσπάθεια “διαφυγής” του Μουφτή Ξάνθης από τις ποινικές, αστικές και διοικητικές ευθύνες του, με την έκδοση του υπ’ αριθμό πρωτοκ. 101/17-12006 εγγράφου του, δια του οποίου εμφανίζεται να ανακαλεί οίκοθεν την υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του και το από 27-9-2006 προσάρτημα, για τον λόγο ότι δήθεν ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε από Ιμάμη και δεν δηλώθηκε στον Μουφτή Ξάνθης, καθιστάμενος δήθεν έτσι πολιτικός γάμος, και για να μη μείνει τίποτε αιωρούμενο, ώστε να δυνηθώ να ασκήσω ακολούθως τα ουσιαστικά και δικονομικής φύσης δικαιώματα μου, περιέλαβα στην τριτανακοπή μου και τον εξής κατά λέξη εκτιθέμενο λόγο: “…Η υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης ανακλήθηκε και ακυρώθηκε, αυτεπαγγέλτως, με νεότερη απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και συγκεκριμένα με την υπ’ αριθμό πρωτοκ. 101/2006 από 17-1-2006 απόφαση ανάκλησης και κ; ακύρωσης προηγούμενης αποφάσεως, καθόσον ο Μουφτής Ξάνθης διεπίστωσε εκ των υστέρων, οίκοθεν, έλλειψη αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του………Επομένως, κατόπιν τούτου, η υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης στερείται πλέον εκτελεστότητος, ως ανακληθείσα και ακυρωθείσα, και η κηρύξασα αυτήν (εκτελεστότητα) προσβαλλομένη απόφαση στερείται πλέον νομίμου βάσεως…”.
Πλην όμως, όπως προειπώθηκε, επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, ήτοι την Προεδρεύουσα και του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, ως προς τον άνω λόγο τριτανακοπής, έκρινε ως εξής: “…Σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 5 της από 24.12.1990 Πράξεως νομοθετικού περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 1920/1991, “ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ’ όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικπο Νόμο”, κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, “οι εκδιδόμενες από τον Μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν μπορούν να εκτελεστούν,. ούτε αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Μουφτή, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο ερευνά μόνον αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα”, όχι όμως και το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως αν με αυτή έγινε ορθή εφαρμογή ή μη του ιερού μουσουλμανικού νόμου, αν τήρησε το προσήκον είδος διαδικασίας και τους δικονομικούς τύπους ή αν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με την υπ’ αριθμ. 101/2006 απόφαση ο ίδιος ο Μουφτής κρίνει ότι δεν είχε δικαιοδοσία στην μεταξύ των διαδίκων διαφορά, καθόσον δεν διέπεται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, αφού ο μεταξύ τους γάμος δεν θεωρείται θρησκευτικός και επομένως ότι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια. Το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει το αν ο Μουφτής έπρεπε ή δεν έπρεπε να ασκήσει δικαιοδοσία, διότι έτσι θα υπεισέρχονταν σε θέματα ουσίας και ορθής εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού νόμου, γεγονός που απαγορεύεται σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθησαν…”. Αφού, δηλαδή, η άνω απόφαση και δικαστής, αγνόησε τον αμέσως ως άνω λόγο τριτανακοπής και αρνήθηκε να διατυπώσει το αυτονόητο, νόμιμο και αποδεικνυόμενο, ήτοι ο γάμος μου με την εγκαλούσα είναι θρησκευτικός, γεγονός που αυτομάτως άγει σε δικαιοδοσία του αρμοδίου Μουφτή, ακολούθως ανάγει το ζήτημα της δικαιοδοσίας σε υποτιθέμενο ζήτημα ουσίας και έμμεσα το τοποθετεί στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας των δικαιοδοτικών οργάνων, τα οποία εμφανίζονται με τον τρόπο αυτό να επιλέγουν πότε επιθυμούν να ασκούν την δικαιοδοσία τους και πότε όχι και να “βαφτίζουν” κατά το δοκούν συγκεκριμένες, διάφανες και μη επιδεχόμενες ερμηνειών υφιστάμενες έννομες σχέσεις, όπως. ο θρησκευτικός μουσουλμανικός γάμος. Κι ενώ, δε, κλήθηκε, κατά την ρητή διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξεως νομοθετικού περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 1920/1991, να ερευνήσει αν η απόφαση του Μουφτή εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, αποποιείται την αποστολή της αυτή και εκχωρεί την σχετική κρίση στον ίδιο τον “κρινόμενο” Μουφτή.
Εν ολίγοις, η επί της τριτανακοπής μου εκδοθείσα υπ’ αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, ήτοι την Προεδρεύουσα και του παρόντος Δικαστηρίου,, έθεσε τις βάσεις για την μέχρι σήμερα κλιμακωτή βάναυση παραβίαση των ουσιαστικών και δικονομικής φύσης δικαιωμάτων μου, με κορύφωση την ακραία παραβίαση του δικαιώματος μου σε δίκαιη δίκη, όπως ειδικότερα παρακάτω αναπτύσσεται. Οι δε ως άνω παραδοχές και κρίσεις αυτής δεν πρόκειται για απλά σφάλματα ή για κακή εκτίμηση αποδείξεων, αλλά για πλήρη απαξίωση και προσβολή των άνω αναλυτικά αναφερομένων θεμελιωδών δικαιωμάτων μου, κατά τρόπον που υποδηλώνει είτε δικαιοδοτική ανεπάρκεια, έλλειψη γνώσης και έλλειψη σεβασμού στο Σύνταγμα και στις Διεθνείς Συνθήκες, είτε δόλια διαστροφή της αλήθειας, γεγονός που αποτελεί περιεχόμενο υποβληθησομένων αρμοδίως αναφοράς και ενδίκων μέσων. Πάντως, με τον τρόπο αυτό, περιεβλήθη με “ασπίδα προστασίας” ο Μουφτής Ξάνθης για την σε βάρος μου παράνομη συμπεριφορά του. Σε ότι αφορά την εγκαλούσα, προσέφυγε πλέον στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ασκώντας αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), συγκροτηθέντος από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Μιχαήλ Κακαμανούδη, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, με την οποία ο άνω δικαστής έκρινε ως εξής: “…Κατ’ αρχάς το αίτημα που τίθεται a priori στην ένδικη υπόθεση έγκειται στο αν το παρόν δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης, διότι εδώ πρόκειται περί Ελλήνων μεν πολιτών, αλλά θρησκεύματος μουσουλμανικού που τέλεσαν μεν γάμο κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, στη συνέχεια όμως αυτός ανακλήθηκε, όπως εκτίθεται στην αίτηση. Επί του ζητήματος αυτού η κρίση του παρόντος δικαστηρίου είναι καταφατική, διότι, ναι μεν, κατά το προμνησθέν και αναλυτικώς εκτεθέν ως άνω άρθρο 5 παρ. 2 ν. 1920/91, ο Μουφτής έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία επί όμοιων υποθέσεων, όπως τα αιτήματα της ένδικης αίτησης, όμως, όπως εκτίθεται στην αίτηση και προαποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, η αριθμ. 122/06 προμνησθείσα απόφαση του Μουφτή Ξάνθης που κηρύχθηκε εκτελεστή με την αριθμ. 318/06 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσιας δικαιοδοσίας), ανακλήθηκε με την αριθμ. 101/06 απόφαση του ιδίου Μουφτή, ο οποίος αποφάνθηκε ότι δεν έχει καμιά αρμοδιότητα και δικαιοδοσία επί των θεμάτων όπως τα θέματα της παρούσας αίτησης, ακολούθως δε (συνεπεία της άνω ανακλητικής απόφασης του Μουφτή) ακυρώθηκε με την 92/07 προμνησθείσα απόφαση και η αριθμ. 318/06 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσιας δικαιοδοσίας) που κήρυξε εκτελεστή την αριθμ. 122/06 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο Μουφτής αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία και • αρμοδιότητα εκδίκασης θεμάτων όπως της ένδικης αίτησης, εφόσον πρόκειται περί Ελλήνων πολιτών, δικαιοδοσία έχει το παρόν δικαστήριο, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών του καθού. Διαφορετικά, αν ήθελε γίνει δεκτή η θέση του καθού περί έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, υφίσταται κενό, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ο Μουφτής Ξάνθης απεκδύθηκε της δικαιοδοσίας του, η αναπλήρωση δε αυτού του κενού, δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί με τη συνδρομή δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο μάλιστα καλείται να δικάσει υπό την επείγουσα μορφή των ασφαλιστικών μέτρων χωρίς τη δικονομική πολυτέλεια π.χ. αναμονής μιας τελεσίδικης απόφασης επί αναγνωριστικής, ενδεχομένως, αγωγής ως προς τη μορφή του γάμου των διαδίκων δηλαδή αν αυτός ήταν θρησκευτικός κατά τον τύπο του μουσουλμανικού δικαίου ή πολιτικός, όπως αποφαίνεται ο ίδιος ο Μουφτής Ξάνθης στην προμνησθείσα αριθμ. 101/06 απόφασή του ή ανυπόστατος κατά την άποψη του παρόντος δικαστηρίου, (βλ. αρθρ. 1367, 1372 παρ. 2 ΑΚ)…”. Εν ολίγοις, η άνω απόφαση και δικαστής, αφού πρώτου διαλαμβάνει εσφαλμένα ότι ανακλήθηκε ο ίδιος ο γάμος μου, δεν προβαίνει σε ευθύ ή παραπίμπτοντα έλεγχο περί του είδους ή του κύρους του γάμου μου με την εγκαλούσα και κατασκευάζει ένα “νομικό επιχείρημα”, σύμφωνα με το οποίο δύναται ο φυσικός δικαστής εκάστου Έλληνα πολίτη να αυτοσχεδιάζει και να αυτοαποποιείται κατά βούληση την ιδιότητα του αυτή. Αναφερόμενος δε και επαναλαμβάνοντας τις πλημέλειες της άνω υπ’ αριθμό 92/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μου στερεί τον κατ’ άρθρο 8 του Συντάγματος φυσικό μου δικαστή, που είναι ο Μουφτής Ξάνθης, και να καλύπτει δι’ αυτού του τρόπου τις παραβάσεις στις οποίες αυτές περιέπεσε. Το διακύβευμα που ανέκυψε από την παράνομη• συμπεριφορά του Μουφτή Ξάνθης και της εγκαλούσας σε βάρος μου δεν είναι να στερηθώ χωρίς τη θέληση μου τον φυσικό μου δικαστή, αλλά ο έλεγχος (ποινικός, πειθαρχικός κ.λ.π.) αυτού. Προκειμένου να καλυφθεί ο επίορκος φυσικός δικαστής δεν θα στερηθώ εγώ το θεμελιώδες δικαίωμα μου. Σε ότι αφορά, δε, την εκ μέρους μου άσκηση των δικαιωμάτων μου, δεδομένων πλέον των άνω κρίσεων, προσέφυγα για την λύση του γάμου μου με την εγκαλούσα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ενώπιον του οποίου άσκησα την από 21-4-2007 (αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 65/30-5-2007) αγωγή διαζυγίου, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, στην οποία εξέθεσα στα ουσιώδη σημεία τους τα ανωτέρω και της οποίας το περιεχόμενο έχει κατά λέξη ως εξής: “…Με την εναγομένη είμαστε τυπικά σύζυγοι, ο δε γάμος μας τελέσθηκε στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης την 20η Αυγούστου 1994, σύμφωνα με τους κείμενους νόμους, νια τον οποίο συντάχθηκε “αρμοδίως η υπ’ αριθμό 3061/6-9-1994 ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξιάρχου της τότε Κοινότητος _ “”, Κιμμερίων Νομού Ξάνθης. Από τον γάμο* μας αυτό αποκτήσαμε δύο τέκνα ήτοι α) τον Τ., που γεννήθηκε την 1&1 Μαΐου 1995 στην Ξάνθη και β) την Α., που γεννήθηκε την 21η Αυγούστου 1998 στην Ξάνθη, η δε κοινή μας διαμονή (οικογενειακή στέγη) βρισκόταν πάντοτε στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης. Η έγγαμη συμβίωση μας, όμως, διεκόπη οριστικά το καλοκαίρι του έτους 2006, λόγω ακραίας και οριστικής ρήξης στις μεταξύ μας σχέσεις, που επέφερε οριστική ρήξη και σε κάθε μεταξύ μας συναισθηματικό δεσμό, για λόγους που, κατ’ αρχήν, αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο και τη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία αδιαφορούσε πλήρως για τις συναισθηματικές μου ανάγκες, εκδήλωνε ψυχρότητα και συναισθηματική αδιαφορία, καθώς και αποχή από κοινή κλίνη και διακοπή κάθε σαρκικής επαφής: Μετά την ως άνω οριστική ρήξη της σχέσης μας, το καλοκαίρι του έτους 2006, αμφότεροι εγκαταλείψαμε την οικογενειακή μας στέγη, η δε εναγομένη εγκαταστάθηκε σε άλλη κατοικία, κι έτσι διεκόπη οριστικά η έγγαμη συμβίωση μας, αλλά και κάθε είδους σχέση ή επαφή μεταξύ μας. Μάλιστα δε, ήδη έχω συνδεθεί συναισθηματικά με νέα σύντροφο, με την οποία προτίθεμαι να συνάψω άμεσα γάμο, ήτοι με την Σ. Μ. Α. του Χ. και της Ο., κάτοικο …, με την οποία αναπτύξαμε έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό, που τον διακρίνουν η αμοιβαία τρυφερότητα, αγάπη και αφοσοίωση. Περαιτέρω δε, η εναγομένη έχει εκδηλώσει ρητά, με ενέργειες της, την πρόθεση της για διάζευξη μας, καθόσον: Υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης την από 13-10-2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. 370/23-10-2006) αίτηση της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 318/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή η υπ’ αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, το περιεχόμενο της οποίας (αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης) είχε ως εξής: Η ως άνω απόφαση του Μουφτή Ξάνθης ανακλήθηκε και ακυρώθηκε, αυτεπαγγέλτως, με νεότερη απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και συγκεκριμένα με την υπ’ αριθμό πρωτοκ. 101/2006 από 17-1-2006 απόφαση ανάκλησης και ακύρωσης προηγούμενης αποφάσεως, καθόσον ο Μουφτής Ξάνθης διεπίστωσε εκ των υστέρων, οίκοθεν, έλλειψη αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του. Το ακριβές περιεχόμενο της ως άνω ανακλητικής αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης έχει ως εξής: “Από έρευνα στα βιβλία αυτής Μουφτείας προέκυψε ότι ο γάμος της Μ. Τ. του Τ. και της Α. και του Σ. Μ. του Χ. και της Τ., κατοίκων …, δεν έχει δηλωθεί στη Μουφτεία Ξάνθης και δεν έχει καταχωρηθεί ως θρησκευτικός γάμος. Επομένως θεωρείται πολιτικός γάμος και ο Μουφτής δεν έχει καμία αρμοδιότητα και δικαιοδοσία. Για το λόγο αυτό ανακαλείται και ακυρώνεται η υπ’ αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του Ιερονομικού Δικαστηρίου…”…Περαιτέρω δε, η εναγομένη, στις 13-9-2006, ενέγραψε σε βάρος μου υποθήκη στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας μου, επικαλούμενη υποτιθέμενη αξίωση από αποκτήματα. Επειδή, υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις, είναι φανερό ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των μεταξύ εμού και της εναγομένης σχέσεων, από λόγους που αφορούν αρχικά μεν αποκλειστικά την εναγομένη, στη συνέχεια δε και τους δυο μας, ώστε βάσιμα η τυπική εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης μας να είναι αφόρητη τόσο για μένα όσο και για την εναγομένη. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να λυθεί ο γάμος μου με την εναγομένη. Επικουρικά δε, εφόσον ήθελε κριθεί ότι, παρά την εν προκειμένω υφισταμένη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, προκείμενου περί Μουσουλμάνων Ελλήνων, πολιτών, όπως αμφότεροι οι διάδικοι, εφαρμοστέο από αυτά (τακτικά πολιτικά δικαστήρια) τυγχάνει το Ιερό Μουσουλμανικό Οικογενειακό Δίκαιο, και πάλι συντρέχει λόγος διαζυγίου, καθόσον, κατά τους κανόνες αυτού (Ιερού Μουσουλαμνικού Οικογενειακού Δικαίου), σε περίπτωση που η κοινή συμβίωση μεταξύ των συζύγων είναι πλέον αδύνατη, ο σύζυγος δικαιούται να χωρίσει την σύζυγο, με την προϋπόθεση να καταβάλει το ποσό που της έχει υποσχεθεί κατά την τέλεση του γάμου (νικιάχ). Με την παρούσα δε, δηλώνω ρητά ότι χωρίζω με την εναγομένη, προσφερόμενος στην καταβολή του νικιάχ, ανερχομένου σε πενήντα μία χρυσές “Ρεσάτ” λίρες. Επομένως, επικουρικά, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να λυθεί ο γάμος μου με την εναγομένη, με την καταβολή εκ μέρους μου στην εναγομένη-του χρηματικού ισοτίμου πενήντα μίας χρυσών “Ρεσάτ” λιρών……”.Επί της άνω αγωγής μου, δε, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 89/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία γαμικών διαφορών), προεδρεύοντος του Προέδρου Πρωτοδικών Μιχαήλ Κακαμανούδη, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, η οποία απέρριψε την αγωγή μου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, καθόσον κρίθηκε ομόφωνα, ορθότατα και νόμιμα, ότι για τη λύση του γάμου μου με την εγκαλούσα δικαιοδοσία έχει ο Μουφτής Ξάνθης, και με καταδίκασε μάλιστα και στην εκ 500 ευρώ δικαστική δαπάνη της εγκαλούσας. Όμως, ο ίδιος δικαστής, ήτοι ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Μιχαήλ Κακαμανούδης, όταν κλήθηκε να κρίνει επί δικού μου αιτήματος, εξέφρασε εκ διαμέτρου αντίθετη κρίση με την κρίση που εξέφρασε όταν κλήθηκε να κρίνει επί αιτήματος της εγκαλούσας. Η συμπεριφορά, δε, αυτή δεν πρόκειται,για απλά σφάλματα ή για κακή εκτίμηση αποδείξεων, αλλά για πλήρη απαξίωση και προσβολή των παρακάτω αναφερομένων θεμελιωδών δικαιωμάτων μου, κατά τρόπον που υποδηλώνει είτε δικαιοδοτική ανεπάρκεια, έλλειψη γνώσης και έλλειψη σεβασμού στο Σύνταγμα, είτε δόλια σε βάρος μου συμπεριφορά, γεγονός που αποτελεί περιεχόμενο υποβληθησομένων αρμοδίως αναφοράς και ενδίκων μέσων. Εν ολίγοις, όταν εγώ προσέφυγα σε Πολιτικό Δικαστήριο, η αγωγή μου απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ενώ όταν προσέφυγε σε Πολιτικό Δικαστήριο η εγκαλούσα, η αίτηση της εσφαλμένα εκδικάσθηκε από αυτό, λόγω δήθεν υφισταμένης δικαιοδοσίας του. Έτσι όμως, παραβιάζεται το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 και το άρθρο 20 παρ. του Συντάγματος, καθόσον αντιμετωπιζόμεθα με διαφορετικό τρόπο οι διάδικοι και διαμορφώνεται για την ίδια έννομη σχέση και τους ίδιους διαδίκους διαφορετικό κάθε φορά καθεστώς δικαιοδοσίας και παροχής έννομης προστασίας. Εκτός από εμένα, όμως, και η εγκαλούσα προσέφυγε περαιτέρω, με τακτική αγωγή διατροφής και ανάθεσης γονικής μέριμνας τέκνων, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ενώπιον του οποίου άσκησε την από 26-7-2007 (αύξ. αριθ. εκθ. καταθ. 125/1-8-2007) αγωγή της, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, της οποίας το περιεχόμενο έχει στα κρίσιμα ουσιώδη σημεία του κατά λέξη ως εξής: “…Στις 20-8-1994 στα Κιμμέρια Ξάνθης με τον σύζυγο μου Μ. (επώνυμο) Σ. (όνομα) του Χ. και της Τ., τελέσαμε νόμιμο γάμο σύμφωνα με τους κανόνες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου συνταχθείσας προς τούτο της με αριθμό 30-Η-1994 ληξιαρχικής πράξης γάμου του ληξιάρχου Κιμμερίων. Από τον γάμο μας αυτό στις 18-5-1995 αποκτήσαμε το πρώτο τέκνο μας τον Τ. ηλικίας σήμερα 12 ετών και στις 21-8-1.998 αποκτήσαμε την Α. ηλικίας σήμερα 9 ετών…. Επειδή μολονότι είχαμε τελέσει νόμιμο θρησκευτικού τύπου γάμο κατά τους τύπους της Μουσουλμανικής Θρησκείας και απευθυνθήκαμε ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης τόσο για την λύση του γάμου όσο και για την διευθέτηση των μεταξύ μας ως συζύγων διαφορών μας με την διατροφή και επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων μας, ενώ αρχικά εξεδόθη η με αριθμό 122/28-8-2006 απόφαση του ιερονομικού Δικαστηρίου και το συμπλήρωμα αυτής με ημερ. 27-9-2006 για την διευθέτηση των θεμάτων αυτών κατόπιν εξεδόθη από την Μουφτεία Ξάνθης η με ημερ. 17 Νοεμβρίου 2006 απόφαση ανάκλησης και ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης (με αριθμό 122/06) λόγω του ότι ο γάμος μου θεωρήθηκε πολιτικός επειδή δεν έχει καταχωρηθεί ως θρησκευτικός γάμος στη Μουφτεία Ξάνθης, επομένως θεωρείται πολιτικός και ο Μουφτής δεν έχει καμία αρμοδιότητα και δικαιοδοσία…”Επί της άνω αγωγής της εγκαλούσας εκδόθηκε υπ’ αριθμό 125/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (ειδική διαδικασία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Ευαγγελία Μπάλλα, η οποία αφού έκρινε ορθά ότι “…οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες του Ιερού Νόμου των Μουσουλμάνων, ήτοι με πρόταση του εναγομένου και αποδοχή της ενάγουσας στο όνομα του Αλλάχ (fatima), ενώπιον δύο αρρένων μαρτύρων και καθορισμό της δωρεάς (nikah), ενώπιον του Ιμάμη Κιμμερίων, θρησκευτικού λειτουργού της μουσουλμανικής θρησκείας , στις 20-8-1994, ο οποίος καταχωρήθηκε ως θρησκευτικός στο ληξιαρχείο Κιμμερίων Ν. Ξάνθης…•”, καθώς καθότι “…ο γάμος όμως είναι έγκυρος ως θρησκευτικός, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν καταχωρήθηκε στη Μουφτεία…”, έκρινε, αυτή τη φορά, εσφαλμένα, ότι ο Μουφτής δεν έχει δήθεν δικαιοδοσία, διότι δεν αποτελεί φυσικό δικαστή κατά την έννοια των άρθρων 87 επ. του Συντάγματος, στερείται των κατά το Σύνταγμα προσόντων του δικαστή, αφού δεν διορίζεται όπως προβλέπει το Σύνταγμα, δεν είναι ισόβιος και δεν απολαύει της κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, ότι οι άνω αναφερόμενες διατάξεις δεν υπερισχύουν των διατάξεων του Συντάγματος, που αφορούν την διάκριση των λειτουργιών και την ανεξαρτησία του δικαστηρίου, ούτε και των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ότι η Ελλάδα δεν έχει καμμία διεθνή δέσμευση να εφαρμόσει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ότι οι υποθέσεις επιμέλειας και οι υποθέσεις διατροφής της συζύγου πέραν του τριμήνου δεν περιλαμβάνονται στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και ότι η αποκλειστική δικαιοδοσία του Μουφτή προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία, διαμορφώνοντας ένα διαφορετικό καθεστώς μεταξύ των ελλήνων μουσουλμάνων, και ως εκ τούτου αντιβαίνει στο άθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Παρά την διαφορετική προς την υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κρίση της, ήτοι παρά το γεγονός ότι ορθώς έκρινε ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα είναι υποστατός και έγκυρος, απέρριψε το υποβληθέν νομότυπα αίτημα μου για ανάκληση των ασφαλιστικών μέτρων, που διατάχθηκαν με την υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), θεμελιώνοντας την απορριπτική κρίση της στην υποτιθέμενη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων και στο γεγονός ότι .εάν εκαλείτο. να λάβει τα ίδια ασφαλιστικά μέτρα θα τα ελάμβανε. Όμως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, συγκροτούμενο από την ίδια Πρωτοδίκη Ευαγγελία Μπάλλα, εξέδωσε, πριν της έκδοση ως άνω απόφασης, δεκάδες αποφάσεις με αντίθετο περιεχόμενο, ενδεικτικά, δε, αναφέρονται οι εκδοθείσες κατά τα έτη 2007, 2008 και 2009 είκοσι οκτώ (28) συνολικά αποφάσεις, επί αιτήσεων για κήρυξη εκτελεστών αποφάσεων του Μουφτή Ξάνθης, ήτοι οι υπ’ αριθμούς 43/2007, 46/2007, 117/2007, 174/2007, 175/2007, 221/2007, 241/2007, 317/2007, 318/2007, 380/2007, 408/2007, 3/2008, 84/2008, 107/2008, 222/2008, 238/2008, 239/2008, 268/2008, 366/2008, 367/2008, 380/2008, 384/2008, 27/2009, 55/2009, 115/2009, 190/2009,. 300/2009, 301/2009, 302/2009, 303/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία) με τις οποίες επικύρωσε τις αποφάσεις του Μουφτή Ξάνθης (πλην μίας αναβλητικής, με την οποία διέταξε την κλήτευση διαδίκου) και δεν έκρινε ότι δήθεν ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία, δεν αποτελεί φυσικό δικαστή και η δικαιοδοσία του αντιβαίνει στις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση διατάξεις. Αντιθέτως, δέχθηκε ότι οι κηρυχθείσες εκτελεστές αποφάσεις του Μουφτή Ξάνθης εκδόθηκαν μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας αυτού, επί διαφορών μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, κατοίκων της περιφερείας του, επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, και ότι οι διατάξεις του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου που εφαρμόσθηκαν δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Μάλιστα, δε, ενδεικτικά αναφέρεται ότι εξέδωσε και την υπ’ αριθμό 31/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (τακτική διαδικασία) επί αγωγής περί κλήρου, ήτοι επί κληρονομικής διαφοράς μεταξύ Ελλήνων μουσουλμάνων πολιτών, με την οποία έκρινε ότι δικαιοδοσία επ’ αυτής έχει ο Μουφτής Ξάνθης και την οποία προσάγω ως αναγνωστέα. Το πλέον αξιοσημείωτο, όμως, είναι το γεγονός ότι και μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, εξέδωσε την υπ’ αριθμό 131/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία και πάλι κήρυξε εκτελεστή απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και δεν έκρινε ότι δήθεν ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία, δεν αποτελεί φυσικό δικαστή και η δικαιοδοσία του αντιβαίνει στις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση διατάξεις. Αντιθέτως, δέχθηκε ότι η κηρυχθείσα εκτελεστή απόφαση του Μουφτή Ξάνθης εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας αυτού, επί διαφοράς μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, κατοίκων της περιφερείας του, επί υποθέσεως αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, και ότι οι διατάξεις του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου που εφαρμόσθηκαν δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εν ολίγοις, η κρίση της επί της αγωγής της εγκαλούσας δεν οφείλεται στην ανέλεγκτη ανεξάρτητη νομική θέση της, αλλά οφείλεται σε προφανή δόλια διαφορετική αντιμετώπιση μόνον εμού, ώστε να καλυφθούν δι’ αυτού του τρόπου, με νέα παράβαση, οι προγενέστερες σε βάρος μου παραβάσεις. Ενόψει, δε, της ανωτέρω άπαξ μεταβολής της κρίσης της, μόνον στην δική μου υπόθεση, δεν δύναμαι στην περίπτωση αυτή να πιθανολογήσω απλώς δικαιοδοτική ανεπάρκεια ή έλλειψη γνώσης. Πλέον, διογκώνονται σε βάρος μου τα “σφάλματα” και οι αντιφάσεις, προκειμένου να καλυφθούν οι σε βάρος μου παραβάσεις των ιδίων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και καταδεικνύεται από το γεγονός ότι τα ανωτέρω αναφέρθηκαν σε δύο ποινικές δίκες, κατά τις οποίες εκδόθηκαν οι καταδικαστικές καταδικαστικές σε βάρος μου υπ’ αριθμούς 794/6-3-2009 και 2.871/13-11-2009 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, κατά τις οποίες ο Εισαγγελέας της Έδρας, ο ίδιος και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι ο Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Διονύσιος Λαμπρίδης, Εισαγγελέας Έδρας και του παρόντος Δικαστηρίου, ουδέν έπραξε, παρά την κατ’ άρθρο 36 ΚΠΔ υποχρέωση του για κίνηση της σχετικής ποινικής διαδικασίας όταν πληροφορείται με οποιονδήποτε τρόπο ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη. 10/. Συμπερασματικά: Σε ότι αφορά τον γάμο μου με την εγκαλούσα, εφαρμοστέο τυγχάνει το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, του οποίου η εφαρμογή είναι υποχρεωτική, δικαιοδοσία, δε, επί υποθέσεων διατροφής της εγκαλούσας και των τέκνων μας, έχει ο Μουφτής Ξάνθης και όχι τα Πολιτικά Δικαστήρια.
Συνεπώς, η υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) εκδόθηκε αφ’ ενός από στερούμενο δικαιοδοσίας δικαστήριο, στερώντας μου τον κατ’ άρθρο 8 του Συντάγματος φυσικό μου δικαστή, αφετέρου, δε, χωρίς να εφαρμόσει έστω η ίδια το οικογενειακό διαπροσωπικό μου δίκαιο, ήτοι το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, προσέτι, δε, αποτελεί η ίδια αποτέλεσμα μη σύννομων σε βάρος μου ενεργειών.
Προσάγω, δε, στο σημείο αυτό, ως αναγνωστέα, την από 5-2-2007 γνωμοδότηση (ΦΕΤΒΑ) του ιδίου του Μουφτή Ξάνθης, στην οποία βεβαιώνονται τα εξής: “…Κατά το θρησκευτικό μας δόγμα (αίρεση Χανεφή), εάν υπάρχει τέκνο, η επιμέλεια του ανήκει στην μητέρα του μέχρι να γίνει 7,5 το πολύ 10χρονών, ενώ ο “πατέρας …… καταβάλει το ποσό των 250 Ευρώ ως διατροφή .Η επιμέλεια του τέκνου, μετά το 10° έτος της ηλικίας του ανήκει στον πατέρα…” Στο Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, συγχρόνως με τη λύση του γάμου ρυθμίζεται το ζήτημα της “κηδεμονίας” των ανηλίκων τέκνων. Σύμφωνα με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, η “κηδεμονία” των αγοριών μέχρι ηλικίας επτά (7) ετών, των δε κοριτσιών μέχρι ηλικίας εννέα (9) ετών, ανήκει στη μητέρα. Στη συνέχεια και μέχρι την ενηλικίωση, την κηδεμονία τους αναλαμβάνει ο πατέρας. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, όμως, με την υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση του (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), υπέπεσε σε μείζον σφάλμα, ήτοι εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και όχι αυτές του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, παραβιάζοντας τις ως άνω Διεθνείς Συνθήκες, ‘οι οποίες μάλιστα τυγχάνουν Συνθήκες Ειρήνης, ήτοι με τον σεβασμό και την εφαρμογή τους συνδέεται η ασφάλεια και η ειρήνευση των λαών των συμβαλλομένων χωρών, και καταπατώντας τα εξ αυτών προστατευόμενα δικαιώματα μου, εκτρεπόμεμο από τις διεθνείς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ: “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως . υπό δικαστηρίου .το οποίον θα αποφασίση .επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως.. Σύμφωνα δε, με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ: “Παν πρόσωπον … έχει το δικαίωμα πραγματικής [=αποτελεσματικής] προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής…”.
Εν προκειμένω, όμως,, ενώ, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, εγώ είμαι αυτός που πρώτος προσέφυγα στον Μουφτή Ξάνθης, αυτός αρνήθηκε παράνομα να εκδικάσει την αίτηση μου για λύση του γάμου, στη συνέχεια, δε, χωρίς προηγούμενη ακρόαση μου (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), εξέδωσε παράνομα σε βάρος μου απόφαση διατροφής και κηδεμονίας των ανηλίκων τέκνων μου, την οποία ακολούθως επίσης με παράνομη αιτιολογία ανακάλεσε, παραπέμποντας έμμεσα την διαφορά στα Πολιτικά Δικαστήρια, τα οποία, με τη σειρά τους, παρέπεμψαν εκ νέου την υπόθεση στον Μουφτή Ξάνθης. Έτσι όμως, δεν δύναται να γίνει λόγος για “δίκαιη δίκη” και πολύ περισσότερο για “αποτελεσματική προσφυγή”, καθόσον, στην περίπτωση μου, ισχύει το γεγονός ότι δεν δύναμαι τελικά να αξιώσω δικαστική προστασία από καμμία εθνική αρχή. Εν ολίγοις, στην πραγματικότητα, ενώ υποτίθεται ότι έχω προστατευόμενο δικαίωμα στην αναγνώριση και κήρυξη της λύσης του γάμου μου με την εγκαλούσα και στην κηδεμονία των ανηλίκων τέκνων μου, συνακόλουθα δε και στην διατροφή αυτών, καθόσον, εφόσον έχω την κηδεμονία αυτών, έχω εγώ και όχι η εγκαλούσα την εν γένει φροντίδα της διατροφής τους, και ότι δικαιούμαι και δύναμαι να αξιώσω δικαστική προστασία του δικαιώματος μου αυτού, δεν πρόκειται για πραγματική αλλά για προσχηματική δυνατότητα.
Συνεπώς, παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ. Εν τούτοις, ενώ οι εθνικές αρχές αρνούνται κατά τα ανωτέρω, να κρίνουν οριστικά επί της υποθέσεως μου, βρίσκομαι κατηγορούμενος και κινδυνεύω με οριστική καταδίκη και στέρηση της ελευθερίας μου, για δήθεν παραβίαση μίας απόφασης με προσωρινή ισχύ (άρθρο 695 ΚΠολΔ), κατά της οποίας δεν επιτρέπονται ένδικα μέσα (άρθρο 695 ΚΠολΔ), χωρίς καμμία απολύτως εγγύηση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση μετά την μέλλουσα οριστική κρίση της υπόθεσης, και η οποία απόφαση, με τη σειρά της, είναι και η ίδια προϊόν παραβίασης των εφαρμοζομένων στην περίπτωση μου διατάξεων, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα (έλλειψη δικαιοδοσίας, μη εφαρμογή μουσουλμανικού δικαίου).
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όμως, παραβιάζεται επιπλέον και η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι άγομαι σε οριστική ποινική καταδίκη από τις ίδιες εθνικές αρχές (δικαστήρια), που αρνούνται, κατά τα ανωτέρω, να επιλυφθούν και επιλύσουν οριστικά τις σχετικές προσφυγές μου.Εν κατακλείδει, προσβάλλεται το δικαίωμα μου σε δίκαιη δίκη κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η φερόμενη ως δήθεν άρνηση μου να εφαρμόσω την παράνομη υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) δεν οφείλεται σε κακοβουλία μου ως προς την υποχρέωση μου καταβολής διατροφής στα τέκνα μου, τα οποία φροντίζω να διατρέφω, καλύπτοντας τις σχετικές ανάγκες τους, άμεσα, και όχι με καταβολή των ορισθέντων ποσών στην εγκαλούσα, αλλά πρόκειται για την έσχατη ενέργεια προάσπισης των κατακρεουργημένων δικαιωμάτων μου, καθόσον με τις συνδυασμένες ενέργειες των δικαιοδοτικών οργάνων της Ελληνικής Δημοκρατίας προσβάλλεται βάναυσα η προστατευόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αξία μου ως ανθρώπου. Αφού τα δικαιοδοτικά όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας εξέδωσαν κατά παράβαση καθήκοντος την υπ’ αριθμό 2.308/2007 απόφαση Του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), στη συνέχειας κρύπτονται πίσω από το τυποποιημένο επιχείρημα της τυπικής ισχύος της αποφάσεως αυτής, ώστε να με καταδικάζουν. Δικάζομαι δε και καταδικάζομαι από τους δημιουργούς των ψευδοπροϋποθέσεων της υποτιθέμενης ενοχής μου, οι δε καταδίκες μου αποτελούν το όχημα της συγκάλυψης των παραβάσεων των ιδίων των οργάνων απονομής δικαιοσύνης. Η δε παραβίαση του δικαιώματος μου σε δίκαιη δίκη είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η Ελληνική Δημοκρατία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κι ως εκ τούτου αποδέχθηκε και κύρωσε την Συνθήκη Περί Ιδρύσεως Της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία υπεγράφη στις 2-10-1997, και τη Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία υπεγράφη στις 26-2-2001 και τέθηκε σε ισχύ στις 1-2-2003, στην Ελλάδα δε, η κύρωση της έγινε με τον Ν. 3001/2002 (ΦΕΚ Α’ 73/8-4-2002). Περαιτέρω, με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256/20-9-1974), η Ελληνική Δημοκρατία κύρωσε την εν Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι διεθνείς αυτές συμβάσεις, μετά την επικύρωση τους και τη θέση τους σε ισχύ, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης νόμου, κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ: “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως υπό δικαστηρίου το οποίον θα αποφασίση … επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…”.Η δε υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εκτείνεται τόσο στον ουσιαστικό έλεγχο επί ποινικής κατηγορίας όσο και στον νομικό και συνακόλουθα και στον αναιρετικό έλεγχο. ΟΡΑΤΕ: ΕΔΑΔ, Υπόθεση Perlana κατά Ελλάδας, Απόφαση της 22.02.2007, ΕφημΔΔ 2007, 331.
Συνεπώς, για όσα αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν είναι βάσιμη η εναντίον μου ποινική κατηγορία της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, δεδομένου ότι διώκομαι κατά παράβαση των ως άνω αναλυτικά αναφερομένων δικαιωμάτων μου ως Έλληνα πολίτη και ως ανθρώπου, τόσο δε η δημιουργία των προϋποθέσεων του αποδιδόμενου σε μένα ποινικού αδικήματος, ήτοι η έκδοση της υπ’ αριθμό 2.308/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όσο και, ακολούθως, η ποινική διαδικασία, από την σε βάρος μου άσκηση ποινικής δίωξης μέχρι και την παρούσα κατ’ έφεση δίκη, διεξάγεται κατά προφανή παραβίαση του δικαιώματος μου σε δίκαιη δίκη, και πρέπει να κηρυχθώ αθώος. Από τα πρακτικά συνεδριάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει περαιτέρω ότι δια των παραπάνω αυτοτελών ισχυρισμών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, ζήτησε την ανάγνωση εκ των παραπάνω εγγράφων, που διατείνεται ότι ζήτησε την ανάγνωση και δεν αναγνώσθηκαν, μόνον όσον αφορά τα παραπάνω υπό στοιχεία β και γ έγγραφα, αναφέροντας απλώς στο από 58 σελίδες έγγραφο αυτοτελών ισχυρισμών, στις σελίδες 55 και 56 αόριστα ότι “προσάγονται ως αναγνωστέα”, χωρίς επομένως να υποβάλλεται σαφές αίτημα ανάγνωσης, ενώ τα λοιπά έγγραφα τα αναφέρει διηγηματικά στις σελίδες 45,47,51, 59 και 60 των πρακτικών, χωρίς οιοδήποτε αίτημα ανάγνωσης, περαιτέρω, αφού δεν βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι τα έγγραφα αυτά πράγματι προσκομίστηκαν και παραδόθηκαν στην διευθύνουσα προς ανάγνωση, τη χρονική αυτή στιγμή κατάθεσης στην έδρα του πολυσέλιδου εγγράφου αυτοτελών ισχυρισμών, που δεν προκύπτει άλλωστε ότι αναγνώσθηκαν, ούτε προκύπτει ότι ο συνήγορος παρέδωσε αργότερα τα έγγραφα αυτά κατά την ανάγνωση των αναγνωστέων εγγράφων της υποθέσεως για ανάγνωση. Επιπλέον, από τα ίδια τα πρακτικά και το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά, που δεν περιλαμβάνονται στα αναφερόμενα στα πρακτικά ως αναγνωστέα και αναγνωσθέντα έγγραφα, ότι προσκομίστηκαν από το συνήγορο του κατηγορουμένου και δεν αναγνώσθηκαν, περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι κατά της αρνήσεως της διευθύνουσας τη συζήτηση αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του κατηγορουμένου να τα αναγνώσει ή της παρέλειψης να αποφανθεί επί αιτήματος αναγνώσεως ο κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του προσέφυγε στο δικαστήριο και αυτό, παρά το νόμο, απέρριψε την προσφυγή ή παρέλειψε να αποφανθεί επ’ αυτής (ΑΠ 558, 1773/2010, 756,1259/2009).
Επομένως, ο ως παραπάνω σχετικός πρώτος πρόσθετος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος.
Από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούµενο δικαιωµάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόµο υποχρέωση του δικαστή να δηµιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωµάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούµενη σχετική αίτηση του κατηγορουµένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358, 369 ή άλλη διάταξη του ΚΠΔ, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή, όπως µετά την εξέταση κάθε µάρτυρα δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων, το λόγο σε αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές µε τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συµπερασµάτων για την αξιοπιστία αυτών και τη σχέση τους προς τη δικαζόµενη υπόθεση (ΑΠ 606, 930/2010, 1969/2010, 867/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την εξέταση στο ακροατήριο της μοναδικής μάρτυρος κατηγορίας και πολιτικώς ενάγουσας η διευθύνουσα τη συζήτηση της υποθέσεως δεν έδωσε μεν το λόγο στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, προκειμένου να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαίωμά του, δηλαδή να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο μοναδικής μάρτυρος κατηγορίας της πολιτικώς ενάγουσας, αλλά δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος αυτός και δε δόθηκε.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από τη µη παροχή εκ µέρους της διευθύνουσας τη συζήτηση, αυτεπάγγελτα, χωρίς αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, το λόγο σε αυτόν, µετά την κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο μοναδικής μάρτυρος κατηγορίας της πολιτικώς ενάγουσας, για να εκθέσει τις απόψεις και παρατηρήσεις του σχετικά µε την αξιοπιστία αυτής και έτσι ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ δεύτερος πρόσθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιµος.
Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 128 ΚΠΔ κατά την οποία όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση, δεν έχει τεθεί επί ποινή ακυρότητος. Η παραδοχή όμως ή όχι του αιτήματος ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αλλά την περίπτωση που το απορρίψει οφείλει να αιτιολογήσει την κρίση του. Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν ο κατηγορούμενος υποβάλλει αίτημα αναβολής της δίκης για να κληθεί κατά το άρθρο 352 ΚΠΔ μάρτυρας και εξεταστεί στο ακροατήριο οπότε, αν το δικαστήριο παραλείψει να απαντήσει στο αίτημα επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ελλείψει ακροάσεως (άρθρο 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ, ΑΠ 315/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, προσκόμισε στο δικαστήριο το με αρ. ΒΩΑ 2008/629 κατηγορητήριο και το ΑΝ.ΕΦ/2009/167 Α εισαγωγικό της δίκης έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ξάνθης στις 23-10-2010, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, κατ’έφεση, που αναγνώσθηκαν και ζήτησε την αναβολή της δίκης για συνεκδίκαση, για την οικονομία της δίκης και για το ενιαίο της κρίσεως.
Το δικαστήριο απέρριψε το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου με την παρακάτω αιτιολογία: ” επειδή η υπόθεση έχει αναβληθεί ήδη μία φορά και επειδή η εκκαλούμενη απόφαση ήδη συνεκδίκασε πρωτοδίκως τρεις υποθέσεις του κατηγορουμένου που κρίθηκαν συναφείς, το δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής για συνεκδίκαση με τη συναφή υπόθεση που εκδικάζεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης στις 23-11-2010″. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, εκτίθενται σε αυτοί οι λόγοι για τους οποίους δεν ενδείκνυται η συνεκδίκαση των υποθέσεων, η παραδοχή δε ή όχι του αιτήματος αναβολής, κατά τα προεκτεθέντα, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο συναφής τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠΔ, για αναιτιολόγητη απόρριψη του υποβληθέντος ως άνω αιτήματος αναβολής και για υπέρβαση εξουσίας από τη στη συνέχεια πρόοδο της δίκης και καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2, και 321 παρ.1 στοιχ. δ’ και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, την επίσηµη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισµα. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης 1338/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, σε συνδυασμό με την 446/13-11-2009 έφεση του αναιρεσείοντος, που άσκησε κατά της 2871/13-11-2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, που επιτρεπτώς επισκοπείται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του εν λόγω λόγου αναιρέσεως, ο τελευταίος εμφανίστηκε και προέβαλε ακυρότητα των τριών κλητηρίων θεσπισμάτων, που συνεκδικάστηκαν λόγω συναφείας, συνιστάμενη στο ότι είναι αόριστα και δεν γίνεται ακριβής περιγραφή σ’ αυτό των πράξεων που του αποδίδονται, αφού δεν προσδιορίζεται αν αυτός είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα τα χρηματικά ποσά διατροφής που υποχρεώθηκε, δεν αναφέρονται περιστατικά του δόλου και δη της κακοβουλίας αυτού, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά στερήσεων που υπέπεσαν τα ανήλικα και βοήθειας άλλων που αναγκάσθηκαν να ζητήσουν και δέχθηκαν για να διατραφούν.
Την ακυρότητα αυτή πρότεινε ο κατηγορούμενος παραδεκτά το πρώτον στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με την 2871/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης και το λόγο αυτό ακυρότητας που πρόβαλε με ειδικό λόγο εφέσεως στην με αρ. 446/2009 έκθεση εφέσεως, που άσκησε κατά της παραπάνω αποφάσεως, πρότεινε και ενώπιον του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, το οποίο στη συνέχεια την απέρριψε, με την εξής αιτιολογία: ” Από την επισκόπηση των κλητηρίων θεσπισμάτων προκύπτει ότι αυτά περιέχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία, κατά το άρθρο 321 ΚΠΔ και ειδικότερα τον ακριβή καθορισμό της πράξης η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Τα στοιχεία δε που επικαλείται ο κατηγορούμενος ότι λείπουν και έτσι καθιστούν αυτά αόριστα, δεν είναι από τα απαραίτητα στοιχεία του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά είναι στοιχεία τα οποία πρέπει να αποδειχθούν, ώστε το δικαστήριο να μπορέσει να οδηγηθεί σε καταδικαστική κρίση για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις και τα οποία είναι απαραίτητο να αναφέρονται στην τυχόν καταδικαστική απόφαση για την πληρότητά της”. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ανωτέρω κλητηρίων θεσπισμάτων, από 9-6-2008, από 23-1-2009 και από 5-5-2009 τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από το δικαστήριο τούτο, για την έρευνα του σχετικού λόγου αναιρέσεως, διαλαμβάνονται σ’ αυτά τα τρία κλητήρια θεσπίσματα όλα τα απαραίτητα στοιχεία, κατά το άρθρο 321 ΚΠΔ και ειδικότερα γίνεται ο ακριβής καθορισμός της πράξεως για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και μνεία του άρθρου 358 του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Αναφέρεται ειδικότερα ότι τα καθυστερούμενα συγκεκριμένα ποσά διατροφής για τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα τέκνα του δεν κατέβαλε από κακοβουλία, με αποτέλεσμα να περιέλθουν η εγκαλούσα και τα τέκνα του σε στερήσει και η εγκαλούσα να αναγκασθεί να ζητήσει τη βοήθεια τρίτων. Τα παραπάνω δε επί πλέον ως παραπάνω στοιχεία που επικαλείται ο κατηγορούμενος ότι λείπουν και έτσι καθιστούν αυτά αόριστα, δεν είναι από τα απαραίτητα στοιχεία του κλητηρίου θεσπίσματος, διότι η διατύπωση της διωκόµενης πράξεως στο κλητήριο θέσπισµα πρέπει να είναι λιτή, απαλλαγµένη από περιττά στοιχεία, πλατειασµούς και σχοινοτενείς εκφράσεις, ώστε να δύναται ο κατηγορούµενος ευχερώς να εντοπίζει την πράξη για την οποία κατηγορείται, αναφέρεται δε και η ποινική διάταξη που την προβλέπει, ώστε να ενημερωθεί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του για τα λοιπά στοιχεία, αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως αυτής, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να αναλύονται.
Συνεπώς ο συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, για ακυρότητα των κλητηρίων θεσπισμάτων που δικάστηκε ο αναιρεσείων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 ΠΚ, ” όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους”.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται: α) υποχρέωση διατροφής από τον νόμο, που ιδρύεται με βάση τον δεσμό του γάμου μεταξύ των συζύγων, διαζευγμένων συζύγων, συγγενών εξ αίματος κατ’ ευθείαν γραμμή ή αδελφών και θετών τέκνων, β) η υποχρέωση να έχει αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινώς, που διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση διατροφής, έστω και αν μεταβληθούν οι όροι διατροφής, γ) δόλος, ήτοι δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή από κακοβουλία, δηλαδή ευδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεως του δράστη προς την υποχρέωση, οφειλόμενη σε κακεντρέχεια και κακή θέληση να στερηθεί ο δικαιούχος τα αναγκαία προς το ζην, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, η δε οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Στο δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της περί διατροφής υποχρεώσεως, βάσει όμως ήδη εκδοθείσας σε βάρος του δικαστικής αποφάσεως, της οποίας έλαβε γνώση ο δράστης και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων για τη διατροφή του και δ) ο δικαιούχος να υποστεί πράγματι στερήσεις ή να αναγκασθεί να ζητήσει ή να δεχθεί βοήθεια άλλων. Περαιτέρω η παραβίαση της υποχρεώσεως προς διατροφή τελείται κατ’ εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνών), αν δε η στέρηση αφορά περισσότερα από ένα πρόσωπα, όπως δύο ανήλικα τέκνα, πρόκειται για ισάριθμα εγκλήματα σε αληθινή συρροή, δηλαδή για αυτοτελή εγκλήματα, (όσα και τα δικαιούχα πρόσωπα) που τελέσθηκε το καθένα κατ’ εξακολούθηση. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, που υποχρεώνει κάποιον σε καταβολή διατροφής, έστω και προσωρινά, δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της υπάρξεως υποχρεώσεως διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 του ΚΠΔ, αν είναι υποστατή, αν ισχύει και είναι εκτελεστή, έστω προσωρινά, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όμως δεν ελέγχει και την ορθότητά της (ΑΠ 1747/2010, 1923/2002).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1338/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για παραβίαση υποχρέωσης διατροφής δύο ανηλίκων τέκνων του, κατά συρροή και κατ’εξακολούθηση, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος με την υπ’αριθμ. 2308/2007 απόφαση του Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εγκαλούσα Μ. Τ. Μ. του Τ., ατομικά για την ίδια το ποσό των 400 ευρώ το μήνα και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους Τ. και Α., στην οποία είχε ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου αυτών, το ποσό των 400 και 300 ευρώ αντίστοιχα το μήνα, προκαταβολικά από την επίδοση της με αριθμό καταθέσεως 2869/1684/21-9-2007 αίτησης. Ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της απόφασης αυτής, αφού του επιδόθηκε, δηλαδή στις 8-^^008 με την υπ’αριθμ.10732Β/2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ξάνθης Β. Β.. “Εντούτοις από κακοβουλία, ήτοι από κακεντρέχεια και κακή θέληση, για να στερήσει τους ανωτέρω δικαιούχους από ότι χρειάζονται για να ζήσουν και όχι από αδυναμία του να δώσει ότι τους οφείλει, δεδομένου ότι εργάζεται κανονικά, καθώς διατηρεί επιχείρηση εμπορίας υγραερίου και έχει εισοδήματα, δεν κατέβαλε ολόκληρη την οφειλόμενη διατροφή που αντιστοιχεί στα χρονικά διαστήματα από 6-6-2008 έως 6-7-2008 και από 6-8-2008 έως 6-3-2009 και ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 8.800 ευρώ για όλους τους δικαιούχους. Συνέπεια δε της κακόβουλης αυτής παραβίασης της υποχρέωσης του, ήταν οι ως άνω δικαιούχοι της διατροφής (σύζυγος και ανήλικα τέκνα) να υποστούν στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχτούν τη βοήθεια άλλου προσώπου και συγκεκριμένα του πατέρα της εγκαλούσας, γιατί η εγκαλούσα αδυνατούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες της ιδίας και των ανηλίκων τέκνων τους. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση για τα χρονικά διαστήματα από 6-6-2008 έως 6-7-2008 και από 6-8-2008 έως 6-3-2009. Επιπλέον και όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ότι η αξίωση διατροφής (συζύγου και τέκνων) μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων αλλά στη δικαιοδοσία του Μουφτή και ότι επομένως η υπ’ αριθμ. 2308/2007 εκδόθηκε από στερούμενο δικαιοδοσίας δικαστήριο, πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της παραπάνω υπόθεσης, αφού αφενός επρόκειτο για ασφαλιστικά μέτρα, ήτοι προσωρινή ρύθμιση οποιαδήποτε κατάστασης, αφετέρου το άρθρο 5( παρ. 2 του ν. 1920/1991, το οποίο εισάγει κανόνα δικονομικού δικαίου, όπου αναφέρεται ότι ο Μουφτής έχει δικαιοδοσία σε θέματα …διατροφών, δεν μπορεί να θεμελιώσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου με την έννοια του εφαρμοστέου δικαίου, η δε αξίωση διατροφής του ισλαμικού δικαίου, αφορά την αξίωση διατροφής της συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και ένα τρίμηνο μετά την αποπομπή, ενώ για την διατροφή ανηλίκων δεν προβλέπεται αντίστοιχο δικαίωμα από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο. Επομένως το δικαίωμα διατροφής των ανηλίκων και μετά τη διάσταση, ρυθμίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια”.

Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1338/2010 απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 , 94, 98, 358 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως, ενώ δέχθηκε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης είχε δικαιοδοσία να δικάσει την αίτηση διατροφής μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών και απέρριψε επαρκώς αιτιολογημένα τον αντίθετο σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, είναι λεκτέα τα εξής: Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και δη η 2308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το εφαρμοσθέν Ελληνικό δίκαιο και επιδίκασε στη σύζυγο και στα δύο ανήλικα τέκνα του κατηγορουμένου διατροφή, έστω και προσωρινά και για παραβίαση της οποίας υποχρεώσεως καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της υπάρξεως υποχρεώσεως διατροφής, το ποινικό δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να ερευνήσει μόνο και την τυπική ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 του ΚΠΔ, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της, τυχόν δε ζήτημα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του Μουφτή Ξάνθης, λόγω του ότι και οι δύο διάδικοι είναι Έλληνες πολίτες Μουσουλμάνοι Ξάνθης και το ζήτημα εγκυρότητας ή ακυρότητας του γάμου των αντιδίκων συζύγων, που έγινε ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, βάσει του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, το ζήτημα ποίος από τους γονείς έχει την κηδεμονία των ανηλίκων τέκνων τους και αν ο Μουφτής ήταν αποκλειστικά αρμόδιος να επιληφθεί των απαιτήσεων διατροφής των ανηλίκων τέκνων κατά του κατηγορουμένου πατρός τους, αφορούσαν προδικαστικό ζήτημα, όχι του ποινικού δικαστηρίου, αλλά του πολιτικού δικαστηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που επιδίκασε τη διατροφή, στο οποίο πολιτικό δικαστήριο και έπρεπε να τεθούν τα ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας, η δε παραπάνω πολιτική απόφαση με αριθμό 2308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, είναι τυπικά έγκυρη και υποστατή, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι έχει ανατραπεί ή ανακληθεί στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 696, 697 και 698 του Κ.Πολ.Δ. και επομένως, μη κρινόμενη για την ορθότητά της στα πλαίσια της ποινικής δίκης παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής δέσμευε το ποινικό δικαστήριο, ως προς την υποχρέωση διατροφής του κατηγορουμένου και ορθά σύμφωνα με το νόμο, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και περαιτέρω με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ο οποίος παραστάθηκε με συνήγορο χωρίς να παραβιασθεί οιοδήποτε υπερασπιστικό του δικαίωμα και απαντήθηκαν όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του και τα υποβληθέντα αιτήματα. Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος, εκδικάζοντας αναίρεση κατά ποινικής αποφάσεως Ελληνικού δικαστηρίου, περιορίζεται στην έρευνα του λόγου αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας μόνον εάν το ποινικό δικαστήριο της ουσίας του οποίου την απόφαση κρίνει, υπερέβη την δικαιοδοσία του κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αν όχι το πολιτικό δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση περί διατροφής υπερέβη τη δικαιοδοσία του (ΑΠ 1556/2006).
Επομένως, όλες οι αντίθετες προς τα ανωτέρω αιτιάσεις και λόγοι αναιρέσεως, που περιέχονται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1, 13 της ΕΣΔΑ, για μη δίκαιη δίκη από την έκδοση παράνομης πολιτικής αποφάσεως, και για μη αποτελεσματική προσφυγή του στα πολιτικά δικαστήρια και τη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση ποινική του καταδίκη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις για έλλειψη κακοβουλίας μη εφαρμογής της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως που τον υποχρέωσε σε καταβολή διατροφής λόγω των παραπάνω νομικών αμφισβητήσεων αυτού, ανάγονται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως και πρέπει να απορριφθούν.

Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-2-2011 αίτηση δήλωση του Σ. Μ. του Χ. και τους από 21-9-2011 προσθέτους λόγους αυτού, για αναίρεση της 1338/2010 αποφάσεως του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στην 1 Νοεμβρίου 2011. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11Νοεμβρίου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ