Μία ακόμη απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 823/2022), που κρίνει ότι οι εταιρίες διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων, που τιτλοποιήθηκαν, του Ν. 3165/2003, δεν νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι

279

Αριθμός 823/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: 1) Κ. Λ. του Γ. και 2) Κ. Γ. του Γ., κατοίκων …… Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Ασημακοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης … με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στην …., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Της προσθέτως υπέρ της αναιρεσιβλήτου και κατά των αναιρεσειόντων παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “…”, η οποία εδρεύει στη Νέα …… και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικής πληρεξουσίας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στο …… και έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Γιαβή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-2013 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων και εταιρείας και προσώπου που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 959/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 2425/2018 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17-1-2019 αίτησή τους και η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 17-8-2020 παρέμβασή της ζητεί να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. Δ-4685/26.6.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Ι. Α., ακριβές αντίγραφο της από 17.1.2019 αιτήσεως αναιρέσεως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων, στην αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία “…”, η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα.

“Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό.

Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020- απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π. δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις .

Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα.

Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141J, 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)”(ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ_ Περαιτέρω, με τον Ν.4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β” Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1-3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Νέα ….. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…”, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 4-9-2020 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, κατά σύντμηση της προθεσμίας, στους αναιρεσείοντες και την αναιρεσίβλητη (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ` αριθμ. 6398Ε, 6399Ε/21-9-2020 και 5445Ζ/18-9-2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών Ν. Γ. και Δ. Χ. στο Εφετείο Θεσσαλονίκης και Εφετείο Πειραιά, αντιστοίχως), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…”, ειδικής διαδόχου της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 KΠολΔ).

Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την αναιρεσίβλητη, η οποία, στο πλαίσιο όμως τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 17-7-2020 συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχουν νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό Πρωτοκόλλου 283/17-7-2020, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…”, ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας και αριθμό μητρώου 6668173, η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17-7-2020 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου 284/17-7-2020. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας σε βάρος της Κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία “… και ανταλλακτικών και μηχανημάτων ΑΕ”, που απορρέουν από την υπ` αριθμ. 527703/24.5.1989 σύμβαση δανείου, κατά της οποίας (εταιρείας), δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 9261/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που προσβλήθηκε με την ένδικη ανακοπή των αναιρεσειόντων.-

Ωστόσο, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση της “…”, είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατιθέμενη νομική σκέψη, η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει πρόσθετη αυτοτελή παρέμβαση υπέρ της δικαιοπαρόχου της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας είναι (ως ειδική διάδοχος αυτής) η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…”, ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογίες, η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση αφού ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Ειδικότερα, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του 4354/2015 ιδρύεται μία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, βάσει της οποίας οι ΕΔΑΠΔ νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή των ΕΑΑΔΠ, που μετά την κατ’ άρθρο 3 ν. 4354/2015 κτήση των δανειακών απαιτήσεων με εκχώρηση από την αντίστοιχη (εκχωρήτρια) Τράπεζα καθίστανται ειδικοί διάδοχοι της Τράπεζας. Η ανάθεση της διαχείρισης στην, επιλεγόμενη από την ΕΑΑΔΠ, εταιρεία ΕΔΑΠΔ θα γίνει με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεώς της ΕΔΑΠΔ είναι η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιστοίχως, από την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), χωρίς να απονέμεται σε αυτές όμως η ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομά τους. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 δεν απονέμει στις προαναφερόμενες εταιρίες διαχειρίσεως ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προκειμένου να ασκήσουν τις ένδικες αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Τέλος, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3165/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς όπως προειπώθηκε να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο. Κατ’ ακολουθίαν, των ανωτέρω η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, ενώ πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής ( άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ.1 εδ.α, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.ΑΠ 10/1997, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1480/2007). Σύμφωνα με το άρθρο 158 ΑΚ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε την παρ. 1 του άρθρου 159 ΑΚ, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο από το νόμο απαιτούμενος τύπος, ενόσω δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι άκυρη (ΑΠ 1376/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 849 ΑΚ, η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφόσον ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει, όταν το δικαστήριο βάσει των παραδοχών του στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέλειψε να εφαρμόσει ένα ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ο οποίος ήταν εφαρμοστέος, ή εφάρμοσε ουσιαστικό κανόνα δικαίου, τον οποίο, βάσει των παραδοχών του, δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Ειδικότερα το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις 173 και 200 ΑΚ, όταν, καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και ως εκ τούτου την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. Οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το δικαστήριο δεν είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 290/2020, ΑΠ 874/2017, ΑΠ 71/2016, ΑΠ 1167/2015).Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β` του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421-425/2009). Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 14/2004, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 87/2013).Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009) ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Μέσω του παραπάνω, από το άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., λόγου ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης, των ανακοπών (αρθρ.583 επ. 632, 933, 979 Κ.Πολ.Δ. και των πρόσθετων λόγων αυτών, της προβολής αυτοτελών ισχυρισμών (ΑΠ 1014/2010) καθώς και το παραδεκτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφο που, κατά παράβαση του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ., δεν αποδεικνύει την απαίτηση και το ποσό αυτής (Ολ. ΑΠ 10/97, Ολ. ΑΠ 43/2005, ΑΠ 498/2017, ΑΠ 412/99).Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τα τρία σκέλη αυτού, προβάλλεται από τους αναιρεσείοντες η, κατ’ ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωσή τους εκτιθεμένων, από το άρθρο 559 αρ. 8, 14 και 1 ΚΠολΔ, κατά την αναφερόμενη σειρά, αιτίαση με την επίκληση ότι, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, α) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του τον πρόσθετο λόγο εφέσεως, με τον οποίο, σε συνέχεια και συνάφεια με τον σχετικό λόγο εφέσεως, ισχυρίστηκαν ότι η εγγυητική τους ευθύνη, που ανέλαβαν με την από 1-7-2011 σύμβαση εγγυήσεως και περιελάμβανε μόνο την αρχική σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαρισμό, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της εταιρείας … και τις αναφερόμενες ρητά αυξητικές αυτής συμβάσεις, περιοριζόταν μόνο σ’ αυτές και όχι στις λοιπές συμβάσεις με ημερομηνίες … …, όπως δέχτηκε το Εφετείο, προβαίνοντας σε ερμηνεία αυτών των συμβάσεων, κάτι που δεν επιτρέπεται να γίνει κατά τη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αλλά προϋποθέτει εκδίκαση της διαφοράς με την αμφισβητουμένη διαδικασία, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να δεχθεί ότι αποδεικνυόταν άμεσα η εγγυητική μας ευθύνη για την καταβολή του καταλοίπου του ως άνω αλληλοχρέου λογαριασμού, β) παρά το νόμο, παρέλειψε να κηρύξει άκυρη την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, λόγω μη άμεσης απόδειξης της εγγυητικής τους ευθύνης, αλλά αντιθέτως για να την στοιχειοθετήσει προέβη σε ερμηνεία των επικαλουμένων από την αναιρεσίβλητη συμβάσεων και γ) παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 849 ΑΚ, προβαίνοντας σε ερμηνεία των ως άνω συμβάσεων, προκειμένου να θεμελιώσει την εγγυητική τους ευθύνη, ενώ αυτή θα έπρεπε να προκύπτει από τα προσκομισθέντα έγγραφα ευθέως και αναντίρρητα. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (αρθ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή, μετ’ εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε, αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της εγγυητικής ευθύνης των ανακοπτόντων-αναιρεσειόντων, τα ακόλουθα: “Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίστηκε στη Θεσσαλονίκη, η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 80.000.000 δρχμ με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σ’ αυτή. Εν συνεχεία, δυνάμει 17 διαδοχικών πρόσθετων πράξεων αύξησης της πίστωσης, που κατήρτισαν οι άνω συμβαλλόμενοι στις 15-1-1993, 31-5- 1993, 5-10-1993, 28-6-1995, 30-1-1996, 17-7-1996, 13-3-1997, 24-2- 1998, 15-5-1998, 16-9-1998, 25-6-1999, 3-3-2000, 29-10-2002, 13-2- 2003, 26-7-2004, 29-6-2005 και 23-6-2009, αντίστοιχα, το όριο της πίστωσης ανήλθε στο ποσό των 4.765.000,00 ευρώ. Στα πλαίσια της ίδιας σύμβασης, με τις από 29-4-2003, 9-10-2007 και … πρόσθετες πράξεις, που υπογράφηκαν μεταξύ των ίδιων συμβαλλόμενων, η καθ’ ης η ανακοπή χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα δάνειο ποσού 1.115.000,00 ευρώ, με σκοπό την αγορά επαγγελματικής στέγης, ενώ με τις από 26-6- 2008 και … πρόσθετες πράξεις της χορήγησε επιπλέον δάνειο ποσού 300.000,00 ευρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση παγίων και όπως συγκεκριμένα αναφέρεται σ’ αυτές την προσθήκη 3 ορόφων και δώματος επί ακινήτου που αποτελούσε την έδρα της εταιρίας στην Αθήνα. Επιπλέον, ομοίως στα πλαίσια της ίδιας αρχικής υπ’ αριθμ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, οι άνω συμβαλλόμενοι κατήρτισαν την από … πρόσθετη πράξη …, με την οποία συμφωνήθηκε η λειτουργία επιπλέον ενός τρεχούμενου αλληλόχρεου λογαριασμού, για τον οποίο χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 3.000.000,00 ευρώ, καθώς και την από 1-7-2011 πρόσθετη πράξη … … τρεχούμενου προνομιακού, με την οποία συμφωνήθηκε η λειτουργία επιπλέον ενός τρεχούμενου αλληλόχρεου λογαριασμού, για τον οποίο χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 3.150.000,00 ευρώ. Σε όλες τις άνω πρόσθετες πράξεις αναφέρεται ότι αυτές συνάπτονται στα πλαίσια της αρχικής σύμβασης πίστωσης και αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με αυτή, οι όροι της οποίας εξακολουθούν να ισχύουν στο μέτρο που δεν τροποποιούνται με τους όρους εκάστης πρόσθετης πράξης. Στα πλαίσια της άνω υπ’ αριθμ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων και προς εξυπηρέτησή τους τηρήθηκαν από την καθ’ ης α) ο υπ’ αριθμ. … (πρώην …) αλληλόχρεος λογαριασμός κεφαλαίου κίνησης, β) ο υπ’ αριθμ. … (πρώην …) λογαριασμός παρακολούθησης του δανείου ύψους 1.115.000,00 ευρώ, γ) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός παρακολούθησης το δανείου ύψους 300.000,00 ευρώ και δ) ο υπ’ αριθμ. …/ αλληλόχρεος λογαριασμός κεφαλαίου κίνησης. Αποδείχθηκε, περαιτέρω ότι κατά τη διάρκεια λειτουργίας της άνω σύμβασης οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των ανακοπτόντων κατήρτισαν με την καθ’ ης η ανακοπή την από 1-7-2011 σύμβαση εγγύησης, με την οποία αυτοί, αφού έλαβαν γνώση του περιεχομένου της αρχικής σύμβασης, των πρόσθετων πράξεων αυτής και της κίνησης των τηρηθέντων λογαριασμών, εγγυήθηκαν υπέρ της πρώτης ανακόπτουσας πιστούχου την τήρηση των όρων της σύμβασης και την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού της πίστωσης και του καταλοίπου των τηρουμένων λογαριασμών κατά το οριστικό κλείσιμο τους; κατά κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και πάσης φύσεως έξοδα και επιβαρύνσεις, μέχρι του ποσού των 587.000,00 ευρώ, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον έκαστος με την πιστούχο ως πρωτοφειλέτες, παραιτούμενοι από τις ενστάσεις διαιρέσεως και διζήσεως και από όλα τα δικαιώματα, τις ενστάσεις ή ευεργετήματα που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 852, 853, 855, 858, 862,863, 864, 866. 867 και 868 ΑΚ, δεσμευόμενοι και από κάθε αναγνώριση οφειλής εκ μέρους της πιστούχου. Την ίδια ημέρα, με την ιδιότητα των εγγυητών συμβλήθηκαν και στην από 1-7-2011 πρόσθετη πράξη … … τρεχούμενου προνομιακού, με την οποία, κατά τα ανωτέρω, συμφωνήθηκε η λειτουργία επιπλέον ενός τρεχούμενου αλληλόχρεου λογαριασμού, για τον οποίο χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 3.150.000,00 ευρώ, αναγνωρίζοντας με την ίδια σύμβαση, από κοινού με την πρώτη ανακόπτουσα πιστούχο, ότι οι άνω τηρούμενοι λογαριασμοί εμφάνιζαν την 1-7-2011 τα εξής υπόλοιπα: α) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 450,00 ευρώ, β) ο υπ’ αριθμ. 942.00/1001.168144 λογαριασμός το ποσό των 623.866,00 ευρώ, γ) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 240.566,00 ευρώ και δ) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 3.134.532,00 ευρώ. Σημειώνεται, ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των ανακοπτόντων, οι οποίοι έχουν από κοινού και την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης ανακόπτουσας, είχαν συμβληθεί με την ιδιότητα των εγγυητών και στην αρχική υπ’ αριθμ. … σύμβαση πίστωσης, καθώς και στην από 16-9-1998 πρόσθετη πράξη αυτής περί αύξησης του ποσού της πίστωσης. Εντέλει η καθ’ ης, ασκώντας σχετικό συμβατικό της δικαίωμα, έκλεισε οριστικά στις 4-4-2013 όλους τους άνω τηρηθέντες λογαριασμούς, καταγγέλλοντας την αρχική σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, οπότε και αυτοί εμφάνιζαν ως χρεωστικά υπόλοιπα: α) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 467,58 ευρώ, β) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 513.227,88 ευρώ, γ) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 199.932,36 ευρώ και δ) ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός το ποσό των 2.102.591,42 ευρώ. Κατόπιν τούτων αιτήθηκε την έκδοση σε βάρος των ανακοπτόντων της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν η μεν πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχος το συνολικό ποσό των 2.816.219,24 ευρώ, οι δε λοιποί ανακόπτοντες ως εγγυητές και εις ολόκληρον με αυτή το ποσό των 587.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου είχαν εγγυηθεί υπέρ αυτής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 5-4-2013 πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο. Με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι υφίσταται εις ολόκληρον ευθύνη των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των ανακοπτόντων – εγγυητών έναντι της καθ’ ης η ανακοπή από τη λειτουργία της άνω υπ’ αριθμ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και όλων των προαναφερόμενών πρόσθετων πράξεων αυτής, καθώς και των άνω τηρηθέντων στα πλαίσια αυτών λογαριασμών, για τα κατάλοιπα αυτών κατά το οριστικό κλείσιμο τους και μέχρι του ποσού των 587.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου εγγυήθηκαν. Τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν υπέγραψαν όλοι την αρχική σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, αφού την εν λόγω ευθύνη ανέλαβαν σε μεταγενέστερο χρόνο, με την υπογραφή της από 1-7-2011 σύμβασης εγγύησης και της από 1-7- 2011 τελευταίας πρόσθετης πράξης … …. Το γεγονός ότι στις δύο αυτές συμβάσεις δεν γίνεται λεπτομερής αναφορά όλων των πρόσθετων πράξεων της αρχικής σύμβασης, παρά μόνο αυτών με τις οποίες συμφωνήθηκε η αύξηση του ορίου της πίστωσης, δεν αίρει την άνω ανάληψη της ευθύνης τους, αφού ρητά αναφέρεται σε αυτές ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της άνω σύμβασης, των πρόσθετων πράξεων αυτής και της κίνησης όλων των τηρηθέντων λογαριασμών, με την τελευταία δε εξ αυτών των συμβάσεων, την από 1-7-2011 πρόσθετη πράξη … …, αναγνώρισαν ρητά και τα έως τότε χρεωστικά υπόλοιπα όλων των εν λόγω τηρηθέντων λογαριασμών, βάσει των οποίων εκδόθηκε και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Σημειώνεται, ότι με ρητό όρο της αρχικής σύμβασης συμφωνήθηκε ότι η καθής είχε δικαίωμα να τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς τους οποίους δικαιούταν οποτεδήποτε να διαχωρίζει σε περισσότερους η να συνενώνει σε έναν, κατά την εκάστοτε κρατούσα σε αυτή λογιστική τάξη (άρθρο 3). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση και με τις ίδιες αιτιολογίες έκρινε ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα παραπάνω έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύονται άμεσα ή έμμεσα η απαίτηση της καθής κατά των ανακοπτόντων από τους άνω λογαριασμούς, ότι υφίστατο δε, αποδεδειγμένα, εις ολόκληρον ευθύνη των δεύτερου τρίτου και τέταρτου των ανακοπτόντων – εγγυητών έναντι της καθής η ανακοπή από τη λειτουργία της άνω υπ’ αριθ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και όλων των προαναφερομένων πρόσθετων πράξεων αυτής, καθώς και των άνω τηρηθέντων στα πλαίσια των λογαριασμών , για τα κατάλοιπα αυτών κατά το οριστικό κλείσιμό τους και μέχρι του ποσού των587.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου εγγύθηκαν, ορθώς έκρινε απορρίψασα ως ουσιαστικά αβάσιμους τους πρώτο, τέταρτο των λόγων της ανακοπής, ως αλυσιτελώς δε προβαλλόμενο και απορριπτέο τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί……..είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. “. Με βάση τις παραδοχές αυτές, ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης, κατά τα τρία σκέλη αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από το πιο πάνω περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο σε κανένα σημείο αυτής δεν προβαίνει, είτε ευθέως είτε εμμέσως, σε διαπίστωση περί ύπαρξης κενού ή ασάφειας ως προς το πιο πάνω ζήτημα του εύρους της εγγυητικής ευθύνης των αναιρεσειόντων, ούτε προβαίνει σε ερμηνεία των συμβάσεων με την προσφυγή στους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αλλά είναι φανερό ότι δέχεται ανέλεγκτα, ότι η από 1-7-2011 σύμβαση εγγυήσεως και οι σχετικές δηλώσεις βούλησης των διαδίκων είναι πλήρεις και σαφείς περί του ότι αυτή (σύμβαση) περιλαμβάνει, πέραν της αρχικής και τις υπόλοιπες-μεταγενέστερες συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων. Επομένως, οι προαναφερόμενες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων βασίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης, κατά τα τρία σκέλη αυτού, από τους αριθ. 1, 8, 14 του άρθρου 559 ΑΚ, με τον οποίο υποστηρίζουν τα αντίθετα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1. Με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 477/2021, ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 350/2017, ΑΠ 323/2007). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 KΠολΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό των λόγων της αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλομένη απόφαση, ένεκα σφάλματος που αναφέρεται στον αναιρετικό λόγο. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, πλην όμως η μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, ήτοι δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία, είναι αλυσιτελείς, γιατί οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς από την ή τις μη πληττόμενες ή πληττόμενες ανεπιτυχώς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 25/2003,ΑΠ 477/2021, ΑΠ 648/2019, ΑΠ 138/2019, ΑΠ 383/2017). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς το ζήτημα, ότι η σε βάρος των ανακοπτόντων εκδοθείσα διαταγή πληρωμής, για την καταβολή στην αναιρεσίβλητη του οφειλομένου καταλοίπου του λειτουργήσαντος αλληλοχρέου λογαριασμού, που οι ίδιοι εγγυήθηκαν, δεν στηριζόταν στην αναγνώριση του καταλοίπου, καθόσον ούτε από το ίδιο το σώμα της διαταγής πληρωμής προέκυπτε ότι αυτή εξεδόθη βάσει της αναγνώρισης οφειλής, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Από τα έγγραφα πού νόμιμα με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει της από 24-4-2013 αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 9261/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η μεν πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχος το συνολικό ποσό των 2.816.219,24 ευρώ, οι δε λοιποί ανακόπτοντες ως εγγυητές και εις ολόκληρον με αυτή το ποσό των 587.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου είχαν εγγυηθεί υπέρ αυτής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 5-4-2013 πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο, ως οφειλή τους απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. … σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις αναφερόμενες ως πρόσθετες πράξεις αυτής, καθώς και τη λειτουργία των αναφερόμενων στην αίτηση και τη διαταγή πληρωμής τηρηθέντων σχετικά τεσσάρων λογαριασμών, καθώς και δικαστική δαπάνη ποσού 59.141,00 ευρώ. Για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής ο Δικαστής έλαβε υπόψη του τα εξής έγγραφα, που επικαλέστηκε και προσκόμισε η καθ’ ης η ανακοπή και μνημονεύονται σ’ αυτή: 1) Την υπ’ αριθμ. … σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και της πρώτης ανακόπτουσας ως πιστούχου στη Θεσσαλονίκη. 2) … πρόσθετες πράξεις αύξησης του ποσού της πίστωσης, με τις οποίες αυτό ανήλθε στο συνολικό ποσό των 4.765.000,00 ευρώ. 3) Τις από 29-4-2003, 9-10-2007, 26- 6-2008, … και … πρόσθετες πράξεις, με τις οποίες χορηγήθηκαν στην πρώτη ανακόπτουσα δάνεια για την αγορά επαγγελματικής στέγης και για τη χρηματοδότηση παγίων, ποσών 1.115.000,00 ευρώ και 300.000,00 ευρώ, αντίστοιχα. 4) Την από 13-2- 2009 πρόσθετη πράξη …, με την οποία χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 3.300.000,00 ευρώ. 5) Την από 1-7-2011 πρόσθετη πράξη … … τρεχούμενου προνομιακού, με την οποία χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 3.150.000,00 ευρώ. 6) Την από 1-7-2011 σύμβαση εγγύησης, με την οποία οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των ανακοπτόντων εγγυήθηκαν υπέρ της πρώτης ανακόπτουσας την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση της οφειλής της από την άνω υπ’ αριθμ. … σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, μέχρι του ποσού των 587.000,00 ευρώ. 7) Την κίνηση του υπ’ αριθμ. … (πρώην …) λογαριασμού για το δάνειο παγίων εγκαταστάσεων ύψους 1.115.000,00 ευρώ. 8) Την κίνηση του υπ’ αριθμ. … λογαριασμού για το δάνειο παγίων εγκαταστάσεων ύψους 300.000,00 ευρώ. 9) Την κίνηση του υπ’ αριθμ. … (πρώην …) αλληλόχρεου λογαριασμού κεφαλαίου κίνησης. 10) Την κίνηση του υπ’ αριθμ. … αλληλόχρεου λογαριασμού κεφαλαίου κίνησης. 11) Την από 19-4-2013 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της σύμβασης και κλεισίματος των άνω τεσσάρων λογαριασμών στις 4-4-2013 με χρεωστικά υπόλοιπα ύψους 513.227,88 ευρώ, 199.932,36 ευρώ, 467,58 ευρώ και 2.102.591,42 ευρώ, αντίστοιχα. Και 12) τις υπ’ αριθμ. …2013, … εκθέσεις επίδοσης αυτής προς τους ανακόπτοντες του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Σιδηρόπουλου. Ως προς την αποδεικτική δύναμη των προσκομισθέντων αντιγράφων της κίνησης των άνω λογαριασμών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας, στη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι υπήρχε σχετική δικονομική συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, ούτε εξάλλου προβάλλεται σχετικός λόγος ανακοπής, περί μη αποδεικτικής δύναμης αυτών. Όπως προκύπτει από τα άνω προσκομισθέντα έγγραφα, που λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ως προς τους δύο από τους άνω τέσσερεις τηρηθέντες λογαριασμούς και συγκεκριμένα ως προς τους υπ’ αριθ. … και … λογαριασμούς, οι οποίοι εμφάνιζαν κατά το κλείσιμο τους στις 4-4-2013 χρεωστικά υπόλοιπα ύψους 513.227,88 ευρώ και 199.932,36 ευρώ, αντίστοιχα, η καθ’ ής προσκόμισε αποσπάσματα με τη συνολική τους κίνηση από την ήμερα ανοίγματος αυτών έως ·το οριστικό τους κλείσιμο. Ως προς τους έτερους δύο λογαριασμούς και συγκεκριμένα ως προς τους υπ’ αριθμ. … και … λογαριασμούς, οι οποίοι εμφάνιζαν κατά το κλείσιμο τους στις 4-4-2013 χρεωστικά υπόλοιπα ύψους 467,58 ευρώ και 2.102.591,42 ευρώ, αντίστοιχα, η καθ’ ης δεν προσκόμισε το σύνολο της κίνησής τους από την ημέρα ανοίγματος εκάστου εξ αυτών, αλλά μέρος μόνο της κίνησης αυτών, από 1-1-2013 έως το οριστικό κλείσιμο τους την 4-4-2013. Και τούτο, διότι όσον αφορά τα προηγούμενα χρονικά διαστήματα της κίνησής τους, η καθ’ ης προσκόμισε ως προς μεν τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό τις από 16-1-2012, 23-7-2012, 17- 10-2012 και 23-1-2013 επιστολές της πιστούχου περί αναγνώρισης του χρεωστικού υπολοίπου του άνω λογαριασμού στις 31-12-2011, 30-6-2012, 30- 9-2012 και 31-12-2012, αντίστοιχα, οι οποίες ήταν συνημμένες στον άνω λογαριασμό, με την τελευταία εκ των οποίων η πιστούχος αναγνώρισε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού στις 31-12-2012 ανερχόταν στο ποσό των 458,65 ευρώ, το οποίο αποτέλεσε και το πρώτο ποσό της προσκομιζόμενης κίνησης του λογαριασμού από 1-1-2013, ενώ ως προς τον έτερο υπ’ αριθμ. … λογαριασμό προσκόμισε τις από 16-1-2012, 23-7- 2012,17-10-2012 και 23-1-2013 επιστολές της πιστούχου περί αναγνώρισης του χρεωστικού υπολοίπου του άνω λογαριασμού στις 31- 12-2011, 30-6-2012, 30- 9-2012 και 31-12-2012, αντίστοιχα, οι οποίες ήταν επίσης συνημμένες στον άνω λογαριασμό, με την τελευταία εκ των οποίων η πιστούχος αναγνώρισε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού στις 31-12-2012 ανερχόταν στο ποσό των 2.070.728,40 ευρώ, το οποίο αποτέλεσε και το πρώτο ποσό της προσκομιζόμενης κίνησης του λογαριασμού από 1-1-2013. Επομένως, από τα άνω έγγραφα αποδεικνυόταν πλήρως το ύψος των χρεωστικών υπολοίπων των άνω λογαριασμών κατά το οριστικό τους κλείσιμο, αφού για τα χρονικά διαστήματα για τα οποία είχε λάβει χώρα αναγνώριση του προσωρινού υπολοίπου αυτών δεν απαιτούνταν η προσκόμιση της αναλυτικής κίνησης αυτών, ώστε να αποδεικνύεται αναλυτικά καθένα από τα κονδύλιά τους, δεδομένου ότι η απαίτηση της καθ’ ης για τα εν λόγω χρονικά διαστήματα στηριζόταν στη σύμβαση αναγνώρισης, ώστε να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτής. Οι ανακόπτοντες με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται, ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν στηριζόταν στην αναγνώριση της οφειλής, υπαινισσόμενοι ότι δεν αρκούσε για την απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ης η προσκόμιση των άνω επιστολών αναγνώρισης, αλλά απαιτούνταν η προσκόμιση όλης της κίνησης των λογαριασμών από την έναρξη της λειτουργίας τους. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτιμώμενος ως διαφορετικός λόγος ανακοπής που βάλλει κατά της συνδρομής της προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με αυτόν γίνεται επίκληση νέων στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προτάθηκε με πρόσθετο δικόγραφο πρόσθετων λόγων, κατατεθειμένο στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και κοινοποιηθέν εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η ανακοπή (βλ. ΑΠ 241/2010 ΕλλΔνη 52.1364, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 44.1297, ΕφΑΘ 2720/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2788/2009 ΝΟΜΟΣ), Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος. Και τούτο,διότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 16 της ένδικης υπ’ αριθμ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που αφορά τον τρόπο αναγνώρισης του υπολοίπου των λογαριασμών από την πιστούχο, κατά το οποίο “Καθ’ έκαστον τρίμηνο ο πιστούχος υποχρεούται όπως ελέγχων τα κονδύλια του λογαριασμού αναγνωρίζει το υπόλοιπο τούτου. Η τοιαύτη αναγνώρισης θα γίνεται δια της επιστροφής υπογεγραμμένου υπό του πιστούχου αντιγράφου επιστολής της τραπέζης προς αυτόν περιεχούσης το υπόλοιπο του λογαριασμού….¨, ενώ στη σελίδα 12 αυτής αναφέρεται ότι η κρινόμενη αίτηση, που στηρίζεται στις διατάξεις 112 ΕισΝΑΚ, 873 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ είναι νόμιμη και αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα …” και επομένως αποδεικνύεται ότι αυτή εκδόθηκε με βάση τόσο τις διατάξεις που αφορούν την κατάρτιση συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, όσο και αυτές περί αναγνώρισης οφειλής, του άρθρου 873 ΑΚ. Επομένως, από τα παραπάνω έγγραφα, με βάση τα οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, αποδεικνύεται άμεσα η απαίτησή της καθ’ ης κατά των ανακοπτόντων από τους άνω λογαριασμούς”. Ήδη οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εκτίμηση των θεμελιωτικών αυτού στοιχείων στις σελίδες 18 και 19 υπό αρίθμηση Β του δικογράφου της αιτήσεως, την πλημμέλεια από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, δοθέντος ότι δεν προέκυπτε ότι αυτή εξεδόθη βάσει της αναγνώρισης οφειλής, κρίνοντας εσφαλμένα ότι ο ισχυρισμός τους αυτός, που εκτιμήθηκε ως διαφορετικός λόγος ανακοπής και επαναφέρθηκε στο Εφετείο με τον σχετικό πρόσθετο λόγο εφέσεως, ήταν απαράδεκτος για το λόγο ότι δεν είχε προβληθεί ως λόγος ανακοπής αλλά ούτε και ως πρόσθετος λόγος ανακοπής. Σύμφωνα όμως με τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης είναι σαφές ότι το απορριπτικό διατακτικό αυτής, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, του ότι η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ως προς την απόδειξη της απαίτησης της αναιρεσίβλητης, δεν στηριζόταν στην αναγνώριση της οφειλής αλλά απαιτούνταν η προσκόμιση όλης της κίνησης των λογαριασμών από την έναρξη λειτουργίας τους, στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες και ειδικότερα την πρώτη, κατά την οποία ο ισχυρισμός αυτός, ως νέος λόγος ανακοπής, είναι απαράδεκτος, αφού δεν είχε προταθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παραδεκτώς με ξεχωριστό δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής. Παράλληλα όμως με την ως άνω αιτιολογία η προσβαλλομένη απόφαση περιλαμβάνει και άλλη επάλληλη αιτιολογία, η οποία στηρίζει και αυτή το διατακτικό της ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Τούτο συνάγεται από τη χρήση της φράσης “Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος”, που υποδηλώνει σαφώς την ύπαρξη και δεύτερης επάλληλης αιτιολογίας. Σύμφωνα δε με αυτήν: “Και τούτο διότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 16 της ένδικης υπ’ αριθμ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που αφορά τον τρόπο αναγνώρισης του υπολοίπου των λογαριασμών από την πιστούχο, κατά το οποίο “Καθ’ έκαστον τρίμηνο ο πιστούχος υποχρεούται όπως ελέγχων τα κονδύλια του λογαριασμού αναγνωρίζει το υπόλοιπο τούτου. Η τοιαύτη αναγνώρισης θα γίνεται δια της επιστροφής υπογεγραμμένου υπό του πιστούχου αντιγράφου επιστολής της τραπέζης προς αυτόν περιεχούσης το υπόλοιπο του λογαριασμού ενώ στη σελίδα 12 αυτής αναφέρεται ότι η κρινόμενη αίτηση, που στηρίζεται στις διατάξεις 112 ΕισΝΑΚ, 873 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ είναι νόμιμη και αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα …” και επομένως αποδεικνύεται ότι αυτή εκδόθηκε με βάση τόσο τις διατάξεις που αφορούν την κατάρτιση συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, όσο και αυτές περί αναγνώρισης οφειλής, του άρθρου 873 ΑΚ. Επομένως, από τα παραπάνω έγγραφα, με βάση τα οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, αποδεικνύεται άμεσα η απαίτησή της καθ’ ης κατά των ανακοπτόντων από τους άνω λογαριασμούς”. Η εν λόγω όμως δεύτερη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα δεν πλήττεται καθόλου και ως εκ τούτου ο ερευνώμενος τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για την πρώτη ως άνω αιτιολογία της απόφασης εκ των διατάξεων των άρθρων 623 επομ. ΚΠολΔ και ειδικότερα για την παρά το νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προυποθέσεως για την έκδοσή της και συγκεκριμένα ως προς το μη εκτιθέμενο σ` αυτήν στοιχείο της αναγνώρισης της οφειλής, καθίσταται αλυσιτελής. Τούτο δε διότι τυχόν αποδοχή του δεν επηρεάζει το διατακτικό της απόφασης, που στηρίζεται αυτοτελώς στη μη πληγείσα με την αναίρεση ως άνω δεύτερη επάλληλη αιτιολογία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ., αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 Κ.Πολ.Δικ. για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 662/2010). Οι πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ δεν αποτελούν αντικείμενο παραβιάσεως ευθείας ή εκ πλαγίου, δημιουργικής λόγου αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον έχουν δικονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 1503/2008). Κατά συνέπεια, αν το δικάζον την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής δικαστήριο της ουσίας δεν ακύρωσε εν όλω ή εν μέρει την προβληθείσα διαταγή πληρωμής, μολονότι κατά την έκδοση της εμφιλοχώρησαν παραβάσεις δικονομικών διατάξεων που δικαιολογούν κατά νόμο την ακύρωσή της, υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ, γιατί παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1305/2009).Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν, με τους σχετικούς (χωρίς αρίθμηση) λόγους της ανακοπής τους, που επαναφέρθηκαν στο Εφετείο με τους πέμπτο και έκτο λόγους εφέσεως, ακυρότητα της διαταγής πληρωμής λόγω του ότι η απαίτηση της αναιρεσιβλήτου δεν είναι εκκαθαρισμένη. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, οι οποίες εκτίθενται ανωτέρω, κατά την έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής, ως αβάσιμους κατ’ ουσίαν, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ακολούθως απέρριψε και τους αντιστοίχους λόγους εφέσεως, ως αβάσιμους κατ’ ουσίαν, δεχθέν ειδικότερα ότι η απαίτηση της αναιρεσίβλητης αποδεικνυόταν από τα προσκομισθέντα υπ’ αυτής έγραφα και ως εκ τούτου, ως προς το αιτούμενο και με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιτασσόμενο ποσό των 587.000,00 ευρώ, την καταβολή του οποίου εγγυήθηκαν οι ανακόπτοντες-αναιρεσείοντες, με την αναφερόμενη σύμβαση εγγυήσεως και αποτελεί μέρος του ανεξόφλητου υπολοίπου του μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της προαναφερόμενης πιστούχου εταιρείας λειτουργήσαντος αλληλοχρέου λογαριασμού, που έκλεισε την 4-4-2013, είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, δεχόμενο ειδικότερα ότι:”Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση και με τις ίδιες αιτιολογίες έκρινε ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα παραπάνω έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύονται άμεσα ή έμμεσα η απαίτηση της καθής κατά των ανακοπτόντων από τους άνω λογαριασμούς, ότι υφίστατο δε, αποδεδειγμένα, εις ολόκληρον ευθύνη των δεύτερου τρίτου και τέταρτου των ανακοπτόντων – εγγυητών έναντι της καθής η ανακοπή από τη λειτουργία της άνω υπ’ αριθ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και όλων των προαναφερομένων πρόσθετων πράξεων αυτής, καθώς και των άνω τηρηθέντων στα πλαίσια των λογαριασμών , για τα κατάλοιπα αυτών κατά το οριστικό κλείσιμό τους και μέχρι του ποσού των 587.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου εγγύθηκαν, ορθώς έκρινε απορρίψασα ως ουσιαστικά αβάσιμους…….”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον παραπάνω, από το άρθρο 559 αρ. 14 KΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), αναιρετικό λόγο, πλημμέλεια, καθόσον δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει (απορρίψει) το απαράδεκτο της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής λόγω μη βεβαιωμένης και εκκαθαρισμένης απαίτησης της αναιρεσιβλήτου.Η εκτιθέμενη παραδοχή ότι, “…..από τα οποία (έγγραφα) αποδεικνύονται άμεσα ή έμμεσα η απαίτηση της καθής κατά των ανακοπτόντων από τους άνω λογαριασμούς..”, ουδόλως ενέχει αμφιβολία ως προς τη σαφή παραδοχή του εκκαθαρισμένου της απαίτησης, αλλά διαφορετική διατύπωση του ότι ” η απαίτηση της καθής αποδεικνύεται άμεσα από τα έγγραφα και σε συνδυασμό μεταξύ τους”. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις περί “…εκτεταμένης ερμηνείας των προσκομιζομένων και επικαλουμένων από την καθής για την έκδοση διαταγής πληρωμής εγγράφων…” και ειδικότερα της από 1-7-2011 συμβάσεως εγγυήσεως, όσον αφορά την εγγυητική ευθύνη των ιδίων, είναι αβάσιμες, ως στηριζόμενες επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, κατά τα αναλυτικώς εκτεθέντα κατά την έρευνα του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως ο ως άνω τρίτος και τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν η πρόσθετη παρέμβαση και η αίτηση αναιρέσεως. Επίσης πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17.8.2020 πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ της αναιρεσίβλητης, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …”. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.- Απορρίπτει την από 17-01-2019 αίτηση των 1) Κ. Λ. του Γ. και 2) Κ. Γ. του Γ., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2425/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2021. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου) ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2022. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ