Απόρριψη ως απαράδεκτης εισαγγελικής αναίρεσης κατά αθωωτικής απόφασης επειδή δεν ασκήθηκε εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης αλλά από την καθαρογραφή. Παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο

82

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΚΑΡΑΝΤΑΛΗΣ κατά Ελλάδας της 31.01.2023 (αρ. προσφ. 67398/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απόρριψη Αίτησης αναίρεσης από τον Άρειο Πάγο την οποία άσκησε ο εισαγγελέας, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, κατά αθωωτικής απόφασης που εκδόθηκε σε ποινική διαδικασία στην οποία ο προσφεύγων είχε συμμετάσχει με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.

Ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση κατά δικηγόρου, κατηγορώντας τον για παράβαση του νόμου 2472/1997 (περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα). Το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο με απόφαση που εκδόθηκε στις 29.04.2013. Κατά της αθωωτικής απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση από τον δικαιούμενο εισαγγελέα. Η απόφαση αυτή καθαρογράφηκε και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη Γραμματεία του δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2013.

Στις 30 Ιουλίου 2013, ο προσφεύγων ζήτησε από τον εισαγγελέα του  Άρειου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 505 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο ερμήνευσε ή εφάρμοσε εσφαλμένα τον Ν. 2472/1997. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, Αντιεισαγγελέας του ΑΠ άσκησε αναίρεση ενώπιον του Άρειου Πάγου λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του Ν. 2472/1997. Ο ΑΠ  κήρυξε την αίτηση αναίρεσης απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της Αίτησης αναίρεσης του εισαγγελέα, γιατί σύμφωνα με το σκεπτικό του η προθεσμία αναίρεσης για τον εισαγγελέα που ήταν 30 μέρες εκκινούσε από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι από την καταχώρηση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Και τούτο γιατί η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση ήταν εκκλητή αφού  ο εισαγγελέας μπορούσε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής.

Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ παραπονούμενος ότι με την απόρριψη της Αίτησης αναίρεσης  του εισαγγελέα παραβιάστηκε  το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

Κατά το ΕΔΔΑ ο προσφεύγων συμμετείχε στη ποινική διαδικασία ως πολιτικώς ενάγων και ως εκ τούτου η υπόθεση αφορούσε αμφισβήτηση σχετικά με αστικής φύσης δικαίωμα για τους σκοπούς του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ. Ο εισαγγελέας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου άσκησε αναίρεση στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος που υποβλήθηκε στις 30 Ιουλίου 2013. Λαμβανομένης υπόψη της αναστολής της προθεσμίας κατά τον μήνα Αύγουστο, η αναίρεση ασκήθηκε δώδεκα (12) ημέρες μετά την καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων υπέστη δυσανάλογη επιβάρυνση κατά την άσκηση του δικαιώματός του πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος στέρησε από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση κατά δικηγόρου, κατηγορώντας τον για παράβαση του νόμου 2472/1997 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής  στη διαδικασία ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, το οποίο ενεργούσε ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω ειδικής δωσιδικίας του κατηγορουμένου (δικηγόρος). Με απόφαση της 29 Απριλίου 2013 το δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο δικηγόρο.

Δεν ασκήθηκε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, η οποία καθαρογράφηκε και καταχωρήθηκε στις 22 Ιουλίου 2013 στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη Γραμματεία του δικαστηρίου.

Στις 30 Ιουλίου 2013, ο προσφεύγων ζήτησε από τον εισαγγελέα του Άρειου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 505 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο ερμήνευσε ή εφήρμοσε εσφαλμένα τον Ν. 2472/1997. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, ο αρμόδιος Αντεισαγγελέας του ΑΠ άσκησε αναίρεση ενώπιον του Άρειου Πάγου λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του Ν. 2472/1997.

Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 11 Μαρτίου 2014 και, με την υπ’ αριθμόν 528/11.04.2014 απόφαση, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κήρυξε την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Ειδικότερα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε έφεση, η προθεσμία των 30 ημερών για την άσκηση αναίρεσης ξεκινά από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (29 Απριλίου 2013) και όχι από την ημερομηνία καταχώρισής της απόφασης καθαρογραμμένης  στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη Γραμματεία (22 Ιουλίου 2013). Η ανωτέρω καταχώριση της απόφασης δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορούσε να εφεσιβληθεί. Κατά τον ΑΠ αντιθέτως, αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να προσβληθεί με το τακτικό ένδικο μέσο της έφεσης ή είχε εκδοθεί κατ’ έφεση απόφαση, η προθεσμία των 30 ημερών θα είχε εκκινήσει από την ημερομηνία καταχώρισης της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση ως εκπρόθεσμη που κατατέθηκε από τον εισαγγελέα κατόπιν αιτήματός του. Κατά τον προσφεύγοντα η απόφαση του ΑΠ παραβίασε το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν είχε την ιδιότητα του παθόντος και, εν πάση περιπτώσει, η αίτηση έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη, διότι το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης ανήκε στον εισαγγελέα, ο οποίος είχε ασκήσει το δικαίωμα αυτό, και όχι στον προσφεύγοντα. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε τα προαναφερθέντα επιχειρήματα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατ’ ουσίαν, η κυβέρνηση προέβαλε μία ένσταση ratione materiae. Το Δικαστήριο απέρριψε παρόμοια ένσταση στην απόφασή Gorou κατά Ελλάδος (αριθ. 2) της 20.03.2009 (αριθ. προσφ. 12686/03 §§ 24-36), σε σχέση με αίτηση αναίρεσης κατά αθωωτικής απόφασης από τον εισαγγελέα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου που απορρίφθηκε, όταν αναγνώρισε τον αστικό χαρακτήρα της επίμαχης διαδικασίας.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων συμμετείχε στην ποινική διαδικασία ως πολιτικώς ενάγων. Μετά την αθώωση του κατηγορουμένου, έγινε δεκτό το αίτημά του  προς τον εισαγγελέα να ασκήσει αναίρεση. Επομένως, το αίτημα του προσφεύγοντος συνδέθηκε άρρηκτα με τη μεταγενέστερη διαδικασία [βλ. mutatis mutandis, ανωτέρω απόφαση Gorou κατά Ελλάδος (αριθ. 2) § 34], πολύ δε περισσότερο καθόσον εμφανίστηκε και μετέσχε ως διάδικος ενώπιον του Αρείου Πάγου.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το ΕΔΔΑ δεν θεώρησε ότι συνέτρεχε λόγος παρέκκλισης από τα συμπεράσματά του σε παρόμοιες υποθέσεις [βλ. mutatis mutandis, ανωτέρω απόφαση Gorou  §§ 34-36]. Επομένως, η υπόθεση αφορούσε «διαφορά σχετικά με αστικής φύσης δικαίωμα» για τους σκοπούς του άρθρου 6 § 1 και απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης. Η προσφυγή  δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παράγραφος 3 στ. α της ΕΣΔΑ. Δεν ήταν απαράδεκτη για κανέναν άλλο λόγο και έτσι την έκρινε  παραδεκτή.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι πριν από την εισαγωγή της τροποποίησης του άρθρου 473 § 3 με τον Ν. 4274/2014, υπήρχε διαφορά μεταξύ του χρονικού σημείου κατά το οποίο άρχισε να τρέχει η προθεσμία ανάλογα με το αν η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε έφεση ή όχι. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, κατά της αθωωτικής απόφασης της 29 Απριλίου 2013 μπορούσε να ασκηθεί έφεση, η προθεσμία των 30 ημερών άρχιζε από την έκδοση της απόφασης. Υποστήριξε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων είχε πρόσβαση σε δικαστήριο, καθώς είχε συμμετάσχει ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία και η αθωωτική απόφαση περιείχε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η αναίρεση δε είχε επίσης εξεταστεί από τον Άρειο Πάγο, το οποίο την είχε απορρίψει λόγω μη συμμόρφωσης με τις διαδικαστικές απαιτήσεις με πλήρη αιτιολογία. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν είχε συναντήσει κανένα εμπόδιο στην πρόσβασή του στο δικαστήριο ή στην υποβολή αιτήματος στον εισαγγελέα, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1.

Κατά το ΕΔΔΑ ο προσφεύγων συμμετείχε στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγων και το αίτημά του αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω του αδικήματος που φέρεται να διέπραξε ο κατηγορούμενος. Το άρθρο 6§1 υπό το αστικό του σκέλος εφαρμοζόταν στην παρούσα διαδικασία (βλ. mutatis mutandis, Perez κατά  Γαλλίας (GC), αριθ. προσφ.47287/99 §§ 66 και 70-71και Gorou (αρ. 2) §§ 24-26). Οι γενικές αρχές όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο έχουν εκτεθεί σε αρκετές υποθέσεις (βλ. Baka κατά Ουγγαρίας (GC) της 23.06.2016,  αριθ. προσφ. 20261/12 § 120 και Lupeni Greek Catholic Parish κ.α. κατά Ρουμανίας της 29.11.2016, αριθ. προσφ. 76943/11 §§ 84-90). Ένας περιορισμός δεν θα ήταν συμβατός με το άρθρο 6 § 1 εάν δεν επιδίωκε νόμιμο στόχο και εάν δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου στόχου.

Όσον αφορά τις γενικές αρχές σχετικά με την απόρριψη αίτησης αναίρεσης ως εκπρόθεσμης λόγω της προθεσμίας που έτρεχε από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία που καθαρογράφηκε η απόφαση, αυτές διατυπώθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου ΑEΠH Α.Ε. κατά Ελλάδας της 11.04.2002 (αριθ. προσφ. 48679/99), στην οποία διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 505 § 2 και το άρθρο 479 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η προθεσμία των 30 ημερών για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα εκκινούσε από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το άρθρο 479 § 2 προέβλεπε συγκεκριμένα ότι όταν μια απόφαση δεν υπόκειται σε τακτικό ένδικο μέσο, η προθεσμία άρχιζε από τη στιγμή που καθαρογράφηκε και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο. Η απόφαση της 29 Απριλίου 2013, για την οποία ασκήθηκε Αίτηση Αναίρεσης, καθαρογράφηκε και καταχωρίστηκε στις 22 Ιουλίου 2013. Ο εισαγγελέας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου άσκησε αναίρεση στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος που υποβλήθηκε στις 30 Ιουλίου 2013. Λαμβανομένης υπόψη της αναστολής της προθεσμίας κατά τον μήνα Αύγουστο, η αναίρεση ασκήθηκε 12 ημέρες μετά την καθαρογραφή και καταχώριση της απόφασης. Μετά το στάδιο αυτό, το κείμενο της απόφασης ήταν, κατ’ αρχήν, οριστικό και το περιεχόμενό του επίσημο και πλήρως προσβάσιμο στην αιτιολογία του. Αυτό δεν αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση, ούτε υποστήριξε ότι το οριστικό και πλήρες κείμενο της απόφασης ήταν διαθέσιμο σε προγενέστερο στάδιο.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ανεξαρτήτως της δυνατότητας άσκησης αναίρεσης, δεδομένου ότι ο προσφεύγων επιθυμούσε να αμφισβητήσει στοιχεία της νομικής συλλογιστικής και όχι τα πραγματικά περιστατικά, όπως και ο εισαγγελέας, ήταν αναγκαίο το πλήρες κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης για τη διατύπωση των λόγων της αίτησης αναίρεσης με σαφήνεια και ακρίβεια. Επιπλέον, η αναίρεση ασκήθηκε μέσω του εισαγγελέα, ο οποίος γνώριζε τα διαδικαστικά ζητήματα που ενέπιπταν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του. Αν το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν όπως το περιέγραψε η Κυβέρνηση, θα είχε αρνηθεί να ασκήσει την αναίρεση.

Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατόπιν της τροποποίησης του άρθρου 473 § 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το άρθρο 10 του Ν. 4274/2014, ως αφετηρία της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης για όλες τις αποφάσεις κατέστη η ημερομηνία καταχώρισης στο ειδικό βιβλίο. Η τροποποίηση αυτή έγινε προκειμένου να καταστεί πιο εφικτό για τον εισαγγελέα να ασκήσει αναίρεση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων υπέστη δυσανάλογη επιβάρυνση κατά την άσκηση του δικαιώματός του πρόσβαση σε δικαστήριο. Απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος στέρησε από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com)