Παγίδευση της αστυνομίας σε κατηγορούμενο για ναρκωτικά. Παραβίαση της δίκαιης δίκης

103
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Jevtic κατά Αυστρίας της 24.01.2023 (αρ. προσφ. 54664/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αστυνομική παγίδευση κατηγορουμένου και δίκαιη δίκη.

Το περιφερειακό ποινικό δικαστήριο της Βιέννης στις 30 Οκτωβρίου 2015 καταδίκασε τον προσφεύγοντα για παραβίαση του νόμου για τα ναρκωτικά. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι είχε παρακινηθεί/παγιδευτεί παρανόμως από μυστικό αστυνομικό να διαπράξει τα αδικήματα που κατηγορείτο και έτσι μείωσε την ποινή φυλάκισής του κατά έξι μήνες.

Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι η μείωση της ποινής δεν ήταν επαρκής για να αποκαταστήσει την παράνομη υποκίνηση από την αστυνομία σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του για λόγους παραδεκτού. Επιβεβαίωσε όμως ότι υπήρξε παράνομη κρατική υποκίνηση.

Μετά από έφεση του προσφεύγοντος κατά της ποινής, το Εφετείο την μείωσε κατά 9 επιπλέον μήνες. Τελικά η ποινή του συνολικά μειώθηκε κατά 15 μήνες.

Με προσφυγή του στο Στρασβούργο, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε παρακινηθεί και παγιδευτεί να διαπράξει ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη και ότι υπό το πρίσμα της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Furcht κατά Γερμανίας της 23.10.2014 η μείωση της ποινής του από τα εθνικά δικαστήρια δεν αποτελούσε επαρκή αποκατάσταση για την παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απλή μείωση των ποινής χωρίς τον αποκλεισμό όλων των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα της αστυνομικής παγίδευσης ήταν ανεπαρκής αποκατάσταση του κατηγορουμένου και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο  6 § 1).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Α) ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

Η κυβέρνηση υποστήριξε, ότι ο προσφεύγων στο Ανώτατο εθνικό Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε βασίσει την ένσταση ακυρότητας στο άρθρο 281 § 1.4 του ΚΠΔ, το οποίο ορίζει ότι μπορεί να προβληθεί ένσταση ακυρότητας εάν κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης το δικαστήριο της ουσίας δεν εξέτασε το αίτημα του κατηγορουμένου ή δεν έλαβε  υπόψη το αίτημά του και υπήρξε παραβίαση είτε του νόμου είτε των θεμελιωδών δικονομικών αρχών που επιδιώκουν τη διασφάλιση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως του άρθρου 6 της Σύμβασης – ή άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Για να μπορέσει να υποβάλει ένσταση ακυρότητας βάσει του ανωτέρω άρθρου, ο προσφεύγων θα έπρεπε να είχε ζητήσει από το περιφερειακό δικαστήριο κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης να μην χρησιμοποιήσει αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν μέσω των μυστικών αστυνομικών ερευνών. Κατά την κυβέρνηση ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει σχετικό αίτημα και δεν στήριξε την ένσταση ακυρότητας στο άρθρο 281 § 1.4 του ΚΠΔ. Έτσι δεν είχε εξαντλήσει τα εγχώρια ένδικα μέσα.

Το Δικαστήριο δεν συμφώνησε με αυτό το επιχείρημα. Για τον λόγο ακυρότητας που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, δηλαδή το άρθρο 281 § 1.9β του ΚΠΔ, δεν ήταν υποχρεωμένος να εκφράσει την αντίρρησή του κατά την προφορική ακρόαση, δεδομένου ότι δεν επιδίωξε να εξαιρεθούν μεμονωμένα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ήθελε να παύσει η ποινική του δίωξη λόγω της παράνομης αστυνομικής υποκίνησης. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων έκανε χρήση του δικαιώματος να υποβάλει ένσταση ακυρότητας καταγγέλλοντας παράνομη κρατική υποκίνηση σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (αντίθ.  Batista Laborde κατά Αυστρίας της 02.02.2016, αριθ. προσφ. 41767/09 §§ 11 και 35, με την οποία ο προσφεύγων, με την ένσταση ακυρότητας, δεν κατήγγειλε καθόλου κρατική υποκίνηση). Το ΕΔΔΑ δεν πείστηκε ότι θα έπρεπε ο προσφεύγων να επικαλεστεί συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας που δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στο αποτέλεσμα που επιδίωκε.

Κατά τον χρόνο της δίκης του, τον Οκτώβριο του 2015, δεν ήταν σαφές πώς το Ανώτατο Δικαστήριο ή ο νομοθέτης θα εφάρμοζαν τις αρχές που καθιέρωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Furcht κατά Γερμανίας της 23.10.2014 (αριθ. προσφ. 54648/09, §§ 68-69). Το 2016, ο νόμος για τη μεταρρύθμιση της ποινικής δικονομίας προσέθεσε νέα παραγρ. 5 στο άρθρο 133 του ΚΠΔ, με ισχύ από την 1η Ιουνίου 2016, η οποία απαγόρευε τη δίωξη προσώπων που είχαν υποκινηθεί παράνομα από την αστυνομία να διαπράξουν τα σχετικά αδικήματα. Η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι το περιφερειακό δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφασή του πριν από την 1η Ιουνίου 2016. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 14 Ιουλίου 2016, η ένσταση ακυρότητας του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 281 § 1.9β του ΚΠΔ, η οποία μπορούσε να προβληθεί εάν υπήρχαν περιστάσεις στις οποίες η εν λόγω πράξη δεν αποτελούσε πλέον αξιόποινη πράξη ή δεν μπορούσε πλέον να διωχθεί, στερούνταν νομικής βάσης. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι έξι μήνες νωρίτερα σε διαφορετική υπόθεση με παρόμοια πραγματικά περιστατικά, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε ένσταση ακυρότητας βάσει του άρθρου 281 § 1.9b του ΚΠΔ χωρίς να την απορρίψει για παράλειψη επίκλησης του άρθρου 281 § 1.4 του ΚΠΔ.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν ήταν καν σαφές από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ποιος λόγος ακυρότητας ήταν κατάλληλος για την άσκηση ενστάσεων σχετικά με παράνομη κρατική υποκίνηση σύμφωνα με τις αρχές που καθορίστηκαν στην απόφαση Furcht, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα απέρριπτε την ένσταση ακυρότητας βάσει του άρθρου 281 § 1.9b του ΚΠΔ για μη εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων. Επομένως, έπρεπε να θεωρηθεί επαρκής για την απαίτηση εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή η καταγγελία δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) ή απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο και την έκρινε παραδεκτή.

Β) ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Οι γενικές αρχές σχετικά με τις περιπτώσεις εικαζόμενης αστυνομικής υποκίνησης ή παγίδευσης συνοψίζονται στην απόφαση Akbay κ.α. κατά Γερμανίας της 15.10.2020 (αριθ. προσφ. 40495/15 και 2 άλλες, §§ 109-24).

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου συμφώνησε με τα εγχώρια δικαστήρια ότι ο προσφεύγων υπέστη αστυνομική υποκίνηση/παγίδευση για να διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Η κυβέρνηση επανέλαβε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν αναγνωρίσει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και είχαν μετριάσει σημαντικά την ποινή του προσφεύγοντος συνολικά  κατά 15 μήνες και ως εκ τούτου παρασχέθηκε στον προσφεύγοντα επαρκής αποκατάσταση.

Ωστόσο, σε αντίθεση με ό, τι υποστήριξε η κυβέρνηση, η απλή μείωση των ποινών – χωρίς τον αποκλεισμό όλων των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα της αστυνομικής παγίδευσης ή της χρήσης διαδικασίας με παρόμοιες συνέπειες – έπρεπε να θεωρηθεί ανεπαρκής για την παροχή επαρκούς αποκατάστασης για παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε  ότι ακόμη και μια σημαντική ελάφρυνση της ποινής, κατά 15 μήνες στην προκειμένη περίπτωση, πληρούσε αυτές τις απαιτήσεις.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  ο προσφεύγων δεν έλαβε επαρκή αποκατάσταση για την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση

Ο προσφεύγων δεν ζήτησε επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε μόνον το αιτηθέν ποσό των 360 ευρώ για έξοδα.