Πρακτικά ζητήματα απο την εξέταση των μαρτύρων στην ποινική δίκη

356

Επιμέλεια:

Λάμπρος Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Ο νέος ΚΠΔ έχει επιφέρει αλλαγές στα ζητήματα, που ανακύπτουν στην πράξη κατά την εξέταση των μαρτύρων στην ποινική δίκη. Οι μάρτυρες εξακολουθούν και αποτελούν στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο του δικαίου των αποδείξεων στην ποινική δίκη, το βασικό αποδεικτικό μέοο για τη θεμελίωση ή μη της κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια κατά την εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναμενόμενο να γίνεται εναλλαγή στην πρωτοβουλία εξέτασης των μαρτύρων, αφού ο Εισαγγελέας ή κάποιος από τους διαδίκους μπορεί να ζητήσουν την εξέταση εκ νέου από αυτούς των μαρτύρων. Προκειμένου όμως να μην εμφιλοχωρήσει έλλειψη ακρόασης του κατηγορουμένου μετά από τέτοια δικονομική παρέμβαση (δηλαδή μετά από την εκ νέου εξέταση των μαρτύρων από τον Εισαγγελέα ή από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία ή μετά από προφορική επισήμανση για τις αποδείξεις ή για άλλο ζήτημα της διαδικασίας, που έγινε από τον Εισαγγελέα ή τον υποστηρίζοντα την κατηγορία) είναι αναγκαίο -χωρίς να απαιτείται να το ζητήσει ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του-, η δυνατότητα της (συμπληρωματικής) εξέτασης του μάρτυρα ή της διατύπωσης θέσης επί τυχόν επισήμανσης από τον Εισαγγελέα ή τον υποστηρίζοντα την κατηγορία. Τούτο σημειώνεται διότι στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ ο κατηγορούμενος ή ο συνήογορός είχαν το δικαίμωνα να λάβουν το λόγο μετά από κάποια επισήμανση του Εισαγγελέα. Δηλαδή έπρεπε να το ζητήσουν χωρίς να υφίσταται υποχρέωση να τους δοθεί ο λόγος από τον Διευθύνοντα την ακροαματική διαδικασία. Κατόπιν τούτου παρατίθεται το άρθρο 333 ισχύοντος ΚΠΔ προκειμένου να φωτιστεί το εν λόγω ζήτημα.

Αρθρο 333 – Γενική διεύθυνση της διαδικασίας.

1. Εκείνος, που διευθύνει τη συζήτηση, δίνει την άδεια στον εισαγγελέα και στους συνέδρους δικαστές να υποβάλουν ερωτήσεις. 2. Ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα. Δίνει επίσης σε αυτούς τον λόγο για να αγορεύσουν ή, όταν το ζητήσουν, για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται. Ο ίδιος διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει πρόσθετες ερωτήσεις στους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους καθώς και στους κατηγορουμένους για ζητήματα, που θεωρεί αναγκαία για την πληρέστερη διασαφήνιση της υπόθεσης και δημοσιεύει την απόφαση. 3. Όταν λάβει τον λόγο ο εισαγγελέας ή ένας από τους διαδίκους, δίνεται ο λόγος και στους υπόλοιπους διαδίκους. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι.

===Στο σημείο αυτό ανακύπτει το εξής ερώτημα. Αποτελεί μάρτυρα που μπορεί να εξεταστεί χωρίς να υφίσταται λόγος ακυρότητας ο αστυνομικός, ο οποίος απλά άκουσε τις συνομιλίες των υπόπτων στα πλαίσια της (νόμιμης) άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, χωρίς να προβεί σε σύνταξη έκθεσης απομαγνητοφώνησής τους; Η απάντηση δίνεται στις παραδοχές της υπ’αριθμ. 787/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις οποίες επιτρεπτά εξετάζεται ως μάρτυρας ο ανωτέρω αστυνομικός παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο.

===Άλλο πρακτικό ζήτημα είναι αυτό, που ανακύπτει με την εξέταση μαρτύρων, που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή τυγχάνουν εφαρμογής δύο άρθρα του ΚΠΔ και ειδικότερα τα άρθρα 328 και 354.

Τα ζητήματα στις περιπτώσεις αυτές ανακύπτουν στο ακροατήριο και έχουν ως εξής:

Α. Διαπιστώνεται ότι υπάρχει κάποιο πρόσωπο, που μπορεί να εξεταστεί ως μάρτυρας πλην όμως τούτο λόγω ασθένειας ή αξεπέραστου εμποδίου (διαμονής στο εξωτερικό, εργασίας του σε άλλο τόπο, κράτησής του σε Κατάστημα Κράτησης, οικονομικής δυσχέρειας) δεν ήταν δυνατό να μεταβεί στον Ανακριτή ή στον ανακριτικό υπάλληλο για να εξεταστεί και για το λόγο αυτό δεν εξετάστηκε στην προδικασία, τότε ο Εισαγγελέας ή κάποιος από τους διαδίκους (ο κατηγορούμενος ή ο υποστηρίζων την κατηγορία) έχουν το δικαίμωμα να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου το πρόσωπο αυτό να εεταστεί. Έτσι ακολουθεί έκδοση απόφασης επί του αιτήματος. Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κάνει δεκτό το αίτημα, τότε ακολουθεί ο διορισμός του ανακριτικού υπαλλήλου, ενώπιον του οποίου θα γίνει η εξέταση του μάρτυρα. Στην απόφαση προσδιορίζεται υποχρεωτικά ο τόπος και ο χρόνος της εξέτασης από τον διορισθέντα ανακριτικό υπάλληλο. Ο τόπος της εξέτασης είναι ο τόπος της διαμονής (δηλαδή η πόλη) του μάρτυρα, απαιτείται όμως για τη εξέτασή του να έχουν ενημερωθεί εγγράφως ή προφορικώς (στην τελευταία περίπτωση πρέπει τούτο να αποδεικνύεται σε σχετική πράξη-σημείωση) ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι. Αν ο κατηγορούμενος είναι προσωρινά κρατούμενος, γίνεται μεταγωγή του από το Κατάστημα Κράτησης στον τόπο εξέτασης του μάρτυρα, εφόσον τούτοι ταυτίζονται, διαφορετικά μπορεί να εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Για την προαναφερθείσα διαδικασία άξια μνείας είναι και όσα  προβλέπονται στο άρθρο 240 ΚΠΔ  ως προς τον τόπο και χρόνο εξέτασης του μάρτυρα και ειδικότερα ότι ως προς τον τόπο και το χρόνο της κύριας ανάκρισης δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, δεν πρέπει όμως να γίνεται σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο. Η ανάκριση μπορεί να γίνει και κατά την διάρκεια της νύχτας και Κυριακές και γιορτές. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι για την εξέταση του μάρτυρα συντάσσεται έκθεση εξέτασης, η οποία με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας διαβάζεται στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Τούτο προϋποθέτει πρακτικά τα εξής βήματα:

1ον. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μόλις λάβει την απόφαση επί του αιτήματος για την εξέταση του μάρτυρα την αποστέλλει στον αρμόδιο προανακριτικό υπάλληλο για να την εκτελέσει. Στην απόφαση μπορεί να προσδιορίζονται και τα ερωτήματα προς τον μάρτυρα.

2ον. Ακολουθεί η ενημέρωση του Εισαγγελέα και των διαδίκων. Ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να παραστούν κατά την εξέταση.

3ον. Ακολουθεί κλήση του μάρτυρα προς εξέταση από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή έστω με άλλο τρόπο ειδοποίησή του εφόσον ο μάρτυρας προσέλθει για να εξεταστεί.

4ον. Η εξέταση του μάρτυρα γίνεται όπως ακριβώς λαμβάνει τούτη χώρα όταν διενεργείται από ανακριτικό υπάλληλο. Ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν τον ανακριτικό υπάλληλο να τον ρωτήσει επί των πραγματικών περιστατικών που ο μάρτυρας γνωρίζει. Τούτο προκύπτει από το ότι η εξέτασή του κρίθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αναγκαία για τη διεξαγωγή της δίκης.

5ον. Μετά από την εξέταση του μάρτυρα συντασσομένης της σχετικής έκθεσης ακολουθεί η υποβολή της από τον ανακριτικό υπάλληλο στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και τούτη αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο.

6ον. Αφού δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του Εισαγγελέα στην εξέταση του μάρτυρα, συνάγεται ότι αν ο μάρτυρας κατοικεί εκτός της περιφέρειας του Δικαστηρίου, που ο Εισαγγελέας υπηρετεί, μπορεί (αν δεν είναι εφικτό για τον Εισαγγελέα της έδρας του Δικαστηρίου), με βάση την αρχή του αδιαιρέτου να παραστεί κατά την εξέταση ο αντίστοιχος Εισαγγελέας του τόπου εξέτασης του μάρτυρα. Συνεπώς στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ του ζητήματος ποιος Εισαγγελέας κάνει την αξιολόγηση της κατάθεσης (ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου κατά την ανάγνωσή της μετά την αποστολή της στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου από τον ανακριτικό υπάλληλο) και ποιος Εισαγγελέας μπορεί να υλοποιήσει διαδικαστικά την παρουσία του κατά την εξέταση του μάρτυρα εν όψει μάλιστα του ότι ο Εισαγγελέας (όπως και οι διάδικοι) έχει το δικαίωμα κατά τη λήψη της απόφασης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου για την εξέταση του μάρτυρα να ζητήσει να συμπεριλάβει συγκεκριμένα ερωτήματα προς αυτόν.

Β.Σε περίπτωση που κάποιος μάρτυρας από τους ήδη συμπεριληφθέντες στον οικείο κατάλογο των μαρτύρων, δεν είναι δυνατό να εξεταστεί στο ακροατήριο (επειδή είναι ασθενής, δεν υπάρχουν οι υποδομές στο Δικαστικό Μέγαρο για τη μετάβασή του λόγω του ότι ο μάρτυρας αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα) μπορεί να γίνει η εξέτασή του ως εξής:

1ον. Το Δικαστήριο αποφασίζει να εξεταστεί ο μάρτυρας στον τόπο διαμονής του εφόσον τούτος κατοικεί στην έδρα του εν λόγω Δικαστηρίου (δηλαδή στην ίδια πόλη με αυτή του Δικαστηρίου).

2ον. Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση για να ληφθεί τέτοια απόφαση αποτελεί να μην έχει εξεταστεί αυτός στην προδικασία.

3ον. Η εξέταση γίνεται ή από μέλος της σύνθεσης του Δικαστηρίου ή άλλου Δικαστή του οικείου Δικαστικού Οργανισμού.

4ον. Για την υλοποίηση της εξέτασης μπορεί να αποφασιστεί η διακοπή της δίκης μέχρι 15 ημέρες.

5ον. Η εξέταση του μάρτυρα μπορεί να γίνει στον τόπο της διαμονής του (π.χ στο Α.Τ της διαμονής του) αλλά, αν δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, ακόμη και στην οικία του.

6ον. Για την εξέτασή του απαιτείται σύνταξη έκθεσης και συνεπώς απαιτείται η προυσία γραμματέα.

7ον. Κατά τα λοιπά ως προς τη γνωστοποίηση στον μάρτυρα, στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους του τόπου και χρόνου της εξέτασης, την παρουσία του Εισαγγελέα και των διαδίκων στην εξέταση, τον τρόπο εξέτασης του μάρτυρα, την ανάγνωση της οικείας έκθεσης στο ακροατήριο ισχύουν όσα εκτίθενται ανωτέρω για την εφαρμογή του άρθρου 328 ΚΠΔ.

Ακολουθεί η παράθεση των άρθρων 328, 354 ΚΠΔ

Άρθρο 328 – Εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν.

Όταν ο εισαγγελέας ή ένας διάδικος, αφού παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, θεωρεί ότι εξαιτίας ασθένειας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί στο δικαστήριο μάρτυρας, που δεν εξετάστηκε στην ανάκριση, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του μάρτυρα. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση γίνεται στον τόπο, όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο, που τον διορίζει ο δικαστής ο οποίος διέταξε την εξέταση. Ο δικαστής ειδοποιεί τον εισαγγελέα και τους διαδίκους να παραστούν στην εξέταση είτε οι ίδιοι είτε εκπροσωπούμενοι από τον συνήγορό τους. Ο κατηγορούμενος, όταν βρίσκεται σε προσωρινή κράτηση έξω από τον τόπο της εξέτασης, δεν προσάγεται, έχει όμως δικαίωμα να παραστεί δια συνηγόρου, που διορίζει με απλή επιστολή, την οποία βεβαιώνει ο διευθυντής του καταστήματος, όπου κρατείται. Η έκθεση για την εξέταση αυτή διαβάζεται στο ακροατήριο. Διαφορετικά, η διαδικασία είναι άκυρη.

Άρθρο 354 – Μάρτυρες, που είναι αδύνατο να εμφανιστούν.

Αν κάποιος μάρτυρας δεν εξετάστηκε καθόλου κατά την προδικασία και δεν είναι δυνατό ή είναι πολύ δύσκολο να εμφανιστεί, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει σε ένα από τα μέλη του ή σε άλλο δικαστή την εξέταση του μάρτυρα στον τόπο, όπου διαμένει ή και στο σπίτι του, αν διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου. Στην εξέταση αυτή, που μπορεί να γίνει και με διακοπή της δίκης (άρθρο 353 παρ. 4), εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 328. Με ποινή ακυρότητας, η κατάθεση του μάρτυρα διαβάζεται στο ακροατήριο (άρθρο 363).

Γ. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αναβάλει τη δίκη στα πλαίσια της ανάγκης για ισχυρότερες αποδείξεις ή διακόψει τη δίκη επειδή πρέπει να παρουσιαστούν νέοι μάρτυρες (εφόσον τούτοι δεν είναι αυτοί, που ζήτησε ο κατηγορούμενος) είναι υποχρεωμένο να αποφανθεί να κλητευτούν και οι μάρτυρες, που ο κατηγορούμενος επιθυμεί να εξεταστούν και δεν έχουν ήδη κλητευτεί στα πλαίσια του άρθρου 327. Ο αριθμός των μαρτύρων, που πρέπει να κλητευτούν στην περίπτωση αυτή, είναι έως δύο σε υπόθεση κακουργηματικού χαρακτήρα και ένας μάρτυρας σε υπόθεση πλημμεληματικού χαρακτήρα. Προφανώς όσα αναφέρονται ανωτέρω και ορίζονται στο άρθρο 355 ΚΠΔ αποτελούν έκφανση της αρχής της ισότητας των όπλων στην ποινική δίκη, προκειμένου τούτη να είναι δίκαιη για τον κατηγορούμενο. Ωστόσο για να αποφανθεί το Δικαστήριο για την υποχρεωτική κλητευση των νέων μαρτύρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου στην ανωτέρω περίπτωση πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα:

1ον. Στην αίτηση του κατηγορουμένου να προσδιορίζεται η ακριβή διεύθυνση των μαρτύρων.

2ον. Στην αίτησή του να περιγράφεται το θέμα, που αφορά η εξέτασή τους,

3ον. Το θέμα πρέπει οπωσδήποτε να σχετίζεται με την πράξη της κατηγορίας, δηλαδή να έχει άμεση συνάφεια ή έμμεση συνάφια με τα περιστατικά της κατηγορίας, που όμως να επηρεάζουν τη βασιμότητά της.

4ον. Οι μάρτυρες να μην κατοικούν (ή διαμένουν) στην αλλοδαπή.

Ακολουθεί η παράθεση των άρθρων 355 και 327παρ.2 ΚΠΔ:

Άρθρο 355 – Κλήτευση νέων μαρτύρων υπεράσπισης.

Αν το δικαστήριο αναβάλει την δίκη για ισχυρότερες αποδείξεις ή τη διακόψει για να εμφανιστούν νέοι μάρτυρες, οφείλει να διατάξει την κλήτευση και των νέων μαρτύρων, που προτείνονται από τον κατηγορούμενο και δεν έχουν ακόμη κλητευθεί σύμφωνα με το άρθρο 327, οπότε κλητεύονται ένας μάρτυρας προκειμένου για πλημμέλημα ή έως δύο το πολύ προκειμένου για κακούργημα. Οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 327 εφαρμόζονται και σε αυτή την περίπτωση.

Άρθρο 327

1. Ο εισαγγελέας οφείλει να κλητεύει στο ακροατήριο όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Εκτός από τις αποδείξεις που έχουν συλλεγεί κατά την ανάκριση, μπορεί να προσκομίσει στο ακροατήριο νέους μάρτυρες και άλλες αποδείξεις.

2. Ο κατηγορούμενος, εκτός από τους μάρτυρες που προσκαλούνται από τον ίδιο με δικές του δαπάνες, έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της επιλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα, και δύο αν κατηγορείται για κακούργημα. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει την ακριβή διεύθυνση των μαρτύρων που προτείνονται, καθώς και το θέμα για το οποίο κυρίως θα γίνει η εξέταση. Η κλήτευση δεν είναι υποχρεωτική, αν το θέμα δεν έχει σχέση με την κατηγορούμενη πράξη ή αν ο μάρτυρας κατοικεί ή διαμένει στην αλλοδαπή.

3. Η αίτηση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα το αργότερο σε πέντε ημέρες από την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος διαφορετικά, είναι απαράδεκτη. Κατά την υποβολή της αίτησης συντάσσεται στο ίδιο έγγραφο έκθεση για την παράδοσή της. Η κλήτευση των μαρτύρων που προτείνονται μπορεί να γίνει το αργότερο δύο ημέρες πριν από τη δικάσιμο και με τηλεομοιοτυπία ή άλλο ανάλογο μέσο. Για την τήρηση της προθεσμίας των δύο ημερών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία αποστολής του τηλεομοιοτυπήματος ή του άλλου ανάλογου μέσου.

4. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο μονομελές πλημμελειοδικείο.

Δ. Τέλος συχνά στην πράξη εμφανίζεται το ζήτημα της προσαγωγής των μαρτύρων. Για το θέμα αυτό πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις:

1ον. Αν κατά την ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να εμφανιστεί ενώπιόν του μάρτυρας (για τον οποίο δεν έγινε κλήση ούτε σχετική γωστοποίηση από τον Εισαγγελέα ή τον υποστηρίζοντα την κατηγορία), εφόσον δεν αντιλέξει προς τούτο ο κατηγορούμενος μπορεί να αποφανθεί να διακοπεί η δίκη έως 15 ημέρες. Έτσι ειδοποιείται σε εκτέλεση της οικείας παρεπίμπτουσας απόφασης ο μάρτυρας, που πρέπει νε εμφανιστεί για να εξεταστεί. Η βίαιη όμως προσαγωγή των μαρτύρων γίνεται όταν:

1ον Αν για πρώτη φορά αποφασίστηκε από το Δικαστήριο η εμφάνισή τους, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί η κλήτευσή τους και τούτοι δεν προσέρχονται από απείθεια. Τούτη η απόφαση για βίαιη προσαγωγή γίνεται μόνο εφόσον οι μάρτυρες κατοικούν στην έδρα του Δικαστηρίου, δηλαδή στην ίδια πόλη, στην οποία βρίσκεται το Δικαστήριο.

2ον. Το Δικαστήριο διατάσσει τη βίαιση προσαγωγή των μαρτύρων ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας τους, εφόσον τούτοι είχαν ήδη κλητευτεί εμπρόθεσμα να παρουσιαστούν στη δίκη.

Ακολουθεί η παράθεση του άρθρου 353 ΚΠΔ:

Άρθρο 353 – Προσαγωγή των μαρτύρων.

1. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει μάρτυρας, που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε, και τη μαρτυρία του την θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του, εφόσον δεν αντιλέγει ο κατηγορούμενος.

Διαφορετικά, διατάσσει τη διακοπή της δίκης έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες.

2. Το δικαστήριο διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 231 παρ. 5 των μαρτύρων που κλητεύθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν οι μάρτυρες αυτοί κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου και δεν προσέρχονται από απείθεια. Μπορεί ακόμα να διατάξει σε κάθε περίπτωση την προσαγωγή τους με απλή συνοδεία. Αυτό γίνεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις ή αν υπάρχουν λόγοι, που δείχνουν ενδεχόμενη απροθυμία των μαρτύρων να εμφανιστούν.

3. Το δικαστήριο διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 231 παρ. 5 των μαρτύρων, που κλητεύθηκαν εμπρόθεσμα και δεν εμφανίστηκαν.

4. Η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί μέχρι δεκαπέντε το πολύ ημέρες, προκειμένου να εμφανιστούν ή να προσαχθούν οι μάρτυρες σε αυτήν.