ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1188/2022 Ψευδής ιατρική πιστοποίηση

184

Αριθμός 1188/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 42/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα και Ελένη Μπερτσιά – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 12 Απριλίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Μ. του Ν., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Βαλαβάνη – Πολατίδη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1421/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 16/2021 από 8-10-2021 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1003/2021.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του ανωτέρω αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από8-10-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 16/2021 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος Κ. Μ. του Ν., κατοίκου …κατά της απόφασης 1421/2021του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και αντιποίησης άσκησης δημόσιας υπηρεσίας σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ για την πρώτη πράξη και χρηματική ποινή 50 ημερησίων μονάδων προς πέντε (5)ευρώ η κάθε μονάδα για τη δεύτερη πράξη, ανασταλείσα η ποινή φυλάκισης των έξι (6)μηνών που επιβλήθηκε για την πρώτη πράξη ,επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α` του ΠΚ, “γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, φαρμακοποιοί, χημικοί και μαίες, που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε μία ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν άμεσα οικονομικά άλλον τιμωρούνται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, που αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας και ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, υπό την επαγγελματική τους ιδιότητα μέσα στον κύκλο του σχετικού έργου τους, έγγραφης πιστοποίησης και παράδοση αυτής σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόμενό της σε οποιοδήποτε σημείο αυτής, καθώς και όταν πιστοποιείται ότι εξέτασαν τον ασθενή, ενώ δεν τον έχουν εξετάσει, δηλαδή όχι μόνο κατά το μέρος που αφορά την υγεία του τρίτου ή την υγιεινή του κατάσταση, προορίζεται δε να παράσχει πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή κλπ., υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης), σχετικώς με την αναλήθεια του περιεχόμενου της πιστοποίησης, αφετέρου δε τη θέληση έκδοσης και παράδοσης στον τρίτο της ψευδούς αυτής πιστοποίησης, αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου, μόνο σε ό,τι αφορά τον προορισμό της έγγραφης πιστοποίησης να παράσχει πίστη στις αρχές κλπ. (ΑΠ 103/2020,ΑΠ 141/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 175παρ1 ΠΚ όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας .
Κατά τη διάταξη αυτή ,δεν αρκεί η εμφάνιση κάποιου ως υπαλλήλου αλλά απαιτείται να επιχειρεί πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του .Την πράξη αυτή μπορεί να διαπράξει και αυτός που έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει παυθεί και εξακολουθεί να ασκεί τα παλιά του έργα .Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ` αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Αυτό συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, για την θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση ότι τα πιστοποιούμενα είναι ψευδή. Στην καταδικαστική απόφαση, η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να έχει ιδιαίτερη αιτιολογία με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, το ψευδές της πιστοποίησης θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών(ΑΠ 103/22020,ΑΠ 1000/2016). Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπίτρεπτα η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασής του, με αριθμό1421/21-7-2021, το Α’Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: ” ο κατηγορούμενος στις 14-8-2014 στη ….. με την ιδιότητα του γενικού ιατρού-συνέταξε το από 14-8-2014 πιστοποιητικό υγείας ,με το οποίο βεβαίωνε ότι η Β. Δ. του Ι. ,εξετάστηκε κλινικά από τον ίδιο,πιστοποιώντας ότι αυτή βρέθηκε να μην πάσχει από κάποιο λοιμώδες ή μεταδοτικό νόσημα για τη Δημόσια Υγεία και ότι μπορεί να εργαστεί σε κατάστημα, εργαστήριο,ή επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, μολονότι ο ίδιος γνώριζε ότι δεν είχε προβεί σε κλινική εξέταση της Δ. Β. και ότι αυτή υποβλήθηκε μόνο σε ακτινογραφία θώρακος και καλλιέργεια κοπράνων. Το ως άνω πιστοποιητικό ο κατηγορούμενος το συνέταξε προκειμένου ο συγκατηγορούμενός του Π. Ζ., ο οποίος ήταν γνωστός του, να δύναται να προσλάβει την αναφερόμενη στο πιστοποιητικό Δ. Β. αλλά και σε ενδεχόμενο έλεγχο από την αστυνομία να μην υποστεί τις σχετικές κυρώσεις λόγω της μη έκδοσής του.Ο ίδιος δε συνομολόγησε την πράξη του, καθώς κατέθεσε σαφώς ότι ουδέποτε προέβη σε κλινική εξέταση της συγκεκριμένης εργαζόμενης, όπως ο ίδιος βεβαίωσε στο συγκεκριμένο πιστοποιητικό υγείας, αλλά απλώς της έρριξε μία ματιά από απόσταση στο καφέ που εργαζόταν, όπου ο ίδιος είχε μεταβεί για λόγους αναψυχής. Περαιτέρω, παρόλο που ο κατηγορούμενος ως ιατρός προσληφθείς στο ΓΝ Βέροιας-ΚΥ Αλεξάνδρειας-Π.Ι Πλατέως στη θέση κλάδου ΠΕ ιατρών ΕΣΥ επί θητεία με βαθμό ΕΒ(ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ Β1) τέθηκε στις 3-4-2014 δυνάμει της υπ’ αριθμ. … Διαπιστωτικής πράξης του Υπουργού Υγείας σε αυτοδίκαιη αργία, με την οποία παύθηκε από την άσκηση των καθηκόντων του ιατρού, κύριων και παρεπομένων, παρά ταύτα την 14-8-2014 συνέταξε το προαναφερθέν πιστοποιητικό υγείας,το οποίο υπέγραψε ως εν ενεργεία Επιμελητής Β’ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ του Κέντρου Υγείας Αλεξάνδρειας, αντιποιούμενος τα καθήκοντα του νοσοκομειακού ιατρού, από τα οποία είχε όμως παυθεί.Ο ίδιος δε γνώριζε ότι είχε παυθεί από τα καθήκοντά του, όπως και ο ίδιος συνομολόγησε, καθόσον η σχετική πράξη του είχε κοινοποιηθεί αρμοδίως, με αποτέλεσμα να μην μεταβαίνει έκτοτε στην εργασία του προς παροχή υπηρεσιών. Ο δε ισχυρισμός του ότι δεν γνώριζε ότι απαγορευόταν έκτοτε να χρησιμοποιεί τη σφραγίδα της υπηρεσίας του, διότι ουδέποτε του ζητήθηκε να την επιστρέψει, τον οποίο προέβαλε υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε νομική πλάνη, δεν κρίνεται πειστικός και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, καθόσον στη σφραγίδα αυτή αναγραφόταν σαφώς η ιδιότητά του ως Επιμελητής Β’ Γενικής Ιατρικής του Κέντρου Υγείας Αλεξάνδρειας, παρόλο που ο ίδιος βρισκόταν εν γνώσει του σε αυτοδίκαιη αργία , κατά την οποία παύει η άσκηση των καθηκόντων του ιατρού κύριων και παρεπομένων.λόγω της παραπομπής του στο Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ για να ελεγχθεί για πειθαρχικές και ποινικές παραβάσεις και έκτοτε δεν μπορούσε να μεταβαίνει στο εν λόγω Κέντρο Υγείας προς παροχή υπηρεσιών” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας αφού απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί νομικής πλάνης, τον κήρυξε ένοχο, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και αντιποίησης δημόσιας υπηρεσίας, (παράβαση άρθρων 94 παρ1, 221 παρ. 1 και 175 παρ. 1 ΠΚ) για τις οποίες του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6)μηνών και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για την πρώτη πράξη και χρηματική ποινή πενήντα (50)ημερήσιες μονάδες προς πέντε(5) ευρώ η κάθε μονάδα για τη δεύτερη πράξη, ανασταλείσα επί τριετία η ποινή φυλάκισης των έξι (6)μηνών, που του επιβλήθηκε για την πρώτη πράξη, με το ακόλουθο διατακτικό: “1.Στις 14-8-2014 στη …. ,όντας γιατρός εν γνώσει του εξέδωσε ψευδή πιστοποίηση, η οποία προοριζόταν να παρέχει πίστη σε δημόσια αρχή και συγκεκριμένα με την ιδιότητα του γενικού ιατρού-συνέταξε το από 14-8-2014 πιστοποιητικό υγείας ,με το οποίο βεβαίωνε ότι η Β. Δ. του Ι. ,εξετάστηκε κλινικά από τον ίδιο, πιστοποιώντας ότι αυτή βρέθηκε να μην πάσχει από κάποιο λοιμώδες ή μεταδοτικό νόσημα για τη Δημόσια Υγεία και ότι μπορεί να εργαστεί σε κατάστημα, εργαστήριο, ή επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, μολονότι ο ίδιος γνώριζε ότι δεν είχε προβεί σε κλινική εξέταση της Δ. Β. και ότι αυτή υποβλήθηκε μόνο σε ακτινογραφία θώρακος και καλλιέργεια κοπράνων. Το ως άνω πιστοποιητικό ο κατηγορούμενος το συνέταξε προκειμένου ο συγκατηγορούμενός του Π. Ζ., ο οποίος ήταν γνωστός του, να δύναται να προσλάβει την αναφερόμενη στο πιστοποιητικό Δ. Β. ,αλλά και σε ενδεχόμενο έλεγχο από την αστυνομία να μην υποστεί τις σχετικές κυρώσεις λόγω της μη έκδοσής του. 2.Στις 14-8-2014 στη ….., με πρόθεση αντιποιήθηκε την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας και συγκεκριμένα ενώ ο κατηγορούμενος ως ιατρός προσληφθείς στο ΓΝ Βέροιας-ΚΥ Αλεξάνδρειας-Π.Ι Πλατέως σε θέση κλάδου ΠΕ ιατρών ΕΣΥ επί θητεία με βαθμό ΕΒ (ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ Β1) τέθηκε στις 3-4-2014δυνάμει της υπ’ αριθμ … Διαπιστωτικής πράξης του Υπουργού Υγείας, σε αυτοδίκαιη αργία, με την οποία παύθηκε από την άσκηση των καθηκόντων του ιατρού, κύριων και παρεπομένων, παρά ταύτα συνέταξε το υπό στοιχείο 1) του παρόντος πιστοποιητικό υγείας, το οποίο υπέγραψε ως εν ενεργεία Επιμελητής Β’ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ του Κέντρου Υγείας Αλεξάνδρειας, αντιποιούμενος τα καθήκοντα του νοσοκομειακού ιατρού, από τα οποία είχε όμως παυθεί”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία. εξειδικεύει, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 221 παρ. 1 και 175 παρ1ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα,παρατίθεται στην απόφαση και περιγράφεται λεπτομερώς η έκδοση από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο ενεργούντα υπό την ιατρική του ιδιότητα εντός του κύκλου της εργασίας του ως ιατρού, της προαναφερόμενης πιστοποίησης ,την οποία παρέδωσε στην εργαζόμενη σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος Β. Δ. και στον εργοδότη της Π. Ζ., η οποία ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο, περιγράφει σαφώς το ψεύδος αυτής και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγεται αυτό και παραθέτει ταυτόχρονα τα αληθή πραγματικά περιστατικά εκ των οποίων συνάγονται τα περιστατικά αυτά. Δεν ήταν δε αναγκαίο για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 221 του ΠΚ, όπως προεκτέθηκε να συναρτάται το ψευδές περιεχόμενο της ιατρικής πιστοποιήσεως με την κατάσταση της υγείας ή άλλου σχετικού με την υγιεινή κατάσταση της Β. Δ. περιστατικού, και συγκεκριμένα το ότι δεν έπασχε από μεταδοτικό νόσημα για τη δημόσια Υγεία αφού είδε τις διαγνωστικές εξετάσεις (ακτινογραφία ,εργαστηριακές εξετάσεις) όπως ισχυρίζεται, αρκούντος για τη στοιχειοθέτηση της πράξης του γεγονότος, ότι ο κατηγορούμενος, ως γιατρός, βεβαίωσε ψευδώς στην αναφερόμενη ιατρική πιστοποίηση ότι προέβη στην κλινική εξέταση αυτής. Εξ άλλου, επαρκώς αιτιολογείται ο άμεσος δόλος του ήδη αναιρεσείοντος ,αφού οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνδέουν άμεσα αυτόν με τα γεγονότα, τα οποία υπέπεσαν στην άμεση αντίληψή του, το ότι δηλαδή τα βεβαιούμενο ψευδές γεγονός ότι προέβη στην κλινική εξέταση της Δ. Β. στηρίζεται στην άμεση προσωπική αντίληψή του και έτσι δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων γεγονότων σχετικά με την γνώση τούτου. Περαιτέρω και αναφορικά με τον προορισμό της ιατρικής αυτής πιστοποιήσεως να παράσχει πίστη στις αρχές, δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογηθεί ειδικώς ο δόλος του αναιρεσείοντος, διότι, ως προς το στοιχείο αυτό αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος ενυπάρχει, αφού κατά τις παραδοχές τέλεσε την ανωτέρω πράξη.(ΑΠ 141/2011, 1303/2009, 1708/2007).Περαιτέρω, παρατίθεται στην απόφαση και περιγράφεται λεπτομερώς η τέλεση της πράξης της αντιποίησης άσκησης δημόσιας υπηρεσίας που ανήκε στην αρμοδιότητα άλλου ιατρού και όχι του ίδιου που κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ήταν ιατρός του ΓΝ Βέροιας-ΚΥ Αλεξάνδρειας -Π.Ι. Πλατέως σε θέση κλάδου ΠΕ ιατρών ΕΣΥ, αφού είχε ήδη τεθεί από 3-4-2014 σε αυτοδίκαιη αργία, με την οποία είχε ήδη παυθεί από την άσκηση των καθηκόντων του ιατρού κύριων και παρεπομένων, και αιτιολογείται πλήρως ο δόλος του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που ενέχει τη γνώση των στοιχείων της πράξης με παράθεση περιστατικών τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη του στοιχείου της γνώσης, καθώς και τη θέληση πραγμάτωσης αυτής .Όσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου περί νομικής πλάνης, την οποία προέβαλε επικαλούμενος ότι δεν γνώριζε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη σφραγίδα της ιατρικής υπηρεσίας, στην οποία υπηρετούσε πριν τεθεί σε αργία επειδή ουδέποτε του ζητήθηκε να την επιστρέψει ,από το σκεπτικό της απόφασης που προαναφέρθηκε προκύπτει ότι το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό παραθέτοντας πλήρη αιτιολογία, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι του είχε γνωστοποιηθεί η σχετική διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Υγείας, ότι στη σφραγίδα αυτή αναγραφόταν σαφώς η ιδιότητά του κατηγορουμένου ως Επιμελητή Β’ Γενικής Ιατρικής του Κέντρου Υγείας Αλεξάνδρειας, παρόλο που ο ίδιος βρισκόταν εν γνώσει του σε αυτοδίκαιη αργία, κατά την οποία παύει η άσκηση των καθηκόντων του ιατρού κύριων και παρεπομένων λόγω της παραπομπής του στο Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ για να ελεγχθεί για πειθαρχικές και ποινικές παραβάσεις και έκτοτε δεν μπορούσε να μεταβαίνει στο εν λόγω Κέντρο Υγείας προς παροχή υπηρεσιών. Αναφέρονται κατά τα ανωτέρω αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν τελούσε σε καθεστώς νομικής πλάνης για τα στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε κατά τα ανωτέρω ένοχος καθώς και η υπαιτιότητά του και συνεπώς οι λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντος περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7- 2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ` αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης επί πλημμελημάτων ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α` του ισχύοντος από την 1η.7.2019 νέου Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, φαρμακοποιοί, χημικοί και μαίες, που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε μία ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν άμεσα οικονομικά άλλον τιμωρούνται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”, είναι επιεικέστερη έναντι της αντίστοιχης του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α` περ. α` του ισχύσαντος μέχρι την 30η.6.2019 Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, φαρμακοποιοί, χημικοί και μαίες, που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή σε μία ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή”, διότι, ενώ οι απειλούμενες από αυτές, για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, ποινές φυλάκισης είναι ίσες, οι απειλούμενες από αυτές για την ίδια πράξη χρηματικές ποινές είναι στην μεν νέα διάταξη διαζευκτική, στη δε παλαιά συμπλεκτική. Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ` του ΚΠοινΔ, και εφόσον για την πράξη αυτή επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στον αναιρεσείοντα φυλάκιση και χρηματική ποινή, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρέπει αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει την ως άνω επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α` του ισχύοντος από την 1η.7.2019 νέου Ποινικού Κώδικα. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει: α) κατ` αυτεπάγγελτη εφαρμογή της προαναφερθείσας επιεικέστερης διάταξης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ειδικότερα ως προς την περί ποινής διάταξη της, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο, από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως ,σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και γ) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η από 8-10-2021αίτηση.αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 1421/’21-7-2021του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως προς τις περί ποινής διατάξεις της.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά την από 8-10-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 16/2021 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος Κ. Μ. του Ν., κατοίκου … κατά της 1421/’21-7-2021 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Σεπτεμβρίου 2022.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<