Κατάσχεση χρηματικού ποσού και αδυναμία του προσφεύγοντος να το ανακτήσει, μετά από ποινική δίωξη κατά τρίτων για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος». Μη παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία

231

Zaghini κατά Αγίου Μαρίνου της 11.05.2023 (αρ. προσφ. 3405/21)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το 2003 κινήθηκε ποινική δίωξη στην Ιταλία κατά του προσφεύγοντος σε σχέση με φοροδιαφυγή και παράνομα κέρδη σε βάρος του Δημοσίου.Υποβλήθηκεαίτημα για δικαστική συνδρομή με δικαστικές επιστολέςαπό τις ιταλικές εισαγγελικές αρχές, το οποίο έγινε δεκτό από τον αρμόδιο Δικαστήριο του Αγίου Μαρίνου, το οποίοδιέταξε τη διενέργεια ερευνών περιουσιακών στοιχείων κατά του πατέρα του προσφεύγοντος και άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του G.Α. και P.Α., καθώς και κατάσχεση χρηματικών ποσών και, μεταξύ άλλων, των θυρίδων.Ο ανακριτής του Αγίου Μαρίνου διέταξε την κατάσχεση χρηματικού ποσού 1.892.700 ευρώ που είχε κατατεθεί σε θυρίδα που βρίσκονταν στο όνομα του G.Α.

Ο προσφεύγων ζήτησε ανεπιτυχώς την επιστροφή των ποσών που κατασχέθηκαν στον Άγιο Μαρίνο λόγω  δεδικασμένου.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μέτρο είχε νόμιμη βάση και επιδίωκε θεμιτό σκοπό, την προστασίατου δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.Ο σκοπός που επιδιώχθηκε στην παρούσα υπόθεση ήταν ακριβώς να αποτραπεί η επανάληψη του αδικήματος (μέσω της απλής κατοχής των παράνομων κεφαλαίων) και της περαιτέρω κυκλοφορίας των κεφαλαίων αυτών στην οικονομία σε συνδυασμό με την ζημία που επέφερε. Υπήρχανεπομένως λίγα περιθώρια για οποιοδήποτε άλλο μέτρο εκτός από την υποχρεωτική κατάσχεση των ποσών που είχαν προσδιοριστεί ως παράνομα κεφάλαια.Η υπόθεση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν αφορούσε μια κατάσταση όπου δεν είχε αποδειχθεί σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος ως πραγματικού ιδιοκτήτη των περιουσιακών στοιχείων και της παράνομης ενέργειας που οδήγησε στη δήμευση. Ο προσφεύγων δεν είχε ισχυριστεί ότι ήταν καλόπιστοςτρίτος και δεν είχε αποδείξει ότι τα κεφάλαια ήταν νόμιμα. Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του ότι συνέβαινε αυτό, το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να υποθέσει ποια θα ήταν η έκβαση της εν λόγω διαδικασίας διαφορετικά. Στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, είχε δοθεί στον προσφεύγοντα μια εύλογη ευκαιρία να υποβάλει τους ισχυρισμούς του στις αρμόδιες αρχές που εξέτασαν την υπόθεση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα πως δεν διαπίστωσε  παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου)

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Το 2003 κινήθηκε ποινική δίωξη στην Ιταλία κατά του προσφεύγοντος σε σχέση με φοροδιαφυγή και παράνομα κέρδη σε βάρος του Δημοσίου. Υποβλήθηκεαίτημα για δικαστική συνδρομή με δικαστικές επιστολέςαπό τις ιταλικές εισαγγελικές αρχές, το οποίο έγινε δεκτό από τον αρμόδιο δικαστή του Δικαστηρίου του Αγίου Μαρίνου, ο οποίος διέταξε τη διενέργεια ερευνών περιουσιακών στοιχείων κατά του πατέρα του προσφεύγοντος και άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του G.Α. και P.Α., καθώς και κατάσχεση χρηματικών ποσών και των θυρίδων. Μετά από έρευνα, διετάχθη άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε βάρος των τριών παραπάνω προσώπων. Ο ανακριτής του Αγίου Μαρίνου διέταξε την κατάσχεση του ποσού των 1.892.700 ευρώ που είχε κατατεθεί από θυρίδα που βρίσκονταν στο όνομα του G.Α. Το 2005 οι τρεις συγκατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι πρωτόδικα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης με αναστολή και διατάχθηκε η κατάσχεση του ανωτέρω ποσού. Η απόφαση αυτή, στο βαθμό που αφορούσε την ενοχή του πατέρα της προσφεύγουσας και του P.A. και η κατάσχεση, επιβεβαιώθηκε το 2008 από το Εφετείο.

Το 2016 η ιταλική ποινική διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος κηρύχθηκε παραγραφείσα και το Εφετείο της Μπολόνια διέταξε την επιστροφή των χρημάτων που κατασχέθηκαν προληπτικά. Ο προσφεύγων  ζήτησε ανεπιτυχώς την επιστροφή των ποσών που κατασχέθηκαν στον Άγιο Μαρίνο, δεδομένης ιδίως της απόφασης του δεδικασμένου του 2008 στην ποινική διαδικασία στον Άγιο Μαρίνο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ

  • Ο εφαρμοστέος κανόνας, η νομιμότητα και ο θεμιτός σκοπός.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μέτρο είχε νόμιμη βάση και επιδίωκε θεμιτό σκοπόδηλαδή την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σε σχέση με το τελευταίο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες απειλούσε άμεσα το κράτος δικαίου. Ειδικότερα, οι συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για το θέμα δέσμευαν τα κράτη να ποινικοποιήσουν το ξέπλυμα προϊόντων εγκλήματος και να θεσπίσουν μέτρα για την καταπολέμηση αυτού του αυξανόμενου εθνικού και διεθνούς φαινομένου. Η στέρηση ενός ατόμου των αντικειμένων και από τα κέρδη προερχόμενα από το ξέπλυμα ή άλλα εγκλήματα, ήταν σύμφωνη με τις εξουσίες που ανατίθενται στα δικαστήρια ως όπλο για την καταπολέμηση του ξεπλύματος. Επιπλέον, η κατάσχεση των  χρημάτων είχε σκοπό να αποτρέψει την υποτροπή και να εξαλείψει τέτοια κεφάλαια από την περαιτέρω κυκλοφορία τους στην οικονομία, και τα δύο μέτρα σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

  • Αναλογικότητα

Παρόλο που ο αρμόδιος δικαστής είχε θεωρήσει τη δήμευση υποχρεωτική, εναπόκειτο στον δικαστή να προβεί σε εκτίμηση της περιουσίας που έπρεπε να κατασχεθεί. Στην παρούσα υπόθεση, αυτό αντιστοιχούσε σε 1.892.700 ευρώ, τα οποία κατασχέθηκαν από την αστυνομία και αποτελούσαν το προϊόν  που προέκυψε από την παράνομη δραστηριότητα που ερευνήθηκε στην Ιταλία. Σε σχέση με τη δήμευση περιουσίας που συνδέεται με σοβαρά αδικήματα, το Δικαστήριο δεν ζήτησε απόδειξη «πέρα από εύλογη αμφιβολία» για την παράνομη προέλευση της περιουσίας. Αντίθετα, για τους σκοπούς του ελέγχου της αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΠΠΠ διακρίνονται από αυτά στο G.Ι.Ε.Μ. S.R.L. κ.α. κατά Ιταλίας, όπου θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί άλλα μέτρα εκτός από τη δήμευση για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ούτε η παρούσα υπόθεση μπορεί να συγκριθεί με εκείνες που αφορούσαν την υποχρεωτική δήμευση σε σχέση με τελωνειακές παραβάσεις (σε σχέση με κρυμμένα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, αδήλωτα μετρητά) ή που σχετίζονται με οχήματα που χρησιμοποιούνται για εγκλήματα. Καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν αφορούσε αντικείμενα που ήταν επιβλαβή ή πηγή περαιτέρω αδικημάτων, από μόνα τους, όπως στην περίπτωση του ξεπλύματος χρήματος.

Ο σκοπός που επιδιώχθηκε στην παρούσα υπόθεση ήταν ακριβώς να αποτραπεί η επανάληψη του αδικήματος (μέσω της απλής κατοχής αυτών των παράνομων κεφαλαίων) και της περαιτέρω κυκλοφορίας των κεφαλαίων αυτών στην οικονομία σε συνδυασμό με την ζημία που επέφερε. Υπήρχαν επομένως λίγα περιθώρια για οποιοδήποτε άλλο μέτρο εκτός από την υποχρεωτική κατάσχεση των ποσών που είχαν προσδιοριστεί ως παράνομα κεφάλαια. Η απόφαση των ποινικών δικαστηρίων να εφαρμόσουν το μέτρο δήμευσης στα ποσά που είχαν ήδη κατασχεθεί ήταν αποτέλεσμα δικαστικής εκτίμησης με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Πράγματι, τίποτα δεν υπονοούσε ότι, εάν κάποιος από τους κατηγορούμενους ήταν σε θέση να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση τουλάχιστον μέρους αυτών των κεφαλαίων, τα δικαστήρια δεν θα είχαν μειώσει ανάλογα το ποσό που θα κατασχεθεί. Δεν προβλήθηκε κανένας ισχυρισμός, ούτε αποδεικτικό στοιχείο, ότι η δίκη του κατηγορουμένου που οδήγησε στην κατάσχεση δεν ήταν δίκαιη ή ότι βασίστηκε σε αυθαίρετους λόγους. Το γεγονός και μόνο ότι η κατάσχεση αφορούσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό δεν την καθιστούσε δυσανάλογη.

Όσον αφορά τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να υποβάλει την υπόθεσή του στις αρχές, πρώτον, σε αντίθεση με την υπόθεση Denisova και Moiseyeva κατά Ρωσίας, η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε το ζήτημα της ιδιοκτησίας της κατασχεθείσας περιουσίας. Η κυριότητα των χρημάτων φαινόταν να ήταν αδιαμφισβήτητη και άσχετη ενόψει του σκοπού της κατάσχεσης. Επιπλέον, το ποσό που κατασχέθηκε αντιπροσώπευε το επίδικο ποσό. Ο προσφεύγων ωστόσο δεν είχε αμφισβητήσει την κατάσχεση. Δεύτερον, ενώ ο προσφεύγων είχε παραπονεθεί για την έλλειψη συμμετοχής του στην ποινική διαδικασία, κανένα από τα άτομα που είχε εμπιστευθεί τα χρήματά του δεν τον είχε καλέσει ως μάρτυρα. Μολονότι το εγχώριο νομικό σύστημα του Αγίου Μαρίνου δεν προέβλεπε αυτό καθεαυτό ότι κάποιος στη θέση του προσφεύγοντος θα αποκτούσε αυτεπαγγέλτως την ιδιότητα του διαδίκου στην ποινική διαδικασία, ο προσφεύγων δεν είχε ζητήσει ακρόαση σε αυτή τη διαδικασία. Το άρθρο 1 του ΠρώτουΠρωτοκόλλου δεν απαιτούσε να δοθεί η δυνατότητα στους «πραγματικούς ιδιοκτήτες» να θέσουν την υπόθεσή τους ενώπιον των αρχών μετά το τέλος της ποινικής διαδικασίας, ιδίως στο πλαίσιο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπου η αναγνώριση των «πραγματικών ιδιοκτητών» θα μπορούσε να αποδειχθεί δύσκολη.

Ο προσφεύγων δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να αμφισβητήσει το διάταγμα δήμευσης, κατά τους επτά μήνες πριν από την εκτέλεσή του ή αμέσως μετά. Το αμφισβήτησε εννέα χρόνια αργότερα. Παρά την καθυστέρηση αυτή από την πλευρά του, διάφορες περιπτώσεις είχαν δεχτεί να λάβουν γνώση των αιτημάτων του και είχαν εξετάσει τους ισχυρισμούς του. Ειδικότερα, ο δικαστής και οι επακόλουθες εφέσεις (τέταρτο  επίπεδο δικαιοδοσίας), που αφορούσαν συγκεκριμένα το αίτημα του προσφεύγοντος όπως είχε εκτεθεί ενώπιόν τους, απάντησε στα επιχειρήματά του, θεωρώντας ότι το αν είχε κριθεί ένοχος ή όχι ήταν άσχετο με την απόφαση δήμευσης η οποία δεν είχε σχέση με κανένα τέτοιο εύρημα και ότι η απόφαση του Εφετείου της Μπολόνια για την άρση της απόφασης κατάσχεσης είχε αντικατασταθεί από ποινική απόφαση στον Άγιο Μαρίνο με την οποία κατασχέθηκαν αυτά τα ποσά. Η προηγούμενη απόφαση είχε ληφθεί χωρίς να επιβληθεί άλλη απόφαση η οποία θα μπορούσε να είχε εκδοθεί από οποιαδήποτε άλλη αρχή ή δικαιοδοσία και είχε περιοριστεί στις εξουσίες και τη δικαιοδοσία της επί του θέματος. Ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα των δικαστηρίων του Αγίου Μαρίνου ως προς αυτό δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αυθαίρετα.

Τέλος, η υπόθεση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν αφορούσε μια κατάσταση όπου δεν είχε αποδειχθεί σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος ως πραγματικού ιδιοκτήτη των περιουσιακών στοιχείων και της παράνομης ενέργειας που οδήγησε στην κατάσχεση. Ο προσφεύγων δεν είχε ισχυριστεί ότι ήταν καλόπιστα τρίτο μέρος και δεν είχε αποδείξει ότι τα κεφάλαια ήταν νόμιμα. Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του ότι συνέβαινε αυτό, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να υποθέσει ποια θα ήταν η έκβαση της εν λόγω διαδικασίας διαφορετικά. Στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, είχε δοθεί στον προσφεύγοντα μια εύλογη ευκαιρία να υποβάλει την υπόθεσή του στις αρμόδιες αρχές που εξέτασαν –και απέρριψαν– τους ισχυρισμούς του όπως οριζόταν από τον ίδιο.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα πως δεν υπήρξε καμία παραβίασητου δικαιώματος στην περιουσία (επιμέλεια echrcaselaw.com).