Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εταιρείας κατά τη διάρκεια ποινικής έρευνας. Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gration TreydTOV κατά Ουκρανίας της 22.02.2024 (αριθμ. προσφ. 9166/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δέσμευση περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας από τις διωκτικές αρχές για περίπου οκτώ μήνες. Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που εξειδικεύεται στην κατασκευή CD-ROM.

Κατόπιν έρευνας στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στο πλαίσιο ποινικής έρευνας σχετικά με εικαζόμενη παραγωγή και πώληση πλαστών CD-ROM, κατασχέθηκαν διάφορα στοιχεία εξοπλισμού της και ο ανακριτής εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία όλα τα κατασχεμένα αποτελούν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία και έπρεπε να αποθηκευτούν σε αστυνομικό τμήμα. Επικαλούμενη διατάξεις του ΚΠΔ, η προσφεύγουσα ζήτησε από το εθνικό δικαστήριο την επιστροφή των κατασχεμένων αντικειμένων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή της. Όλες οι προσπάθειες της προσφεύγουσας να προσβάλει τη διαταγή κατάσχεσης ή να την άρει ήταν ανεπιτυχείς. Μερικούς μήνες αργότερα, η έρευνα διεκόπη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων περί τέλεσης ποινικού αδικήματος, η διαταγή κατάσχεσης ήρθη και η προσφεύγουσα εταιρία έλαβε πίσω τα περιουσιακά της στοιχεία.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει την κατάσχεση φυσικών αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, αρκεί η κατάσχεση αυτή να είναι σύμφωνη με τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, τόνισε ότι, αν και παραδέχθηκε ότι η περιουσία της προσφεύγουσας εταιρείας είχε «δεσμευθεί προσωρινά» μετά την έρευνα στις εγκαταστάσεις της, η Κυβέρνηση δεν σχολίασε την αποτυχία των εισαγγελικών αρχών να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες διασφαλίσεις βάσει του ΚΠΔ.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ενδείξεις αυθαιρεσίας σε σχέση με την παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος αυτού (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 7 Ιουνίου 2013, ο ανακριτής του πρωτοδικείου του Boryspil επέτρεψε τη διενέργεια έρευνας στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας εταιρείας στο πλαίσιο ποινικής έρευνας σχετικά με εικαζόμενη παραγωγή και πώληση πλαστών CD-ROM, αφού δέχθηκε την πρόταση εισαγγελέα ότι η έρευνα θα μπορούσε να αποκαλύψει στοιχεία εγκληματικής δραστηριότητας. Η απόφαση επέτρεψε την απόκρυψη «στοιχείων σχετικών με την έρευνα».

Κατόπιν της έρευνας, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου 2013, κατασχέθηκαν διάφορα στοιχεία εξοπλισμού και άλλα υλικά σχετικά με την παραγωγή CD-ROM.

Την ίδια ημερομηνία, ο αρμόδιος  ανακριτής εξέδωσε απόφαση αιτιολογώντας την κατάσχεση σύμφωνα αναφέροντας ότι σχεδόν όλα τα κατασχεθέντα αντικείμενα αποτελούσαν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία στην εν εξελίξει έρευνα. Τα αντικείμενα αυτά αποθηκεύθηκαν στο αστυνομικό τμήμα του Boryspil.

Στις 2 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από το δικαστήριο του  Boryspil την επιστροφή των κατασχεθέντων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή των CD-ROΜ. Υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 236 § 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία που δεν προσδιορίζονταν ρητά στο ένταλμα έρευνας έπρεπε να θεωρούνται «προσωρινά κατασχεμένα». Η εταιρεία αναφέρθηκε περαιτέρω στο άρθρο 171 § 5 του ΚΠΔ, το οποίο προέβλεπε ότι, εάν ένας ανακριτής δεν ζητούσε την κατάσχεση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων εντός μιας ημέρας από την προσωρινή κατάσχεσή τους, έπρεπε να επιστραφούν αμέσως στον ιδιοκτήτη τους. Ελλείψει τέτοιας αίτησης στην προκειμένη υπόθεση, υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν νομικοί λόγοι για τη συνέχιση της κατάσχεσης της περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

Στις 9 Ιουλίου 2013 ο δικαστής, με τελεσίδικη απόφαση, έκανε δεκτή την αξίωση της προσφεύγουσας και διέταξε τον ανακριτή να επιστρέψει τα κατασχεθέντα. Στο μέτρο που ο ανακριτής αναφέρθηκε στην απόφασή του της 14ης Ιουνίου 2013 ως επεξήγηση των νομικών λόγων για την κατάσχεση, ο δικαστής έκρινε ότι η έκδοση μιας τέτοιας απόφασης δεν προβλεπόταν από τον ΚΠΔ.

Στις 10 Ιουλίου 2013, ο ίδιος δικαστής έκανε δεκτή αίτηση του εισαγγελέα (που είχε υποβληθεί την ίδια ημέρα) για επικύρωση της κατάσχεσης όλων των περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν στις 14 Ιουνίου 2013, διευκρινίζοντας ότι ένα τέτοιο μέτρο ήταν αναγκαίο για τη διασφάλιση αποτελεσματικής έρευνας, χωρίς να σχολιάσει την προγενέστερη απόφαση. Ο δικαστής έκρινε ότι το θέμα έπρεπε να εξεταστεί χωρίς να ειδοποιηθεί η προσφεύγουσα εταιρεία, δεδομένου ότι το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο «δεν κατασχέθηκε προσωρινά».

Στις 10 και 11 Ιουλίου 2013 η προσφεύγουσα, η οποία δεν γνώριζε την προαναφερθείσα διαταγή κατάσχεσης, ζήτησε από τον ανακριτή την επιστροφή των κατασχεθέντων.

Στις 11 Ιουλίου 2013 ο επικεφαλής της έρευνας έστειλε δύο επιστολές στην προσφεύγουσα: η πρώτη ενημέρωνε την εταιρεία ότι ο εκπρόσωπός της μπορούσε να ανακτήσει το επίμαχο περιουσιακό στοιχείο από το αστυνομικό τμήμα του Boryspil, ενώ η δεύτερη ανέφερε ότι το αίτημά της δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι το περιουσιακό στοιχείο είχε κατασχεθεί στις 10 Ιουλίου 2013.

Οι προσπάθειες της προσφεύγουσας εταιρείας να προσβάλει τη διαταγή κατάσχεσης ή να την άρει ήταν ανεπιτυχείς. Στις 17 Ιουλίου 2013, ο ανακριτής απέρριψε αίτηση της προσφεύγουσας για άρση της διαταγής κατάσχεσης και, στις 18 Ιουλίου 2013, το Περιφερειακό Εφετείο του Κιέβου, με τελεσίδικη απόφαση, απέρριψε την ασκηθείσα έφεση. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρείας, ιδίως ότι υπήρχε ανεξήγητη αντίφαση μεταξύ των αποφάσεων της 9ης και της 10ης Ιουλίου 2013, δεν εξετάστηκαν.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2014 η έρευνα διεκόπη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων περί τέλεσης ποινικού αδικήματος, η διαταγή κατάσχεσης ήρθη και αποδόθηκαν στην προσφεύγουσα τα κατασχεθέντα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η κατάσχεση της περιουσίας της ήταν παράνομη και αυθαίρετη.

Η Κυβέρνηση αποδέχθηκε ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών της στοιχείων. Υποστήριξε, ωστόσο, ότι η παρέμβαση αυτή ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η κατάσχεση της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας είχε σταθερά νομική βάση: αρχικά η περιουσία είχε δεσμευθεί προσωρινά μετά την έρευνα και λίγο αργότερα είχε επισυναφθεί ως υλικό αποδεικτικό στοιχείο στην εν εξελίξει ποινική έρευνα. Η Κυβέρνηση παρατήρησε περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει επιτυχώς την επιστροφή μέρους της δεσμευμένης περιουσίας της, ενώ ένα άλλο μέρος είχε δεσμευθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές διατάξεις.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει την κατάσχεση φυσικών αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας. Ωστόσο, ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο σχετίζεται με τον έλεγχο της χρήσης της ιδιοκτησίας, πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Επομένως, πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Οι ενέργειες των αρχών πρέπει επίσης να επιτυγχάνουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας (Pendov κατά Βουλγαρίας της 26.03.2020, αριθ. προσφ. 44229/11 § 42).

Επιπλέον, παρότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν περιέχει ρητές δικονομικές απαιτήσεις, οι δικαστικές διαδικασίες που αφορούν το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας πρέπει να παρέχουν στον ιδιώτη εύλογη δυνατότητα να προβάλει την άποψή του ενώπιον των αρμόδιων αρχών προκειμένου να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα μέτρα που θίγουν τα δικαιώματα που εγγυάται η διάταξη αυτή.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, αν και παραδέχθηκε ότι η περιουσία της προσφεύγουσας εταιρείας είχε «δεσμευθεί προσωρινά» μετά την έρευνα στις 14 Ιουνίου 2013, η Κυβέρνηση δεν σχολίασε την αποτυχία των εισαγγελικών αρχών να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες διασφαλίσεις βάσει του άρθρου 171 § 5 του ΚΠΔ (είτε ζητώντας δικαστική εντολή για την κατάσχεση της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας εντός μιας ημέρας από την κατάσχεσή της ή επιστρέφοντάς την αμέσως στην προσφεύγουσα), μολονότι τα σχετικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρείας έγιναν δεκτά στις 9 Ιουλίου 2013 από τον ανακριτή, ο οποίος διέταξε την επιστροφή του περιουσιακού στοιχείου σε αυτήν. Ενώ ο δικαστής δήλωσε επίσης στην ίδια απόφαση ότι η κατάσχεση της περιουσίας από τον ανακριτή ως αποδεικτικό στοιχείο μετά την προσωρινή κατάσχεση δεν προβλεπόταν από το νόμο, η Κυβέρνηση δήλωσε, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, ότι η κατάσχεση αυτή ήταν νόμιμη.

Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη την ανεξήγητη μεταβολή της θέσης του ανακριτή από τη μια ημέρα στην άλλη. Χωρίς να σχολιάσει την προηγούμενη απόφασή του με την οποία διέτασσε την επιστροφή μέρους της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας, ο δικαστής αυτός διέταξε την κατάσχεση όλων των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν κατόπιν της έρευνας της 14 Ιουνίου 2013. Επιπλέον, με την ευκαιρία αυτή, ο ανακριτής έκρινε, χωρίς καμία αιτιολογία, ότι δεν υπήρξε «προσωρινή κατάσχεση» της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας και ότι, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να ενημερωθεί για την κατάσχεση.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι προαναφερθείσες περιστάσεις καταδείκνυαν σοβαρές ενδείξεις αυθαιρεσίας σε σχέση με την παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (επιμέλεια: echarcaselaw.com).

 

Aποκάλυψη στον τύπο τηλεφωνικής συνομιλίας και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων σε πλαίσιο ποινικής έρευνας χωρίς η προσφεύγουσα να είναι ύποπτη! Παραβίασης ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Kaczmarek κατά Πολωνίας  της 22.02.2024 ( αριθ.προσφ. 16974/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν σύζυγος υπουργού. Στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για διαφθορά που αφορούσε τον σύζυγό της, δημοσιοποιήθηκαν στον τύπο τηλεφωνικές συνομιλίες  με τον σύζυγο και τον γιό της. Επίσης προσωπικά δεδομένα που περιείχαν αυτές οι συνομιλίες  αποθηκεύτηκαν και διατηρήθηκαν χωρίς την συγκατάθεση της. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής.

Το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία οι τηλεφωνικές συνομιλίες, αν και δεν αναφέρονται ρητά στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 της Σύμβασης, καλύπτονται από την ιδιωτική ζωή. Το ΕΔΔΑ θεώρησε  ότι η αποκάλυψη  της καταγεγραμμένης  τηλεφωνικής συνομιλίας προσώπου που δεν υποβλήθηκε στην έρευνα υπερέβη το πεδίο εφαρμογής που επέτρεπε ο νόμος και  κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» όπως απαιτείται από το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης και κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση αυτής της διάταξης.

Όσον αφορά τις  απομαγνητοφωνήσεις άλλων τηλεφωνικών συνομιλιών που είχε με τον σύζυγό της και τον γιο της, το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι το υλικό δεν καταστράφηκε, αλλά αποθηκεύτηκε και συμπεριλήφθηκε στα αρχεία της έρευνας παρά την εναντίωση της προσφεύγουσας. Κατέληξε  ως εκ τούτου στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη επαρκούς σαφήνειας στο νομικό πλαίσιο και η απουσία διαδικαστικών εγγυήσεων που σχετίζονται ειδικά με την καταστροφή των επικοινωνιών της προσφεύγουσας,  σήμαιναν παραβίαση του άρθρου 8§2 της σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη

 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8§1, 2,

Άρθρο 13

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα είναι Πολωνή υπήκοος που γεννήθηκε το 1960 και ζει στην Gdynia (Πολωνία). Είναι σύζυγος του J. K., ο οποίος κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών ήταν Υπουργός Εσωτερικών της Πολωνίας.

Η υπόθεση αφορούσε την αποκάλυψη από τους εισαγγελείς, σε συνέντευξη Τύπου, ιδιωτικών τηλεφωνικών κλήσεων της κ. Kaczmarek, οι οποίες είχαν καταγραφεί στο πλαίσιο έρευνας συνδεόμενης με την εικαζόμενη παρακώλυση έρευνας κατά της διαφθοράς. Αφορούσε επίσης τη διατήρηση στοιχείων σχετικών με την S. Kaczmarek τα οποία αποκτήθηκαν μέσω της μυστικής παρακολουθήσεως. Συγκεκριμένα, το 2007 το Κεντρικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς (Centralne Biuro Antykorupcyjne – “το CAB”) και η Περιφερειακή Εισαγγελία της Βαρσοβίας διερευνούσαν καταγγελίες για εμπόριο επιρροής. Στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, σχεδιάστηκε για τις 6 Ιουλίου 2007 επιχείρηση παγίδευσης με τη χρήση προβοκάτορα στο Υπουργείο Γεωργίας. Ωστόσο, οι πληροφορίες σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση διέρρευσαν, η επιχείρηση απέτυχε και ξέσπασε το λεγόμενο “σκάνδαλο γης” (afera gruntowa). Αρκετοί ανώτεροι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Γεωργίας και του Υπουργού Εσωτερικών, ήταν αναμεμειγμένοι. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας φέρεται να ήταν υπεύθυνος για την προειδοποίηση του Υπουργού Γεωργίας σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση. Κατά συνέπεια, απομακρύνθηκε από τη θέση του στις 8 Αυγούστου 2007.

Στις 11 Ιουλίου 2007 η περιφερειακή εισαγγελία της Βαρσοβίας μαζί με την Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας (Agencja Bezpieczeństwa Wewnętrznego – “η ISA”) ξεκίνησαν προδικαστική έρευνα σχετικά με την υποτιθέμενη παρεμπόδιση της επιχείρησης παγίδευσης. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας ήταν μάρτυρας στη διαδικασία αυτή (V Ds. 324/07). Στις 29 Αυγούστου 2007 το υλικό σχετικά με το φερόμενο αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης του συζύγου της προσφεύγουσας διαχωρίστηκε σε νέα υπόθεση (V Ds. 400/07). Ήταν ύποπτος στην εν λόγω διαδικασία.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η ISA πραγματοποίησε μυστική παρακολούθηση του συζύγου της προσφεύγουσας (επιχείρηση GAMMA). Οι τηλεφωνικές κλήσεις της προσφεύγουσας παρακολουθούνταν από τη ΔΕΑ. Επιπλέον, η Περιφερειακή Εισαγγελία της Βαρσοβίας, στο πλαίσιο της επιχείρησης GWIAZDA 4, έλαβε ηχογραφήσεις και απομαγνητοφωνήσεις των τηλεφωνικών κλήσεων της προσφεύγουσας.

Στις 28 Οκτωβρίου 2009 ο περιφερειακός εισαγγελέας της Βαρσοβίας διέκοψε την έρευνα (V Ds. 324/07) με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι είχε διαπραχθεί ποινικό αδίκημα. Η διαδικασία κατά του συζύγου της προσφεύγουσας, σχετικά με την ψευδή κατάθεση, διακόπηκε στις 30 Νοεμβρίου 2009 (V Ds. 400/07).

Εν τω μεταξύ, οι D.B. και J.E., αναπληρωτές γενικοί εισαγγελείς, μαζί με εισαγγελείς από την περιφερειακή εισαγγελία της Βαρσοβίας και εκπροσώπους της ISA και της CAB, συγκάλεσαν συνέντευξη Τύπου. Η συνέντευξη τύπου πραγματοποιήθηκε στις 31 Αυγούστου 2007 και μεταδόθηκε ζωντανά από τη δημόσια τηλεόραση. Διοργανώθηκε με σκοπό την ενημέρωση του κοινού σχετικά με το “σκάνδαλο γης”.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δημοσιοποιήθηκαν πληροφορίες που είχαν αποκτηθεί με τη χρήση μυστικών ερευνητικών μεθόδων. Συγκεκριμένα, ο J. E. έπαιξε την ακόλουθη ηχογράφηση μιας συνομιλίας μεταξύ της προσφύγουσας και του K.K., ο οποίος, εκείνη την περίοδο, ήταν ο Αρχηγός της Αστυνομίας (Komendant Główny Policji).

Στις 14 Δεκεμβρίου 2008, το περιοδικό Newsweek Polska δημοσίευσε άρθρο με πληροφορίες σχετικά με την έρευνα για την παρεμπόδιση της επιχείρησης παγίδευσης (βλέπε σημεία 6-8 ανωτέρω). Η προδικαστική έρευνα σχετικά με το αδίκημα της δημόσιας διάδοσης ερευνητικού υλικού διακόπηκε στις 21 Ιουνίου 2010.

Στη συνέχεια, την άνοιξη του 2009, δημοσιεύθηκαν διάφορα άρθρα στον ιστότοπο της ημερήσιας εφημερίδας Dziennik (τότε Dziennik Polska-Europa-Świat), τα οποία ανέφεραν ότι η εφημερίδα είχε πρόσβαση σε αντίγραφα των ηχογραφήσεων των τηλεφωνικών κλήσεων της προσφεύγουσας που είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια της επιχείρησης μυστικής παρακολούθησης.

Στις 15 Μαΐου 2009 η Εισαγγελία της περιφέρειας Praga της Βαρσοβίας κίνησε προδικαστική έρευνα σχετικά με τη γνωστοποίηση εμπιστευτικού υλικού έρευνας σε δημοσιογράφους που εργάζονταν για την Dziennik. Η διαδικασία διακόπηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010 με την αιτιολογία ότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί δράστης.

Επικαλούμενη τα άρθρα 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής/αλληλογραφίας) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Σύμβασης, η κ. Kaczmarek κατήγγειλε, ειδικότερα, ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και οι πληροφορίες παρακολούθησης που την αφορούσαν δημοσιοποιήθηκαν σε συνέντευξη Τύπου, ότι το υλικό παρακολούθησης διατηρήθηκε και ότι δεν είχε  κανένα ένδικο μέσο για τις καταγγελίες αυτές.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία οι τηλεφωνικές συνομιλίες, αν και δεν αναφέρονται ρητά στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 της Σύμβασης, καλύπτονται από τις έννοιες της «ιδιωτικής ζωής» και της «αλληλογραφίας» που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη. Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι οποιαδήποτε «παρέμβαση δημόσιας αρχής» στην άσκηση δικαιώματος που εγγυάται στην προσφεύγουσα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 θα παραβιάζει τη διάταξη αυτή, εκτός εάν είναι «σύμφωνη με το νόμο», επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους στόχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και επιπλέον είναι «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξή τους.

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η απόφαση να αποκαλυφθεί η καταγραφή της συνομιλίας της προσφεύγουσας είχε ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 156 § 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. σκέψεις 16 και 18 παραπάνω).

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι, ενώ κατά τον κρίσιμο χρόνο το άρθρο 156 § 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αφορούσε κυρίως την πρόσβαση σε δικογραφίες με σκοπό τη λήψη αντιγράφων, προέβλεπε πρόστιμο τα εξής: “Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της έρευνας η πρόσβαση στη δικογραφία μπορεί να δοθεί σε τρίτους με την άδεια του εισαγγελέα” . Ωστόσο, το εθνικό δίκαιο δεν διευκρίνιζε ούτε τις «εξαιρετικές περιπτώσεις» ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα παρεχόταν πρόσβαση σε τρίτους.

Επιπλέον,  όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, η πρόσβαση σε φάκελο της υποθέσεως αποτελούσε εξαίρεση από τη γενική αρχή του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας. Επιπλέον, η επίμαχη διάταξη δεν προέβλεπε τη γνωστοποίηση, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, πληροφοριών ή δεδομένων που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Τίποτα στο εσωτερικό δίκαιο δεν επέτρεψε σε ένα πρόσωπο στη θέση της προσφεύγουσας, το οποίο δεν αφορούσε η ίδια η έρευνα, αλλά του οποίου οι συνομιλίες είχαν ωστόσο καταγραφεί, να προβλέψει ότι θα μπορούσε να γίνει επίκληση του άρθρου 156 § 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για να δικαιολογηθεί η αποκάλυψη τηλεφωνικής συνομιλίας σε τύπο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε  ότι η αποκάλυψη, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, της καταγεγραμμένης τηλεφωνικής συνομιλίας του προσώπου που δεν υποβλήθηκε στην έρευνα υπερέβη το πεδίο εφαρμογής της εξουσιοδότησης που παρέχεται στις διωκτικές αρχές από την προαναφερθείσα διάταξη.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» όπως απαιτείται από το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης και ότι, κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση αυτής της διάταξης.

Αποθήκευση των δεδομένων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια μυστικής παρακολούθησης

Το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία τα μέτρα μυστικής παρακολούθησης και αποθήκευσης, επεξεργασίας και χρήσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουν καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής της έννοιας της ιδιωτικής ζωής για τους σκοπούς του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι το υλικό παρακολούθησης που αφορούσε την προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση συλλέχθηκε κατά τη διάρκεια επιχείρησης ασφαλείας. Το μέτρο εφαρμόστηκε εναντίον άλλων προσώπων και, όπως υποβλήθηκε από την κυβέρνηση και επιβεβαιώθηκε από τις εγχώριες αρχές, η ίδια η προσφεύγουσα δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο αυτής της επιχείρησης ασφαλείας. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές είχαν λάβει υλικό που την αφορούσε. Εκτός από την ηχογράφηση που έγινε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, είχαν επίσης λάβει  απομαγνητοφωνήσεις άλλων τηλεφωνικών συνομιλιών που είχε με τον σύζυγό της και τον γιο της.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι το υλικό δεν καταστράφηκε, αλλά αποθηκεύτηκε και συμπεριλήφθηκε στα αρχεία της έρευνας. Η προσφεύγουσα ζήτησε επανειλημμένως την καταστροφή του υλικού. Αρχικά, ενημερώθηκε ότι τα πρακτικά είχαν γίνει δοκιμαστικό υλικό και ότι επομένως δεν μπορούσαν να καταστραφούν. Στη συνέχεια, οι αρχές αρνήθηκαν να προχωρήσουν με το αίτημά της, καθώς, μετά από τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υπήρξαν αποκλίσεις στην ερμηνεία των σχετικών διατάξεων σχετικά με την καταστροφή υλικού μυστικής παρακολούθησης. Παρόλο που το αίτημα της προσφεύγουσας  υποβλήθηκε τελικά επιτυχώς στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας, απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι το άρθρο 238 §§ 4 και 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση της. Ωστόσο, η απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας δεν μπορεί να αξιολογηθεί, δεδομένου ότι το σκεπτικό ήταν απόρρητο και δεν κοινοποιήθηκε στο Δικαστήριο ή στην προσφεύγουσα.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, φαίνεται ότι οι φάκελοι της υποθέσεως που περιέχουν τα πρακτικά των συνομιλιών της προσφεύγουσας που καταγράφηκαν το 2007 εξακολουθούν να φυλάσσονται στην περιφερειακή εισαγγελία της Βαρσοβίας. Επομένως, είναι αμφίβολο αν οι σχετικές νομικές διατάξεις, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπαν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των προσώπων που βρίσκονταν στη θέση της προσφεύγουσας, τα οποία δεν είχαν υποβληθεί τα ίδια σε επιχείρηση ασφαλείας, αλλά των οποίων οι συνομιλίες είχαν εντούτοις υποκλαπεί . Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη επαρκούς σαφήνειας στο νομικό πλαίσιο κατά τη στιγμή των γεγονότων στην παρούσα υπόθεση και η απουσία διαδικαστικών εγγυήσεων που σχετίζονται ειδικά με την καταστροφή των επικοινωνιών της προσφεύγουσας σημαίνουν ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα της  βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο». Επομένως, υπήρξε παράβαση της διατάξεως αυτής.

Ενόψει του ανωτέρω συμπεράσματος, δεν χρειάζεται να αξιολογηθεί εάν η παρέμβαση πληρούσε τις υπόλοιπες απαιτήσεις του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης.

Τέλος το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι η ουσία της καταγγελίας της προσφεύγουσας  βάσει του άρθρου 13 επικαλύφθηκε με τα ζητήματα που έχουν ήδη εξεταστεί παραπάνω βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης. Έχοντας υπόψη το συμπέρασμά του ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε  περιττό να εξετάσει επίσης τα ζητήματα αυτά βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης.

 

Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41):

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

Συνιστά η προφορική αποκάλυψη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων; (ΔΕΕ C-740/22)

Το Δικαστήριο της ΕΕ καλείται να απαντήσει σε ένα ερώτημα που ίσως δεν είναι τόσο απλό όσο μοιάζει

«1. Συνιστά η προφορική διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρο 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, σημείο 2, του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων;»

Με το ερώτημα αυτό, το πρώτο από τα δύο που διατυπώνονται στην προδικαστική αίτηση, το Εφετείο της Ανατολικής Φινλανδίας θέτει στο ΔΕΕ ένα από τα πιο πρωτότυπα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στα χρόνια εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.

Το αιτούν δικαστήριο καλείται να εξετάσει την προσφυγή της εταιρείας Endemol Shine Finland κατά της άρνησης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να της αποκαλύψει πληροφορίες που αφορούσαν τυχόν εκκρεμείς ή περατωθείσες ποινικές διαδικασίες κατά φυσικού προσώπου. Σύμφωνα με την αίτηση που είχε η εταιρεία υποβάλει, οι πληροφορίες αυτές κρίνονταν αναγκαίες προκειμένου να διαπιστωθεί το περιεχόμενο ποινικού μητρώου ατόμου συμμετέχοντος σε διαγωνισμό.

Το αξιοσημείωτο στην υπόθεση αυτή είναι πως η ενημέρωση που ζητήθηκε από την εταιρεία δεν περιλάμβανε τη χορήγηση προσωπικών – και δη ποινικών – δεδομένων, αλλά μια απλή προφορική ανακοίνωση.

Το αίτημα απορρίφθηκε από το δικαστήριο για έναν βασικό λόγο: ο σκοπός της εταιρείας δεν περιλαμβανόταν στους νόμιμους σκοπούς για την επεξεργασία ποινικών δεδομένων, το δε αίτημά της προϋπέθετε την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Όπως χαρακτηριστικά κρίθηκε, «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα συνιστούσε και η αναζήτηση στα πληροφοριακά συστήματα του εθνικού δικαστηρίου, συνεπώς οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν θα μπορούσαν να είχαν γνωστοποιηθεί ούτε προφορικά». Σύμφωνα με το δικαστήριο, το ζήτημα δεν είναι ο τρόπος της γνωστοποίησης – αποκάλυψης των πληροφοριών, αλλά η πράξη επεξεργασίας που προηγείται αυτής.

Η εταιρεία προσέβαλε την απορριπτική απόφαση ενώπιον του Εφετείου προβάλλοντας πως «η ικανοποίηση αιτήματος προφορικής παροχής πληροφοριών σχετικά με τυχόν εκκρεμείς και περατωθείσες ποινικές διαδικασίες δεν συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 4, σημείο 2, του κανονισμού». Με τον λόγο ακύρωσης αυτό, η εταιρεία μοιάζει να υποστηρίζει κάτι εύστοχο: αφού στην περίπτωση όπου τα δεδομένα αποκαλύπτονται εγγράφως, η νομιμότητα ελέγχεται στο επίπεδο (και τον χρόνο) της διαβίβασης-χορήγησης, γιατί πρέπει να ανατρέχει σε προγενέστερο στάδιο, όταν η αποκάλυψη είναι προφορική;

Το Εφετείο, με τη σειρά του, φάνηκε αβέβαιο ως προς το κατά πόσον η προφορική παροχή πληροφοριών συνιστά επεξεργασία δεδομένων, δείχνοντας παράλληλα πως η σκέψη του μοιάζει να προσανατολίζεται προς την αρνητική απάντηση.

Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί στην προδικαστική του αίτηση, το ΔΕΕ έχει κρίνει ως πράξη επεξεργασίας την παροχή πρόσβασης από δικαστήριο σε έγγραφα, όταν η πρόσβαση αυτή τελείται μέσω της χορήγησης αντιγράφων. (C-245/20, σημεία 37 έως 39), δεν έχει όμως αποφανθεί ως προς το κατά πόσον και η προφορική παροχή πληροφοριών συνιστά και αυτή επεξεργασία δεδομένων. Κατά τούτο, το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να συμμερίζεται την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την πράξη επεξεργασίας που οδηγεί στην προφορική ανακοίνωση, αλλά στέκεται στην ανακοίνωση καθεαυτή. Επικαλούμενο δε την κρίση του ΔΕΕ ως προς τη νομιμότητα της αποκάλυψης δια χορήγησης αντιγράφων, το αιτούν δικαστήριο μοιάζει να αφήνει ανοικτή μια εξ αντιδιαστολής απάντηση για την περίπτωση της προφορικής αποκάλυψης.

Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι σίγουρα πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς από αυτήν θα κριθεί το πόσο ακόμη μπορεί να διευρυνθεί το πεδίο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Δικαστήριο σε άλλη δίκη συγκατηγορουμένου μνημόνευσε ολόκληρο το όνομα του προσφεύγοντος ως συναυτουργού διάπραξης αδικημάτων! Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Krátky κατά Σλοβακίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 35025/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος, όταν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά συγκατηγορουμένου του, έγινε αναφορά στο πλήρες όνομά του.

Συγκεκριμένα, ο συγκατηγορούμενος έκανε συμφωνία συμβιβασμού με την Εισαγγελία και τελικά κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για παρασκευή και διακίνηση ναρκωτικών. Κατά την ανάγνωση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση, ο δικαστής ανέγνωσε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, το οποίο στη συνέχεια διόρθωσε αντικαθιστώντας το με τα αρχικά του. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο για τα ίδια ως άνω αδικήματα.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση που ενέκρινε τη συμφωνία διαπραγμάτευσης ενός από τους συγκατηγορούμενους του προσφεύγοντος (και η ίδια η συμφωνία) περιείχε λεπτομερείς αναφορές των σχετικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του προσφεύγοντος σε αυτά ως έναν από τους δράστες και αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης. Το ονοματεπώνυμο του προσφεύγοντος αναφερόταν επίσης στη συμφωνία συμβιβασμού. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η μεταγενέστερη χρήση των αρχικών του ονόματός του δεν εξαλείφει την εντύπωση ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα εγκλήματα που περιγράφονται στην απόφαση και μάλιστα σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Συνολικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση οι προσβαλλόμενες δηλώσεις δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή μιας «κατάστασης υποψίας» κατά του προσφεύγοντος, αλλά τον παρουσίασαν ως πρόσωπο που είχε διαπράξει ποινικά αδικήματα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 § 2 ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και σχεδόν 3.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Εναντίον του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για διάφορα αδικήματα, ιδίως για οργάνωση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και για συμμετοχή σε διακίνηση ναρκωτικών. Ο προσφεύγων συνελήφθη μαζί με συναυτουργούς.

Στις 8 Ιανουαρίου 2019 το ποινικό δικαστήριο ενέκρινε συμφωνία συμβιβασμού μεταξύ της Εισαγγελίας και ενός εκ των συγκατηγορουμένων, του V.N., και έκρινε τον τελευταίο ένοχο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για παρασκευή και διακίνηση ναρκωτικών.

Η συμφωνία συμβιβασμού περιείχε παρόμοια περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος.

Ο δικαστής ανέγνωσε την απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Χρησιμοποίησε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, αλλά στη συνέχεια διόρθωσε, δηλώνοντας ότι το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τα αρχικά του.

Στις 31 Οκτωβρίου 2019 ο προσφεύγων άσκησε συνταγματική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2020 ως αβάσιμη. Τόνισε ότι, ενώ ο δικαστής είχε πράγματι αναφερθεί στο πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, στη συνέχεια όμως διόρθωσε τον εαυτό του.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 2020 το ποινικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα για διάφορα αδικήματα, μεταξύ των οποίων η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και η διακίνηση ναρκωτικών. Στη συνέχεια απορρίφθηκαν τα ασκηθέντα ένδικα μέσα.

Ο προσφεύγων κατήγγειλε βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 ότι η διατύπωση της απόφασης που αφορούσε  συγκατηγορούμενο παραβίαζε το δικαίωμα του τεκμηρίου της αθωότητάς του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι αναφέρθηκε ως εγκληματίας ενώπιον του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, και ως εκ τούτου παραβιάστηκε το δικαίωμά του στο τεκμήριο αθωότητας. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση κατά του συγκατηγορουμένου του προσφεύγοντος δεν παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και τόνισε ότι ο δικαστής, κατά την ανάγνωση της απόφασης, ανέφερε ολόκληρο το όνομα του προσφεύγοντος, αλλά στη συνέχεια το διόρθωσε.

Κατά το ΕΔΔΑ το ερώτημα εν προκειμένω ήταν κατά πόσον η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας μπορούσε να παραβιαστεί από δηλώσεις που έκανε ο δικαστής σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ, όταν οι δηλώσεις αυτές περιλαμβάνονταν σε απόφαση που αφορούσε συγκατηγορούμενο. Το καθήκον του Δικαστηρίου ήταν να διαπιστώσει αν, σε μια τέτοια κατάσταση, έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα του προσφεύγοντος που απορρέουν από το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ.

Οι γενικές αρχές σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας έχουν συνοψιστεί στις αποφάσεις Lavents κατά Λετονίας της 28.11.2002 (αριθ. προσφ. 58442/00 § 125), Nešťák κατά Σλοβακίας της 27.02.2007 (αριθ. προσφ. 65559/01 § 88), Karaman κατά Γερμανίας της 27.02.2014 (αριθ. προσφ. 17103/10, § 41) και Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.2021 (αριθ. προσφ. 63703/19, §§ 57-58).

Στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση που ενέκρινε τη συμφωνία διαπραγμάτευσης ενός από τους συγκατηγορούμενους του προσφεύγοντος (και η ίδια η συμφωνία) περιείχε λεπτομερείς αναφορές των σχετικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του προσφεύγοντος σε αυτά ως ένας από τους δράστες και τους αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης. Η κρίση αυτή, η οποία βασιζόταν στην περιγραφή των εν λόγω εγκληματικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης μιας ακριβούς πραγματικής περιγραφής του ρόλου του προσφεύγοντος, ήταν ικανή να εγείρει ανησυχίες ως προς την προκατάληψη του ζητήματος κατά πόσον ο ίδιος ο προσφεύγων πληρούσε όλα τα κριτήρια που απαιτούνται για να θεωρηθεί ότι διέπραξε τις αξιόποινες πράξεις. Η αναφορά στον προσφεύγοντα και στις πράξεις του με τέτοιο τρόπο μπορεί καταρχήν να εμπλέξει την προστασία του δικαιώματός του στο τεκμήριο της αθωότητας (Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.2021, αριθ. προσφ. 63703/19, §§ 55-56).

Λαμβανομένου υπόψη του σχετιζόμενου με το οργανωμένο έγκλημα χαρακτήρα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν ο συγκατηγορούμενος του προσφεύγοντος, και δεδομένου ότι το αδίκημα της σύστασης, διεύθυνσης και υποστήριξης εγκληματικής οργάνωσης από τη φύση του θα μπορούσε να διαπραχθεί μόνο από κοινού με άλλους, φαίνεται ότι ήταν απαραίτητη για την εκτίμηση της υπόθεσης η αναφορά, κατά την πραγματική περιγραφή των εγκληματικών πράξεων, σε τρίτους.

Στην απόφαση, ο προσφεύγων περιγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια ως «κατηγορούμενο» πρόσωπο. Συνεπώς, το δικαστήριο φαίνεται ότι χρησιμοποίησε τις προσβαλλόμενες δηλώσεις όχι για να κηρύξει ένοχο τον προσφεύγοντα, αλλά για να τεκμηριώσει την απόφασή του κατά του συνυπαιτίου του. Ωστόσο, η έλλειψη πρόθεσης παραβίασης του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας δεν μπορούσε  να αποκλείσει την παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης (βλ. Avaz Zeynalov κατά Αζερμπαϊτζάν της 22.04.2021, αριθ. προσφ. 37816/12 και 25260/14, § 69).

Ταυτόχρονα, ο δικαστής αποκάλεσε ρητά τον προσφεύγοντα μέλος εγκληματικής οργάνωσης που ασκούσε εγκληματικές δραστηριότητες, σε όλη τη διάρκεια της απόφασης. Το ονοματεπώνυμο του προσφεύγοντος αναφερόταν επίσης στη συμφωνία συμβιβασμού. Ο δικαστής δεν έκανε καμία αναφορά, στο κείμενο που διαβάστηκε και εκδόθηκε μετά την ακροαματική διαδικασία, στο γεγονός ότι ο προσφεύγων διώκεται «χωριστά» ή ότι το μόνο μέλημα του δικαστηρίου ήταν η αξιολόγηση της ποινικής ευθύνης του συγκατηγορουμένου του στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας. Στη γραπτή εκδοχή της απόφασης, ο δικαστής έδωσε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος στην αρχή. Η μεταγενέστερη χρήση των αρχικών του ονόματός του δεν εξάλειψε την εντύπωση ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα εγκλήματα που περιγράφονταν στην απόφαση.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι ο δικαστής ανέγνωσε την απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Ο δικαστής ανέφερε αρχικά το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, αλλά στη συνέχεια παρατήρησε ότι θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τα αρχικά του. Ωστόσο, ακόμη και μετά αυτή τη διόρθωση, το κοινό εξακολουθούσε να γνωρίζει σε ποιον ανήκαν τα αρχικά αυτά.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει σε παρόμοια περίπτωση – όσον αφορά το επίπεδο λεπτομέρειας που περιέχεται στις αναφορές σε αποφάσεις κατά συγκατηγορουμένων του προσφεύγοντος σε έναν άλλο κοινό δράστη με ιδιαίτερη θέση στη συμμορία και ρόλο στις συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που αποτέλεσαν αιτία για τη δίωξη – ότι ήταν αμφίβολο αν ήταν απαραίτητο να προσδιοριστεί ο προσφεύγων ατομικά σε μια τέτοια κατάσταση.

Οι δηλώσεις που γίνονται από δικαστές υπόκεινται σε αυστηρότερο έλεγχο από εκείνες που γίνονται από άλλες αρχές (βλ. Pandy κατά Βελγίου της 21.09.2006, αριθ. προσφ. 13583/02, § 43). Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση οι προσβαλλόμενες δηλώσεις δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή μιας «κατάστασης υποψίας» κατά του προσφεύγοντος, αλλά τον παρουσίασαν ως πρόσωπο που είχε διαπράξει τα ποινικά αδικήματα. Ως εκ τούτου, ο συνολικός τρόπος και το πλαίσιο στο οποίο έγιναν οι δηλώσεις/αναφορές δεν άφηναν σχεδόν καμία αμφιβολία ότι ο προσφεύγων διέπραξε τα αναφερθέντα ποινικά αδικήματα (βλ. Maksim Savov κατά Βουλγαρίας της 13.10.2020, αριθ. προσφ. 28143/10, § 73 και Avaz Zeynalov, ό.π., § 70).

Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι τα δικαστήρια έκαναν κάποια μεταγενέστερη προσπάθεια να διορθώσουν το επίμαχο ελάττωμα (βλ. Avaz Zeynalov, ό.π., σκέψη 71).

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.938 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

 

Συστηματική και αδιάκριτη διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, για υπόθεση δωροληψίας δικαστή. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Škoberne κατά Σλοβενίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 19920/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δίκη κατά πρώην δικαστή και καταδίκη του το 2013 για δωροληψία. Η καταδίκη του είχε βασιστεί σε καταθέσεις των δύο συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι είχαν παραδεχθεί ότι ήταν μεσάζοντες σε δεδομένα εντοπισμού που ελήφθησαν βάσει του καθεστώτος διατήρησης δεδομένων που ίσχυε τότε στη Σλοβενία.

Παρόλο που μόνο τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που απαιτούνται για εμπορικούς σκοπούς μπορούσαν να διατηρούνται στη Σλοβενία, στην περίπτωση καταδίκης κατηγορουμένου οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνιών ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν τα δεδομένα αυτά συστηματικά και αδιακρίτως για περίοδο 14 μηνών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω διατήρηση δεν παρέμενε εντός των ορίων του αναγκαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά συνέπεια, η διατήρηση των δεδομένων, η πρόσβαση σε αυτά και η επεξεργασία τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας είχαν παραβιάσει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης ομόφωνα, παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα σε εξέταση μαρτύρων) της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος και των συγκατηγορουμένων του διαχωρίστηκε μετά την παραδοχή της ενοχής των τελευταίων και ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί την δυνατότητα να του να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες στο δικαστήριο κατά τη χωριστή διαδικασία εναντίον του που ακολούθησε.

Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων είχε στερηθεί της δυνατότητας να προσκομίσει αποτελεσματικά αποδεικτικά στοιχεία που θα ήταν σημαντικά για την υποστήριξη της υπόθεσής του, καθιστώντας, ως εκ τούτου, τη δίκη μη δίκαιη.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1,

Άρθρο 6 παρ. 3,

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Milko Škoberne, είναι Σλοβένος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1959 και ζει στο Laško (Σλοβενία). Είναι πρώην περιφερειακός δικαστής.

Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2011 μετά από μυστική επιχείρηση σχετικά με την υποτιθέμενη αποδοχή δωροδοκίας για να παρέμβει σε διαδικασία κατά ενός ατόμου, του E.Ć., για απάτη και εγκλήματα που σχετίζονται με την πορνεία. Δύο άλλοι, ο E.R. και ο M.S., συνελήφθησαν την ίδια περίοδο για τη συμμετοχή τους ως μεσάζοντες.

Η δίκη κατά του προσφεύγοντος και των δύο συγκατηγορουμένων του άρχισε τον Φεβρουάριο του 2013. Ωστόσο, μετά την παραδοχή της ενοχής των συγκατηγορουμένων (E.R. και M.S.) σε μία από τις ακροάσεις η υπόθεση για τον προσφεύγοντα χωρίστηκε. Οι E.R. και M.S. καταδικάστηκαν στις 16 Δεκεμβρίου 2013 για συνδρομή σε δωροδοκία αξιωματούχου. Τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με αναστολή και πρόστιμο.

Στη χωριστή διαδικασία που ακολούθησε κατά του προσφεύγοντος, ο ίδιος δήλωσε προς υπεράσπισή του ότι είχε συναντήσεις με τους E.Ć., E.R. και τον φίλο του, M.S., και είχε δώσει εξηγήσεις, αλλά σε κανένα σημείο δεν είχε γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για χρήματα. Είχε λάβει 8.000 ευρώ από τον M.S. για την αποπληρωμή ενός δανείου. Στις 23 Δεκεμβρίου 2013, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για αποδοχή δωροδοκιών, μεταξύ άλλων, υποσχόμενος να αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης του E.Ć. και να τερματιστεί η διαδικασία εναντίον του, καθώς και για άλλες παρεμβάσεις όσον αφορά την αποφυλάκισή του και τα εντάλματα σύλληψής του εναντίον του.

Η καταδίκη του προσφεύγοντος βασίστηκε, μεταξύ άλλων στοιχείων, στις καταθέσεις του E.Ć. στην αστυνομία, που επιβεβαιώθηκαν από τις καταθέσεις του M.S. κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η τηλεπικοινωνιακή του κίνηση και δεδομένα θέσης – που παρασχέθηκαν από τους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και αναλύθηκαν από την αστυνομία – επίσης αποτέλεσαν μέρος των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η εισαγγελία.

Οι αμφισβητήσεις του προσφεύγοντος κατά της καταδίκης του, οι οποίες υποβλήθηκαν τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2015, ήταν όλες ανεπιτυχείς. Κατέθεσε επίσης δύο συνταγματικές προσφυγές οι οποίες απορρίφθηκαν το 2019.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων υποστήριξε ότι του είχε στερηθεί η δυνατότητα να θέσει ερωτήσεις προς τους E.R. και M.S. στο δικαστήριο και ότι η δικαστής της δίκης δεν είχε παραιτηθεί, παρά το γεγονός ότι είχε αποδεχθεί την παραδοχή της ενοχής των συγκατηγορουμένων του, εγείροντας αμφιβολίες για την αμεροληψία της.

Τα ανώτερα δικαστήρια ακολούθησαν ουσιαστικά τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων, κρίνοντας ιδίως ότι οι E.R. και M.S. δεν μπορούσαν να εξεταστούν ως μάρτυρες στη διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, καθώς οι καταδίκες τους δεν ήταν ακόμη τελεσίδικες, ενώ ο σχετικός νόμος δεν προέβλεπε ότι ένας δικαστής έπρεπε να παραιτηθεί σε περίπτωση που είχε αποδεχθεί την παραδοχή της ενοχής των συγκατηγορουμένων.

Ο προσφεύγων κατήγγειλε επίσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στηρίχθηκε σε στοιχεία για την καταδίκη του τα οποία είχαν ληφθεί από παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίοι είχαν υποχρεωθεί από το νόμο να διατηρούν τα δεδομένα για περίοδο 14 μηνών.

Τα δικαστήρια απέρριψαν ωστόσο την εν λόγω καταγγελία, κρίνοντας ιδίως ότι τα εν λόγω δεδομένα είχαν συλλεχθεί πριν το καθεστώς διατήρησης είχε κηρυχθεί άκυρο από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2014, και οι δικαστικές αποφάσεις που επέτρεπαν την πρόσβαση είχαν βασιστεί στην υποψία ότι είχε διαπραχθεί σοβαρό έγκλημα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθούν οι δικαστικές αποφάσεις όσον αφορά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και τα δεδομένα θέσης του προσφεύγοντος. Αυτό που έθεσε ανησυχία ήταν το ευρύτερο πλαίσιο, ιδίως ο σλοβενικός νόμος που διέπει τη διατήρηση δεδομένων και ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο.

Ο νόμος αυτός απαιτούσε από τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν δεδομένα επικοινωνιών που αφορούσαν σταθερή και κινητή τηλεφωνία για περίοδο 14 μηνών για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του προσφεύγοντος είχε επομένως επαρκώς σαφή νομική βάση. Ήταν σύμφωνη με την ισχύουσα τότε νομοθεσία, καθώς οι πάροχοι υπηρεσιών είχαν παραδώσει μόνο στις αρχές τα δεδομένα που είχαν αποθηκευτεί εντός της προθεσμίας των 14 μηνών.

Η εν λόγω παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος επιδίωκε εξάλλου τον θεμιτό σκοπό της αποτροπής εγκλήματος και την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων. Το Δικαστήριο συνέχισε σημειώνοντας ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών παρόχων στη Σλοβενία εκείνη την περίοδο θα μπορούσε να αναμένει ότι τα δεδομένα του είχαν διατηρηθεί. Αυτή η παρέμβαση στα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής ήταν πολύ σοβαρή και ως εκ τούτου απαιτούνταν αυστηρότερος έλεγχος στην αξιολόγηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο. Ειδικότερα, έπρεπε να θεσπιστούν εγγυήσεις στο νόμο και κριτήρια για την αποφυγή καταχρήσεων και τη διασφάλιση της αναλογικότητας του μέτρου.

Ωστόσο, ο νόμος που διέπει τη διατήρηση δεδομένων, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της καταδίκης του προσφεύγοντος, δεν περιείχε διατάξεις που να καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής και την εφαρμογή του μέτρου. Ούτε κάποια άλλη νομοθετική πράξη περιείχε τέτοιες διατάξεις. Μια τέτοια συστηματική, γενική και αδιάκριτη διατήρηση δεδομένων επικοινωνιών δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρέμενε εντός των ορίων του αναγκαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία και σήμαινε ότι το καθεστώς δεν είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του κράτους βάσει του άρθρου 8. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά και η επεξεργασία τους δεν ήταν επίσης σύμφωνη με το άρθρο 8.

Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο επεσήμανε ιδίως αποφάσεις του 2014 τόσο από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβενίας όσο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που διαπίστωσαν ότι το εν λόγω καθεστώς διατήρησης δεδομένων ήταν γενικό και αδιάκριτο και, ως εκ τούτου, παραβίαζε τα  δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατάσταση του προσφεύγοντος μολονότι το καθεστώς διατήρησης είχε κηρυχθεί άκυρο από το ΔΕΕ και το Συνταγματικό Δικαστήριο μετά την πρόσβαση στα δεδομένα του, αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν σύμφωνο με το άρθρο 8 κατά τον χρόνο αυτό. Κατά τον χρόνο που τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του προσφεύγοντος είχαν διατηρηθεί, δεν απολάμβανε τη νομική προστασία που δικαιούταν βάσει της Σύμβασης.

Συνολικά, η διατήρηση, η πρόσβαση και η επεξεργασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά τον χρόνο της καταδίκης του προσφεύγοντος παραβίασε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων)

Πρώτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε συνομιλίες με τους M.S. και E.R., οι οποίοι φέρονται να είχαν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη συνδρομή του για τη διάπραξη δωροληψίας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι το αίτημα του προσφεύγοντος να κληθούν ως μάρτυρες ήταν επαρκώς αιτιολογημένο και συναφές.

Δεύτερον, έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αιτιολογήσει επαρκώς την άρνησή τους να κληθούν οι M.S. και E.R. ως μάρτυρες. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από το επιχείρημα ότι δεν μπορούσαν να εξεταστούν, διότι η απόφαση εναντίον τους μπορούσε ακόμη να προσβληθεί με έφεση. Ο δικαστής έπρεπε να γνωρίζει ότι η προθεσμία για την έφεση των M.S. και E.R. ήταν μόλις οκτώ ημέρες και θα μπορούσε να είχε αναβάλει την ακροαματική διαδικασία μέχρι να παρέλθει η σύντομη αυτή προθεσμία.

Τέλος, όσον αφορά το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι καταθέσεις των M.S. και E.R. θα μπορούσαν να είναι σημαντικές, δεδομένου ότι ήταν οι μόνοι μάρτυρες που μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την εκδοχή του προσφεύγοντος για τα γεγονότα.

Το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί την ευκαιρία να εξετάσει αποτελεσματικά μάρτυρες και να επικαλεστεί τις μαρτυρίες για να υποστηρίξει την υπόθεσή του, κατέστησε άδικη τη διαδικασία της δίκης. Τα ανώτερα δικαστήρια που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση του προσφεύγοντος δεν είχαν αποκαταστήσει την έλλειψη αυτή. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.

Δεδομένης αυτής της διαπίστωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει την ουσία της καταγγελίας βάσει του άρθρου 6 § 1 σχετικά με την υποτιθέμενη έλλειψη αμεροληψίας του δικαστή της δίκης.

Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

Ανεπαρκής και αναποτελεσματική έρευνα φερομένου βιασμού τουρίστριας. Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3

ΑΠΟΦΑΣΗ

Χ. κατά Ελλάδας της 13.02.2024 (προσφυγή αριθ. 38588/21)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν διενεργήσει αποτελεσματική έρευνα σχετικά με την καταγγελία της ότι βιάστηκε από μπάρμαν ξενοδοχείου τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν ήταν 18 ετών και βρισκόταν σε διακοπές με τη μητέρα της, και ότι η ποινική διαδικασία υπολειπόταν των απαιτούμενων προτύπων. Ισχυρίστηκε ότι οι αρχές είχαν παραβιάσει το καθήκον τους να παράσχουν αποτελεσματική νομική προστασία και να την προστατεύσουν ως θύμα βίας λόγω φύλου.

Το Δικαστήριο, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν είχαν εξετάσει αρκετά προσεκτικά την υπόθεση ώστε να έχουν εκπληρώσει σωστά τα καθήκοντά τους («θετικές υποχρεώσεις») βάσει της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 (έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας) καθώς και  παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.

Δεν επιδικάστηκε δίκαιη ικανοποίηση, καθώς το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3,

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Χ. είναι Βρετανίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 2000 και ζει στο Dewsbury (Ηνωμένο Βασίλειο). Ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε από μπάρμαν ξενοδοχείου στην Ελλάδα στις 27 Σεπτεμβρίου 2019 όταν ήταν 18 ετών. Κατέθεσε μήνυση την ίδια ημέρα.

Ισχυρίζεται ότι δεν της δόθηκε καμία πληροφορία σχετικά με τις ιατρικές εξετάσεις που υπεβλήθη και καμία εξήγηση για τη δικαστική διαδικασία. Κανένα μέτρο δεν ελήφθη για να κρατηθεί σε απόσταση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεταφερθεί στην ίδια κλινική του νοσοκομείου την ίδια ώρα με την ίδια και τον οποίο έπρεπε να αναγνωρίσει προσωπικά στο αστυνομικό τμήμα. Της πήραν δείγμα αίματος, και η σωματική εξέταση που διενήργησε ένας άνδρας γιατρός αποκάλυψε μώλωπες στα πόδια, στους μηρούς και στα γεννητικά όργανα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι την επόμενη ημέρα, η αστυνομία την μετέφερε  στο αστυνομικό τμήμα της Πρέβεζας όπου την ενημέρωσαν ότι έπρεπε να υπογράψει έγγραφα στα ελληνικά, παρόλο που δεν της δόθηκε επίσημη μετάφραση.

Σε βάρος του μπάρμαν κινήθηκε ποινική διαδικασία για βιασμό. Αφού κατέθεσε το απολογητικό του υπόμνημα του στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, αφέθηκε ελεύθερος. Η κύρια έρευνα έκλεισε στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, με τον εισαγγελέα να διαπιστώνει ότι η Χ. είχε συναινέσει στην πράξη της συνουσίας, ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις πως είχε διαπραχθεί βιασμός και ότι οι κατηγορίες θα έπρεπε να αποσυρθούν. Η επακόλουθη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2021 έκρινε ότι λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, την ιατροδικαστική έκθεση, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για να συνεχιστεί η ποινική δίωξη. Ταυτόχρονα, ανέφερε ότι δεν θα έπρεπε να καταλογιστούν έξοδα σε βάρος της Χ. καθώς δεν είχε αποδειχθεί ότι η καταγγελία της ήταν εντελώς ψευδής.

Η προσφεύγουσα δεν έλαβε καμία πληροφορία καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση μέσω της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2020, η εκπρόσωπός της ενημερώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2021 ότι η πρεσβεία είχε λάβει ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε.

Στις 25 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα έστειλε η ίδια μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εισαγγελία, ζητώντας να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα αστυνομικά και νοσοκομειακά αρχεία. Λίγες ημέρες αργότερα έλαβε την απάντηση ότι δεν είχε την ιδιότητα  της υποστηρίζουσας την κατηγορία στην υπόθεση, καθώς δεν είχε δηλώσει κάτι τέτοιο στη κατάθεσή της στην αστυνομία και δεν είχε καταβάλει το σχετικό τέλος. Επιπλέον, δεν είχε εμφανιστεί για να καταθέσει ενώπιον του ανακριτή την επομένη του συμβάντος και δεν είχε διορίσει δικηγόρο για να την εκπροσωπήσει. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ότι η προσφυγή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την προσφυγή της λιγότερο από έξι μήνες αφότου έμαθε ότι δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες κατά του μπάρμαν. Το γεγονός ότι δεν είχε ενημερωθεί νωρίτερα για τη δικαστική απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορούσε να της καταλογιστεί. Ομοίως, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ότι, λόγω του ότι δεν ήταν διάδικος στην ποινική διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Σημείωσε ότι, εξαρχής, δεν είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά της να λάβει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας και το ρόλο της σε αυτήν, και δεν της είχε δοθεί καμία πληροφορία σε γλώσσα που θα μπορούσε να κατανοήσει σχετικά με τη διαδικασία και τα νομικά μέτρα που είναι διαθέσιμα σε αυτή, παρόλο που, στην κατάθεσή της στην αστυνομία, είχε δηλώσει ρητά ότι ήθελε ο  κατηγορούμενος να διωχθεί και να τιμωρηθεί.

Μολονότι το Δικαστήριο ήταν ικανοποιημένο με το γεγονός ότι η Ελλάδα διέθετε επαρκές νομικό και κανονιστικό πλαίσιο για την ορθή αντιμετώπιση της υπόθεσης, διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν το είχαν εφαρμόσει στην πράξη, καθώς δεν είχαν προβεί σε αποτελεσματική έρευνα. Οι αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει υπόψη τους τα δικαιώματα του φερόμενου ως θύματος και να αποφύγουν τη δευτερογενή θυματοποίηση. Η ιδιαίτερη φύση της υπόθεσης, η ιδιότητα της προσφεύγουσας, η νεαρή της ηλικία και το γεγονός ότι ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε κατά τη διάρκεια των διακοπών της σε ξένη χώρα απαιτούσαν μια ευαίσθητη προσέγγιση εκ μέρους των αρχών. Οι ανακριτικές αρχές δεν είχαν λάβει μέτρα για να αποτρέψουν την περαιτέρω τραυματοποίησή της και δεν είχαν λάβει υπόψη τις ανάγκες της επαρκώς υπόψη. Δεν την είχαν ενημερώσει για τα δικαιώματά της ως θύματος, όπως το δικαίωμά της σε νομική συνδρομή, το δικαίωμά της να λαμβάνει πληροφορίες και να αντιτίθεται στη διερμηνεία. Επιπλέον, δεν είχαν λάβει επαρκή μέτρα για να μετριάσουν αυτό που ήταν σαφώς μια οδυνηρή εμπειρία για την ίδια, όπως η αλληλεπίδρασή της με την αστυνομία, η ιατρική εξέταση και το γεγονός ότι την έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τον κατηγορούμενο στο νοσοκομείο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγνώρισης.

Επιπλέον, ούτε η εισαγγελία ούτε το δικαστήριο είχαν αναλύσει τις περιστάσεις της υπόθεσης από την σκοπιά της έμφυλης βίας. Δεν είχαν κατορθώσει να εξακριβώσουν όλες τις περιστάσεις και να λάβουν υπόψη τους ιδιαίτερους ψυχολογικούς παράγοντες σε υποθέσεις φερόμενων ως βιασμών και να προβούν σε μια αξιολόγηση της αξιοπιστίας των διαφόρων καταθέσεων. Δεν είχε γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια να αποσαφηνιστούν οι διαφορές ή να εκτιμηθεί η ψυχική κατάσταση της προσφεύγουσας. Τα στοιχεία αυτά, εκτός από την αξιολόγηση της ιατροδικαστικής έκθεσης, η οποία στην πραγματικότητα δεν διέψευδε την εκδοχή των γεγονότων της προσφεύγουσας, δεν ήταν μεμονωμένα σφάλματα αλλά σημαντικές ελλείψεις.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έκρινε ότι η αποτυχία των ανακριτικών και δικαστικών αρχών να απαντήσουν επαρκώς στους ισχυρισμούς βιασμού της προσφεύγουσας έδειξε ότι δεν είχαν εξετάσει την υπόθεση με την απαιτούμενη προσοχή ώστε να μπορέσουν να την εξετάσουν σωστά, εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους βάσει της ΕΣΔΑ. Αυτό υποστηρίχθηκε περαιτέρω από την Έκθεση Αξιολόγησης για την Ελλάδα GREVIO Baseline που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2023, στην οποία εκφράστηκε ανησυχία για τα χαμηλά ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων, τα οποία υποδηλώνουν είτε ότι οι διαδικασίες διερεύνησης ήταν αναποτελεσματικές είτε ότι εφαρμοζόταν αδικαιολόγητα υψηλό κατώτατο όριο που απαιτείται για την επίτευξη καταδικαστικής απόφασης και ότι παρόλο που ο εθνικός νόμος προέβλεπε ένα ολοκληρωμένο σύνολο δικαιωμάτων για τα θύματα εγκλημάτων με βάση το φύλο, οι περισσότερες από τις διατάξεις δεν εφαρμόζονταν πλήρως στην πράξη και η εμπειρία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα τραυματική για πολλές γυναίκες και κορίτσια-θύματα.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία των ανακριτικών και δικαστικών αρχών να ανταποκριθούν επαρκώς στον ισχυρισμό περί βιασμού στην υπόθεση αυτή ισοδυναμούσε με παραβίαση των κρατικών καθηκόντων («θετικές υποχρεώσεις») βάσει των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Δεν επιδικάστηκε δίκαιη ικανοποίηση, καθώς το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε εκτός προθεσμίας (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

Δημοσιοποίηση του ονόματος φερόμενου θύματος σεξουαλικής κακοποίησης από τον φερόμενο βιαστή σε βιβλίο που εξέδωσε. Απόρριψη προσφυγής.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ramadan κατά  Γαλλίας της 01.02.2024 ( αριθ. προσφ. 23443/23)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για βιασμό εναντίον της Χ. Μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και ενώ η Χ. είχε ασκήσει το δικαίωμα της για υποστήριξη της κατηγορίας, ανέφερε το όνομα της – της φερόμενης  ως θύματος – σε δελτίο τύπου με το οποίο ανήγγειλε την επικείμενη δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Devoir de verité» («Καθήκον αλήθειας») και σε τηλεοπτική συνέντευξη. Καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για την διάδοση τέτοιων πληροφοριών σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν διευκρινίσει την έννοια του «θύματος» για τους σκοπούς του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου και είχαν επιβεβαιώσει ότι μόνο η γραπτή συγκατάθεση από το πρόσωπο που συμμετείχε στη διαδικασία ως θύμα για την υποστήριξη της κατηγορίας,  θα μπορούσε να απαλλάξει τον προσφεύγοντα  από την ποινική ευθύνη του, βάσει του νόμου, παραιτούμενη από το καθήκον μυστικότητας και επιτρέποντας τη διάδοση της ταυτότητάς της. Διαπίστωσε   ότι τα δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη τη συμπεριφορά του θύματος, το οποίο είχε αισθανθεί την ανάγκη να συζητήσει τα γεγονότα και, με τον τρόπο αυτό, είχε αποκαλύψει πληροφορίες που θα επέτρεπαν την ταυτοποίησή της.

Στην αξιολόγησή τους, τα εθνικά δικαστήρια είχαν σταθμίσει και εξισορροπήσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελεύθερη έκφραση ως μέρος της δημόσιας υπεράσπισής του, ενόψει των σοβαρών και στιγματιστικών κατηγοριών εναντίον του. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε το μικρό χρηματικό ποσό  (1000 ευρώ) που του είχε επιδικαστεί να καταβάλει ο προσφεύγων  με την αμετάκλητη απόφαση. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, η αμφισβητούμενη παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο.

Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Tariq Ramadan, είναι Ελβετός υπήκοος ο οποίος παρουσιάσθηκε στα άρθρα του Τύπου που υποβλήθηκαν προς στήριξη της αίτησής του ως μουσουλμάνος διανοούμενος, ισλαμολόγος και ιεροκήρυκας. Στις 2 Φεβρουαρίου 2018, ο ανακριτής έθεσε τον M. Ramadan υπό δικαστική έρευνα για διάφορες κατηγορίες βιασμού ευάλωτου προσώπου, που φέρεται να διαπράχθηκε κατά της X. στο Παρίσι το 2012, και βιασμού, που φέρεται να διαπράχθηκε κατά άλλου προσώπου στη Λυών το 2009. Στις 29 Μαρτίου 2018 η Χ. παρέστη στη διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας. Ο προσφεύγων επισήμανε ότι το επώνυμο και το όνομα της Χ. είχαν αποκαλυφθεί τον Απρίλιο και τον Ιούνιο στον διαδικτυακό τόπο LeMuslimPost και σε διάφορες πηγές μέσων ενημέρωσης σε Γαλλία, Βέλγιο, Ελβετία και  Λουξεμβούργο. Πρόσθεσε ότι το φερόμενο θύμα είχε δημιουργήσει ένα blog με το ψευδώνυμο «Christelle» και ότι είχε αποκαλύψει φωτογραφία του προσώπου της στον λογαριασμό της στο Twitter και στη σελίδα της στο Facebook, συνδέοντάς την με το ψευδώνυμό της.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, ο προσφεύγων ανέφερε το όνομα της Χ. –  φερόμενης ως θύματος στη διαδικασία εναντίον του – σε δελτίο Τύπου με το οποίο ανήγγειλε την επικείμενη δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Devoir de verité» («Καθήκον αλήθειας») και σε τηλεοπτική συνέντευξη. Το όνομα της Χ. εμφανίστηκε επίσης στο βιβλίο. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η X υπέβαλε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου  του Παρισιού, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την αφαίρεση από το δελτίο Τύπου των πληροφοριών που καταδεικνύουν την ταυτότητά της και την απαγόρευση της πωλήσεως του βιβλίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα της Χ. με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019. Το βιβλίο “Devoir de verité” εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2019. Την ίδια μέρα, η Χ. υπέβαλε μήνυση για δημοσίευση της ταυτότητας θύματος σεξουαλικής επίθεσης. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε στις 6 Νοεμβρίου 2022 τον M. Ramadan ένοχο για διάδοση πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα θύματος σεξουαλικής επίθεσης και για συνέργεια στη διάδοση τέτοιων πληροφοριών. Ο εκδότης του βιβλίου κρίθηκε ένοχος για τη δεύτερη κατηγορία. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή  1.000 ευρώ  χωρίς αναστολή και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ με αναστολή, καθώς και σε καταβολή στο θύμα 1.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από το δελτίο τύπου και τη συνέντευξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2019, ενώ ο εκδότης καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή  1.000 ευρώ. Αμφότεροι καταδικάστηκαν, από κοινού, να καταβάλουν 4.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από τη δημοσίευση του εν λόγω έργου. Στις 3 Φεβρουαρίου 2022 το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2020.

Το Εφετείο μείωσε τις ποινές, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ και τον εκδότη του σε χρηματική ποινή  500 ευρώ. Έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, ενώ είχαν εν γνώσει τους επιλέξει να διαδώσουν την ταυτότητα της Χ. χωρίς να έχουν λάβει τη γραπτή συγκατάθεσή της, η ταυτότητά της δεν είχε αποκαλυφθεί από αυτούς, δεδομένου ότι η ταυτότητα της Χ. είχε αποκαλυφθεί ή διαδοθεί προηγουμένως από πολυάριθμες πηγές ΜΜΕ αλλά και η ίδια είχε συμβάλει στη δική της ταυτοποίηση. Το Εφετείο μείωσε επίσης το επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης λαμβάνοντας  υπόψη το γεγονός ότι η Χ. είχε συμμετάσχει στη γνωστοποίηση της στο κοινό και ότι δεν είχε προσκομίσει δικαιολογητικά έγγραφα που να επιτρέπουν στο δικαστήριο να εκτιμήσει τον αντίκτυπο των γεγονότων στην προσωπική ζωή και στην υγεία της. Στις 7 Φεβρουαρίου 2023, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος.

Επικαλούμενος το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την καταδίκη του βάσει του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου .

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος για τη διάδοση του ονόματος της Χ. συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης και επανέλαβε ότι μια τέτοια παρέμβαση θα παραβίαζε τη Σύμβαση εάν δεν ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο», δεν επιδίωκε έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους στόχους που απαριθμούνται στο άρθρο 10 § 2 και εάν δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του σχετικού στόχου. Το άρθρο 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου προέβλεπε ότι «η διάδοση, με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα του θύματος σεξουαλικής επίθεσης ή κακοποίησης, ή μιας αναγνωρίσιμης ομοιότητας αυτού του θύματος, [τιμωρείται] με πρόστιμο 15.000 ευρώ» και ότι οι διατάξεις αυτές «δεν εφαρμόζονται όταν το θύμα [έχει] δώσει τη γραπτή συγκατάθεσή του». Το Δικαστήριο ήταν πεπεισμένο ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση, τον Σεπτέμβριο του 2019, να προβλέψει ότι αναφέροντας το όνομα της Χ. σε δελτίο τύπου, συνέντευξη και βιβλίο, θα «διέδιδε» την ταυτότητά της κατά την έννοια του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου. Επιπλέον, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση μιας τέτοιας διάδοσης, δεδομένου ότι δεν είχε στην κατοχή του καμία σχετική γραπτή άδεια της X. Όσον αφορά την έννοια του «θύματος», το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Χ είχε συμμετάσχει στη διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας τον Μάρτιο του 2018, κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας που είχε κινηθεί εναντίον του προσφεύγοντος, τοποθετώντας έτσι τον εαυτό της ως πρόσωπο που «υπέστη προσωπικά ζημία που προκλήθηκε άμεσα από το αδίκημα» για τους σκοπούς του άρθρου 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και, ως εκ τούτου, κατέστη θύμα των επίμαχων στην εν λόγω διαδικασία σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα πορίσματα των εγχώριων δικαστηρίων, παρατηρώντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε παράσχει την ακόλουθη διευκρίνιση: «… το γεγονός και μόνον ότι η [X] ισχυρίζεται ότι είναι θύμα πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των αδικημάτων που απαριθμούνται στον ποινικό κώδικα ως σεξουαλική επίθεση ή κακοποίηση πληροί τις απαιτήσεις του επίμαχου κειμένου [δεδομένου ότι] ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται επανειλημμένως στον όρο «θύμα» και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει εκείνους που παρουσιάζονται ως τέτοιοι και – όταν έχουν υποβάλει αίτηση για να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του υποστηριχτή της κατηγορίας – ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία από τις πράξεις για τις οποίες ζήτησαν ή συμμετείχαν στην ποινική διαδικασία».

Το Εφετείο του Παρισιού, και στη συνέχεια το Ακυρωτικό Δικαστήριο, είχαν συμφωνήσει ότι ο όρος «θύμα» «αναγκαστικά εφαρμόζεται σε οποιονδήποτε παρουσιάζεται ως τέτοιος». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια ορθώς έκριναν ότι η Χ. έπρεπε να θεωρηθεί θύμα κατά την έννοια του άρθρου 39 του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου. Επομένως, η καταγγελλόμενη παρέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο. Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό – την προστασία της αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής ζωής του θύματος σεξουαλικού εγκλήματος και την αποφυγή πιέσεων που ασκούνται σε αυτό – η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε «την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων», ήτοι των δικαιωμάτων της Χ. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις γενικές αρχές που διατυπώθηκαν ιδίως στην απόφαση Perinçek κατά Ελβετίας για να καθορίσει αν η καταγγελλόμενη παρέμβαση ήταν αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Στην παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να φανεί ότι κατά τη διάδοση της ταυτότητας της Χ. ο προσφεύγων δεν είχε την πρόθεση να συμμετάσχει σε συζήτηση για ένα ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, αλλά επιθυμούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του δημοσίως έναντι κατηγοριών ότι είχε διαπράξει σεξουαλικά εγκλήματα. Ως εκ τούτου, το καθ’ ού κράτος είχε ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαστήριο του Παρισιού, αφού διαπίστωσε στην απόφασή του της 6ης Νοεμβρίου 2022 ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 39  του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου είχε επηρεάσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, είχε πειστεί ότι αυτή η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο, επιδίωκε θεμιτό σκοπό και αποτελούσε αναλογικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τότε αποφανθεί, ότι η διάδοση του ονόματος της Χ. δεν ήταν απαραίτητη ούτε για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του προσφεύγοντος ούτε για τη διασφάλιση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη και ότι ήταν ελεύθερος να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με τις πράξεις για τις οποίες είχε κατηγορηθεί, υπό την προϋπόθεση ότι απείχε από τη διάδοση του ονόματος του ατόμου που ισχυρίζεται ότι ήταν θύμα των πράξεών του. Υιοθετώντας το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, το Εφετείο του Παρισιού, στην απόφασή του της 3ης Φεβρουαρίου 2022, είχε ωστόσο προσθέσει ότι η παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος ήταν αποδεκτή μόνο εάν η βαρύτητα της ποινής λάμβανε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε λάβει χώρα η διάδοση, καθώς και τη συμπεριφορά του ίδιου του θύματος. Ως εκ τούτου, μείωσε όχι μόνο το ποσό της χρηματικής ποινής  που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, αλλά και την αποζημίωση που έπρεπε να καταβάλει. Από την πλευρά του, το Ακυρωτικό Δικαστήριο – αφού σημείωσε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης ορίζεται από τον νόμο με σαφή και ακριβή τρόπο και επιδιώκει τουλάχιστον έναν από τους νόμιμους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 10 της Σύμβασης – είχε επισημάνει ότι η φήμη ενός ατόμου αποτελούσε μέρος της προσωπικής του ταυτότητας και της ψυχολογικής του ακεραιότητας και, ως εκ τούτου, ενέπιπτε στο πεδίο της ιδιωτικής του ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8. Είχε τονίσει ότι, δεδομένου ότι το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είχαν την ίδια κανονιστική ισχύ, εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης να επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους. Αφού στη συνέχεια επαλήθευσε ότι το Εφετείο του Παρισιού είχε διενεργήσει τον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, το Ακυρωτικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «αποφασίζοντας όπως [είχε] και δεδομένου ότι η καταγγελλόμενη δημοσίευση δεν [είχε] συμβάλει σε συζήτηση προς το δημόσιο συμφέρον, το Εφετείο [είχε] εφαρμόσει σωστά [το άρθρο 10 της Σύμβασης]».

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν διευκρινίσει την έννοια του «θύματος» για τους σκοπούς του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου και είχαν επιβεβαιώσει ότι μόνο γραπτή συγκατάθεση από το θύμα θα μπορούσε να απαλλάξει τον προσφεύγοντα από την ποινική του ευθύνη βάσει του νόμου, παραιτούμενος από το καθήκον μυστικότητας και επιτρέποντάς του να διαδώσει την ταυτότητα της Χ. Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν εξετάσει τη συμπεριφορά του θύματος, το οποίο είχε αισθανθεί την ανάγκη να συζητήσει τα γεγονότα και, με αυτόν τον τρόπο, είχε αποκαλύψει πληροφορίες που επέτρεπαν την ταυτοποίησή της. Κατά την αξιολόγησή τους, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επίσης σταθμίσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκφράζεται ελεύθερα ως μέρος της δημόσιας υπεράσπισής του, ενόψει των σοβαρών κατηγοριών εναντίον του. Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία είχαν σταθμίσει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος και εκείνα της Χ και είχαν βασιστεί σε σχετικούς και επαρκείς λόγους. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε τη μέτρια φύση των ποσών που ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί να πληρώσει σε χρηματική ποινή  και αποζημιώσεις και τα οποία είχαν μειωθεί κατ’ έφεση, ιδίως για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Χ. είχε διαδραματίσει ρόλο στη δική της ταυτοποίηση.

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελλόμενη παρέμβαση ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο και απέρριψε την προσφυγή – η οποία ήταν προδήλως αβάσιμη – ως  απαράδεκτη

επιμέλεια echrcaselaw.com

 

Δικαστής συμμετείχε σε εκδίκαση αναίρεσης, παρά το ότι είχε διατελέσει επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας κατά την περίοδο που υφιστάμενοί του εισαγγελείς άσκησαν την επίδικη αναίρεση. Παραβίαση αντικειμενικής αμεροληψίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ugulava κατά Γεωργίας (αριθ. 2) της 01.02.2024 (αρ. προσφ. 22431/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, πολιτικό πρόσωπο, που εκείνη την χρονική περίοδο εκτελούσε χρέη δημάρχου Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση.

Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του δικαστή Sh.T. από τον ορισθέντα σχηματισμό για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε συνταχθεί από τη Γενική Εισαγγελία.

Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος του ΑΠ με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και  καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση αυξάνοντας την ποινή του σε εννέα έτη φυλάκισης.

Το Δικαστήριο έκρινε, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος και για την άσκηση αναίρεσης εναντίον του.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία  της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στους υφισταμένους  του εισαγγελείς και την συμμετοχή του στην σύνθεση του ανωτάτου δικαστηρίου που εξέτασε την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του αναιρετικού δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του ΑΠ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ΕΔΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, πολιτικό πρόσωπο το οποίο εκείνη την εποχή εκτελούσε χρέη δημάρχου της Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση. Η έρευνα διεξήχθη από την ανακριτική μονάδα της Γενικής Εισαγγελίας (η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γενική Εισαγγελία). Τον Φεβρουάριο του 2018 η εν λόγω κατηγορία δικάστηκε σε πρώτο βαθμό και ο προσφεύγων καταδικάστηκε για υπέρβαση των υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων – καταδίκη που επικυρώθηκε στην έφεση. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ένα έτους, τριων  μηνών και 22 ημερών. Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της ανακριτικής μονάδας της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της εφετειακής απόφασης. Η υπόθεση ανατέθηκε σε Τριμελές Τμήμα του ΑΠ, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή Sh.T.

Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του δικαστή Sh.T. από τον ορισθέντα δικαστικό αναιρετικό σχηματισμό για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε συνταχθεί από υφισταμένους του εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας.

Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος του ΑΠ με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος,  καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση και αύξησε την ποινή του σε εννέα έτη φυλάκισης (στη συνέχεια μειώθηκε σε τρία έτη, δύο μήνες και οκτώ ημέρες).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν είχε αποδειχθεί ούτε είχε υποστηριχθεί ότι ο δικαστής Sh.T. διατηρούσε ή εξέφραζε προσωπικές πεποιθήσεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την υποκειμενική αμεροληψία του. Όσον αφορά το αντικειμενικό κριτήριο, ο προσφεύγων δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο δικαστής Sh.T. είχε πράγματι διαδραματίσει διπλό ρόλο στην ποινική διαδικασία που διεξήχθη εναντίον του. Επιπλέον, το γεγονός και μόνο ότι ένας δικαστής ήταν κάποτε μέλος της εισαγγελίας δεν αποτελούσε λόγο να φοβάται κανείς ότι δεν θα ενεργούσε με αμεροληψία. Ταυτόχρονα, ο Sh.T. ήταν επικεφαλής της εισαγγελίας της χώρας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και όταν είχε ληφθεί η απόφαση από το ανακριτικό τμήμα της Γενικής Εισαγγελίας για την άσκηση αναίρεσης. Ο Sh.T. βρισκόταν έτσι στην κορυφή μιας δομής που φαινόταν να είναι ιεραρχική, με όλους τους εισαγγελείς να υπάγονται σε αυτόν. Επιπλέον, σύμφωνα με τον εισαγγελικό νόμο, μπορούσε να δώσει οδηγίες σε οποιονδήποτε από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου αναπληρωτή του, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συνολική εποπτεία της ανακριτικής μονάδας που είχε αναλάβει την υπόθεση του προσφεύγοντος και ζητούσε επικαιροποιημένες πληροφορίες από τους υφιστάμενους εισαγγελείς σχετικά με την πρόοδο της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο και τις εκτεταμένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία και σημειώνοντας το πολιτικά ευαίσθητο πλαίσιο στο οποίο διεξήχθη η υψηλού προφίλ δίκη του προσφεύγοντος, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας που διεξήχθη κατά του προσφεύγοντος. Αυτή η πραγματικότητα θα πρέπει να ήταν προφανής σε έναν εξωτερικό αντικειμενικό παρατηρητή. Επομένως, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, υπήρχαν γεγονότα που θα μπορούσαν να εγείρουν αντικειμενικά δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή  Sh.T. Η απόφαση να ασκηθεί αναίρεση, η οποία είχε τελικά οδηγήσει στη νομική ανακατάταξη των πράξεων του προσφεύγοντος και στην αύξηση της ποινής φυλάκισής του, είχε ληφθεί από τη Γενική Εισαγγελία κατά τη διάρκεια της θητείας του Sh.T. ως Γενικού Εισαγγελέα.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία  της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στο σύστημα δικαιοσύνης. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης του προσφεύγοντος, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα εντός της εισαγγελίας της Γεωργίας και την συμμετοχή του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στην έδρα των δικαστών που εξέτασαν την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την απόφαση επί της αναίρεσης που εκδικάστηκε.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του ανωτάτου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Ποινική καταδίκη κατηγορουμένης για συκοφαντική δυσφήμηση μετά από καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση προϊσταμένου της. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Allée κατά Γαλλίας της 18.01.2024 (προσφυγή αριθ. 20725/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινική καταδίκη της προσφεύγουσας σε χρηματική ποινή 500 ευρώ για συκοφαντική δυσφήμηση μετά τις καταγγελίες της εναντίον αντιπροέδρου θρησκευτικού σωματείου,  στο οποίο εργαζόταν,  για παρενόχληση και σεξουαλική επίθεση. Οι καταγγελίες είχαν σταλεί μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε έξι άτομα.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη, βάσει του άρθρου 10, να παρέχεται κατάλληλη προστασία στα άτομα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να προσαρμόσουν την έννοια της επαρκούς πραγματικής βάσης και των κριτηρίων για την αξιολόγηση της καλής πίστης στις περιστάσεις της υπόθεσης είχε θέσει υπερβολικό βάρος απόδειξης στην κατηγορουμένη, απαιτώντας από αυτήν να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις πράξεις που είχε καταγγείλει. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το   e-mail, το οποίο είχε αποσταλεί από την προσφεύγουσα σε έξι άτομα, εκ των οποίων μόνο το ένα ήταν εξωτερικός συνεργάτης και δεν γνώριζε τα αναφερόμενα γεγονότα, είχε μόνο μικρό αντίκτυπο στην φήμη του καταγγελθέντος.

Τέλος, μολονότι η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα σοβαρή, υπήρξε ωστόσο καταδικαστική ποινή σε βάρος της από ποινικό δικαστήριο. Από τη φύση της, μια τέτοια καταδίκη έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, το οποίο θα μπορούσε να αποθαρρύνει την καταγγελία σοβαρών πράξεων όπως αυτές, που ισοδυναμούν με ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση ή ακόμη και με σεξουαλική επίθεση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε 8.500 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη και 4.250 ευρώ για έξοδα.

ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Η απόφαση αυτή είναι σημαντική και προστατευτική για τα φερόμενα θύματα ψυχολογικών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων στο εργασιακό περιβάλλον και γενικότερα, που καταγγέλλουν παρενοχλήσεις που δεν είναι εύκολες εκ των πράγματων η απόδειξή τους. Ουσιαστικά η απόφαση αυτή διευκολύνει τα θύματα στις καταγγελίες τους και δυσκολεύει την επί πλέον θυματοποίησή τους μέσω μηνύσεων. Πραγματικά χρήσιμη η απόφαση για τα φερόμενα θύματα παρενοχλήσεων.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Vanessa Allée, είναι Γαλλίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Courbevoie.

Κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, η προσφεύγουσα απασχολείτο ως γραμματέας σε έναν θρησκευτικό εκπαιδευτικό σύλλογο στο Παρίσι – στο πλαίσιο των καθηκόντων της, συνεργαζόταν με τον Α., τότε εκτελεστικό αντιπρόεδρο. Τον Ιούλιο του 2015 η προσφεύγουσα ζήτησε από τον Ar., τον γιο του A. και πνευματικό διευθυντή της ένωσης, να μετατεθεί σε άλλη θέση, λόγω της συμπεριφοράς του Α., την οποία βίωνε ως παρενόχληση.

Στις 1 και 2 Ιουνίου 2016 ο B., σύζυγος της προσφεύγουσας, έστειλε μηνύματα SMS στον Ar. και στον διοικητικό διευθυντή του σωματείου, ισχυριζόμενος ότι ο Α. είχε παρενοχλήσει και κακοποιήσει σεξουαλικά την σύζυγό του και ζητώντας τους να παρέμβουν. Σε απάντηση ο διοικητικός διευθυντής πρότεινε στην προσφεύγουσα να λάβει αναρρωτική άδεια μέχρις ότου η σύμβασή της είτε  να λυθεί κοινή συναινέσει είτε να βρεθεί νέα θέση γι’ αυτήν.

Στις 7 Ιουνίου 2016 η προσφεύγουσα έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα με θέμα «Σεξουαλική επίθεση, σεξουαλική και ψυχολογική παρενόχληση» στον διοικητικό διευθυντή, με κοινοποίηση στους: επιθεωρητή εργασίας, B., Ar., A. και σε έναν άλλο γιό του A.. Σε απάντηση ο διοικητικός διευθυντής επανέλαβε την αρχική του πρόταση.

Στις 24 Ιουνίου 2016 ο Β. ανάρτησε μήνυμα στον «τοίχο» ενός γνωστού του στο Facebook, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς της συζύγου του και περιγράφοντας την κατάσταση ως «σεξουαλικό σκάνδαλο».

Την 1η Αυγούστου 2016 ο Α. κατέθεσε έγκληση κατά της προσφεύγουσας και του Β. ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού, ισχυριζόμενος ότι είχαν διαπράξει συκοφαντική δυσφήμηση. Στις 16 Ιανουαρίου 2018 το ποινικό δικαστήριο έκρινε την προσφεύγουσα και τον Β. ένοχους συκοφαντικής δυσφήμησης.

Το δικαστήριο καταδίκασε την προσφεύγουσα να καταβάλει χρηματική ποινή 1.000 ευρώ με αναστολή και να καταβάλει  στον Α. το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ – το οποίο ήταν το μόνο που είχε ζητήσει – επιπλέον του ποσού των 2.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα, τα οποία το δικαστήριο επιδίκασε  να πληρώσει από κοινού και εις ολόκληρον με τον σύζυγό της. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης.

Στις 21 Νοεμβρίου 2018 το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε εν μέρει την απόφαση, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί κατά της Α. είχαν βλάψει την τιμή και την υπόληψη και ήταν επαρκώς προσδιορισμένοι ώστε να μπορεί να αμφισβητηθεί η αλήθεια τους. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι, ενώ υπήρχαν στοιχεία που επιβεβαίωναν ότι η ψυχολογική και ακόμη και η σεξουαλική παρενόχληση, όπως την αντιλαμβανόταν η προσφεύγουσα, είχαν λάβει χώρα,  δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είχε λάβει χώρα σεξουαλική επίθεση. Το δικαστήριο μείωσε την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα στο ήμισυ (500 ευρώ).

Η προσφεύγουσα κατέθεσε αναίρεση, καταγγέλλοντας ιδίως παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης και του «δικαιώματος καταγγελίας» που αναγνωρίζεται στους εργαζομένους βάσει του Εργατικού Κώδικα. Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2019, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση. Διαπίστωσε ότι το Εφετείο είχε αιτιολογήσει την απόφασή του, στο μέτρο που είχε θεωρήσει τις πράξεις που καταγγέλλονται ως επαρκώς ακριβείς ώστε να μπορεί να αμφισβητηθεί η αλήθειά τους και ότι η σεξουαλική επίθεση δεν είχε αποδειχθεί. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο επιδίκασε 2.500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα που προέκυψαν από την ενώπιον του διαδικασία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σχετικά με το οποίο η προσφεύγουσα καταδικάστηκε είχε σταλεί σε μια τεταμένη κατάσταση και σχετίζονταν με την εργασία της και την ιδιωτική της ζωή.

Αρχικά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι υπήρχαν έξι (6) παραλήπτες του επίμαχου email: ο φερόμενος ως παρενοχλών (εκτελεστικός αντιπρόεδρος του συλλόγου την αντίστοιχη περίοδο), οι δύο γιοι του (ο ένας εκ των οποίων ήταν και ο πνευματικός διευθυντής του συλλόγου και γνώριζε ήδη τους ισχυρισμούς), ο διοικητικός διευθυντής του συλλόγου, ο Επιθεωρητής Εργασίας  και ο σύζυγος της προσφεύγουσας (ο οποίος γνώριζε επίσης τους ισχυρισμούς). Από αυτά τα έξι άτομα, μόνο ο δεύτερος γιος του Α. ήταν εξωτερικός συμβαλλόμενος. Όλοι οι άλλοι είτε είχαν εμπλακεί είτε ήταν σε θέση που τους επέτρεπε να λαμβάνουν αναφορές για την φερόμενη παρενόχληση.

Ως εκ τούτου, το email είχε σταλεί σε περιορισμένο αριθμό ατόμων και δεν προοριζόταν για δημόσια διάδοση. Ο μόνος σκοπός του ήταν να ειδοποιήσει τους αποδέκτες για την κατάσταση της προσφεύγουσας, με σκοπό να βρεθεί ένα μέσο για τον τερματισμό της.

Ωστόσο, υιοθετώντας αυστηρή ερμηνεία των προϋποθέσεων που προβλέπει ο νόμος για την εξαίρεση ενός υπαλλήλου από ποινική ευθύνη, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποδεχθεί τον δημόσιο χαρακτήρα του email, κατά την έννοια του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου της 29ης Ιουλίου 1881. Υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, μια τέτοια προσέγγιση φάνηκε να είναι υπερβολικά περιοριστική ενόψει των απαιτήσεων για συμμόρφωση με το άρθρο 10.

Το Δικαστήριο, όσον αφορά τη φύση των επίμαχων δηλώσεων, σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει με την ιδιότητά της ως φερόμενου θύματος των πράξεων που κατήγγειλε και ότι το περιεχόμενο του email ήταν αναφορές γεγονότων. Το Εφετείο είχε διαπιστώσει – και το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε συμφωνήσει – ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικριθεί, δεδομένης της κατάστασης που βίωνε, επειδή εκφράστηκε με έντονο τρόπο, και ότι υπήρχαν στοιχεία που επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς που είχε η ψυχολογική, ακόμη και η σεξουαλική παρενόχληση, όπως έγινε αντιληπτή από την προσφεύγουσα.

Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια θεώρησαν ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή της καλής πίστης, καθώς οι ισχυρισμοί της για σεξουαλική παρενόχληση δεν είχαν επαρκή τεκμηριωμένη βάση. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα διανεμηθέντα ιδιωτικά έγγραφα σε περιορισμένο αριθμό ατόμων έπρεπε να έχουν πραγματική βάση και ότι, όσο πιο σοβαρός είναι ο ισχυρισμός, τόσο ισχυρότερη χρειάζεται να είναι η πραγματική βάση. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, ότι οι καταγγελλόμενες ενέργειες είχαν διαπραχθεί απουσία μαρτύρων και ότι η προσφεύγουσα δεν κατήγγειλε τις εν λόγω πράξεις στις διωκτικές αρχές , συνεπώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να διαπιστωθεί η κακή της πίστη. Υπογραμμίζοντας την ανάγκη, σύμφωνα με το άρθρο 10, να παρέχεται κατάλληλη προστασία σε άτομα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποβληθεί σε πράξεις ψυχολογικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης, το Δικαστήριο έκρινε – όπως είχε υποστηρίξει ο Γενικός Εισαγγελέας – ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να προσαρμόσουν την έννοια της επαρκούς πραγματικής βάσης και τα κριτήρια για την εκτίμηση της καλής πίστης στις περιστάσεις της υπόθεσης είχαν θέσει υπερβολικό βάρος απόδειξης για την προσφεύγουσα, απαιτώντας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις καταγγελλόμενες πράξεις.

Το ΕΔΔΑ, όσον αφορά τον αντίκτυπο των καταγγελιών της προσφεύγουσας στη φήμη του Α., σημείωσε ότι δεν ήταν τόσο το ίδιο το αμφισβητούμενο email, αλλά το μήνυμα στο Facebook που δημοσιεύτηκε από τον σύζυγο της προσφεύγουσας που είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις και έφερε το θέμα στη δημοσιότητα. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλε η προσφεύγουσα σε έξι άτομα, εκ των οποίων μόνο το ένα ήταν εξωτερικό μέρος, είχε από μόνο του μικρό αντίκτυπο στην φήμη του καταγγελλομένου.

Τέλος, αν και η επιβληθείσα χρηματική ποινή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα αυστηρή, η προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα. Από τη φύση της, μια τέτοια καταδίκη έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να αποθαρρύνει την καταγγελία τέτοιων σοβαρών ενεργειών, όπως αυτές στην παρούσα υπόθεση, που ανέρχονταν σε ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση, ή ακόμα και σεξουαλική επίθεση.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 8.500 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη  και 4.250 ευρώ για έξοδα και δαπάνες

επιμέλεια: echrcaselaw.com

ΔΕΕ 621/2021 Βία κατά των γυναικών: το Δικαστήριο διευκρινίζει τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση των γυναικών θυμάτων βίας ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

 

Οι γυναίκες μπορούν συνολικά να θεωρηθούν μέλη μιας κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95 και να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία αυτή. Τούτο συμβαίνει αν, στη χώρα καταγωγής τους, εκτίθενται λόγω του φύλου τους σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας. Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο καθεστώς του πρόσφυγα, είναι δυνατόν να τους χορηγηθεί το καθεστώς επικουρικής προστασίας, ιδίως εάν διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο να δολοφονηθούν ή να υποστούν βία.

Μια διαζευγμένη Τουρκάλα υπήκοος, κουρδικής καταγωγής και μουσουλμανικού θρησκεύματος, η οποία ισχυρίζεται ότι η οικογένειά της την είχε εξαναγκάσει στη σύναψη γάμου, καθώς και ότι ο σύζυγός της είχε βιαιοπραγήσει και εξαπολύσει απειλές εις βάρος της, υπέβαλε αίτηση για την παροχή διεθνούς προστασίας στη Βουλγαρία, φοβούμενη ότι, εάν αναγκαστεί να επιστρέψει στην Τουρκία, διατρέχει κίνδυνο η ζωή της.

Το επιληφθέν της υπόθεσης βουλγαρικό δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η οδηγία 2011/95 1 καθορίζει τις προϋποθέσεις, αφενός, για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα και, αφετέρου, για τη χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, στα οποία μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών. Η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα προβλέπεται για τις περιπτώσεις δίωξης υπηκόου τρίτης χώρας λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Η δε χορήγηση επικουρικής προστασίας προβλέπεται για υπήκοο τρίτης χώρας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, η εκτέλεση και η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται τηρουμένης της Σύμβασης της

Κωνσταντινούπολης 2, η οποία είναι δεσμευτική για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αναγνωρίζει ως μορφή δίωξης τη βία κατά των γυναικών λόγω του φύλου τους. Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι γυναίκες μπορούν συνολικά να θεωρηθούν μέλη κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα οσάκις, στη χώρα καταγωγής τους, εκτίθενται λόγω του φύλου τους σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.

Υπηρεσία Τύπου και Πληροφόρησης    curia.europa.eu Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο καθεστώς του πρόσφυγα, είναι δυνατόν να τους χορηγηθεί το καθεστώς επικουρικής προστασίας και στην περίπτωση που αντιμετωπίζουν πραγματική απειλή να δολοφονηθούν ή να υποστούν πράξεις βίας από μέλος της οικογένειάς τους ή της κοινότητάς τους λόγω της υποτιθέμενης παραβίασης εκ μέρους τους των κρατουσών πολιτιστικών αξιών, θρησκευτικών κανόνων ή παραδόσεων.

ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

To πλήρες κείμενο και, εφόσον υπάρχει, η σύνοψη της αποφάσεως είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα CURIA από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της.