Έννοια “τρίτου” στη συκοφαντική δυσφήμηση – Αντιφατικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου

Παραθέτουμε δύο πρόσφατες (εντός του 2019), ομόφωνες και οι δύο, αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπου στην μεν τελευταία ως τρίτοι θεωρούνται οι Δικαστικοί Επιμελητές, Δικηγόροι, Γραμματείς, Εισαγγελείς, Δικαστές κλπ , που λαμβάνουν γνώση σχετικών δικογράφων, ενώ στη δεύτερη δεν θεωρούνται. Κατά συνέπεια το θέμα θα πρέπει να οδηγηθεί την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την ενότητα της νομολογίας, σύμφωνα και με τη νέα διάταξη 8 παρ.2 στοιχ. ε ΚΠΔ.

Καθεμία έχει το ιδιαίτερο σκεπτικό της, ενώ και οι δύο αποδεικνύουν τη δυναμική και διαρκή ρευστότητα του ποινικού δικαίου, που αναγκάζει διαρκώς τους λειτουργούς του σε εμβάθυνση, ώστε σε κάθε χωριστή υπόθεση να αναζητείται και εφαρμόζεται πραγματικά “ΔΙΚΑΙΟ” και να μην υπηρετείται μία τεχνοκρατική και μηχανιστική προσέγγισή του, που παρουσιάζεται μεν ως “διευκολυντική”, αλλά στην ουσία υπηρετεί μία επαγγελματική πόρωση, που βρίσκεται ακριβώς απέναντί του!

Απόφαση 841 / 2019    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 841/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Σταματική Μιχαλέτου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Πεπόνη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της ΒΤ3837-3901/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Θ. Μ. του Ε., κάτοικο …, που δεν παρέστη και 2. Τ. Κ. του Ι., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της …………………. και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Μ. του Α., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………………
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 10/27-2-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 319/2019.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 §2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή, μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή τους αν αυτές είναι πρωτοβάθμιες. Η αρμοδιότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έχει διατηρηθεί παράλληλα με αυτή που ορίζει το άρθρο 473 § 3 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία: “Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης.” Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκεί αναίρεση και κατά αθωωτικών αποφάσεων πρωτοβαθμίων δικαστηρίων που προσβάλλονται με έφεση, εντός μηνός από την καταχώρησή τους στο ειδικό βιβλίο μετά από δική του πρωτοβουλία, που πρέπει να εκδηλώνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευσή τους. Σε περίπτωση που η απόφαση καταχωρηθεί στο παραπάνω βιβλίο εντός διμήνου από τη δημοσίευσή της με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δικαστηρίου, που την εξέδωσε, τότε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατ’ αυτής εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώρηση αυτή. Εξάλλου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 510§1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων είναι η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που προβλέπεται από το άρθρο 510 § 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ. Την προκειμένη περίπτωση με την η υπό κρίση υπ’ αριθμόν 10/27-2-2019 αίτησή του ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Μπρακουμάτσος ζητεί την αναίρεση εν μέρει της υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 1-2-2019 και με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι Θ. Μ. και Τ. Κ. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, η δεύτερη αθώα και της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο πρώτος τούτων. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρεφόμενη κατά του κεφαλαίου της προαναφερθείσας απόφασης με το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, μετά από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 363 του ΠΚ, που προβλέπεται από το άρθρο 510 § 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ και η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός μηνός από την 1-2-2019 (ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων του εκδώσαντος αυτήν Δικαστηρίου), με εμπρόθεσμη δήλωση του αναιρεσείοντος Αντεισαγγελέα στον αρμόδιο γραμματέα του Αρείου Πάγου και τη σύνταξη της σχετικής, υπ’ αριθμόν 10/27-2-2019 έκθεσης (άρθρα 462, 463, 474, 479 εδ.α, 505§2 εδ.α και 509 του ΚΠΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, με την παρουσία της Τ. Κ., δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και σαν να ήταν παρών και ο πρώτος τούτων Θ. Μ., ο οποίος αν και, σύμφωνα με τα από 5-3-2019 αποδεικτικά επίδοσης της Σ. Σ., Επιμελήτριας Δικαστηρίων και της Α. Σ. Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στον ίδιο και στην πληρεξουσία δικηγόρο του η υπ’ αριθμόν 319/5-3-2019 κλήση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία κλήθηκε για να παραστεί μετά ή δια της συνηγόρου του, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε ούτε παραστάθηκε κατ’ αυτήν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 515§ 2, εδ. α του ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων”όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή” και κατά την δεύτερη “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης απαιτείται: 1)ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, 2)το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 3)να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ιδία πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης του. Για την υποκειμενική θεμελίωση του συγκεκριμένου εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε πρώτο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σ’ αυτή κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων ου) και κατά το ενδιαφέρον στην κρινόμενη υπόθεση μέρος, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “… Ο Ν. Μ. του Θ., ο οποίος απεβίωσε στις 25-4-2012, κάτοικος …, διατηρούσε στο κατάστημα ….. (….) της τράπεζας “…” που φέρει τον διακριτικό τίτλο “…” δύο λογαριασμούς καταθέσεων και συγκεκριμένα (α) τον υπ’ αριθμ. 15…1 λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο τον ανιψιό του, Θ. Μ. του Ε. και της Α., κάτοικο … και (β) τον υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο τον επίσης ανιψιό τον Γ. Μ. του Α. και της Ι.. Περαιτέρω, ο αποβιώσας διατηρούσε και δύο λογαριασμούς καταθέσεων προθεσμίας, τύπου “…”, δεκαοκτάμηνης διάρκειας, καθένας από τους οποίους ήταν συνδεδεμένος με τον αντίστοιχο λογαριασμό ταμιευτηρίου, στον οποίο θα πιστωνόταν το ποσό του σε περίπτωση της συμβατικής λήξης της προθεσμίας και συγκεκριμένα, διατηρούσε (α) με συνδικαιούχο τον ανιψιό του Θ. Μ. του Ε. τον υπ’ αριθμ. 1…15 λογαριασμό καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος είχε συνδεθεί με τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…1 λογαριασμό ταμιευτηρίου που ήταν κοινός μεταξύ τους. ο συγκεκριμένος, δε, λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας είχε .ανοιχθεί την 10-1-2012 με αριθμό ομολογίας ….015 μηνιαία ανανέωση και προσδοκώμενη λήξη τον Ιούλιο του 2013. ανερχόταν δε η εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση στο ποσό των 324.000.00 ευρώ και (β) ατομικώς, τον υπ’ αριθμ. 1…7 λογαριασμό καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος είχε συνδεθεί με τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου που ήταν κοινός μεταξύ του ίδιου (Ν. Μ.) και του Γ. Μ., ο συγκεκριμένος, δε, λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας είχε ανοιχθεί την 27-1-2011, με αριθμό ομολογίας ….37, μηνιαία ανανέωση και προσδοκώμενη λήξη τον Ιούλιο του 2012, ανερχόταν δε η εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση, επίσης, στο ποσό των 324.000 ευρώ. Στις 19-4-2012 ο Γ. Μ., προσκόμισε στο ανωτέρω κατάστημα της … ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του (συνταχθέντος στην οικία του Ν. Μ.) υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Α. Σ., σύμφωνα με το οποίο, ο αποβιώσας τον είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του, δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα “να εκπροσωπεί τον εντολέα σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί αυτός (ο εντολέας) στην άνω Τράπεζα, ήτοι (α) τον λογαριασμό με αριθμό 1…15 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…1 και (β) τον λογαριασμό με αριθμό 1…7 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…25 και να προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση – ανάληψη αυτών, υπογράφοντας κάθε έγγραφο, εξόφληση ή απόδειξη”. Ο Γ. Μ., προσκόμισε στο ανωτέρω κατάστημα της …, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ….4/18-4-2012 ειδικού (συνταχθέντος στην οικία του Ν. Μ.) πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Α. Σ., σύμφωνα με το οποίο ο τελευταίος τον είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του, δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα “να εκπροσωπεί τον εντολέα σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί αυτός (ο εντολέας) στην άνω Τράπεζα, ήτοι: 1) Τον λογαριασμό με αριθμό 1…15 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…1 και 2) τον λογαριασμό με αριθμό 1…7 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…25 και να προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση – ανάληψη αυτών, υπογράφοντας κάθε έγγραφο, εξόφληση ή απόδειξη”. Με βάση, δηλαδή, αυτό το ειδικό πληρεξούσιο ο Γ. Μ. απέκτησε δικαίωμα διαχείρισης των ανωτέρω δύο υπ’ αριθμ. 1…15 (με συ\/δικαιούχους τον Ν. Μ. και Θ. Μ.) και 1…7 (με δικαιούχο τον Ν. Μ.) λογαριασμών προθεσμιακής κατάθεσης, την ίδια δε ανωτέρω ημερομηνία της προσκόμισης του στο προαναφερόμενο κατάστημα της … ζήτησε την πρόωρη εξόφληση των λογαριασμών αυτών και τη δημιουργία δύο ισόποσων προθεσμιακών καταθέσεων, κοινών μεταξύ αυτού και του Ν. Μ.. Πράγματι, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ανωτέρω τράπεζας προέβησαν στην προεξόφληση των ανωτέρω δύο προθεσμιακών καταθέσεων και στη δημιουργία δύο νέων, τύπου “…”, δεκαοκτάμηνης διάρκειας, ισόποσων με τις προηγούμενες, με συνδικαιούχους τον Γ. Μ. και τον Ν. Μ. και συγκεκριμένα (α) του υπ’ αριθμ. 1…8 λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος συνδέθηκε με τον υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου, που ήταν, όπως προαναφέρθηκε, κοινός μεταξύ Ν. Μ. και Γ. Μ., η ανωτέρω δε προθεσμιακή κατάθεση ανερχόταν στο ποσό των 324.000,00 ευρώ, (β) του υπ’ αριθμ. 1…4 λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος συνδέθηκε με τον υπ’ αριθμ. 1…22 λογαριασμό ταμιευτηρίου, που ήταν κοινός μεταξύ Ν. Μ. και Γ. Μ., η ανωτέρω δε προθεσμιακή κατάθεση ανερχόταν, επίσης, στο ποσό των 324.000,00 ευρώ. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο Ν. Μ. απεβίωσε, στις 25-4-2012 σε ηλικία 91 ετών, στις 27-4-2012 δε ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της προαναφερόμενης Τράπεζας και πραγματοποίησε ανάληψη ποσού 110.000,00 ευρώ από τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου, κοινό μεταξύ του ίδιου και του αποβιώσαντος θείου του. Την ίδια ημερομηνία (27-4-2012) ο Θ. Μ. μετέβη στο κατάστημα Λευκάδας της Τράπεζας, όπου πληροφορήθηκε ότι η υπ’ αριθμ. 1…15 προθεσμιακή κατάθεση που διατηρούσε με τον θείο του Ν. Μ. είχε προεξοφληθεί στις 19-4-2012 με βάση το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. ….4/18-4-2012 ειδικό πληρεξούσιο, ανέφερε δε στους υπαλλήλους του ανωτέρω τραπεζικού καταστήματος, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά της …, ότι δεν μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο θείος του βρισκόταν τότε σε κωματώδη κατάσταση, ο ίδιος δε στη μήνυση του αναφέρει ότι ο θείος του κατά τους τελευταίους έξι μήνες προ του θανάτου του δεν είχε αντίληψη του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν. Στη συνέχεια, στις 30-4-2012, ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της Τράπεζας και εκδήλωσε στη διευθύντρια του (δεύτερη κατηγορουμένη) Τ. Κ., την πρόθεσή του να προεξοφλήσει τις ανωτέρω δύο προθεσμιακές καταθέσεις που είχε δημιουργήσει στο όνομά του και στο όνομα του θείου του, μετέβαλε, όμως, γνώμη και δεν προχώρησε στην προεξόφλησή τους, σε ερώτηση δε της δεύτερης κατηγορουμένης για την υγεία του θείου του απάντησε “τι να σας πω κ. Κ., την βγάζει δεν την βγάζει”, αποκρύπτοντας και τότε ότι ο θείος του είχε αποβιώσει στις 25-4-2012 όπως επίσης αναφέρει στη μηνυτήρια αναφορά της η …. Ακολούθως, ο Γ. Μ. μετέβη εκ νέου, στις 2-5-2012, στο ίδιο κατάστημα της Τράπεζας και ζήτησε την προεξόφληση των ανωτέρω δύο προθεσμιακών καταθέσεων, όπως και έγινε και πιστώθηκε με το προϊόν τους, δηλαδή με το συνολικό ποσό των 648.000,00 ευρώ, ο ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμός ταμιευτηρίου. Στη συνέχεια, την ίδια ημερομηνία (2-5-2012) ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της … και ζήτησε την ανάληψη του ποσού των 648.000,00 ευρώ από τον υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό, γεγονός για το οποίο οι υπάλληλοι του τραπεζικού αυτού καταστήματος ενημέρωσαν τους συναδέλφους τους του καταστήματος …., σε ερωτήσεις των οποίων ο Γ. Μ. απάντησε τηλεφωνικά ότι ο θείος του Ν. Μ., απεβίωσε στις 25-4-2012. Κατόπιν των ανωτέρω, το κατάστημα …. αρνήθηκε την άμεση πραγματοποίηση της αιτηθείσας από τον Γ. Μ. συναλλαγής, στη συνέχεια δε, δέσμευσε τον ανωτέρω λογαριασμό μέχρι τον έλεγχο των νομιμοποιητικών εγγράφων που αυτός είχε προσκομίσει. (ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την από 4-5-2012 υπεύθυνη δήλωση, που κατέθεσε ο Γ. Μ. στην Τράπεζα, ανέφερε ότι ο αποβιώσας θείος του είχε πλήρη διαύγεια, αντίληψη και πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, καθόσον ουδέποτε έπασχε από οποιαδήποτε σωματική νόσο και ουδέποτε από οποιαδήποτε μορφή πνευματικής νόσου). Περαιτέρω η … ζήτησε από τη δικαστική γραφολόγο Β. Σ. να φωτοτυπήσει. εξετάσει και επισκοπήσει τις υπογραφές του Ν. Μ. που είχαν τεθεί επί του πρωτοτύπου του ανωτέρω συνταχθέντος από τη Συμβολαιογράφο Α. Σ. υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου σε σύγκριση με άλλες υπογραφές που είχε θέσει σε άλλα έγγραφα και τις τεθείσες υπογραφές του επί του υπ’ αριθ. …70/18-5-2011 προγενέστερου πληρεξουσίου, επίσης συνταχθέντος από την προαναφερομένη συμβολαιογράφο, η οποία χορήγησε στην ανωτέρω Τράπεζα ακριβή αντίγραφα των συμβολαιογραφικών εγγράφων μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. …255/9-5-2012 εισαγγελική παραγγελία. Η ανωτέρω δικαστική γραφολόγος στο από 11-5-2012 ενημερωτικό σημείωμα της ανέφερε ότι: “Οι υπό έλεγχο υπογραφές που ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. …04/18-4-2012 πληρεξούσιο της Συμβ/φου Α. Β. Σ., συγκρινόμενες με τις υπογραφές του Ν. Μ. του Θ., οι οποίες ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. …70/18-5-2011 πληρεξούσιο της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, καθώς και στα από 9-2-2011 αποδεικτικό μεταφοράς ποσού, 9-2-2011 αποδεικτικό εξόφλησης λογαριασμού καταθέσεων και από 9-2-2011 επίσης αποδεικτικό καταθέσεως, δεν εμφανίζουν γραφολογική σύνδεση. Δεν φέρουν κατάλοιπα γραφολογικά στοιχεία του υπογραφικού τύπου και των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του γραφικού εθισμού των παραπάνω γνησίων υπογραφών του Ν. Μ.. Προφανώς οι υπό έλεγχο υπογραφές έχουν προέλθει με τη συγκράτηση της χειρός του Ν. Μ. υπό αγνώστου προσώπου”. Στη συνέχεια η …, προκειμένου οι υπογραφές του Ν. Μ. επί του υπ’ αριθμ. …04/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου να εξετασθούν σε σύγκριση και με άλλες υπογραφές του, ζήτησε από την ίδια ανωτέρω δικαστική γραφολόγο να φωτοτυπήσει, εξετάσει και επισκοπήσει τις υπογραφές του που είχαν τεθεί επί του υπ’ αριθμ. …1/12-1 -2012 πληρεξουσίου, επίσης συνταχθέντος από την Α. Σ., η οποία χορήγησε στην ανωτέρω Τράπεζα ακριβές αντίγραφο του μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. …9/7-5-2012 εισαγγελική παραγγελία, η δε δικαστική γραφολόγος στο από 17-5-2012 συμπληρωματικό σημείωμα της ανέφερε τα ακόλουθα: “Σε συνέχεια του από 11-5-2012 ενημερωτικού σημειώματος μου προσθέτω και τα εξής: Σήμερα, 17-5-2012, κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, μετέβην στο γραφείο της Συμβ/φου κ. Α. Σ. και εξέτασα και φωτογράφισα από το πρωτότυπο υπ’ αριθμ. 771/12-1-2012 πληρεξουσίου της εν λόγω Συμβολαιογράφου τις υπογραφές του Ν. Μ. τις οποίες συνέκρινα με τις αντίστοιχες που ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. ..4/18-4-2012 πληρεξούσιο της αυτής Συμβολαιογράφου, καθώς και εκείνες που ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. ….0/18-5-2011 πληρεξούσιο, ωσαύτως της αυτής Συμβολαιογράφου. Η εκτίμησή μου είναι ότι οι υπογραφές του ….1/2012 πληρεξουσίου εμφανίζουν μειωμένη γραφική ικανότητα σε σχέση με τις τεθείσες στο προηγούμενο 670/2011 πληρεξούσιο, είναι όμως γνήσιες υπογραφές του Ν. Μ.. Συγκρινόμενες όμως οι υπογραφές του ….1/2012 πληρεξουσίου με τις αντίστοιχες του …4/2012 πληρεξουσίου, οι τελευταίες (πληρεξουσίου ….4/2012) δεν εμφανίζουν ούτε τη γραφική ικανότητα των υπογραφών του πληρεξουσίου …1/2012 και ούτε φέρουν στοιχεία κατάλοιπα του γραφικού του εθισμού. Οι υπό έλεγχο υπογραφές (πληρεξούσιο …4/18-4-2012) δεν έχουν γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του παραπάνω πληρεξουσίου (…1/2012) ούτε και του προηγουμένου (670/2011). Περαίνοντας, σημειώνω ότι, ως εκθέτω και στο προηγούμενο σημείωμα από 11 -5-2012, οι υπό έλεγχο υπογραφές, με μεγάλη πιθανότητα, έχουν προέλθει δια της συγκράτησης της χειρός του Ν. Μ. υπό αγνώστου προσώπου”. Πλην της ανωτέρω γραφολόγου, γραφολογική εξέταση των υπογραφών του Ν. Μ. στο επίδικο υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικό πληρεξούσιο διενήργησαν η δικηγόρος – ειδική δικαστική γραφολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου … στον Τομέα των Ποινικών Επιστημών, Μ. – Μ. Κ., κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταγγέλλοντος Θ. Μ., καθώς και η δικαστική γραφολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα στον Τομέα Εγκληματολογίας του …. Πανεπιστημίου, Χ. Τ., κατόπιν εντολής του Γ. Μ., στις δε από 30-10-2012 και από 8-10-2012, αντιστοίχως, εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδότησης τους διαλαμβάνουν μεταξύ των άλλων: α) η πρώτη ότι “..Οι υπό έλεγχο υπογραφές ως “Ν. Μ.”, οι οποίες φέρονται στις σελ. 2 και 3 του υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου (συνταχθέντος στην οικία του 91ετούς Ν. Μ., επτά (7) ημέρες πριν από το θάνατο αυτού) έχουν πράγματι τεθεί με το χέρι του Ν. Μ. υπό συνθήκες όμως, οι οποίες δημιουργούν εύλογη αμφιβολία για την ομαλή συνεργασία των λειτουργιών του εγκεφάλου του (ήτοι, της μνήμης, της αντίληψης, της κρίσεως και του συνειρμού των ιδεών), οι οποίες απαιτούνται να συνυπάρχουν για τη χάραξη των ειθισμένων γραφικών κινήσεων του γράφοντα μέσα στο διατιθέμενο γραφικό χώρο. Οι υπό έλεγχο δηλ. υπογραφές ως “Ν. Μ.”, όπως φέρονται διασπασμένες με λανθασμένους συλλαβισμούς στις σελ. 2 & 3 του υπ’ αριθμ. ….4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου, δεν είναι πραγματικές υπογραφές του Ν. Μ., αλλά ό,τι έχει απομείνει από αυτές στη μνήμη του, αποδεικνύοντας έτσι, την αδυναμία αυτού να υπογράφει σύμφωνους με τις ειθισμένες γραφικές του κινήσεις. Οι εν λόγω δηλ. γραφικές χαράξεις…αποκαλύπτουν και την αδυναμία προσανατολισμού αυτού, καθώς και συνεργασίας του νευρομυϊκού του συστήματος με τις λειτουργίες του εγκεφάλου του…ενώ η μνήμη του έχει υποστεί σοβαρό πρόβλημα, διασπώντας την ενότητα της συνεργασίας εγκεφάλου και νευρομυϊκού συστήματος αυτού και προκαλώντας εύλογα ερωτήματα για το βαθμό της συνειδησιακής του κατάστασης,. .Δημιουργώντας συνεπώς, εύλογη αμφιβολία για το εάν και κατά πόσο, κατά το χρόνο αυτό, ο Ν. Μ. ήταν σε θέση αντίληψης και συνείδησης, τόσο ότι έθετε την υπογραφή του επί πληρεξουσίου εγγράφου, όσο και κατανοήσεως του περιεχομένου του…Το ως άνω συμπέρασμα εδράζεται επί γραφολογικών ευρημάτων και των αντιστοίχων επ’ αυτών πορισμάτων.
Συνεπώς, χρήζει επιβεβαίωσης μέσω αντίστοιχης εξέτασης του υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου από ειδικό ψυχίατρο, σε σχέση και με τα διατιθέμενα προγενέστερα προς αντιπαραβολή έγγραφα, φέροντα τις συνήθεις υπογραφές και γραφή του Ν. Μ.”, β) η δεύτερη ότι “…1.- α) Οι υπό έλεγχο υπογραφές του Ν. Μ. στα υπ’ αρ. ..0/18-5-2011 και ..1/12-1-2012 Ειδικά Πληρεξούσια έχουν τα γραφολογικά χαρακτηριστικά των προγενέστερων γνήσιων υπογραφών του ανωτέρω (των ετών 2005 -2010), με μικρή διαφοροποίηση ως προς τη γραφική ικανότητα και συνεπώς προέρχονται από τον ίδιο. ήτοι τον Ν. Μ.. β) Οι υπό έλεγχο υπογραφές του Ν. Μ. στο υπ’ αρ. ..4/18-4-2012 Ειδικό Πληρεξούσιο διαφέρουν μορφολογικά τουλάχιστον από τις προγενέστερες γνήσιες υπογραφές του ανωτέρω, ενώ ομοιάζουν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, η υπογραφή της 2ης σελίδας φαίνεται να περιλαμβάνει τα κεφαλαία “….” (προφανώς από το επώνυμο Μ.) και την αποληκτική κίνηση, ενώ η υπογραφή της 3ης σελίδας έχει ευδιάκριτα τα γράμματα “…” (προφανώς από το όνομα Ν.). Η άποψη μου είναι ότι και οι δύο αυτές υπογραφές προέρχονται από τον Ν. Μ.. Η μειωμένη γραφική ικανότητα που παρατηρείται στις υπό έλεγχο υπογραφές, προφανώς οφείλεται στη μεγάλη ηλικία του Ν. Μ. ή και στις ειδικές συνθήκες χάραξης κατά τη στιγμή της υπογραφής, ήτοι σε χρόνο ασθένειας ή κλινήρης ή χωρίς σταθερό υποστήριγμα του χαρτιού κλπ. 2.- Η πνευματική διαύγεια του Ν. Μ. κατά το χρόνο που έθεσε τις υπό έλεγχο υπογραφές δεν μπορεί να διαπιστωθεί γραφολογικά γιατί πρόκειται μόνο για υπογραφές. Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να γίνει από ιατρό (νευρολόγο – ψυχίατρο) και όταν ο Ν. Μ.ς ήταν εν ζωή”. Από την αξιολογική εκτίμηση των ανωτέρω αναφερομένων στα ενημερωτικά σημειώματα της δικαστικής γραφολόγου Β. Σ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής της καταγγέλλουσας …) και στις γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των δικαστικών γραφολόγων Μ. – Μ. Κ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταγγέλλοντος Θ. Μ.) και Χ. Τ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής του Γ. Μ.) είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ασφαλούς δικανικής κρίσης περί της γνησιότητας ή μη των υπογραφών του Ν. Μ. επί του υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου, αφού είναι αντιφατικά όχι μόνο τα περιλαμβανόμενα στα δύο ενημερωτικά σημειώματα της πρώτης δικαστικής γραφολόγου και στη γραφολογική γνωμοδότηση της δεύτερης δικαστικής γραφολόγου, αφενός, προς εκείνα της γραφολογικής γνωμοδότησης της τρίτης δικαστικής γραφολόγου, αφετέρου, αλλά είναι αντιφατικά ακόμη και τα συμπεράσματα των ενεργησασών δικαστικών γραφολόγων κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, αφού η μεν πρώτη συμπεραίνει, αρχικά προφανώς” και στη συνέχεια “με μεγάλη πιθανότητα” ότι οι επίδικες υπογραφές έχουν προέλθει με τη συγκράτηση της χειρός του Ν. Μ. από άγνωστο πρόσωπο, η δε δεύτερη συμπεραίνει ότι οι υπογραφές αυτές έχουν πράγματι τεθεί με το χέρι του Ν. Μ. αλλά δεν είναι πραγματικές, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες τέθηκαν, επισημαίνοντας ότι το συμπέρασμα της χρήζει επιβεβαίωσης μετά από εξέταση του επιδίκου πληρεξουσίου από ειδικό ψυχίατρο. Σημειώνεται, πάντως ότι σε κανένα από τα συμπεράσματα και των τριών δικαστικών γραφολόγων δεν βρίσκει έρεισμα η μία εκ των απαγγελθεισών σε βάρος του Γ. Μ. κατηγοριών και συγκεκριμένα, εκείνη της πλαστογραφίας υπό την προεκτεθείσα κακουργηματική μορφή της, σύμφωνα με την οποία αυτός “έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ν. Μ.” επί του επιδίκου πληρεξουσίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αποβιώσας στις 25-4-2012 Ν. Μ. με το συνταχθέν στην οικία του υπ’ αριθμ. …0/18-5-2011 εδικό πληρεξούσιο, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται από κανένα (μάλιστα αποτέλεσε συγκριτικό έγγραφο των ανωτέρω δικαστικών γραφολόγων που διενήργησαν γραφολογική εξέταση του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 πληρεξουσίου κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, … και Θ. Μ.), διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του τον Γ. Μ., δίνοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε,” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται, μεταξύ των τραπεζικών λογαριασμών που αυτός τηρούσε στην ανωτέρω Τράπεζα, και τον υπ’ αριθμ. 1…1 (ταμιευτηρίου), ήτοι τον λογαριασμό που τηρούσε με συνδικαιούχο τον κατηγορούμενο Θ. Μ. και να προβαίνει σε αναλήψεις οποιουδήποτε χρηματικού ποσού και χωρίς χρονικό περιορισμό από τον λογαριασμό αυτόν. Ήδη, δηλαδή, έντεκα μήνες πριν από τη σύνταξη του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου ο Γ. Μ., με βάση πληρεξούσιο η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, είχε αποκτήσει δικαίωμα διαχείρισης του λογαριασμού ταμιευτηρίου, στον οποίο συνδικαιούχος, πέραν του Ν. Μ., ήταν ο καταγγέλλων εξάδελφος του. Επιπλέον, με το επίσης συνταχθέν από την Α. Σ. στην οικία του Ν. Μ. υπ’ αριθμ. …1/12-1-2012 ειδικό πληρεξούσιο, η γνησιότητα του οποίου επίσης δεν αμφισβητείται από κανένα (μάλιστα και αυτό αποτέλεσε συγκριτικό έγγραφο των ανωτέρω δικαστικών γραφολόγων που διενήργησαν γραφολογική εξέταση του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 πληρεξουσίου κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, … και Θ. Μ.). ο τελευταίος διόρισε ειδικό, πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του τον Γ. Μ., δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τον προθεσμιακό λογαριασμό που τηρούσε “με τον αριθμό 1…60 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…1” καινά προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση – ανάληψη αυτού. Όπως σαφώς προκύπτει, ο αναγραφείς στο εν λόγω πληρεξούσιο αριθμός “1…60” του προθεσμιακού λογαριασμού “με αριθμό βιβλιαρίου 1…1” (συνδεδεμένος, δηλαδή με τον υπ’ αριθμ. 1…1 λογαριασμό ταμιευτηρίου) ήταν εσφαλμένος, εφόσον ο ορθός αριθμός του συγκεκριμένου προθεσμιακού λογαριασμού, σύμφωνα με τα στοιχεία της …, ήταν ο 1…15, τον οποίο τηρούσε ο Ν. Μ. με συνδικαιούχο Θ. Μ., παρίσταται δε ως βάσιμος ο ισχυρισμός του Γ. Μ. περί του ότι αναγράφηκε στο πληρεξούσιο αυτό ο ανωτέρω εσφαλμένος αριθμός του προθεσμιακού λογαριασμού από λάθος της διευθύντριας του καταστήματος …. της προαναφερόμενης Τράπεζας (δεύτερης κατηγορουμένης) Τ. Κ., η οποία τον είχε αναγράψει σε ιδιόγραφο παραδοθέν σ’ αυτόν σημείωμα της, φωτοαντίγραφο του οποίου αυτός προσκόμισε (σε χειρόγραφη σημείωση επί του ανοιγέντος στις 10-1-2012 (δηλαδή πριν από τη σύνταξη του υπ’ αριθμ. ….1/12-1 -2012 πληρεξουσίου) υπ’ αριθμ. 1…15 προθεσμιακού λογαριασμού αναφέρεται ότι “Κατόπιν υπόδειξης του Γ. Μ. η παρούσα προθεσμιακή κατάθεση αντικατέστησε την 1…60 διότι κατά λάθος έγινε προθεσμιακή κατάθεση για 1 μήνα και όχι …. μηνιαία πρόοδο 18μην.”). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε χρόνο πλέον των τριών μηνών πριν από τη σύνταξη του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου, ο Γ. Μ., με βάση πληρεξούσιο η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, είχε αποκτήσει (κατά τη βούληση του Ν. Μ. και ανεξαρτήτως της αναγραφής στο υπ’ αριθμ. …1/12- 1-2012 πληρεξούσιο εσφαλμένου αριθμού του προθεσμιακού λογαριασμού) δικαίωμα διαχείρισης και του προθεσμιακού λογαριασμού στον οποίο συνδικαιούχος, πέραν του Ν. Μ., ήταν και ο πρώτος κατηγορούμενος. Κατόπιν αυτών, κρίνεται εύλογος ο ισχυρισμός του Γ. Μ. ότι το υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 επίδικο πληρεξούσιο συνετάγη προς άρση της διαπιστωθείσας ανωτέρω αταξίας του υπ’ αριθμ. …1/12-1- 2012 πληρεξουσίου, αφού δεν ήταν δυνατή η εκ των υστέρων διόρθωση με αναγραφή σε παραπομπή του αριθμού του προθεσμιακού λογαριασμού από τη Συμβολαιογράφο, όπως ζητήθηκε από αυτήν από την δεύτερη κατηγορουμένη. Σύμφωνα, περαιτέρω, με τη μηνυτήρια αναφορά της … ο κατηγορούμενος Θ. Μ., κατά τη μετάβαση του στο κατάστημα … της Τράπεζας, στις 27-4-2012, ανέφερε ότι ο θείος του, Ν. Μ., βρισκόταν, στις 19-4-2012, σε κωματώδη κατάσταση, ο ίδιος δε στη μήνυση του αναφέρει ότι ο θείος του κατά τους τελευταίους έξι μήνες προ του θανάτου του δεν είχε αντίληψη του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν. Η “κωματώδης”, ωστόσο, κατάσταση του Ν. Μ. (ο οποίος, σύμφωνα με τη συνημμένη στη δικογραφία ληξιαρχική πράξη θανάτου του, απεβίωσε συνεπεία καρδιακής ανακοπής, καρδιακής ανεπάρκειας και προχωρημένου γήρατος) και η ανωτέρω έλλειψη αντίληψης του δεν προκύπτουν από οποιοδήποτε ιατρικό έγγραφο. Και τούτο διότι, όπως αναφέρει ο Γ. Μ. και αποδέχεται η καταγγέλλουσα … (βλ. σχετ. τις από 11-11-2015 προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτηση των από 26-9-2012 και 18-3-2013 αγωγών του Γ. Μ. εναντίον της), την 9-1-2012 δύο υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας μετέβησαν και συνάντησαν στην οικία του τον Ν. Μ. και δεν διαπίστωσαν οτιδήποτε είτε για “κωματώδη κατάσταση” του είτε για έλλειψη του “αντίληψης του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν”, αφού στη συνέχεια, δεν ανέφεραν αρμοδίως στην ανωτέρω Τράπεζα οτιδήποτε σχετικό. Επιπλέον, η ανωτέρω αμφισβήτηση επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι την 12-1-2012 συντάχθηκε το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …1/2012 ειδικό πληρεξούσιο, για την εγκυρότητα του οποίου ουδεμία ένσταση προβλήθηκε. Πέραν αυτών, ο Γ. Μ. υποστηρίζει ότι υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας μετέβησαν στην οικία του Ν. Μ. και στις 26-3-2012 στα πλαίσια της διαδικασίας καταγραφής του ως συνταξιούχου, γεγονός το οποίο αρνείται η Τράπεζα, για την απόδειξη, όμως, αυτού του ισχυρισμού του ο Γ. Μ. προσκόμισε αντίγραφα σχετικών εγγράφων και συγκεκριμένα (α) αντίγραφο του από 14-2-2012 εγγράφου της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Ν. Μ. περί της “υποχρεωτικής φυσικής παρουσίας των συνταξιούχων στις Τράπεζες”, (β) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ….29/15-7-2015 εγγράφου της Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων προς τον ίδιο, στο οποίο αναφέρεται ότι η καταγραφή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν. Μ. διενεργήθηκε την 26-3-2012, (γ) αντίγραφο εγγράφου της … για τη “ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ”, στο οποίο αναγράφεται για τον Ν. Μ. “Ημερομηνία φυσικής παρουσίας: 26/3/2012”. Κατά συνέπεια των ανωτέρω είτε μετέβησαν υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας στην οικία του Ν. Μ. για την καταγραφή του ως συνταξιούχου είτε μετέβη ο ίδιος στο κατάστημα της για τον λόγο αυτό (πράγμα που δεν παρίσταται ως πιθανό, εφόσον ήδη την 9-1-2012 είχαν μεταβεί υπάλληλοι της Τράπεζας στην οικία του, επειδή εμφάνιζε προβλήματα κινητικότητας στα πόδια, όπως αναφέρει και η Τράπεζα στις προαναφερόμενες προτάσεις της), γεγονός είναι ότι και στις 26-3-2012 υπήρξε επαφή του Ν. Μ. με υπαλλήλους της Τράπεζας, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι έθεσαν υπόψη της Τράπεζας οτιδήποτε για διαπιστωθείσα έκπτωση ή μείωση των πνευματικών του λειτουργιών. Οι αιτιάσεις του πρώτου κατηγορουμένου περί της πνευματικής αδυναμίας του Ν. Μ. δεν τεκμηριώνονται σε κάποια ιατρική πιστοποίηση (αρμοδίου κατά ειδικότητα) ιατρού, ενώ σημειώνεται ότι ο Γ. Μ. προσκόμισε φωτοαντίγραφο της από 29-5-2012 βεβαίωσης του ιατρού παθολόγου Σ. Π. (θεράποντος ιατρού του Ν. Μ., αποβιώσαντος στις 25-4-2013), σύμφωνα με την οποία ο Ν. Μ. έπασχε από στεφανιαία νόσο καρδιακή ανεπάρκεια και από καμία άλλη χρόνια νόσο. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε η αναλήθεια του περιεχομένου της από 29-8-2012 μήνυσης που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος του Γ. Μ., ο μηνυτής δε τελώντας σε γνώσει της αναλήθειας αυτής υπέβαλε την εν λόγω μήνυση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι αυτήν. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Όσον αφορά δε τη δεύτερη κατηγορουμένη, λεκτά τ’ ακόλουθα: Η δεύτερη κατηγορουμένη ενήργησε εν προκειμένω σύμφωνα με το πρωτόκολλο ενεργειών που προβλέπεται από την Τράπεζα, στην οποία εργάζεται. Κατόπιν των ανωτέρω ισχυρισμών των Θ. Μ. ενώπιον της αρμοδίας υπαλλήλου του Καταστήματος …., Σ. Λ., στις 27.4.2012, αλλά και των από 11.5.2012 και 17.5.2012 ενημερωτικών σημειωμάτων της δικαστικής γραφολόγου Β. Σ., η οποία ενήργησε κατόπιν δύο (2) εισαγγελικών παραγγελιών, η δεύτερη κατηγορουμένη εύλογα ενημέρωσε τις αρμόδιες υπηρεσίες της τράπεζας, προκειμένου να την κατευθύνουν σχετικά (ας σημειωθεί ότι η δεύτερη κατηγορουμένη σε καμία περίπτωση δεν θα ηδύνατο να γνωρίζει την κατάσταση των πνευματικών λειτουργιών του Ν. Μ. στις 18-4-2012, ημερομηνία κοτά την οποία συντάχθηκε το υπ’ αριθ. …4/18-4-2012 πληρεξούσιο). Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 3-5-2012 και 8-5-2012 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της …, η δεύτερη κατηγορουμένη ενημέρωσε ενδελεχώς τους αρμόδιους υπαλλήλους περί των εγγράφων που της προσκόμισε ο Γ. Μ., παρακαλώντας ταυτόχρονα (αφού θεωρήσουν το θέμα ως “ιδιαίτερα επείγον”) “για την απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της περίπτωσης των λογαριασμών του εκλιπόντος Μ. Ν., προκειμένου να μας δώσετε οδηγίες για τον χειρισμό της υπόθεσης”. Το περιεχόμενο, εξάλλου, της από 11-6-2012 μηνυτήριας αναφοράς συντάχθηκε εξ ολοκλήρου από τις νομικές υπηρεσίες της … (η δεύτερη κατηγορουμένη απλά την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος της τράπεζας), οι οποίες έκριναν ότι τα ανωτέρω γεγονότα έπρεπε να γνωστοποιηθούν στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές, για τη διερεύνηση τέλεσης τυχόν εγκληματικών πράξεων. Κατόπιν των ανωτέρω, η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε την απαιτούμενη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος μορφή δόλου.

Όσον αφορά δε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (που σχετίζεται με την από μέρους των κατηγορουμένων υποβολή των μηνυτήριων αναφορών στον αρμόδιο Εισαγγελέα), οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι, καθόσον, σύμφωνα με την άποψη που και το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη, δεν δύναται να θεωρηθεί “τρίτος” των οικείων ποινικών διατάξεων (άρθρα 362, 363 ΠΚ) πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες κλπ. Τα πρόσωπα αυτά, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους αποβάλλουν την προσωπική τους ταυτότητα και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον ανατιθέμενο σ’ αυτούς θεσμικό τους ρόλο (βλ. την υπ’ αριθ. 373/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).• Με την ως άνω όμως παραδοχή, την οποία διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασής του το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, καθόσον στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 611/2015), ενόψει μάλιστα και του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ συνάγεται ευθέως ότι “τρίτος” είναι κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν γίνεται σ’ αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κλπ.

Επομένως, το ως άνω Δικαστήριο κηρύσσοντας αθώους τους ως άνω κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσίβλητους, με βάση την ως άνω παραδοχή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν την αθώωση των ως άνω κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσίβλητων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 519 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την αθώωση των αναιρεσίβλητων Θ. Μ. του Ε. και Τ. Κ. του Ι. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2019. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Απόφαση 487 / 2019    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 487/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Θ. Α. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …., για αναίρεση της υπ’αριθ. 240/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Τ. του Ι., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8-8-2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1207/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αριθ. 240/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα [9] μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Α) Κατά το άρθρο 229 παρ.1 Π.Κ “όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν (ήτοι να σκόπευε) στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού.
Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 του Π.Κ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε), θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και ως προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων και ως εκ τούτου γνώριζε.
Κατά δε το άρθρο 362 εδ. α’ Π.Κ., “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, “αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη θεμελίωση και των τριών προαναφερθέντων εγκλημάτων (της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης) απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως α) τη γνώση ότι το καταμηνυόμενο γεγονός είναι ψευδές στην περίπτωση της ψευδούς καταμήνυσης, β) τη γνώση ότι το ενόρκως κατατιθέμενο γεγονός είναι ψευδές στην περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) τη γνώση ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επιπλέον, όσον αφορά το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης για τη θεμελίωση του, εκτός του προαναφερθέντος άμεσου δόλου, χρειάζεται και επιπρόσθετος υπερχειλής δόλος, αφού απαιτείται σκοπός του δράστη να προκαλέσει την ποινική ή πειθαρχική δίωξη του καταμηνυομένου ή αναφερομένου.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία για ότι προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρ. 26 παρ. 1 Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως συμβαίνει επί ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης ,ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός ( υπερχειλής δόλος ) επί ψευδούς καταμήνυσης, η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών. Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Β) Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατά το είδος τους, δέχθηκε για τον αναιρεσείοντα ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Θ. Α., την 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του κατά του Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, του Προέδρου ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητών, σχετικά με καταγγελλόμενες παράνομες διαδικασίες για το μη διορισμό του σε θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή, παρόλο που είχε εκλεγεί στην ανωτέρω βαθμίδα ήδη από την 19-7-20…. Με το ανωτέρω έγγραφο καταμήνυσε ψευδώς και τον εγκαλούντα Α. Τ., ο οποίος διατελούσε από το έτος 20… έως και το έτος 20…. Πρύτανης του Πανεπιστημίου …., για την πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα, ανέφερε στην αναφορά του, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα τα εξής: “Εκλέχθηκα ομόφωνα, αξιοκρατικά και με πλήρη διαφάνεια (στις 19 Ιουλίου 20…) στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή…Κάθε ενέργεια που έγινε έκτοτε είτε από τους εκάστοτε προέδρους ΠΤΔΕ κκ, είτε από τους εκάστοτε Πρυτάνεις κκ … Α. Τ.,…. δεν είναι νομότυπες και παραβιάζουν με περισσό δόλο και σκοπιμότητα όχι μόνο το γράμμα του νόμου, αλλά με βλάπτουν ηθικά και υλικά! Επίσης τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι όλοι οι προαναφερθέντες είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος, δηλαδή ότι παραβίαζαν το γράμμα του νόμου και όμως συνέχισαν και συνεχίζουν να παρανομούν. Προτίθεμαι δε αμέσως να καταθέσω και αγωγές εναντίον όλων των προαναφερθέντων για ηθική και υλική βλάβη που έχω υποστεί εξαιτίας των σκόπιμων και δολίων ενεργειών σας για δέκα (10) συναπτά έτη, αφού στην ουσία έχετε καταστρέψει κυριολεκτικά την καριέρα μου και όχι μόνο!!!…. απάτη που γίνεται σε βάρος μου επί 10 (δέκα) συναπτά έτη, απόδειξη της φασιστικής νοοτροπίας μελών ΔΕΠ και πρυτανικών αρχών, στους οποίους το μόνο μου έγκλημα είναι ότι δεν έσκυψα ΠΟΤΕ τον αυχένα…”. Τα παραπάνω όμως αναφερόμενα ήταν ψευδή και ο δεύτερος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους, καθώς ο εγκαλών, Πρύτανης του Πανεπιστημίου … κατά τα έτη 2006- 2010, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετικά με την εκλογή του κατηγορουμένου ή το μη διορισμό του που παραβίαζε το νόμο, και μάλιστα υπό πλήρη επίγνωση της παρανομίας, ενώ ουδέποτε επέδειξε φασιστική νοοτροπία, με την έννοια της φίμωσης των ελεύθερων φωνών υπέρ της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, η αιτία δε του μη διορισμού του κατηγορουμένου στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί, ήταν η έκδοση της υπ’ αριθ. Φ122.1Π5/147206/π.ε./Β2/24-4-2004 απόφασης του Υπουργού ΥΠΕΠΘ, με την οποία αναπέμφθηκε ο διορισμός του κατηγορουμένου λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, απόφαση η οποία ήταν δεσμευτική για τους εκάστοτε Πρυτάνεις, τυχόν έκδοση δε πράξεως διορισμού του θα ήταν άκυρη. Στην εν λόγω πράξη του προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος, για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, πλην, όμως για τη σχηματισθείσα δικογραφία με ABM Α2011/144ε εξεδόθη η υπ’ αριθ. 235/11- 12-2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου (κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος στις 10.1.2012, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα στην παραπάνω αναφορά του και επί πλέον κατέθεσε τα ακόλουθα: “Ως προς το φάκελο που αφορά στο θέμα του μη διορισμού μου… στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή με ενέργειες ΠΑΡΑΝΟΜΕΙ των Κ. Β.,… και της Ε. Σ…., οι οποίοι ποδηγετούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας τους μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ … Η επιστολή αποδεικνύει ξεκάθαρα το φόβο και τη δουλική συμπεριφορά του Α. Μ., αποτέλεσμα της εκφοβιστικής τακτικής που εφαρμόζουν οι Β., Σ. για να ποδηγετήσουν τα μέλη της συμμορίας τους οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι, παρά τον νόμο, μόνιμοι κάτοικοι … και τουρίστες στην …… Όλα αυτά τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν οι εκόστοτε Πρυτάνεις Σ. Κ. (πρώην), Α. Τ. (τέως), Π. Τ. (νυν)…. τους οποίους καταγγέλλω επίσης μαζί με όλα τα μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ της συμμορίας Β., Σ.”. Τα ως άνω κατατεθέντα όμως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους και κατά το χρόνο κοινοποίησης της αναφοράς και κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης, αφού είχε ιδία αντίληψη ότι στην πραγματικότητα ο εγκαλών, με την ιδιότητα του Πρύτανη, δεν είχε γνώση περί δήθεν ύπαρξης “συμμορίας” στο ΠΤΔΕ Ρόδου, ούτε μετείχε, συγκάλυπτε ή σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με οιαδήποτε συμμορία. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο ο κατηγορούμενος παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, ενώ περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας .Με τα δεδομένα αυτά , πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ , αφού συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προς τούτο όροι.” Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο του ότι: ” Α) Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …., τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές, σχετικά με καταγγελλόμενες παράνομες διαδικασίες για τον μη διορισμό του σε θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή, παρόλο που εκλέχθηκε στην ανωτέρω βαθμίδα ήδη από τις 19-7-2003. Με το ανωτέρω έγγραφο καταμήνυε ψευδώς και τον εγκαλούντα Α. Τ., ο οποίος διατελούσε από το έτος 2006 έως και το έτος 2010 Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, για την πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα, ανέφερε στην επιστολή του, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα τα εξής: “Εκλέχθηκα ομόφωνα, αξιοκρατικά και με πλήρη διαφάνεια (στις 19 Ιουλίου 200…) στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή…Κάθε ενέργεια που έγινε έκτοτε είτε από τους εκάστοτε προέδρους ΠΤΔΕ κκ, είτε από τους εκάστοτε Πρυτάνεις κκ….Α. Τ.,…. δεν είναι νομότυπες και παραβιάζουν με περισσό δόλο και σκοπιμότητα όχι μόνο το γράμμα του νόμου, αλλά με βλάπτουν ηθικά και υλικά! Επίσης τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι όλοι οι προαναφερθέντες είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος, δηλαδή ότι παραβίαζαν το γράμμα του νόμου και όμως συνέχισαν και συνεχίζουν να παρανομούν. Προτίθεμαι δε αμέσως να καταθέσω και αγωγές εναντίον όλων των προαναφερθέντων για ηθική και υλική βλάβη που έχω υποστεί εξαιτίας των σκόπιμων και δολίων ενεργειών σας για δέκα (10) συναπτά έτη, αφού στην ουσία έχετε καταστρέψει κυριολεκτικά την καριέρα μου και όχι μόνο!!!…. απάτη που γίνεται σε βάρος μου επί 10 (δέκα) συναπτά έτη, απόδειξη της φασιστικής νοοτροπίας μελών ΔΕΠ και πρυτανικών αρχών, στους οποίους το μόνο μου έγκλημα είναι ότι δεν έσκυψα ΠΟΤΕ τον αυχένα…”. Τα παραπάνω όμως αναφερόμενα από τον δεύτερο κατηγορούμενο ήταν ψευδή και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθώς ο εγκαλών, Πρύτανης του Πανεπιστημίου … κατά τα έτη 20…-20…, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετική με την εκλογή του κατηγορουμένου ή τον μη διορισμό του που παραβιάζει το νόμο, και μάλιστα υπό πλήρη επίγνωση της παρανομίας, ουδέποτε επέδειξε φασιστική νοοτροπία με την έννοια της φίμωσης των ελεύθερων φωνών υπέρ της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, ενώ η αιτία του μη διορισμού του στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί ο κατηγορούμενος ήταν η έκδοση της υπ’ αριθ. Φ122.1/75/147206/π.ε./Β2/24-4-2004 απόφασης του Υπουργού ΥΠΕΠΘ, με την οποία αναπέμφθηκε ο διορισμός του κατηγορουμένου λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, απόφαση η οποία ήταν δεσμευτική για τους εκάστοτε Πρυτάνεις, τυχόν έκδοση δε πράξεως διορισμού θα ήταν άκυρη. Στην πράξη του αυτή προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, για τη σχηματισθείσα όμως δικογραφία με ABM Α2011/144ε εξεδόθη η υπ’ αριθ. 235/11-12-2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ.
Β) Στις 10-1-2012, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου σχετικά με όσα κατήγγειλε στην ανωτέρω υπό στοιχείο α’ αναφορά του, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “Ως προς το φάκελο που αφορά στο θέμα του μη διορισμού μου… στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή με ενέργειες ΠΑΡ ΑΝ Ο Μ ΕΣ των Κ. Β., … και της Ε. Σ…., οι οποίοι ποδηγετούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας τους, μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ … Η επιστολή αποδεικνύει ξεκάθαρα το φόβο και τη δουλική συμπεριφορά του Α. Μ., αποτέλεσμα της εκφοβιστικής τακτικής που εφαρμόζουν οι Β., Σ. για να ποδηγετήσουν τα μέλη της συμμορίας τους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι, παρά τον νόμο, μόνιμοι κάτοικοι … και τουρίστες- στην Ρόδο.. Όλα αυτά τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν οι εκάστοτε Πρυτάνεις Σ. Κ. (πρώην), Α. Τ. (τέως), Π. Τ. (νυν)…. τους οποίους καταγγέλλω επίσης μαζί με όλα τα μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ της συμμορίας Β., Σ.”. Τα ως άνω κατατεθέντα όμως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου είναι ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθόσον στην πραγματικότητα ο εγκαλών με την ιδιότητα του Πρύτανη δεν γνώριζε την δήθεν ύπαρξη “συμμορίας” στο ΠΤΔΕ Ρόδου, ούτε μετείχε, συγκάλυπτε ή σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με την ανωτέρω δήθεν συμμορία.
Γ) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συγκεκριμένα:
I) Στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές στην οποία διέλαβε για τον εγκαλούντα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα ως άνω υπό στοιχείο α\ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας.
II) Στις 10-1-2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, ως μηνυτής προς απόδειξη των από αυτόν καταγγελλομένων, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχείο β’ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.” Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του άμεσου δόλου των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορού μένος με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν και ακολούθως θεμελιώνουν τη γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων, των ενόρκως κατατεθέντων και των ισχυρισθέντων γεγονότων, μολονότι η γνώση αυτή δεν είναι αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό διαλαμβάνονται. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στην απλή παράθεση των στοιχείων του νόμου, χωρίς να εκθέτει και να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση του ψεύδους των όσων ο κατηγορούμενος κατήγγειλε και κατέθεσε σε βάρος του εγκαλούντος, ενώ μόνο η παραδοχή ότι αιτία του μη διορισμού του στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί ήταν η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης περί αναπομπής του διορισμού του λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να αναφέρονται οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι την αιτία αυτή του μη διορισμού του γνώριζε ο κατηγορούμενος, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης .Όσο αφορά την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, (τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά της οποίας όπως και εκείνα της ψευδούς καταμήνυσης περιλαμβάνονται και για τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης) ,όπου πέραν της τυπικής αναφοράς ότι τα κατατεθέντα ενόρκως ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους ,διατυπώνεται σχηματικά στο σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος είχε ιδία αντίληψη των πραγματικών γεγονότων, χωρίς να προσδιορίζεται και να αιτιολογείται από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα αυτή η προσωπική πεποίθηση και αντίληψη ώστε να προκύπτει η σχετική γνώση, δεν διαλαμβάνεται και για τις πράξεις αυτές επαρκής αιτιολογία για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος.
Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του άμεσου δόλου για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης ,για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός .
Γ) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος ,από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις .Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές,εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια για το λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, επειδή δεν εντάσσονται στην έννοια του “τρίτου” τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελέας, πταισματοδίκης και δικαστικοί υπάλληλοι -γραμματείς) και τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά, που ανακοινώθηκαν με την υποβολή της αναφοράς και την ένορκη εξέταση του αναιρεσείοντος ενώπιον τους, δεν ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμένος κηρύχθηκε ένοχος κατ’ εξακολούθηση για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι α) κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την από 8/11/2011 αναφορά του, με την οποία εν γνώσει του ψευδώς παρουσίαζε τον εγκαλούντα να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, τα αναφερόμενα δε σ’ αυτή ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων -γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος και β) στις 10/1/2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου κατέθεσε τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.
Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΚΠΔ, καθόσον ο εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των αναφερομένων – καταγγελλομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. ‘Ετσι, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος , δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε’ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το σχετικό τρίτο λόγο αναίρεσης.
Σύμφωνα με όσα έγιναν παραπάνω δεκτά και αφού μετά την παραδοχή των άλλων λόγων αναίρεσης παρέλκει πλέον η έρευνα του πρώτου λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και όσο αφορά τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση, όσο δε αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού δεν στοιχειοθετείται το αξιόποινο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 240/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου .
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο της συκοφαντικής δυσφήμησης και ειδικότερα του ότι: ” Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συγκεκριμένα:
I) Στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές στην οποία διέλαβε για τον εγκαλούντα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα ως άνω υπό στοιχείο α\ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου ., περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας.
II) Στις 10-1-2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, ως μηνυτής προς απόδειξη των από αυτόν καταγγελλομένων, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχείο β’ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.”
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top