ΚΥΠΡΟΣ : Έγκλημα μίσους και όχι απλή παράβαση κοινών εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα, η ρατσιστική επίθεση κατά της Ρωσίδας στο πάρκινγκ της Λάρνακας: Τί αναφέρει η απόφαση του Εφετείου

Στην επιβολή ποινών φυλάκισης σε συνδυασμό με χρηματικές ποινές προχώρησε το Εφετείο στην γνωστή λόγω δημοσιότητας υπόθεση της ρατσιστικής επίθεσης που δέχθηκε Ρωσίδα από δύο γυναίκες σε χώρο στάθμευσης στο κέντρο της Λάρνακας.

Όπως σημειώνει το Εφετείο στην απόφασή του, το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε τις κατηγορίες ως εάν να επρόκειτο για συνηθισμένες περιπτώσεις διάπραξης τέτοιων αδικημάτων σε ένα καθημερινό πλαίσιο…τούτο αποτελούσε σοβαρή αστοχία στο δικαστικό έργο, αλλά και σοβαρή παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει την υπόθεση στην ορθή και πλήρη νομική της διάσταση. Και αναφέρει ακόμα: «Είναι φανερό ότι το δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει την δέουσα ή και οποιαδήποτε σημασία στο κίνητρο της προκατάληψης, το οποίο μετατρέπει τα κοινά ή βασικά αδικήματα του Ποινικού Κώδικα («basic crimes») σε «εγκλήματα μίσους» («hate crimes»).  Αυτή ήταν η ουσία της υπόθεσης».

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την σημαντική αυτή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

«Εν προκειμένω, με τον δέοντα σεβασμό, δεν ευσταθεί η εισήγηση της υπεράσπισης ότι οι εφεσίβλητες αντέδρασαν επειδή η παραπονούμενη τις βιντεογραφούσε.  Το κίνητρο τους είχε σαφώς εκφύγει από τα στενά αυτά πλαίσια.  Ήταν χωρίς αμφιβολία ρατσιστικό.  Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ναι μεν οι εφεσίβλητες έθεσαν στην παραπονούμενη «γιατί τους βκάλει φωτογραφίες», αλλά αυτό έγινε εν μέσω μιας κατευθείαν και συνεχούς υβριστικής επίθεσης η οποία δεν είχε απλώς στο επίκεντρο της τη ρατσιστική προκατάληψη, αλλά ήταν μια αδιάλειπτη καθ’  ολοκληρίαν ρατσιστική επίθεση.  Όπως έχουμε αναφέρει ανωτέρω δεν τέθηκε θέμα διαφοροποίησης της ποινικής μεταχείρισης μεταξύ των δύο εφεσιβλήτων ως εκ του ρόλου της κάθε μιας στο επεισόδιο.  Η πρώτη εφεσίβλητη φαίνεται να ήταν πιο υβριστική, όμως η συμπεριφορά της δεύτερης εφεσίβλητης παρέμενε εξίσου σοβαρή εφόσον επιτέθηκε δύο φορές στην παραπονούμενη με αποκορύφωμα το εξευτελιστικό φτύσιμο και μάλιστα όταν η πρώτη εφεσίβλητη είπε «εννα της δώσω μια πατσαρκά, να δεις ήντα που να της κάμω» η δεύτερη «περιαυτολογώντας» την ενθάρρυνε λέγοντας της «εγώ έδωκα της θκυο (δύο)».  Η ρατσιστική επίθεση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα και από τις δύο εφεσίβλητες, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εντοπισμού διακριτού ρόλου.

Ακόμα και αν θα μπορούσε να λεχθεί ότι αντέδρασαν λόγω της βιντεογράφησης και, περαιτέρω έστω και αν τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, πρόκληση, η ρατσιστική επίθεση δεν παύει να είναι τέτοια όταν υπάρχει πρόκληση εκ μέρους του θύματος, λ.χ. ενόχληση από ένα μετανάστη στην πολυκατοικία όπου διαμένουν με τον δράστη, εάν η πράξη οφείλεται στο μίσος που διαμορφώνεται εναντίον του θύματος λόγω της ένταξης του στη συγκεκριμένη ομάδα (βλ. «Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα», ανωτέρω).  Τέτοια ήταν η υπό κρίση περίπτωση.

Στην παραδοχή δεν θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, εφόσον δεν υπήρχαν περιθώρια αμφισβήτησης των γεγονότων. Ασφαλώς δε δεν επρόκειτο για παρεξήγηση και δυσκολία συνεννόησης, όπως το έθεσε η υπεράσπιση.  Είναι όμως γεγονός ότι οι εφεσίβλητες και ιδίως η πρώτη εφεσίβλητη, έχουν ήδη υποστεί σοβαρή εξωδικαστηριακή τιμωρία λόγω του δημόσιου διασυρμού τους και των συνεπειών του.  Είναι επίσης γεγονός ότι δεν επρόκειτο για οργανωμένη και προσχεδιασμένη εκδήλωση ρατσισμού, αλλά για ένα επεισόδιο ακραία απερίσκεπτης, αντικοινωνικής, ανάγωγης και εν τέλει ανόητης συμπεριφοράς.

Αυτά όμως δεν το αποχρωματίζουν ως επεισόδιο ρατσιστικού μίσους ώστε να έπρεπε να επιβληθούν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές και όχι να περιοριστεί η επιμέτρηση τους στα συνήθη πλαίσια. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι η παραπονούμενη δέχθηκε μόνο φραστική επίθεση και ότι οι εφεσίβλητες δεν της επιτέθηκαν με την χρήση σωματικής βίας.  Όμως με βάση τα γεγονότα δέχθηκε επίθεση από αμφότερες, περιλαμβανομένου και εξευτελιστικού φτυσίματος από τη δεύτερη εφεσίβλητη.

Αρμόζουσα ήταν η ποινή φυλάκισης. 

Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να τιμωρηθεί κατά τρόπο αναμορφωτικό, ανταποδοτικό και δίκαιο η απαράδεκτη απαξίωση μέχρι μίσους ενός συνανθρώπου μας επειδή είναι διαφορετικός  λόγω εθνικότητας ή εθνοτικής προέλευσης, γλώσσας, θρησκείας και φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, σωματικής ή και ψυχικής αναπηρίας.

Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να δοθεί το μήνυμα στους επίδοξους δράστες ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κοινωνία, αλλά και μήνυμα ελπίδας και υποστήριξης σε όσους κινδυνεύουν από τέτοιες συμπεριφορές ώστε να αισθάνονται ασφάλεια.

Εν όψει της διαπίστωσης για την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι προσωπικές περιστάσεις, αν και δεν εκμηδενίζονται, έχουν περιορισμένη ή και περιθωριακή σημασία».

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στο cylaw.org

To Top