Η επιβολή ποινής ισόβιας κάθειρξης εις βάρος του προσφεύγοντος για διαφορετική ανθρωποκτονία, δεν παραβίασε το ne bis in idem.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Shabelnik κατά Ουκρανίας της 04.11.2021 (αρ. προσφ. 54806/18) (αρ. 3)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μη επιβολή ποινής άνευ νόμου. Διαδικασία ποινική επανεξέτασης μετά από αποφάσεις του ΕΔΔΑ.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για δύο ανθρωποκτονίες σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Κατόπιν αποφάσεων του ΕΔΔΑ, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του αναφορικά με μια από τις δύο ανθρωποκτονίες και επικύρωσε την καταδίκη του σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για τη δεύτερη ανθρωποκτονία, καθώς το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εν λόγω καταδίκη δεν παραβίαζε τα δικαιώματά του προσφεύγοντος. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας επέβαλε νέα ποινή για αδίκημα που είχε τελεστεί πριν από 17 χρόνια αντίθετα με τον νόμο.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα δύο εγκλήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση δεν συνδέονταν πραγματικά και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε νέα ποινή στον προσφεύγοντα.

Μη παραβίαση της απαγόρευσης του ne bis in idem (άρθρο 7 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 7

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Dmitriy Grigoryevich Shabelnik, είναι Ουκρανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1979. Εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στο Zhytomyr (Ουκρανία). Η υπόθεση αφορά την επανεξέταση της προηγούμενης καταδίκης του από τα ουκρανικά δικαστήρια για δύο ανθρωποκτονίες, μετά την δημοσίευση αποφάσεων που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την υπόθεσή του. Ειδικότερα, μετά τη δεύτερη απόφαση του ΕΔΔΑ σχετικά με την ποινική διαδικασία κατά του κ. Shabelnik, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του αναφορικά με μια από τις ανθρωποκτονίες, λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του βάσει της ΕΣΔΑ. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ωστόσο, επικύρωσε την ισόβια κάθειρξη για την δεύτερη ανθρωποκτονία, επειδή δεν είχε διαπιστωθεί από το ΕΔΔΑ παραβίαση των δικαιωμάτων του.

Στηριζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και στο άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας επέβαλε νέα ποινή για αδίκημα που διαπράχθηκε 17 χρόνια νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, όταν ένα άτομο καταδικάζεται για πράξη η οποία τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον 15 χρόνια μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, η ποινή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 έτη. Καταγγέλλει επίσης το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αγνόησε το ζήτημα και δεν εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της παραγραφής στο πλαίσιο της ποινικής του υπόθεσης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ επισήμανε σχετικά με την ποινική υπόθεση του προσφεύγοντος ότι σε δύο προηγούμενες αποφάσεις (βλ. Shabelnik κατά Ουκρανίας, αρ. 16404/03, 19 Φεβρουαρίου 2009, και Shabelnik κατά Ουκρανίας (αρ. 2), αρ. 15685/11, 1 Ιούνιος 2017), διαπίστωσε ορισμένες παραβιάσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, όλες οι καταγγελίες που κατέθεσε ο προσφεύγων και όλα τα πορίσματα του ΕΔΔΑ στις παραπάνω αποφάσεις αφορούσαν μόνο ένα από τα δύο εγκλήματα που ήταν αντικείμενο της εσωτερικής διαδικασίας, δηλαδή τη δολοφονία του Κ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν διαπίστωσε παραβάσεις της ΕΣΔΑ σε σχέση με την ποινική διαδικασία όσον αφορά τη δολοφονία του S.

Ως αποτέλεσμα, στη διαδικασία επανεξέτασης 2017-2018, όπως περιγράφεται στις παραγράφους 23 έως 26 παραπάνω, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας ακύρωσε την απόφαση στην υπόθεση του προσφεύγοντος μόνο στο βαθμό που αφορούσε τη δολοφονία του Κ.. Με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να διαχωρίσει τις αντίστοιχες ποινές που επιβλήθηκαν για δύο διαφορετικά εγκλήματα και συνέχισε με την επικύρωση της ποινής που αφορούσε μόνο την απαγωγή και τη δολοφονία του S.

Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η ποινή είχε επιβληθεί και για τα δύο εγκλήματα και ότι δεν μπορούσε να προσδιοριστεί ποιο μέρος αυτής της ποινής αντιστοιχούσε στη δολοφονία του S., το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι στην αρχική ποινή που εκδόθηκε από το δικαστήριο στις 11 Ιουλίου 2002, κάθε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων αξιολογήθηκε και κατηγοριοποιήθηκε χωριστά σύμφωνα με κάθε αντίστοιχη διάταξη του Ποινικού Κώδικα. Περαιτέρω, το άρθρο 115 του Ποινικού Κώδικα προέβλεπε τη δυνατότητα εφαρμογής επαυξημένης ποινής για ανθρωποκτονία, συμπεριλαμβανομένης της ισόβιας κάθειρξης, όταν διαπιστωνόταν τουλάχιστον μία από τις δεκατρείς επιβαρυντικές περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Στην αρχική απόφαση, διαπιστώθηκαν πέντε επιβαρυντικές περιστάσεις βάσει του άρθρου 115 παράγραφοι 2, 3, 6, 9 και 13 του Ποινικού Κώδικα και καθένα από αυτά ήταν επαρκές νομικό έρεισμα για την επιβολή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης. Παρότι η απόφαση του ΕΔΔΑ, είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη δύο από τις επιβαρυντικές περιστάσεις, παρέμειναν άλλες τρεις. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ισόβια κάθειρξη του προσφεύγοντος δεν είχε νομική βάση μετά την άρση της καταδίκης του προσφεύγοντος για τη δολοφονία του Κ.

Παραμένει το ερώτημα εάν ο αποκλεισμός του στοιχείου της υποτροπής οδήγησε στην επανεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν στην ποινική υπόθεση του προσφεύγοντος. Ως προς αυτό, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι τα δύο εγκλήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση δεν συνδέονταν πραγματικά. Σύμφωνα με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα δύο εγκλήματα συνδέθηκαν μόνο όταν λόγω της αδυναμίας να λάβει χρήματα από τη δολοφονία του Κ., ο προσφεύγων αποφάσισε να διαπράξει ένα άλλο έγκλημα –δηλαδή την απαγωγή και τη δολοφονία του Σ.– προκειμένου να πάρει χρήματα. Οι δικαστές του Αρείου Πάγου που διαφώνησαν βασίστηκαν σε αυτό το συμπέρασμα στη γνώμη τους σχετικά με τη σύνδεση των δύο εγκλημάτων. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε ότι, όπως τόνισε η Κυβέρνηση, η υπόθεση αυτή δεν είχε καμία σχέση με τον χαρακτηρισμό από τα εθνικά δικαστήρια μιας από τις πράξεις του κατά του S. ως ανθρωποκτονία για παράνομο περιουσιακό όφελος, δεδομένου ότι είχε ζητήσει λύτρα και τα είχε λάβει και ότι τα χρήματα αυτά είχαν βρεθεί στην κατοχή του. Επιπλέον, καθώς η ενοχή του προσφεύγοντος για τη δολοφονία του Κ. δεν θεωρούνταν πλέον αποδεδειγμένη από το δικαστήριο, δεν υπήρχε βάση για να συμπεράνει κανείς ότι η δολοφονία του S. αποτέλεσε αδίκημα κατά συρροή, οπότε ο χαρακτηρισμός αυτός αποκλείστηκε. Μετά την εξαίρεση όλων των χαρακτηρισμών που δεν ίσχυαν πλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι θα ήταν δικαιολογημένο να επικυρώσει τμήμα της προηγούμενης ποινής που είχε επιβληθεί για τη δολοφονία του S. χωρίς καμία ανάγκη επαναξιολόγησης, αλλά απλώς με αναπροσαρμογή της ήδη υφιστάμενης ποινής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε νέα ποινή στον προσφεύγοντα και ότι, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα ως προς τη νομιμότητα της ποινής για εικαζόμενη παράλειψη από το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει, το 2018, το ζήτημα της παραγραφής σε σχέση με την ποινική υπόθεση κατά του προσφεύγοντος.

Συνεπώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

To Top