ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 282/2009 E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ. Πλαστογραφία (Πλαστή διαθήκη) Χρήση πλαστού από τον πλαστογράφο. Πότε τιμωρείται αυτοτελώς.

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή.

 

 

Περίληψη:
Πλαστογραφία (Πλαστή διαθήκη) Χρήση πλαστού από τον πλαστογράφο. Πότε τιμωρείται αυτοτελώς. Στοιχεία αδικήματος (πλημμέλημα). Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης διότι δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα η κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος. Απορρίπτει αναίρεση.

ΑΡΙΘΜΟΣ 282/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη – Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπακογιάννη, περί αναιρέσεως της 125/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Μακρυγιάννη.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1040/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά ιδιαίτερο αυτοτελές έγκλημα όχι μόνον όταν γίνεται από τρίτο, αλλά και από αυτόν τον πλαστογράφο, αλλά μόνον όταν αυτός για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να τιμωρηθεί για την πλαστογραφία. Όταν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο θεωρείται, σύμφωνα, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216, ως επιβαρυντική περίσταση. Το έγκλημα της χρήσης πλαστού εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτον και δώσει σ’ αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Για τη βεβαιότητα δε ότι έχουν ληφθεί υπόψη, όλα στο σύνολό τους, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 125/2008 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “…: Ο κατηγορούμενος κατήρτισε διαθήκη του πατέρα του Α, η οποία ήταν πλαστή, τόσο κατά το περιεχόμενο, όσο και κατά την υπογραφή. Η ιδιόγραφη διαθήκη φέρει ημερομηνία 9-4-1967. Ο πατέρας του κατηγορουμένου απεβίωσε στις 13-10-1974. Στις 3-2-2000 ο κατηγορούμενος προβαίνει σε αποδοχή της κληρονομιάς του πατέρα του ενώπιον της συμ/φου Αράχωβας Μαρίας Ταμβάκη, όπου δηλώνει ότι ο πατέρας του απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη. Η δικαστική γραφολόγος Β που εξέτασε τη διαθήκη αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστογραφημένη. Δεν προέκυψε όμως από τη διαδικασία πότε ακριβώς καταρτίστηκε η πλαστή διαθήκη και πάντως είναι βέβαιο ότι καταρτίστηκε πολύ πριν τον Απρίλιο του 2000, εφόσον και ο συμβολαιογράφος Ιωάννης Αναγνωστόπουλος στον οποίο κατατέθηκε αναφέρει ότι δόθηκε σ’ αυτόν δύο μήνες πριν τη δημοσίευση (6-7-2000) χωρίς όμως να είναι βέβαιος για τον ακριβή χρόνο κατάθεσης της σ’ αυτόν. Συμπληρώθηκε επομένως η οκταετία που απαιτείται για την παραγραφή του αδικήματος της κατάρτισης πλαστού. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής του σχετικού αδικήματος και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για το αδίκημα της κατάρτισης πλαστού. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση της ως άνω πλαστής διαθήκης στην οποία αναφέρεται ότι ο αποβιώσας πατέρας του κατέλειπε σ’ αυτόν τα αναγραφόμενα σ’ αυτή ακίνητα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ακίνητο στο οποίο προβάλλει εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων Ψ, α) ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, για την δημοσίευση της και κήρυξη ως κυρίας, στις 6-7-2000, β) στις 21-1-2001 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Δελφών, όταν συζητήθηκε η από 16-2-2001 αγωγή του εναντίον του πολιτικώς ενάγοντος με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου ακινήτου και γ) στις 15-3-2001, ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, όταν συζητήθηκε δεύτερη αγωγή του με ημερομηνία 20-11-2001, με την οποία ομοίως ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του ακινήτου, επικαλούμενος την από ….. δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Δελφών Γαβριέλας Καβαλίκα.
Συνεπώς αποδείχθηκαν τόσο τα αντικειμενικά όσο και τα υποκειμενικά στοιχεία του αδικήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, εφόσον ο κατηγορούμενος εν γνώσει του χρησιμοποίησε την ιδιόγραφη διαθήκη, γνωρίζοντας ότι αυτή ήταν πλαστή, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτή τον Δικαστή ενώπιον του οποίου προσέφυγε για να ζητήσει να αναγνωρισθεί κύριος του ακινήτου, που είχε αγοράσει κατά το ήμισυ δυνάμει του υπ’ αριθμ. ….. συμβολαίου του συμ/φου Δελφών Ηλία Δελμούζου, νομίμως μεταγεγραμμένου ο πολιτικώς ενάγων εις βάρος του οποίου προκαλούνταν οι έννομες συνέπειες από τη χρήση του εν λόγω πλαστού εγγράφου εφόσον πλήττονταν το δικαίωμα της κυριότητας του. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος για την ως άνω πράξη, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι οι ισχυρισμοί περί μη στοιχειοθέτησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του κρινόμενου αδικήματος δεν θεωρούνται αυτοτελείς, για αυτό και δεν υπάρχει ρητή αναφορά του Δικαστηρίου σ’ αυτούς, οι οποίοι άλλωστε κρίθηκαν με τα γινόμενα δεκτά ανωτέρω κατά ουσιαστική διερεύνηση της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο”. Κατ’ ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα, για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα, 26 παρ.1α, 27, παρ.1 και 216 παρ.1, 2 ΠΚ και επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για την πράξη της κατάρτισης πλαστού εγγράφου.
ΙΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Λαμίας στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, η προβαλλόμενη, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, αιτίαση, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση μεταβλήθηκε ανεπιτρέπτως ο χρόνος τελέσεως της πράξεως της καταρτίσεως της πλαστής διαθήκης, που επιδρά επί της παραγραφής, και συγκεκριμένα από “το πρώτο πενθήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2000” μεταβλήθηκε “εις χρόνον που δεν μπόρεσε ακριβώς να εξακριβωθεΙ, πάντως πριν τον Απρίλιο του 2000”, είναι, αφενός, αλυσιτελής, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι η πράξη αυτή έχει παραγραφεί, αφετέρου, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού το Δικαστήριο δέχθηκε ημερομηνία τελέσεως της πράξεως ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο (πριν από τον Απρίλιο του 2000, αντί του Ιουλίου του 2000, όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και έτσι έκρινε ότι, κατά την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, (16/4/2008), η πράξη αυτή είχε παραγραφεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με την πιο πάνω αιτίαση, είτε αυτός επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, είτε σε αυτές της περ. Η του ίδιου άρθρου (υπέρβαση εξουσίας, λόγω χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου – 470 ΚΠΔ), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι πρέπει να γίνει δεκτός “ο αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής του σχετικού αδικήματος και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για το αδίκημα της κατάρτισης πλαστού”. Στην συνέχεια δε, εφόσον έκρινε το Δικαστήριο ότι η πράξη της κατάρτισης του πλαστού κατέστη ατιμώρητη, λόγω της παραγραφής, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου, το οποίο, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο ίδιος ο κατηγορούμενος πλαστογράφησε και, συνεπώς, σύμφωνα και με τις πιο πάνω σκέψεις (παρ.Ι), το εν λόγω έγκλημα ανέκτησε την αυτοτέλεια του και τιμωρείται πλέον ως αυτοτελές έγκλημα. Ουδεμία δε αντίφαση δημιουργείται από ότι, στο διατακτικό και κατά τη διατύπωση της περί ενοχής του κατηγορουμένου διατάξεως για την πράξη της χρήσης πλαστού, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι “πριν τον Απρίλιο του 2000, κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον … . Ειδικότερα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη …”. Αυτό δε, διότι η εν λόγω αναφορά έγινε, προκειμένου να καταστεί σαφές ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση πλαστού εγγράφου, το οποίο ο ίδιος είχε πλαστογραφήσει και όχι προκειμένου να κηρύξει αυτόν ένοχο και για την πράξη της καταρτίσεως του πλαστού. Το ότι αυτό το νόημα έχει, η όχι, πάντως, ιδιαίτερα ακριβής διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως, προκύπτει όχι μόνο από τις πιο προαναφερόμενες σαφείς παραδοχές του σκεπτικού της αποφάσεως, που συμπληρώνει το διατακτικό, αλλά και από την αμέσως επόμενη διάταξη του διατακτικού, όπου, ευθέως το Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, λόγω παραγραφής, ώστε να μη καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για το τι ακριβώς δέχθηκε το Δικαστήριο. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε του ΚΠΔ ,λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης της απόφασης, λόγω της , κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ασάφειας της απόφασης και αντίφασης διατακτικού και σκεπτικού, που προκύπτει από την προαναφερόμενη διάταξή της, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
V. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής του ή όποιας άλλης (παρεμπίπτουσας) κρίσης. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων (όπως τα ονόματα των μαρτύρων κ.λ.π.), δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν είναι δε αναγκαίο η κατάθεσή του να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, εφόσον γίνεται μνεία ότι Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και εφόσον, προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Στην προκείμενη περίπτωση, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης 125/08 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, αναφέρεται μεν αρχικά σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, “… τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένόρκως στο Δικαστήριο …”, στη συνέχεια όμως της αιτιολογίας, ειδικώς αναφέρεται “ο εγκαλών – πολιτικώς ενάγων Ψ (που εξετάστηκε χωρίς όρκο), και γίνεται ειδική αναφορά περιστατικών που μόνο εκείνος κατέθεσε, (σχετικά με την μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου αντιδικία), όπως δε προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογία, η καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του Δικαστηρίου, στηρίχθηκε και στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού τα κατατεθέντα από αυτόν πραγματικά περιστατικά έγιναν σε σημαντικό βαθμό δεκτά ως αληθή από το Δικαστήριο. Ετσι προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του, την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και από παραδρομή αναφέρονται οι καταθέσεις, μόνο των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ’ του Κ.Π.Δ., τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης, σε σχέση με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, διότι δεν προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και η κατάθεση του εξετασθέντος ανωμοτί πολιτικώς ενάγοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης ο αναιρεσείων προβάλλει στο δεύτερο σκέλος του αυτού τρίτου λόγου αναίρεσης, ότι η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου στερείται αιτιολογίας, σε σχέση με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, διότι, όπως αναφέρει, στηρίζει την περί ενοχής αυτού κρίση του αποκλειστικά και επιλεκτικά μόνο στην γραφολογική εξέταση της γραφολόγου Β, η οποία είναι εσφαλμένη και ελλιπής για τους αναφερόμενους στην αίτηση λόγους και διότι “δεν εξηγεί πως οδηγήθηκε εις το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είναι ο πλαστογράφος”, χωρίς να κάνη συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου των λοιπών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία, καθώς και από τα προβαλλόμενα από τον αναιρεσείοντα επιχειρήματα, προκύπτουν τα αντίθετα. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τα αναφερόμενα από αυτόν, από τα οποία προκύπτει, όπως υποστηρίζει, η βασιμότητα των ισχυρισμών του και, επομένως, ότι ήταν αθώος της πράξεως για τις οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ούτε από το ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, όπως η προαναφερόμενη έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Κατά τα λοιπά, οι πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες, από τις αποδείξεις που αυτός αναφέρει και με την εκτιθέμενη από αυτόν επιχειρηματολογία, προκύπτουν τα αντίθετα από εκείνα που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ομοίως, για τους αυτούς λόγους είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, και ο τέταρτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε του ΚΠΔ όπως εκτιμάται, λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 του ΠΚ, κατά τον οποίο, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, δεν συντρέχουν τα στοιχεία του νόμου για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας, καθόσον “δεν συντρέχει κατάρτισης πλαστής ιδιόγραφου διαθήκης αλλά γνήσια και αληθής πλην άκυρος ιδιόγραφος”, η οποία, για τους αναφερόμενους στην αίτηση λόγους ήταν “απρόσφορος να παραπλανήσει τρίτον”. Κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος έκανε χρήση της αναφερόμενης στην απόφαση πλαστής διαθήκης, προεχόντως, όχι για να παραπλανήσει ότι ήταν κληρονόμος του πατέρα του (αφού, αν δεν υπήρχε διαθήκη, ήταν εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού), αλλά για το ότι κατέλειπε σ’ αυτόν τα αναγραφόμενα σ’ αυτή ακίνητα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ακίνητο στο οποίο προβάλλει εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων Ψ και για την παραπλάνηση αυτή ήταν πρόσφορο προς τούτο μέσο η κατάρτιση της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης, έστω και αν ήταν άκυρη ως ιδιόγραφη.
Συνεπώς, εφόσον, κατά τις παραδοχές της απόφασης, σκοπός του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντα ήταν να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση της πλαστής διαθήκης, ασχέτως της εγκυρότητας αυτής, ως ιδιόγραφης, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως στην προκειμένη περίπτωση (χρήση αυτής για απόδειξη της κυριότητας αυτού επί του δήθεν κληρονομιαίου ακινήτου), ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση, συντρέχει η προς τούτο προϋπόθεση για την τέλεση του αδικήματος της πλαστογραφίας. Τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση, με αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την διαδικασία από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο αναιρεσείων, αν και γνώριζε ότι ήταν πλαστή η διαθήκη (αφού κατά τις παραδοχές της απόφασης αυτός την είχε καταρτίσει), έκανε αυτής χρήση, με τους αναφερόμενους στην απόφαση τρόπους. Περαιτέρω, για την πληρότητα τη αιτιολογίας της αποφάσεως για το ότι η επίμαχη διαθήκη ήταν έγγραφο πρόσφορο να παραπλανήσει τρίτο, και ως προς την θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος της χρήσεως πλαστού, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, δεν απαιτείτο η έκθεση και άλλων περιστατικών, επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στην απόφαση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, πέμπτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, “ως προς τον υπερχειλή δόλο” του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, όσα στον ίδιο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει (ως προς την μη δυνατότητα παραπλάνησης, ως προς το ότι δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυψε ότι ο αναιρεσείων ήταν πλαστογράφος, ως προς το ότι δεν αιτιολογείται γιατί αυτός θα κατάρτιζε μία πλαστή και άκυρη εκ του νόμου διαθήκη κλπ), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της πιο πάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
VI. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, στον αναιρεσείοντα (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ, 183, 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 3/2-6-2008 αίτηση (έκθεση) του Χ για αναίρεση της 125/2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λαμίας, Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top