ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1497/2018 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Έξοδα.

 

Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση. Λόγοι υπέρβαση
εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας. Αβάσιμοι οι λόγοι. Αιτιολογημένη η έφεση του
Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής. Λήφθηκαν υπόψη και
συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και η απολογία του κατηγορουμένου.
Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. Καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη των
πολιτικώς εναγόντων.


Αριθμός 1497/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα – Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Γ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νάκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 967/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Mε πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Α. Δ. του Γ. κάτοικο … και 2. Ε. Γ. του Γ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωνσταντίνου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β’ του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι “η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 180/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, παραδεκτώς επισκοπούμενη μετά των πρακτικών της για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: “Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία των κατηγορουμένων, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Ο πρώτος κατηγορούμενος θεώρησε πεπλανημένα ότι είχε εντολή από τους πολιτικούς ενάγοντες να θέσει την υπογραφή τους στα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών και υλικών της … και Τεχνικών … ενόψει της συνεργασίας που είχαν ως υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας και της συμφωνίας που είχαν κάνει προφορικά και πρέπει να κηρυχθεί ελλείψει δόλου αθώος της πράξης που του αποδίδεται στο κατηγορητήριο”. Κατά της αποφάσεως αυτής η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης άσκησε, ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, την με αριθμό εκθέσεως …2015 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 967/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά την εν λόγω έφεση, στη συνέχεια εξέτασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση και κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην έφεση της ως άνω Εισαγγελέα, που επιτρεπτά επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, αναφέρεται, ότι αυτή ασκεί έφεση κατά της προμνημονευόμενης πρωτόδικης με αριθμό 180/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση, γιατί: “Επειδή από το άρθρο 216 παρ. 1, 2 του Π.Κ., που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων (ΑΠ 129/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 209/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη που να το εμφανίζει ότι συντάχτηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του (ΑΠ 206/2012). Η χρήση του εγγράφου από αυτόν συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ. του Α. κηρύχθηκε αθώος με την υπ’ αριθμ. 180/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση (αρ. 98, 216§1 ΠΚ). Επειδή όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η πρώτη μάρτυρας και πολιτικώς ενάγουσα, Α. Δ. ρητώς κατέθεσε ότι: “… εγώ δεν γνώριζα ότι ήμουν μέλος επιτροπής το 2010 και στα μέσα τον 2009 … η βλάβη μου είναι στο ότι από αυτά που διασταύρωσα εγώ φερόμουν να παρέλαβα, να έλεγχα προδιαγραφές. Φέρω ευθύνη που δεν είχα ποτέ …”. Ο Σ. είπε “εγώ έβαζα υπογραφές, γιατί βιαζόμουν να διεκπεραιώσω τα έγγραφα. Δεν προλάβαινα να σας τα πω”. Εκ των ανωτέρω συνάγεται με σαφήνεια ότι ουδέποτε δόθηκε έστω και προφορικώς η εντολή και ρητή συναίνεση της ως άνω μάρτυρος και πολιτικώς ενάγουσας για τη θέση της υπογραφής της από τον πρώτο κατηγορούμενο, Γ. Σ., σε επίσημα έγγραφα της … και Τεχνικών …, όπως πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών και υλικών, έγγραφα που επιφέρουν σημαντικές έννομες συνέπειες, αφού στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύουν την εκτέλεση ή μη τεχνικών έργων της εν λόγω υπηρεσίας. Όσον αφορά τον δεύτερο μάρτυρα και πολιτικώς ενάγοντα, Ε. Γ. του Γ. ρητώς κατέθεσε ότι: “… δεν ξέρω γιατί έβαλε τις υπογραφές, δεν είναι δικές μου, ούτε εντολή έδωσα … τέλη του 2010, τότε έμαθα ότι με βάλανε επιτροπή … . Στο Σ. είπα ‘έβαλες τις υπογραφές’ και λέει ναι τις έβαλα μόνος μου …”. Συμφώνως με τ’ ανωτέρω κατατεθέντα, προκύπτει αβίαστα ότι και στην περίπτωση του Ε. Γ. ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ. δεν είχε τη συναίνεσή του, για να θέτει την υπογραφή του στα επίμαχα πρωτόκολλα παραλαβής. Περαιτέρω και στην περίπτωση του τρίτου μέλους της επιτροπής παραλαβής, μάρτυρας Ε. Κ. του Ι., ομοίως κατέθεσε ότι: “… ο λογιστής τις έβαλε λόγω ταχύτητας, έμαθα για τις υπογραφές τώρα στην ΕΔΕ. Μια δύο φορές με πήρε τηλέφωνο και του είπα να βάλει την υπογραφή μου … στην προκειμένη δεν έδωσα εντολή για την υπογραφή μου … για μπετόν το 2009 και διάστρωση δεν ξέρω αν υπέγραψα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν έδωσα εντολή για όλα…”. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε τη συγκατάθεσή του, ώστε ο πρώτος κατηγορούμενος, Γ. Σ., να θέσει αντ’ αυτού την υπογραφή του σε μόλις δύο περιπτώσεις, ενώ τις υπόλοιπες υπογραφές τις έθεσε αυτοβούλως, άνευ ρητής συναίνεσης και εγκρίσεώς του. Τα γεγονότα αυτά που κατέθεσαν οι τρεις μάρτυρες, ως μέλη της επιτροπής παραλαβής επιβεβαιώνονται και από την Ε. Γ., η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης της Μ. Δ. και ήταν η αρμόδια για τη διενέργεια της ΕΔΕ, το πόρισμα της οποίας αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Η κατάθεση της κας Γ. αναφέρει τα εξής στο ενδιαφέρον σημείο της: “… Ο Σ. το παραδέχτηκε στην ΕΔΕ, μου δικαιολογήθηκε ότι το έκανε λόγω φόρτου εργασίας και επειδή οι υπάλληλοι ήταν και επιβλέποντες και είχαν κάνει έρευνα αγοράς, θεώρησε ότι ήταν μια τυπική διαδικασία. Σύμφωνα με το νόμο δεν ήταν σωστό …”. Συνάγεται λοιπόν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ., κατά τη διαδικασία της ΕΔΕ παραδέχτηκε ότι πράγματι υπέγραφε με πλαστές υπογραφές, αφού δεν διέθετε χρόνο, ώστε να ειδοποιεί τα μέλη της επιτροπής και ο ίδιος το αντιμετώπιζε σαν τυπική διαδικασία, η οποία όμως επέφερε τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες, για το λόγο ότι καθόριζε το αποτέλεσμα της παραλαβής ενός έργου της υπηρεσίας με τη φερόμενη συναίνεση των μελών αυτής, χωρίς ουσιαστικά να έχουν ελέγξει την πορεία κατασκευής αυτού και τη διαδικασία παραλαβής των υλικών και έναντι ποιου ποσού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, έσφαλε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος Γ. Σ. είχε την εντολή και την έγκριση τουλάχιστον των δύο μαρτύρων και πολιτικώς εναγόντων, Α. Δ. και Ε. Γ., ώστε να θέτει αντ’ αυτών την υπογραφή τους σε κρίσιμα υπηρεσιακά έγγραφα (ως αναλυτικά αυτά εκτίθενται στην κατηγορία που αποδόθηκε), όπως πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών, υλικών και πρακτικά επιτροπής διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών”. Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης, περιέχει την απαιτούμενη από το άρθρο 486 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχεται σ’ αυτή, με τρόπο σαφή και ορισμένο, ως λόγος έφεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, γεγονός που, κατά την εκκαλούσα Εισαγγελέα, οδήγησε στην εσφαλμένη αθώωση του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση, που είχε αποδοθεί σε βάρος του και αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ενώ θα έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Ειδικότερα, στην έφεση της Εισαγγελέα, α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (οι καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Α. Δ., Ε. Γ., Ε. Κ. και Ε. Γ.), β) προσδιορίζονται οι εσφαλμένες ουσιαστικές παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, ότι ο κατηγορούμενος είχε τη συναίνεση των Α. Δ., Ε. Γ. για θέση της υπογραφής τους στα ως έπεται πλαστά έγραφα και γ) διατυπώνονται νομικές σκέψεις, με τις οποίες αιτιολογείται γιατί και πώς από τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος. Συγκεκριμένα, αφού αιτιολογούσε στην έφεσή της ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνυόταν ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έθεσε κατ’ απομίμηση στα έγγραφα της … και Τεχνικών … την υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας Α. Δ. και του πολιτικώς ενάγοντος Ε. Γ. χωρίς να έχει τη συναίνεσή τους και εν αγνοία τους, είναι προφανές ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έπραξε τούτο με σκοπό να παραπλανήσει τους παραλήπτες των εγγράφων αυτών ότι τα είχαν υπογράψει η Α. Δ. και Ε. Γ., δηλαδή για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και δεν χρειαζόταν περαιτέρω αιτιολογία για το ότι ο αναιρεσείων, θέτοντας κατ’ απομίμηση επί των ως άνω εγγράφων την υπογραφή των ως άνω προσώπων και πολιτικώς εναγόντων, είχε σκοπό παραπλανήσεως άλλων για γεγονός που είχε έννομη συνέπεια. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, κρίνοντας ως ειδικά αιτιολογημένη και τυπικά δεκτή την κατά τα ανωτέρω έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης και προχωρώντας ακολούθως στην ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης, δεν υπέπεσε σε υπέρβαση της εξουσίας του και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., “Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, για τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από το μέσο αυτό, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ωστόσο, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, χωρίς αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, για να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απολογία του κατηγορουμένου, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, το οποίο δίκασε κατ’ έφεση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 967/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, όλα τα έγγραφα που διαβάστηκαν ανεξαιρέτως στο ακροατήριο, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας καθώς και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι πολιτικώς ενάγοντες εργάζονταν στην Υπηρεσία Νεοτέρων Μνημείων και Τεχνικών … …) και δη η μεν πρώτη εξ αυτών Α. Δ. από το έτος 2003 έως το Νοέμβριο του έτους 2014 ως μόνιμη υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με την ειδικότητα του πολιτικού μηχανικού, ο δε δεύτερος εξ αυτών Ε. Γ. από το έτος 2008 έως το Νοέμβριο του έτους 2013 ως υπάλληλος με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) του κλάδου ΔΕ Σχεδιαστών με την ειδικότητα του σχεδιαστή, ενώ ο κατηγορούμενος εργαζόταν στην ίδια ως άνω υπηρεσία από το έτος 1995 και εντεύθεν ως μόνιμος υπάλληλος του κλάδου ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού με την ειδικότητα λογιστικού, προϊσταμένη δε της εν λόγω υπηρεσίας από το έτος 1995 μέχρι και μέσα του έτους 2015 ετύγχανε η Μ. Δ. ως μόνιμη υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με την ειδικότητα του αρχιτέκτονα. Η … αναλάμβανε και εκτελούσε έργα που αφορούσαν σε πολιτιστικές επεμβάσεις σε δημοτικά κτήρια ή χώρους με αυτεπιστασία, η δε διαδικασία πραγματοποίησης των έργων γινόταν ως εξής: Οι μηχανικοί συνέτασσαν τη μελέτη και την τεχνική έκθεση των εργασιών που έπρεπε να εκτελεσθούν, παρακολουθούσαν τα έργα και επέβλεπαν την εφαρμογή των μελετών και των τεχνικών εκθέσεων. Στη διάρκεια του έργου και προκειμένου να γίνουν οι προμήθειες των υλικών και η ανάθεση των επιμέρους εξειδικευμένων εργασιών, οι μηχανικοί έκαναν έρευνα αγοράς, ώστε στη συνέχεια να προκηρυχθούν οι πρόχειροι μειοδοτικοί διαγωνισμοί. Σύμφωνα με το Ν. 2286/1985 “περί προμηθειών του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεων σύναψών θεμάτων”, Ν. 1797/88 και Π.Δ. 1273/1990 “περί προμηθειών του δημοσίου τομέα”, η … έπρεπε να προβαίνει στη συγκρότηση τριμελών επιτροπών: α) διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, β) παραλαβής εργασιών και γ) παραλαβής υλικών, ανανεούμενες κατά έτος. Τον Ιανουάριο του έτους 2014 περιήλθε σε γνώση της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, από ανώνυμο φάκελο εγγράφων που εστάλη στην οικία της, ότι φερόταν να συμμετέχει και να υπογράφει σε διάφορα πρακτικά ως μέλος τριμελών επιτροπών διεξαγωγής διαγωνισμών, παραλαβής εργασιών και παραλαβής υλικών, σε έργα που όμως είτε αγνοούσε παντελώς την εκτέλεσή τους, είτε αγνοούσε ότι είχε οριστεί μέλος κάποιας επιτροπής κατά την εκτέλεση αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι με τα υπ’ αριθ. πρωτοκ. …2010, ….2010 και …2010 έγγραφα της …, που υπογράφονταν από την προϊσταμένη της άνω υπηρεσίας Μ. Δ., φερόταν να έχει αποφασιστεί η συγκρότηση α) επιτροπής παραλαβής εργασιών του έτους 2010, για τη διενέργεια παραλαβής των κάθε είδους εργασιών για τις ανάγκες της …, β) επιτροπής παραλαβής υλικών έτους 2010, για τη διενέργεια παραλαβής των κάθε είδους υλικών για τις ανάγκες της … και γ) επιτροπής διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών έτους 2010, για τη διενέργεια πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, για την προμήθεια πάσης φύσεως υλικών και εκτέλεσης εργασιών, αντίστοιχα, με μέλη και των τριών αυτών τριμελών επιτροπών τους: α) Ε. Κ., μόνιμο υπάλληλο ΤΕ μηχανικών με βαθμό Α’, β) Α. Δ., μόνιμη υπάλληλο ΠΕ πολιτικών μηχανικών με βαθμό Δ’ και γ) Ε. Γ., ΙΔΑΧ, ΔΕ σχεδιαστών αορίστου χρόνου. Παρά τον ορισμό όμως των ανωτέρω προσώπων ως μελών των ανωτέρω τριμελών επιτροπών, αποδείχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες ουδέποτε ενημερώθηκαν προφορικώς ή εγγράφως από την ανωτέρω προϊσταμένη τους Μ. Δ. για τον ορισμό και τη συμμετοχή τους στις ανωτέρω επιτροπές για όλα τα έργα που θα εκτελούνταν από την υπηρεσία τους εντός του έτους 2010. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτοί ενημερώνονταν προφορικά και μόνον κατά περίπτωση, από την ανωτέρω προϊστάμενη τους, ότι συμμετείχαν σε συγκεκριμένη κάθε φορά τριμελή επιτροπή που αφορούσε κάποιο συγκεκριμένο έργο, οπότε και επιλαμβάνονταν τους αντίστοιχου καθήκοντος τους. Δηλαδή αποδείχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες, μολονότι είχαν γνώση όλων των έργων που εκτελούνται από την …, λόγω του ολιγάριθμου προσωπικού της, εντούτοις δεν γνώριζαν ότι είχαν οριστεί μέλη των ανωτέρω τριμελών επιτροπών σε όλα τα εκτελούμενα από την υπηρεσία τους έργα, αλλά αντιθέτως γνώριζαν ότι ήταν μέλη μόνο των επιτροπών που κατά περίπτωση τους γνωστοποιούσε προφορικά η προϊσταμένη τους Μ. Δ., οπότε συμμετείχαν τυπικά και ουσιαστικά στις επιτροπές μόνον που τους γνωστοποιούνταν και υπέγραφαν αυτοπροσώπως τα αντίστοιχα πρακτικά που συντάσσονταν από αυτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δύο πολιτικώς ενάγοντες και ο Ε. Κ., φέρονταν να υπογράφουν από κοινού ως μέλη των ανωτέρω τριμελών επιτροπών (που φέρονταν ότι είχαν οριστεί με τα προαναφερόμενα υπ’ αριθ. πρωτοκ. …2010, ….2010 και …2010 έγγραφα της …): α) “πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών” για εργασίες που αναφέρονται στο υπ’ αριθ. ….3.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ν. I. Π., β) “πρωτόκολλο παραλαβής υλικών” για υλικά που αναφέρονται στο υπ’ αριθ. …/26.4.2010 δελτίο αποστολής της εταιρείας “… ΟΕ”, γ) “πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών” για εργασίες που αναφέρονται στο υπ’ αριθ. …5.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Δ. I. Π., δ) “πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών” για εργασίες που αναφέρονται στο υπ’ αριθ. ….5.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ε. A. Κ., ε) το από 23.4.2010 “πρακτικό” επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για προμήθεια φωτιστικών ιστών στο έργο “Ανάπλαση περιβάλλοντος χώρου διακηρυγμένων βιομηχανικών κτιρίων του οικισμού …” και την κατακύρωση αυτού υπέρ της εταιρείας “… & ΣΙΑ ΕΠΕ” και στ) το από 17.9.2010 “πρακτικό” επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για οικοδομικές εργασίες “…” και την κατακύρωση αυτού υπέρ του Κ. Ε.. Χ.. Οι υπογραφές των πολιτικών εναγόντων αποδείχθηκε ότι δεν τέθηκαν στα ανωτέρω πρακτικά από αυτούς τους ίδιους, αλλά αντιθέτως τα πρακτικά αυτά καταρτίστηκαν από τον κατηγορούμενο και τέθηκαν οι υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων επ’ αυτών από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, εν αγνοία των πολιτικώς εναγόντων, κατ’ απομίμηση της υπογραφής τους, με σκοπό ο κατηγορούμενος να παραπλανήσει τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές ότι δήθεν είχαν γίνει οι παραλαβές των εργασιών και υλικών που αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά και είχαν δήθεν διενεργηθεί οι μειοδοτικοί διαγωνισμοί που αναφέρονταν σ’ αυτά (πρακτικά) και αφορούσαν την εκτέλεση έργων στον Άγιο …. Εν συνεχεία δε έκανε χρήση των πρακτικών αυτών ο κατηγορούμενος, καταθέτοντας τα στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, παραπλανώντας τις τελευταίες ως προς τη δήθεν συγκρότηση των ανωτέρω επιτροπών και τη δήθεν διενέργεια από αυτές των όσων αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά, με αποτέλεσμα να εκταμιευτούν από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες ισόποσα χρηματικά ποσά υπέρ των εκάστοτε εργολάβων που εξέδωσαν τα αναφερόμενα στα εν λόγω πρακτικά τιμολόγια και να κατακυρωθούν οι προαναφερόμενοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί υπέρ των ανωτέρω μειοδοτών. Ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι αυτός ο ίδιος έθεσε τις υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων αλλά και του τρίτου μέλους των επιτροπών, Ε. Κ., πλην όμως ισχυρίζεται ότι τούτο έπραξε εν γνώσει των μελών αυτών, οι οποίοι προηγουμένως τον είχαν προφορικά εξουσιοδοτήσει να υπογράφει τα εν λόγω πρακτικά για λογαριασμό τους, για την οικονομία του χρόνου, καθόσον αυτοί έλειπαν πολύ συχνά εκτός της υπηρεσίας τους και ήταν αδύνατο να τους βρει για να υπογράψουν. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν κρίνονται αληθείς. Αντ’ αυτού αποδείχθηκε ότι αυτός σε συνεννόηση με την προϊσταμένη του Μ. Δ., υπέγραφε τα εν λόγω πρακτικά, κατ’ απομίμηση των ανωτέρω μελών των τριμελών επιτροπών, διότι γνώριζε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες και ο Ε. Κ., ουδέποτε θα υπέγραφαν τα εν λόγω πρακτικά, καθόσον αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το επίδικο από 17.9.2010 “πρακτικό” επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για οικοδομικές εργασίες “…” ήταν καθ’ ολοκληρία πλαστό, καθόσον όπως αποδείχθηκε πέραν των πλαστών υπογραφών των μελών της επιτροπής που τέθηκαν από τον κατηγορούμενο, ουδέποτε διενεργήθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός για το εν λόγω έργο που δήθεν αφορούσε τη δημιουργία μιας αποθήκης στο Μουσείου του … και ουδέποτε εκτελέστηκε έργο τέτοιας φύσης μέχρι και τις αρχές του έτους 2014. Άλλωστε αποδείχθηκε ότι ουδείς εκ των υπαλλήλων της …, γνώριζε για την ύπαρξη του εν λόγω έργου, πλην του κατηγορουμένου και της προϊσταμένης του, οι οποίοι με πρόθεση το αποσιώπησαν από όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από κοινού και βάσει σχεδίου με την ανωτέρω προϊσταμένη του και προκειμένου να προσπορίσουν παράνομο όφελος στον εργολάβο που φέρεται ότι εκτέλεσε αυτό, παρέστησαν ψευδώς στις ελεγκτικές αρχές ότι το έργο εκτελέστηκε από τον εργολάβο Κ. Χ., με αποτέλεσμα να πληρωθεί ο τελευταίος στις 10.12.2010 με το ποσό των 48.605,40 ευρώ, για ένα έργο που δεν είχε εκτελέσει και που ουδέποτε επρόκειτο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να εκτελέσει, αν δεν είχε γίνει γνωστή, με την από 14.1.2014 υπηρεσιακή αναφορά της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, η δράση του κατηγορουμένου και της προϊσταμένης του, οπότε οι τελευταίοι προσέτρεξαν με τον εργολάβο και κατασκεύασαν το εν λόγω έργο, το Φεβρουάριο του έτους 2014 υπό το φόβο της διενεργούμενης πλέον σε βάρος τους εντός του έτους 2014 ένορκης διοικητικής εξέτασης, και μάλιστα μέσα σε μόλις 10 ημέρες, ενώ στην ΕΔΕ ισχυρίσθηκαν αναληθώς ότι δεν το είχαν εκτελέσει για τρία ολόκληρα χρόνια, διότι δήθεν δεν είχαν υπάρξει οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες, ενώ δήθεν υπήρξαν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες μέσα στο καταχείμωνο (Φεβρουάριο) του έτους 2014. Όσο δε αφορά τα λοιπά επίδικα πρακτικά, στα οποία τέθηκαν οι υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων από τον κατηγορούμενο, κατ’ απομίμηση της υπογραφής τους, εν αγνοία τους, αποδείχθηκε ότι αυτά αφορούσαν παραλαβή εργασιών και υλικών για το έργο “Ανάπλαση περιβάλλοντος χώρου διακηρυγμένων βιομηχανικών κτιρίων του οικισμού …”, την εκτέλεση του οποίου σαφώς και γνώριζαν οι πολιτικώς ενάγοντες, πλην όμως αγνοούσαν είτε ότι είχαν οριστεί μέλη των τριμελών επιτροπών παραλαβής εργασιών και υλικών του εν λόγω έργου, είτε ότι είχαν οριστεί μέλη της επιτροπής διενέργειας μειοδοτικού διαγωνισμού για προμήθεια φωτιστικών ιστών στο εν λόγω έργο, οπότε και εν αγνοία τους τοποθετήθηκαν υλικά στο έργο και έγιναν εργασίες από διάφορους εργολάβους, κάτω από αδιευκρίνιστες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής, που μόνο ο κατηγορούμενος και η προϊσταμένη Δ. γνώριζαν, εν αγνοία των λοιπών υπαλλήλων της …, συνολικής φερόμενης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της πλαστογράφησης της υπογραφής των πολιτικώς εναγόντων από τον κατηγορούμενο, ενισχύεται και από την κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του τρίτου μέλους των εν λόγω επιτροπών Ε. Κ., ο οποίος παρά το δισταγμό του να καταθέσει εναντίον του κατηγορούμενου, κατέθεσε σαφώς και κατηγορηματικώς ότι για το έργο στον … δεν γνώριζε τίποτε, οπότε προκύπτει ότι η υπογραφή του στο προαναφερόμενο από 17.9.2010 πρακτικό τέθηκε από τον κατηγορούμενο εν αγνοία του και κατά απομίμηση της υπογραφής του, όσο δε αφορά τα λοιπά επίδικα πρακτικά κατέθεσε όλως αορίστως ότι κάποιες φορές έδωσε τη συναίνεσή του εκ των προτέρων στον κατηγορούμενο να υπογράψει αντ’ αυτού σε κάποια έγγραφα, αλλά δεν θυμάται να προσδιορίσει σε ποια ακριβώς. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξης για την οποία κατηγορείται”. Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: “Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 04/01/2010 έως 17/09/2010 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με την ιδιότητα του υπαλλήλου λογιστηρίου της … και Τεχνικών …, κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση των εγγράφων αυτών και ειδικότερα: 1) την 04/01/2010: α) έθεσε κατ’ απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο “πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ’ αριθμ. …2010 Τ.Π.Υ)” την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση “επιτροπή” β) έθεσε κατ’ απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο “πρωτόκολλο παραλαβής υλικών” την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση “επιτροπή”, γ) έθεσε κατ’ απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο “πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ’ αρ…/2010 Τ.Π.Υ)” την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση “επιτροπή”, δ) έθεσε κατ’ απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο “πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ’ αρ…2010 Τ.Π.Υ)” την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση “επιτροπή”, 2) την 23/04/2010 στο έγγραφο με τίτλο “…” έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση “επιτροπή”, 3) την 17/09/2010 έθεσε κατ’ απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο “πρακτικό” την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση “η επιτροπή”. Στη συνέχεια έκανε χρήση των ανωτέρω εγγράφων, τα οποία αφορούσαν την εκτέλεση και παράδοση κατασκευαστικών έργων στον … και στο … καταθέτοντας τα στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, ώστε να εκταμιεύονται ανάλογα χρηματικά ποσά για την υλοποίηση των έργων. Στις πράξεις του αυτές ο κατηγορούμενος προέβη χωρίς τη γνώση, τη συναίνεση και παρά την αντίθετη βούληση των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ.”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. γ’, 14, 18, 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 79, 98 και 216 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασής του, εκθέτει κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη μνεία και της ενώπιον αυτού απολογίας του κατηγορουμένου. Όμως, στη συνέχεια, όταν προβαίνει στο σκεπτικό του στη στάθμιση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, ρητώς αναφέρει και σχολιάζει και την απολογία του κατηγορουμένου, την οποία αυτός έδωσε στο ακροατήριο, αντικρούοντας μάλιστα και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς που προέβαλε κατ’ αυτήν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Έτσι, με βεβαιότητα και χωρίς καμία αμφιβολία, το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της πιο πάνω καταδικαστικής του κρίσης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ όλων των αποδεικτικών μέσων, και την απολογία του κατηγορουμένου και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-12-2016 δήλωση – αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Γ. Σ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23-12-2016, για αναίρεση της 967/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top