ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 384 / 2022:Ψευδής Κατάθεση κατ΄ άρθρο 224 του Π.Κ. Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης–Συκοφαντική Δυσφήμηση, θεμελίωση

Αριθμός 384/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Άννα Φωτοπούλου – Ιωάννου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 12 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Ε. Π. του Δ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λουκά Δρόσο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 284/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Ε. Μ. του Π., κάτοικο …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2021 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.04.2021 και έλαβε αριθμό πρωτ. 3719/2021, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 480/2021.

Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 27.4.2021 αίτηση της Ε. Π., που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 29.4.2021 για αναίρεση της υπ’ αριθμό 284/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ.510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., “όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όταν είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και προς εκείνο που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 316/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 εδ.α’ του ισχύσαντος μέχρι 30.6.2019 Π.Κ., “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ.α’ Π.Κ. “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή”. Η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 363 του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ., προβλέπει για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή (η σωρευτική επιβολή της είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική, όπως στον παλαιό ποινικό κώδικα) και, αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή και , συνεπώς, είναι δυσμενέστερη για την κατηγορουμένη έναντι της προϊσχύσασας, η οποία και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, ήτοι γεγονός πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις (ΑΠ 302/2020). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ’ αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να είναι αναγκαίο, να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδορκίας μάρτυρα και ήδη ψευδούς κατάθεσης, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης ή η τέλεση της πράξης με τον “σκοπό” πρόκλησης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της κατάθεσης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 2207/2018). Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για την ψευδή κατάθεση όπου ο νόμος απαιτεί πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος ήτοι την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως πρέπει να αναφέρονται τα αληθή περιστατικά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους πείσθηκε το δικαστήριο για το ότι ο εξετασθείς είχε γνώση ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη κατά τρόπο, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της καταθέσεώς του ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του (ΑΠ 316/2011). Κατά δε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση .
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αναγράφεται ότι: “από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και όλα τα έγγραφα που εξετάστηκαν δημοσίως, καθώς και από την απολογία της κατηγορουμένης, εκτιμωμένων όλων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η κατηγορούμενη στην … στις 17-4-2013: Ι. Ενώ εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντος, Ε. Μ. του Π., που αφορούσε την προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου τους και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, κατέθεσε για εκείνον (τον εγκαλούντα) τα εξής: α) Ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης, οδοντιατρικής κλινικής που λειτουργεί στην … και μάλιστα εξειδικευμένων οδοντιατρικών υπηρεσιών, από την οποία αποκερδαίνει 100.000 ευρώ ετησίως, ενώ η αλήθεια ήταν πως ακόμη η κλινική ήταν υπό κατασκευή (γιαπί) και ο εγκαλών εργαζόταν στο προσωπικό του ιατρείο, που βρισκόταν στην οδό … και είχε εμβαδό πενήντα (50τ.μ.) τετραγωνικά μέτρα. Η κλινική άρχισε να λειτουργεί αργότερα (2015) από την αδελφή του εγκαλούντος. β) Ότι είναι ιδιοκτήτης τριών μεγάλων αυτοκινήτων τύπου τζιπ και ενός πολυτελούς σπορ Ι.Χ αυτοκινήτου, ενώ η αλήθεια ήταν πως ο εγκαλών είχε ένα παλιό PORSCHE από μισό με την αδερφή του, το οποίο ήταν ακινητοποιημένο και ένα δίκυκλο, το οποίο χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Τα άλλα αυτοκίνητα που ανέφερε η κατηγορούμενη στην κατάθεση της ανήκουν στους γονείς του εγκαλούντος και όχι στον ίδιο. γ) Ότι τα ξημερώματα της 22ας-03-2013 πήρε το όπλο του και το έστρεψε κατά της θυγατέρας της κατηγορουμένης (και συζύγου του), ακουμπώντας αυτό στον κρόταφο της και συγχρόνως απείλησε αυτήν λέγοντας της ότι έχει το όπλο μία σφαίρα και θα την πυροβολήσει. Άπαντα όμως τα παραπάνω γεγονότα ήταν ψευδή [καθόσον ο εγκαλών Ε. Μ. λειτουργούσε ιδιόκτητο ιατρείο επί της … … στην …, συνολικού εμβαδού 48 τ.μ. και τα ετήσια έσοδα του από τη λειτουργία του κυμαίνονταν στο ποσό των 10.000 ευρώ, ήταν ιδιοκτήτης κατά ποσοστό 55% ενός μόνον αυτοκινήτου μάρκας Πόρσε, τύπου Κάιμαν, μοντέλου 2006, του οποίου είχαν κατατεθεί οι πινακίδες κυκλοφορίας στην Εφορία, ενώ ουδέποτε είχε λάβει χώρα το περιστατικό με την απειλή με όπλο σε βάρος της συζύγου του], η δε κατηγορουμένη τα κατέθεσε τελώντας σε γνώση του ψεύδους τους.
ΙΙ. Επίσης η κατηγορούμενη στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντα Ε. Μ. του Π. που αφορούσε την προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου τους και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ισχυρίστηκε για τον άνω εγκαλούντα, ενώπιον της Προέδρου του Δικαστηρίου Μαρίας Παπακωνσταντίνου και των πληρεξουσίων δικηγόρων που συμμετείχαν στη δίκη, ότι τα ξημερώματα της 22ας.03.2013 πήρε το όπλο του και το έστρεψε κατά της θυγατέρας της κατηγορουμένης (και συζύγου του), ακουμπώντας αυτό στον κρόταφο της και συγχρόνως απείλησε αυτήν λέγοντας της ότι έχει το όπλο μία σφαίρα και θα την πυροβολήσει, το οποίο ήταν ψευδές και ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντα (εγκαλούντα), η δε κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση του ψεύδους της. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων, για τις οποίες κατηγορείται”. Ακολούθως, κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη του ότι: “Στην … στις 17-4-2013: Ι. Ενώ εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντα Ε. Μ. του Π. που αφορούσε την προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου τους και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, κατέθεσε για εκείνον (τον εγκαλούντα) τα εξής: α) Ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης, οδοντιατρικής κλινικής που λειτουργεί στην … και μάλιστα εξειδικευμένων οδοντιατρικών υπηρεσιών, από την οποία αποκερδαίνει 100.000 ευρώ ετησίως, β. Ότι είναι ιδιοκτήτης τριών μεγάλων αυτοκινήτων τύπου τζιπ και ενός πολυτελούς σπορ Ι.Χ αυτοκινήτου, και γ. Ότι τα ξημερώματα της 22ας-03-2013 πήρε το όπλο του και το έστρεψε κατά της θυγατέρας της κατηγορουμένης (και συζύγου του), ακουμπώντας αυτό στον κρόταφο της και συγχρόνως απείλησε αυτήν λέγοντας της ότι έχει το όπλο μία σφαίρα και θα την πυροβολήσει. Άπαντα όμως τα παραπάνω γεγονότα ήταν ψευδή [καθόσον ο εγκαλών Ε. Μ. λειτουργούσε ιδιόκτητο ιατρείο επί της … … στην …, συνολικού εμβαδού 48 τ.μ. και τα ετήσια έσοδα του από τη λειτουργία του κυμαίνονταν στο ποσό των 10.000 ευρώ, ήταν ιδιοκτήτης κατά ποσοστό 55% ενός μόνον αυτοκινήτου μάρκας Πόρσε, τύπου Κάιμαν, μοντέλου 2006, του οποίου είχαν κατατεθεί οι πινακίδες κυκλοφορίας στην Εφορία, ενώ ουδέποτε είχε λάβει χώρα το περιστατικό με την απειλή με όπλο σε βάρος της συζύγου του], η δε κατηγορουμένη τα κατέθεσε τελώντας σε γνώση του ψεύδους τους.
ΙΙ. Με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το δε γεγονός αυτό ήταν ψευδές και η κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτού. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντα Ε. Μ. του Π. που αφορούσε την προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου τους και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ισχυρίστηκε για τον άνω εγκαλούντα, ενώπιον της Προέδρου του Δικαστηρίου Μαρίας Παπακωνσταντίνου και των πληρεξουσίων δικηγόρων που συμμετείχαν στη δίκη, το στο στοιχείο Ι γ’ του παρόντος αναλυτικά αναφερόμενο γεγονός, το οποίο ήταν ψευδές και ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντα (εγκαλούντα), η δε κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση του ψεύδους της”. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που καταδίκασε την αναιρεσείουσα για ψευδή κατάθεση και συκοφαντική δυσφήμηση, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού δεν εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την υπόσταση των ως άνω αξιόποινων πράξεων, δηλόν ότι δεν παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του ότι η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ψευδών γεγονότων που συγκροτούν τα ως άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο του άμεσου δόλου, δηλαδή της γνώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, όσον αφορά τη ψευδή κατάθεση, τις περιεχόμενες στο νόμο φράσεις ότι: ” άπαντα όμως τα παραπάνω γεγονότα ήταν ψευδή…, η δε κατηγορουμένη τα κατέθεσε τελώντας σε γνώση του ψεύδους τους” και όσον αφορά τη συκοφαντική δυσφήμηση τις περιεχόμενες στο νόμο φράσεις “ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα….το οποίο είναι ψευδές και ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντα, η δε κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση του ψεύδους της”, χωρίς όμως να εκθέσει αναλυτικά και να αιτιολογήσει από ποια συγκεκριμένα περιστατικά συνάγεται η γνώση της αυτή, σε σχέση με την αναλήθεια των περιστατικών, τα οποία η κατηγορουμένη ανέφερε κατά την εξέτασή της ως μάρτυρα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντος, δεδομένου μάλιστα ότι η γνώση της αυτή δεν προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης, ούτε θεωρείται αυτονόητη. Επί πλέον δε, από τα πρακτικά της συνεδριάσεώς του προκύπτει ότι εξετάσθηκε ως μάρτυρας ανωμοτί ο Ε. Μ., που είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων. Η κατάθεση όμως αυτού, από κανένα σημείο της αποφάσεως, (στην οποία όπως προαναφέρθηκε μνημονεύονται μόνον οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως), δεν μπορεί αμέσως ή εμμέσως να συναχθεί ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως βάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα.
Συνεπώς, είναι ελλιπής η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του άμεσου δόλου τελέσεως των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε η ήδη αναιρεσείουσα. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στέρηση νόμιμης βάσης, ως προς το στοιχείο της γνώσης, είναι βάσιμοι. Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ή κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. β’ και 511 ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, και μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αναίρεσης, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση οι πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τις οποίες καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα με την προσβαλλόμενη απόφαση, τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 1, 14, 18, 224 παρ.1 και 363 σε συνδυασμό με 362 ΠΚ), φέρονται δε ότι τελέσθηκαν στη … στις 17-4-2013, έκτοτε δε παρήλθε οκταετία και εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτών λόγω παραγραφής. Επομένως αφού η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι, πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης κατά τα στο διατακτικό εκτιθέμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 284/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά της Ε. Π. του Δ., κατοίκου … (οδός …) για ψευδή κατάθεση και συκοφαντική δυσφήμηση και ειδικότερα για το ότι: “Στην … στις 17-4-2013: Ι. Ενώ εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντα Ε. Μ. του Π. που αφορούσε την προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου τους και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, κατέθεσε για εκείνον (τον εγκαλούντα) τα εξής: α) Ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης, οδοντιατρικής κλινικής που λειτουργεί στην … και μάλιστα εξειδικευμένων οδοντιατρικών υπηρεσιών, από την οποία αποκερδαίνει 100.000 ευρώ ετησίως, β) Ότι είναι ιδιοκτήτης τριών μεγάλων αυτοκινήτων τύπου τζιπ και ενός πολυτελούς σπορ Ι.Χ αυτοκινήτου, και γ) Ότι τα ξημερώματα της 22ας-03-2013 πήρε το όπλο του και το έστρεψε κατά της θυγατέρας της κατηγορουμένης (και συζύγου του), ακουμπώντας αυτό στον κρόταφο της και συγχρόνως απείλησε αυτήν λέγοντας της ότι έχει το όπλο μία σφαίρα και θα την πυροβολήσει. Άπαντα όμως τα παραπάνω γεγονότα ήταν ψευδή [καθόσον ο εγκαλών Ε. Μ. λειτουργούσε ιδιόκτητο ιατρείο επί της … … στην Ξάνθη, συνολικού εμβαδού 48 τ.μ. και τα ετήσια έσοδα του από τη λειτουργία του κυμαίνονταν στο ποσό των 10.000 ευρώ, ήταν ιδιοκτήτης κατά ποσοστό 55% ενός μόνον αυτοκινήτου μάρκας Πόρσε, τύπου Κάιμαν, μοντέλου 2006, του οποίου είχαν κατατεθεί οι πινακίδες κυκλοφορίας στην Εφορία, ενώ ουδέποτε είχε λάβει χώρα το περιστατικό με την απειλή με όπλο σε βάρος της συζύγου του], η δε κατηγορουμένη τα κατέθεσε τελώντας σε γνώση του ψεύδους τους.
ΙΙ. Με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το δε γεγονός αυτό ήταν ψευδές και η κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτού. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούντα Ε. Μ. του Π. που αφορούσε την προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου τους και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ισχυρίστηκε για τον άνω εγκαλούντα, ενώπιον της Προέδρου του Δικαστηρίου Μαρίας Παπακωνσταντίνου και των πληρεξουσίων δικηγόρων που συμμετείχαν στη δίκη, το στο στοιχείο Ι γ’ του παρόντος αναλυτικά αναφερόμενο γεγονός, το οποίο ήταν ψευδές και ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντα (εγκαλούντα), η δε κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση του ψεύδους της”.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top