Ισότητα και Εύλογη Εμπιστοσύνη των Πολιτών στη κυβέρνησή τους

Το πρόσφατο άρθρο μου στην εφημερίδα POLIS.

Ισότητα και Εύλογη Εμπιστοσύνη των Πολιτών στη κυβέρνησή τους

Του Κυριάκου Κόκκινου, Δικηγόρου, CSAP, Διαμεσολαβητή, Coach

Με αφορμή την 20ήμερη αναβολή της πολύκροτης δίκης για το έγκλημα στο Μάτι, που μετρά ήδη 8 μήνες, προκειμένου να ζητηθεί άδεια άρσης βουλευτικής ασυλίας και συνέχισης της δίκης της κατηγορουμένης και ήδη βουλευτή Ρένας Δούρου, λίγες σκέψεις για την ισονομία που επιφυλάσσουν οι θεσμοί στους πολίτες της Ελλάδας.
Αν υπήρξαν νομικές αρχές, που έντονα δοκιμάστηκαν στα χρόνια της πρόσφατης πολιτικοκοινωνικής δοκιμασίας της Ελλάδας, την περίοδο των μνημονίων, είναι αυτή της ισότητας και της εύλογης εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη διοίκηση της χώρας. Κυρίως γιατί η Κυβέρνηση βρήκε τον τρόπο σταδιακά να κηδεμονεύσει και ελέγξει σε μεγάλο βαθμό τις υπόλοιπες εξουσίες, στρεβλώνοντας έτσι τη δημοκρατική κατάκτηση της διάκρισης των εξουσιών και εγκαθιδρύοντας ένα θεσμικό πλαίσιο ανέλεγκτης άσκησης της ισχύος της, απρόσβλητο από το κοινωνικό αίτημα διαφάνειας και δικαιοσύνης ως προς όλους.
Η διαδεδομένη καχυποψία των πολιτών για το αδιάφθορο της εξουσίας αυτής βρήκε το αντίκρυσμά της στο κοινωνικό αίτημα να υπάρχει αξιόπιστη διαδικασία εις βάθος ελέγχου των εγκλημάτων των πολιτικών προσώπων, που να κατοχυρώνει ότι ο έλεγχος αυτός θα είναι πραγματικός, ανεπηρέαστος και αποτελεσματικός, ώστε να μην καταφεύγουμε στη λεγόμενη πολιτική ευθύνη, συνέπεια μη ικανή εδραίωσης κράτους δικαίου. Η απαίτηση ήταν να αρθούν οι επί δεκαετίες στρεβλοί κανόνες, που έθεταν τα πρόσωπα, που κυβερνούν την πολιτεία, ουσιαστικά στο απυρόβλητο, μέσω βουλευτικών – υπουργικών ασυλιών και ακαταδίωκτου υπό την προστατευτική ομπρέλα μία αντίληψης ομόθυμης, συντεχνιακής, υπερκομματικής αλληλεγγύης προς τον κάθε πολιτικό, που ασκώντας την εξουσία του παράνομα έβλαπτε την πολιτεία.
Η ratio των κανόνων για την ευθύνη των υπουργών κι ανάλογα και των βουλευτών συνίσταται στο να παρέχεται συνεχής προστασία στους φορείς του υπουργικού ή βουλευτικού αξιώματος, ώστε αυτοί να ασκούν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι από συνεχείς μηνύσεις και εμπλοκές σε δικαστικές διαμάχες. Πώς όμως εφαρμόστηκε και τί μήνυμα εξέπεμψε η εφαρμογή τους; Ένα κραυγαλέο παράδειγμα από το παρελθόν: Ενδεικτικά, υπό την κοινωνική κατακραυγή της αυξανόμενης διαφθοράς και το σκάνδαλο Κοσκωτά να διοχευτεύει πολιτική δυσοσμία σε όλη τον κοινωνικό ιστό, η Βουλή παρέπεμψε σε δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο τους Α. Παπανδρέου, Κουτσόγιωργα, Ρουμελιώτη, Πέτσο και Τσοβόλα, δίκη που ξεκίνησε το 1991 και ολοκληρώθηκε το 1992. Τελικώς αθωώθηκε ο Α. Παπανδρέου (7-6) και καταδικάστηκε ο Δημήτρης Τσοβόλας σε φυλάκιση δυόμισι ετών και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για απιστία περί την υπηρεσία και ο Γεώργιος Πέτσος σε φυλάκιση 10 μηνών και διετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Και για να γνωρίζετε τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της διεθνούς κι όχι μόνον της εθνικής μας πολιτικής στον τομέα της διαφθοράς των εκλεκτών, σας παραθέτω τις εξελίξεις, εις απόδειξη ότι η εμπειρία από την εφαρμογή του νόμου όχι μόνον δεν δικαίωσε το σκοπό του, αλλά λειτούργησε και αρνητικά … Ο κατηγορούμενος Παναγιώτης Ρουμελιώτης, που εκείνη την περίοδο του 1989 εξελέγη ευρωβουλευτής δεν δικάστηκε ποτέ, γιατί η Ευρωβουλή δε συναίνεσε στην άρση της ασυλίας του, ούτε όταν αποχώρησε από την Ευρωβουλή επανέφερε κανείς το ζήτημα – ποιος να ασχολείται άραγε με «παλιά ξινά σταφύλια»-, χωρίς να εμποδιστεί να γίνει εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ το επίμαχο 2010, φθάνοντας ένα βήμα πριν ανακηρυχθεί το 2013 και Πρωθυπουργός της χώρας, ως διάδοχος του Γ. Παπανδρέου. Παράλληλα το 1993, η Βουλή συναίνεσε στην απονομή χάριτος και την άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης του Δημήτρη Τσοβόλα, το 1992 ανέστειλε τη δίωξη κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών και το 1994, συναίνεσε στην άρση των εννόμων συνεπειών της καταδίκης του Νίκου Αθανασόπουλου για την υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. Θα είχα να μιλήσω για πολλά άλλα παραδείγματα κατάχρησης του θεσμού εκ μέρους της Βουλής, που καθιστούσαν αναγκαία την αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά εκφεύγουν των δυνατοτήτων ενός σύντομου άρθρου. Πάντως η μακρινή αυτή ιστορία εξηγεί εν πολλοίς τη διεκδίκηση συμψηφιστικής υποβάθμισης πολλών μεταγενέστερων σκανδάλων, που δεν ελέγχθηκαν ως όφειλε.
Τί συμπέρασμα βγάζετε; Παρά τις επόμενες τροποποιήσεις του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η όλη διαδικασία εξακολουθεί να ενέχει στοιχεία συντεχνιακής μεροληψίας, αφού ενώ καταργήθηκε η πρόβλεψη του άρθρου 86 του συντάγματος περί συντόμου εξαλείψεως του αξιοποίνου των αδικημάτων υπουργών, ο εφαρμοστικός αυτού νόμος 3126/2003 εξακολουθεί στο άρθρο 3§2 να προβλέπει ότι «το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν», δηλαδή ότι ισχύει δήθεν αυτό που καταργήθηκε από το Σύνταγμα το 2019 κι ότι ένα κακούργημα υπουργού θα μπορούσε να παραγραφεί ακόμη και μέσα σε 2 χρόνια!!!
Ανάλογος παραλογισμός ισχύει και για την άδεια που απαιτείται από το άρθρο 62 του Συντάγματος για την άρση της βουλευτικής ασυλίας: «Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. …». Η κοινοβουλευτική πρακτική κι όσον αφορά την άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν θα μπορούσε να παρέχει βεβαίως μικρότερη «προστασία» στους βουλευτές απ’ ό,τι στους υπουργούς, με συνέπεια η Βουλή σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις να είχε στο παρελθόν δεχθεί να άρει την ασυλία βουλευτή. Ενδεικτικά από το 1975 μέχρι το 2005, δηλαδή σε διάστημα τριάντα ετών και επί χιλίων περίπου υποβληθέντων αιτημάτων για την άρση της ασυλίας βουλευτών, μόνο πέντε εξ αυτών έγιναν δεκτά και οδήγησαν στη χορήγηση άδειας δίωξης. Με βάση τη μέχρι πρότινος αυτή πρακτική ένας συνεχώς εκλεγόμενος βουλευτής θα μπορούσε να αποφεύγει εσαεί τον έλεγχό του από τη δικαιοσύνη. Η πρακτική οδήγησε σε πολλαπλές καταδίκες της Ελλάδα από το ΕΔΔΑ για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κρίνοντας ότι το ελληνικό κοινοβούλιο μπορεί να αρνηθεί την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, μόνο εφόσον οι αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις συνδέονται αναμφίβολα με την κοινοβουλευτική του δραστηριότητα. Εγώ για την περίπτωση μία εκκρεμούς δίκης, όπως για το Μάτι, που ξεκίνησε πριν την εκλογή της Βουλευτού και δεν αφορά την νεοαποκτηθείσα βουλευτική της ιδιότητα, έχω τη νομική άποψη ότι δεν απαιτείται καν αίτημα για λήψη αδείας της Βουλής, δεδομένου ότι η συνέχιση της δίκης δεν αφορά ούτε δίωξη (αυτή έχει προ πολλού ασκηθεί), ούτε σύλληψη ούτε φυλάκιση ούτε άλλης μορφής περιορισμό (αυτά αφορούν εκτέλεση μιας ποινής που δεν έχει καν καταγνωσθεί). Ίσως κάποια Δικαστήρια με πραγματική ανεξαρτησία και ευρύτητα νομικής κατανόησης, να ερμηνεύσουν διαφορετικά το σχετικό άρθρο, απαλλάσσοντάς μας από ανούσιες νομικές ενέργειες, που εκθέτουν τους ίδιους τους πολιτικούς στην ανάγκη να βγουν και να δηλώσουν, ως η Ρένα Δούρου, ότι παραιτούνται ενός δικαιώματος, που δεν έχουν, ήτοι της διαδικασίας άρσης της ασυλίας τους.
Αυτά για να θυμόμαστε ότι οι νομικές και πολιτικές κατακτήσεις δεν έρχονται εξ ουρανού, αλλά μετά από συνεχή αγώνα, έναντι ισχυρών αντιπάλων, που νέμονται συνήθως την εξουσία ως τσιφλίκι, εξαιτίας της οίησης που προκαλεί η ισχύς. Η γνώση και ενότητα της κοινωνίας στη συνεπή διεκδίκηση των αυτονόητων αποτελεί το μόνο μέσο να ασκείται και η πολιτική με τον πλέον διαφανή, δίκαιο και επωφελή για την κοινωνία τρόπο.

To Top