Προσωρινή κράτηση και αιτήσεις αποφυλάκισης. Η μη επαρκής αιτιολογία των απορριπτικών αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων καλύφθηκε από το Εφετείο. Μη παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Perstner κατά Λουξεμβούργου της 16.02.2023 (αρ. προσφ. 7446/21)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το 2019, ο προσφεύγων συνελήφθη, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με την κατηγορία της ληστείας εναντίον ενός ζεύγους ηλικιωμένων. Το 2021καταδικάστηκε σε επτά χρόνια κάθειρξη. Η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος διήρκεσε ένα χρόνο, τέσσερις μήνες και είκοσι ημέρες. Μια πρώτη αίτηση για αποφυλάκιση απορρίφθηκε με διάταξη, με την αιτιολογίαύπαρξης υποψιώνγια παρεμπόδιση της έρευνας.

Στο πλαίσιο της δεύτερης και της τρίτης αίτησης για αποφυλάκιση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριοαπέρριψε τις αιτήσεις με την αιτιολογία ότι υπήρχε υποψία φυγής.

Από την άλλη πλευρά, το Εφετείο απέρριψε επίσης τα ένδικα μέσα με την αιτιολογία ότι η αποφυλάκιση υπό επίβλεψη ή η παροχή εγγύησης δεν ήταν κατάλληλες, «ενόψει της προσωπικής κατάστασης» του κατηγορουμένου, και ότι το γεγονός και μόνο ότι αυτός είχε προσκομίσει και επικαλεστεί σύμβαση εργασίας δεν ήταν επαρκής εγγύηση ότι θα εμφανιζόταν στη δίκη του. Κατά το Εφετείο το ίδιο ίσχυε και για τον λόγο που βασίζεται στον κίνδυνο υποτροπής που υιοθετήθηκε «ενόψει της επισφαλούς κοινωνικής και προσωπικής κατάστασης» του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παρότι οι αιτιολογίες των πρωτοβάθμιων εγχώριων δικαστηρίων που απέρριψαν τις αιτήσεις αποφυλάκισης ήταν γενικές και μη εξατομικευμένες κυρίως δε γιατί δεν απαντούσαν ειδικά στα αιτούμενααπό τον κατηγορούμενο εναλλακτικά μέτρα στην προσωρινή κράτηση, το Εφετείο κάλυψε αυτή την ελλειπτικότητα απαντώντας στις αιτιάσεις και στους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5).

Κατά το Δικαστήριο σημειώθηκαν κάποιες καθυστερήσεις, οι οποίες οφείλονται κυρίως λόγω τουCovid 19. Λαμβάνοντας υπόψη την τότε κατάσταση της πανδημίας, η διάρκεια της διαδικασίας δεν υπερέβη τον εύλογο χρόνο. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε επίσης παραβίαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας (άρθρο 6 παρ. 1).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5,

Αρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Το 2019, ο προσφεύγων συνελήφθη, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ως ύποπτος, καθώς διέπραξε, μαζί με άλλα δύο άτομα, ληστεία εναντίον ενός ζευγαριού ηλικιωμένων, στα σπίτια τους, αφού τους είχε παρακολουθήσει σε ένα εμπορικό κέντρο. Κατά την ανάκριση, στο τέλος της οποίας τέθηκε υπό κράτηση, ταυτοποιήθηκε από τις κάμερες παρακολούθησης του εμπορικού κέντρου που τον έδειχναν να ακολουθεί το ζευγάρι στο αυτοκίνητο, στο πάρκινγκ.

Οι τρεις αιτήσεις του προσφεύγοντος για προσωρινή αποφυλάκιση απορρίφθηκαν.Το 2021, ο προσφεύγων καταδικάστηκε για ληστεία σε επτά χρόνια κάθειρξη.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για αφηρημένους και στερεότυπους λόγους στο σκεπτικό των αποφάσεων  που απέρριψαν τις αιτήσεις του για αποφυλάκιση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος διήρκεσε ένα χρόνο, τέσσερις μήνες και είκοσι ημέρες. Μια πρώτη αίτηση για αποφυλάκιση απορρίφθηκε με διάταξη – στην οποία ο προσφεύγων δεν άσκησε έφεση – καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν υποψίες σε σχέση με τα αποτελέσματα της έρευνας. Στο πλαίσιο της δεύτερης και της τρίτης αίτησης, το δικαστήριο, αναφέρθηκε στη διάταξη παραπομπής στο ποινικό τμήμα του περιφερειακού δικαστηρίου για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε υποψία φυγής εκ μέρους του προσφεύγοντος. Ομολογουμένως, θα ήταν επιθυμητή η λεπτομερέστερη αιτιολογία, αλλά μπορεί να θεωρηθεί επαρκής, στο μέτρο που η επίμαχη διάταξη περιείχε συγκεκριμένα στοιχεία και εξελίξεις. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι οι υποψίες βάρυναν τον προσφεύγοντα τόσο κατά τη σύλληψή του όσο και κατά την εξέλιξη της έρευνας.

Όσον αφορά την απόρριψη του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος, ο πρώτος λόγος που αναφέρουν οι αρχές ήταν ο κίνδυνος διαφυγής. Αυτό δεν μπορεί να αξιολογηθεί αποκλειστικά με βάση την σοβαρότητα της ποινής. Πρέπει να αναλυθεί με βάση ένα σύνολο πρόσθετων δεδομένων ικανών είτε να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή της πιθανότητας είτε να την κάνουν να φαίνεται τόσο ελάχιστη ώστε να μην μπορεί να δικαιολογήσει την προσωρινή κράτηση.

Στην περίπτωση αυτή, τα εθνικά δικαστήρια περιορίστηκαν να κρίνουν ότι ο κίνδυνος διαφυγής τεκμαίρεται νομικά και ότι υπήρχε επίσης λόγω της σοβαρότητας των κατηγοριών και της έλλειψης δεσμών του προσφεύγοντος με το Μεγάλο Δουκάτο. Οι λόγοι αυτοί σαφώς δεν είναι επαρκώς εξατομικευμένοι, ιδίως στο μέτρο που δεν αναφέρουν καν τα εναλλακτικά μέτρα που ζήτησε ο προσφεύγων. Από την άλλη πλευρά, το Εφετείο φρόντισε να προσθέσει πρώτα ότι η αποφυλάκιση υπό επίβλεψη ή με την υποχρέωση παροχής εγγύησης δεν ήταν κατάλληλη «ενόψει της προσωπικής κατάστασης του προσφεύγοντος», και στη συνέχεια ότι το γεγονός και μόνο ότι ο προσφεύγων είχε προσκομίσει σύμβαση εργασίας δεν ήταν επαρκής εγγύηση ότι θα εμφανιζόταν πράγματι στη δίκη του. Ομολογουμένως, δεν ανέφερε άλλα στοιχεία ή λεπτομερείς πληροφορίες για τα θέματα αυτά. Ωστόσο, οι αποφάσειςτου Εφετείου βασίστηκαν στα πολλά στοιχεία που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στο πλαίσιο της έρευνας. Ωστόσο, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο μπορεί να παραδεχθεί ότι το Εφετείο αναφέρθηκε σε όλα αυτά τα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία ήταν απολύτως προσβάσιμα στον προσφεύγοντα (τουλάχιστον μέσω του συνηγόρου του).

Το ίδιο ισχύει και για τον λόγο που βασίζεται στον κίνδυνο υποτροπής που υιοθετήθηκε «ενόψει της επισφαλούς κοινωνικής και προσωπικής κατάστασης» του προσφεύγοντος. Ένα τέτοιο κίνητρο είναι, αναμφίβολα, γενικό, αλλά και λακωνικό. Αλλά αυτή η συνοπτική απάντηση πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Πράγματι, αυτό πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα της έλλειψης σοβαρότητας των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων για να ζητήσει την αποφυλάκισή του και την παραπομπή του Εφετείου στη δικογραφία.

Έτσι, η αιτιολογία που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια για την άρνηση της αποφυλάκισης του προσφεύγοντος ήταν, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, «σχετική» και «επαρκής».

Μετά την διεξαγωγήπολλών ανακριτικών πράξεων πριν από τη σύλληψη του προσφεύγοντος,  συνετάχθη μόνο μια έκθεση γενετικής πραγματογνωμοσύνης, τον Οκτώβριο του 2019, μετά την τοποθέτηση του προσφεύγοντος υπό προσωρινή κράτηση. Η έρευνα έκλεισε δύο μήνες αργότερα και ακολούθησε απόφαση αποφυλάκισης, η οποία επικυρώθηκεαπό το εφετείο, τρεις μήνες αργότερα. Καμία ιδιαίτερη βραδύτητα δεν μπορούσε να καταλογιστεί στις εθνικές αρχές για την υπό εξέταση περίοδο.

Ωστόσο, σημειώθηκαν κάποιες καθυστερήσεις πέραν αυτής της περιόδου. Μόλις η απόφαση αποφυλάκισης κατέστη οριστική, ο προσφεύγων κλήθηκε επτά μήνες αργότερα σε ακροάσεις που είχαν προγραμματιστεί για τον επόμενο μήνα. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το ιδιαίτερο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας του Covid 19 που επικρατούσε τη δεδομένη περίοδο. Επίσης, η προσωρινή αναστολή μιας διαδικασίας λόγω αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων κρίθηκε ότι συμμορφώνεται με την υποχρέωση ειδικής επιμέλειας, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή διεξήχθη ενεργά τόσο πριν όσο και μετά τη λήψη των επειγόντων μέτρων (βλ. Fenech κατά Μάλτας). Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το πλαίσιο, η διάρκεια της διαδικασίας δεν υπερέβη τον εύλογο χρόνο.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε κατά πλειοψηφία (έξι ψήφοι έναντι μίας) καμία παραβίαση

(επιμέλεια: echrcaselaw.com).

To Top