Αποφάσεις χωρίς επαρκή αιτιολογία για αδικήματα που αφορούσαν δημοσιεύματα των κατηγορουμένων. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

Durukan και Birol κατά Τουρκίας, της 03.10.2023 (αριθ. προσφ. 14879/20 και 13440/21)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 13 μηνών και 10μηνών αντίστοιχα  για διάφορα δημοσιεύματα σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για προπαγάνδα υπέρ του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK ) και του ΑμπντουλάχΟτσαλάν. Τους χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της ποινής χωρίς επαρκή αιτιολογία για τους λόγους της αναστολής. Άσκησαν προσφυγή για το λόγο ότι ο τρόπος που τους χορηγήθηκε η αναστολή παραβίαζε ουσιαστικά το δικαίωμα τους στην ελευθερία της έκφρασης.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε παραβιάσεις στον τρόπο που καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και στον τρόπο χορήγησης των αναστολών εκτέλεσης, που επιδείκνυαν ελλείψεις του  συστήματος. Συγκεκριμένα διαπίστωσε ότι  οι καταδίκες και οι  αποφάσεις αναστολής εκτέλεσης της απόφασης δεν βασίζονταν σε κατάλληλη και επαρκή αιτιολογία, οι δικαστές δε δεν έλαβαν  υπόψη τα επιχειρήματα των κατηγορουμένων για την υπεράσπισή τους και απέρριψαν αιτήματα για συλλογή και εξέταση αποδεικτικών στοιχείων για άσχετους λόγους και ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν ούτε τη βοήθεια συνηγόρου υπεράσπισης ούτε τον απαραίτητο χρόνο και τους χώρους για να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους επαρκώς.

Έκρινε ότι η νομοθεσία  δεν παρείχε στους προσφεύγοντες επαρκή σαφήνεια με τον τρόπο που χορηγείται η αναστολή ώστε να παρασχεθεί σε αυτούς  η απαραίτητη προστασία που απαιτεί  το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επομένως, οι εν λόγω παρεμβάσεις δεν είχαν «προβλεφθεί από το νόμο».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσεπαραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης) και επιδίκασε σε κάθε προσφεύγοντα 2.600 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Oι προσφεύγοντες, BaranDurukan και İlknurBirol, είναι Τούρκοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 2000 και το 1965 αντίστοιχα και ζουν στο Bolu και την Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούλιο του 2018 ο κ. Durukan (προσφυγή με αριθ. 14879/20) καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 13 μηνών  και 10 ημερών για προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης ως αποτέλεσμα περιεχομένου που είχε κοινοποιήσει στον λογαριασμό του στο Facebook, ιδίως φωτογραφίες και κείμενα που περιείχαν τις λέξεις «Ζήτω η αντίσταση του Κουρδιστάν», «Ζήτω ο ΑμπντουλάχΟτσαλάν» (φυλακισμένος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK)) και «Ζήτω η αντίσταση στο Κομπάνι». Το εθνικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτά τα μηνύματα υποστήριζαν οργανώσεις που κατέφυγαν σε εξαναγκασμό, βία και απειλές, δηλαδή το PKK και το YPG («Μονάδες Προστασίας του Λαού», μια οργάνωση που εδρεύει στη Συρία και χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από την Τουρκία λόγω των υποτιθέμενων δεσμών της με το PKK), επαινεί  τον ηγέτη τους και νομιμοποιεί  τις πρακτικές τους. Τον Μάιο του 2019 η καBirol (προσφυγή με αριθ. 13440/21) καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για προσβολή του Τούρκου Προέδρου σε ένα tweet που είχε δημοσιεύσει στον λογαριασμό της στο Twitter τον Ιούνιο του 2015, στο οποίο είχε δηλώσει – σε σχέση με επιχειρήσεις κατά της διαφθοράς που διεξήχθησαν τον Δεκέμβριο του 2013– “Tayyip Erdoğan [εσύ] βρώμικος κλέφτης (hırsız edepsiz)”.

Το Ποινικό Δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δημοσίευσε το tweet χωρίς καμία πρόθεση προσβολής του Προέδρου, η χρήση του όρου «κλέφτης» συνιστούσε το αδίκημα της προσβολής. Στο τέλος της αντίστοιχης διαδικασίας, τα εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν να «αναστείλουν την εκτέλεση των αποφάσεων» εναντίον των δύο προσφευγόντων σύμφωνα με το άρθρο 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αποφάσισαν να χορηγήσουν στους προσφεύγοντες περίοδο αναστολής (τρία έτη για τον κ. Durukan και πέντε έτη για την καBirol), εξηγώντας ότι, εάν δεν διέπρατταν εκ προθέσεως αδικήματα κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων, οι καταδίκες θα έπαυαν να ισχύουν και οι διαδικασίες θα διαγράφονταν, και ότι, διαφορετικά, οι αποφάσεις θα εκτελούνταν. Μεταξύ 2018 και 2020, οι εφέσεις των προσφευγόντων κατά των αποφάσεων αυτών και οι προσφυγές τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίφθηκαν. Στη συνέχεια, το 2022, σε διαφορετική υπόθεση (AtillaYazar κ.λπ., 5 Ιουλίου 2022), το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε ότι οι παραβιάσεις των εγγυήσεων δίκαιης δίκης που παρατηρήθηκαν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που προβλέπει αναστολή της απόφασης σήμαιναν ότι δεν πληρούσαν την απαίτηση νομιμότητας. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε εναντίον τους και οι επακόλουθες αποφάσεις που ανεστάλησαν είχαν παραβιάσει το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της δυνητικά αποτρεπτικής επίδρασής τους, οι ποινικές καταδίκες με αποφάσεις και αναστολή εκτέλεσης – τριών και πέντε ετών αντίστοιχα – αποτελούσαν παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων στην ελευθερία της έκφρασης. Σημείωσε ότι αυτές οι ποινικές καταδίκες (βάσει του Ν. 3713 ή του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα, ανάλογα με την περίπτωση) και οι αναστολές (σύμφωνα με το άρθρο 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) είχαν νομική βάση.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, συνεδριάζοντας σε ολομέλεια, είχε κρίνει στην απόφασή του AtillaYazar κ.λπ. της 5ης Ιουλίου 2022 ότι οι παραβιάσεις των εγγυήσεων δίκαιης δίκης που παρατηρήθηκαν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που προβλέπει το μέτρο της «αναστολής εκτέλεσης της απόφασης» σήμαιναν ότι δεν πληρούσε την απαίτηση νομιμότητας. Είχε επίσης κρίνει ότι οι εν λόγω νομικές διατάξεις θέτουν 3 συστημικά προβλήματα που ήταν τέτοια ώστε να συνεπάγονται επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης και ότι ήταν απαραίτητη μια νομοθετική τροποποίηση για να τεθεί τέλος σε τέτοιες παραβιάσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι, στην εγχώρια δικαστική πρακτική, οι αποφάσεις αναστολής εκτέλεσης της απόφασης δεν βασίζονταν σε κατάλληλους και επαρκείς λόγους, ότι τα δικαστήρια δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τα επιχειρήματα των κατηγορουμένων στην υπεράσπισή τους και απέρριψαν αιτήματα για συλλογή και εξέταση αποδεικτικών στοιχείων για άσχετους λόγους και ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν ούτε τη βοήθεια συνηγόρου υπεράσπισης ούτε τον απαραίτητο χρόνο και εγκαταστάσεις για να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους επαρκώς. Είχε επίσης επισημάνει ότι η διαδικασία ανακοπής, η οποία ήταν το μόνο ένδικο βοήθημα που είχαν στη διάθεσή τους οι κατηγορούμενοι σε περίπτωση απόφασης αναστολής εκτέλεσης μιας απόφασης, ήταν αναποτελεσματική στην πράξη, στο μέτρο που τα δικαστήρια που αποφάνθηκαν επί τέτοιων αιτήσεων συχνά βασίζονταν σε ανεπαρκή και τυποποιημένη αιτιολογία, ενώ διεξήγαγαν απλώς τυπική εξέταση, βάσει της δικογραφίας. χωρίς στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων, και ότι η πρακτική να ζητείται από τον κατηγορούμενο να συναινέσει σε ανασταλείσα δικαστική απόφαση κατά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας –πριν από την έκδοση απόφασης επί της ενοχής του– ήταν πιθανό να ασκήσει πίεση σε αυτόν και να δημιουργήσει στο δικαστή την εντύπωση της ενοχής του, χωρίς να αντισταθμίζεται από τυχόν εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε παρατηρήσει ότι τα προβλήματα που ανέκυπταν από την εφαρμογή τέτοιων αναστολών δεν μπορούσαν να επιλυθούν βάσει του κανόνα που προβλέπει την αναστολή της απόφασης, όπως δεν μπορούν να επιλυθούν βάσει των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων, της νομολογίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ή της πρακτικής των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων.

Προσέθεσε ότι η ισχύουσα νομοθεσία δεν μπορούσε να αποτρέψει συστηματικά το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που παρήγαγε το επίμαχο μέτρο όσον αφορά διάφορα θεμελιώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων, όπως το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι οι διατάξεις που διέπουν την αναστολή της εκτέλεσης  απόφασης έπρεπε να τροποποιηθούν προκειμένου να εξαλειφθούν τα συστημικά προβλήματα που παρατηρήθηκαν στη δικαστική πρακτική σε σχέση με το μέτρο αυτό και είχε διατυπώσει συγκεκριμένες συστάσεις προς τούτο προς τον νομοθέτη. Το Δικαστήριο ενέκρινε τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά το άρθρο 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως προς το γεγονός ότι, ελλείψει επαρκών δικονομικών εγγυήσεων για τη ρύθμιση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή του μέτρου αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, η εν λόγω διάταξη δεν παρείχε την απαιτούμενη προστασία από την αυθαίρετη κατάχρηση από τις δημόσιες αρχές των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Δεν έκρινε σκόπιμο να αποφανθεί άλλως στην υπό κρίση υπόθεση,

Έκρινε, όπως και το Συνταγματικό Δικαστήριο, ότι η νομική βάση για τις καταγγελλόμενες παρεμβάσεις δεν καθόριζε το πεδίο εφαρμογής του μέτρου αναστολής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ή τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ασκηθεί, με επαρκή σαφήνεια ώστε να παράσχει στους προσφεύγοντες τον βαθμό προστασίας που απαιτείται από το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επομένως, οι εν λόγω παρεμβάσεις δεν είχαν «προβλεφθεί από το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 10 της Σύμβασης. Ως εκ τούτου το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41):Το Δικαστήριο επιδίκασε σε κάθε προσφεύγοντα 2.600 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).

To Top