ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 966 / 2022 Για τη θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής.

Αριθμός 966/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Ηλιοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 102/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη, Ευάγγελο Μητσέλο και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Χ. Σ.Κ.Ε.Ρ.Ο.Υ. του Π., κατοίκου … η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αποστολόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 186-212/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Π. Δ. του Κ., κάτοικο …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Ρέγκλη.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 9 Μαρτίου 2022 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου Νικολάου Χωρίκη, έλαβε αριθμό 6/2022 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 262/2022.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη, από 9-3-2022, αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Χ. Σ. του Π., για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 6/9-3-2022 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου Νικόλαου Χωρίκη, για αναίρεση της υπ’ αρ. 186 – 212/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτήν (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ψευδούς καταμήνυσης και β) της συκοφαντικής δυσφήμησης, ύστερα από την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, στο πρόσωπό της, του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ.), σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα, αυτοπροσώπως από την ίδια (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Εφετείου, την 28-2-2022, με αριθμό 100 (άρθρα 473 παρ. 1, 2, 3 και 474 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους αντιστοίχως με τα άρθρα 140 και 141 του Ν. 4855/2021), είναι δε παραδεκτή, αφού περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά και να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της, παρόντος και του υποστηρίζοντος την κατηγορία, Π. Δ. του Κ.
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, “Ουδείς δύναται να καταδικασθεί διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ, κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, “Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήσαν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Με την αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (βλ. άρθρο 460 αυτού) ορίζεται ότι: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Ενόψει τούτων η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο σε σχέση μ’ εκείνην του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται, κατ’ αρχάς, υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ η πρώτη θεωρείται βαρύτερη της δεύτερης, σε περίπτωση δε χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (Α.Π. 86/2020, Α.Π. 1820/2019), περαιτέρω δε επιεικέστερος είναι και ο νόμος που δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίσταση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη (Α.Π. 130/2020).
III. Στη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. ορίζεται ότι: “Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση, με οποιονδήποτε τρόπο, σε αρχή, ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές, να υπέβαλε δε τη μήνυση ή προέβη στην ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα, αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου – εγκαλουμένου. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Δεν είναι αναγκαία όμως η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών, αν ο δράστης γνώριζε την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη (Α.Π. 1705/2020, Α.Π. 487/2019). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του νέου, ήδη ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. [Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019)], ορίζεται ότι: “Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή”. Η νεότερη αυτή διάταξη του Π.Κ. είναι δυσμενέστερη σε σχέση με την προηγούμενη, αφενός μεν διότι η προηγούμενη διάταξη απαιτούσε και την επί σκοπώ πρόκλησης καταδίωξης τέλεση της πράξης, στοιχείο που δεν προβλέπεται στη νέα νομοτυπική μορφή της εν λόγω διάταξης, αφετέρου δε διότι η προηγούμενη διάταξη προέβλεπε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, ενώ η νεότερη προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.
Συνεπώς, στην κρινόμενη υπόθεση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., εφαρμοστέα τυγχάνει η προγενέστερη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε μέχρι 30-6-2019, ως ισχύουσα κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης (10-4-2014), που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, καθόσον οδηγεί για τους προαναφερθέντες λόγους στην ευμενέστερη μεταχείρισή της τελευταίας, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη (Α.Π. 1340/2020).
ΙV. Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ., με τις αναφερόμενες σ’ αυτό ποινές, τιμωρείται, “όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του”, κατά δε το ευμενέστερο, ως προς την ποινή, άρθρο 363 του προϊσχύσαντος Π.Κ. “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών· μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή”, που είναι εφαρμοστέο στην κρινόμενη υπόθεση, ως ισχύον κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης (10-4-2014), που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, καθόσον οδηγεί για τους προαναφερθέντες λόγους στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη ευμενέστερη ποινική μεταχείρισή της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται αντικειμενικώς: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου και β) το γεγονός να είναι ψευδές, να είναι δε δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, ήτοι γεγονός πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής. Ως “ισχυρισμός” νοείται η ανακοίνωση που προέρχεται από γνώμη ή πεποίθηση του ίδιου του δράστη ή από μετάδοση άλλου προσώπου, που υιοθέτησε ο δράστης, ενώ ως “διάδοση” νοείται η μετάδοση ανακοίνωσης άλλου προσώπου από τον δράστη, χωρίς αυτός να την υιοθετεί. Ως “γεγονός” περαιτέρω νοείται οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται όμως στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη, “τιμή” δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπλήρωσης απ’ αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ “υπόληψη” είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του (Α.Π. 503/2021). Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των προβλεπόμενων από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. εγκλημάτων της δυσφήμησης και της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, πλην των άλλων, ο ισχυρισμός ή η διάδοση, από το δράστη για άλλον του γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, να γίνει ενώπιον “τρίτου”, για την πλήρωση δε της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν ενδιαφέρει, αν οι “τρίτοι” γνωρίζουν ήδη το διαδιδόμενο γεγονός ή θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν από άλλους. Τούτο δε διότι και στην περίπτωση αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για την τιμή, αφού ενισχύει την πίστη ως προς την αλήθεια του γεγονότος. Εξάλλου, ενώπιον “τρίτου” τελείται μια πράξη ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε αόριστο αριθμό ατόμων, όπως ανακοίνωση δια του τύπου ή με την έκδοση βιβλίου. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362 – 363 του Π.Κ., αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξης, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της έννομης σχέσης που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κ.λπ.), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη (Ολ. Α.Π. 3/2021). Τέλος, για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος (Α.Π. 503/2021). V. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 177 του Κ.Ποιν.Δ., όταν γίνεται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Σε περίπτωση δε που εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται σ’ αυτήν, για μεν την ψευδή καταμήνυση ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά, είτε με τον τύπο του άρθρου 42 του Κ.Ποιν.Δ. είτε με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής καταγγελίας, έγινε ενώπιον αρμόδιας αρχής, αναφέρεται σε τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, αφορά άλλον που μπορεί να τιμωρηθεί από το ποινικό δικαστήριο ή να διωχθεί πειθαρχικά, είναι δε ψευδής, δηλαδή αντικειμενικά αναληθής, για δε την συκοφαντική δυσφήμηση ισχυρισμός ή διάδοση ψευδούς γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, πρόσφορου να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, εν γνώσει του ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές. Ο δόλος του δράστη συνίσταται, καθόσον μεν αφορά την ψευδή καταμήνυση, στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του είναι αναληθές και ότι αφορά αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, καθώς και στη θέληση να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και στο σκοπό του (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση) να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, ενώ είναι αδιάφορο, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε, καθόσον δε αφορά τη συκοφαντική δυσφήμηση, ότι το γεγονός που διαδίδεται είναι ψευδές, εν γνώσει του διαδίδοντος αυτό. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί, σχετικά με το ψευδές των καταμηνυθέντων πραγματικών περιστατικών και του ψεύδους των γεγονότων που διαδίδονται. Ο δράστης αρκεί να γνωρίζει και να θέλει να καταμηνύσει ενώπιον αρχής ψευδή πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, και να διαδίδει ψευδή γεγονότα, που να μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη άλλου, ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχάς, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης ή η τέλεση της πράξης με τον “σκοπό” πρόκλησης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης. Τούτο δε διότι η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της ψευδούς καταμήνυσης ή της συκοφαντικής δυσφήμησης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (Α.Π. 564/2019). Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, τότε ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης για έλλειψη από την καταδικαστική απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, καθώς και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπιτρέπτως η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. Α.Π. 1/2005, Α.Π. 999/2020). Τέλος, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 1308/2020). VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ’ αρ. 186 – 212/2021 καταδικαστικής απόφασής του το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων ειδικά αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί κατάθεση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ανάγνωση των πρακτικών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, απολογία της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακολούθως περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά: “Η κατηγορούμενη στις 10/4/2014 υπέβαλε έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, με την οποία κατήγγειλε ότι ο υποστηρίζων την κατηγορία – εγκαλών – πρώην εργοδότης της Π. Δ., που ήταν ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας “Π. Δ. και ΣΙΑ ΟΕ”, στο κατάστημα της οποίας (είδη οικιακής χρήσεως στο …) η ίδια εργαζόταν ως πωλήτρια, είχε τελέσει σε βάρος της τις αξιόποινες πράξεις της εκβίασης, της απειλής και της παράνομης κατακράτησης. Ειδικότερα ότι στις 8/8/2013 της απαγόρευσε την έξοδό της από τα γραφεία της επιχείρησης, όπου, με απειλές για την ζωή της, ήτοι με τη φράση “αν δεν υπογράψεις όλα τα χαρτιά που θα σου δώσω, θα σε καθαρίσω, θα σε σκοτώσω εδώ και τώρα … είμαι ήδη ξοφλημένος, αλλά εσένα θα σε βγάλω από την μέση. Θα σου πάρω τα πάντα αλλιώς δεν θα βγεις ζωντανή από εδώ” και κατόπιν, σπάζοντας ένα γυάλινο ποτήρι που υπήρχε στο γραφείο και κρατώντας στα χέρια του ό,τι απέμενε από αυτό και λέγοντας ότι “εάν δεν υπογράψει θα της χαράξει το πρόσωπο και θα της κόψει τον λαιμό σαν κοτόπουλο” την εξανάγκασε “υπό καθεστώς τρόμου και εκφοβισμού μετά από – πεντάωρη – παράνομη κατακράτηση, συνεχείς απειλές και εκβιασμούς” σε πράξη από την οποία ζημιώθηκε η περιουσία της, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος. Δηλαδή να αποδεχτεί έξι συναλλαγματικές των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ εκάστη, πληρωτέες στη λήξη τους στο υποκατάστημα της ομόρρυθμης εταιρείας του εγκαλουμένου “Π Δ. και ΣΙΑ ΟΕ” στην …, καθώς και να υπογράψει δύο υπεύθυνες δηλώσεις του Ν 1599/1986, με τις οποίες παραδεχόταν (α) ότι υπεξαίρεσε από την εταιρεία του εγκαλούντος το ποσό των € 150.000, το οποίο αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλλει με την έκδοση συναλλαγματικών και (β) ότι έχει εισπράξει όλες τις δεδουλευμένες αποδοχές της και δεν έχει καμία περαιτέρω αξίωση αναφορικώς με την σύμβαση εργασίας της στην επιχείρηση του εγκαλουμένου. Τα ανωτέρω όμως η κατηγορούμενη γνώριζε ότι ήταν ψευδή, αλλά και ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλουμένου στους τρίτους που έλαβαν γνώση του περιεχομένου της μήνυσης (του Εισαγγελέα, των υπαλλήλων της Εισαγγελίας και κατόπιν των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων και όσων θα συνέπρατταν με αυτούς). Στην πραγματικότητα συνέβησαν τα εξής: Ο εγκαλών ήδη από το έτος 2011 ενημερώθηκε από το λογιστή της επιχείρησης Κ. Γ. ότι προέκυπτε έλλειμμα από τα τηρούμενα φορολογικά στοιχεία της εταιρείας, το οποίο το θέρος του έτους 2013 υπερέβαινε τα € 300.000 και δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από το συσχετισμό αγορών και πωλήσεων της επιχείρησης. Έτσι, επειδή υπήρχε υπόνοια ότι η κατηγορούμενη υπεξαιρούσε εισπράξεις από το ταμείο, στο οποίο είχε άμεση πρόσβαση ως πωλήτρια, ο εγκαλών ενεργοποίησε τις ήδη εγκατεστημένες σε προγενέστερο χρόνο εντός του καταστήματος κάμερες, οπότε και διαπίστωσε τη συστηματική αφαίρεση από την κατηγορούμενη χρηματικών ποσών από την ταμειακή μηχανή. Στις 8/8/2013, μετά το κλείσιμο του καταστήματος περί ώρα 21.00, ο Π. Δ. κάλεσε την κατηγορουμένη στο γραφείο του, όπου παρουσία της συζύγου του της αποκάλυψε ότι προσφάτως είχαν ανακαλύψει την εγκληματική της δράση, την οποία η ίδια αρνήθηκε. Είναι αλήθεια ότι, επειδή αρχικά η κατηγορούμενη δεν ομολογούσε, της ασκήθηκε ψυχολογική πίεση, η οποία όμως περιορίστηκε στα ανεκτά από το νόμο όρια. Ειδικότερα, πλην της λεκτικής πίεσης, αφού αρνήθηκε την πράξη της, ο εγκαλών κάλεσε τον υιό του και την κόρη του και της έδειξαν απόσπασμα από το βίντεο, στο οποίο είχε καταγραφεί να αφαιρεί χρήματα από το ταμείο. Κατόπιν, επειδή η ίδια ομολόγησε εν μέρει την πράξη της, αλλά αποδεχόταν ότι είχε αφαιρέσει ένα πολύ μικρότερο ποσό, κάλεσαν και το λογιστή της επιχείρησης Κ. Γ., ο οποίος της ανέφερε ότι έχει υπολογίσει το έλλειμμα, ανερχόμενο μέχρι την ημέρα εκείνη περί τα € 380.000. Επίσης ο εγκαλών τηλεφώνησε στην Αστυνομία και έφθασε έξω από το κατάστημα περιπολικό. Με τον τρόπο αυτό η κατηγορούμενη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την άρνησή της και να αποδεχθεί όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια, όχι ως αποτέλεσμα απειλής, αλλά αντιλαμβανόμενη ότι ο εγκαλών μπορούσε να αποδείξει την κατ’ αυτής κατηγορία και ότι συμφέρον της τη στιγμή εκείνη ήταν να αποφύγει την άμεση σύλληψη, παραπέμποντας στο μέλλον το ποινικό σκέλος της υπόθεσης. Από την άλλη πλευρά ο εγκαλών, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν πιθανό να ανακτήσει όλο το απωλεσθέν ποσό, προτίμησε, αντί της άμεσης προσφυγής στην ποινική διαδικασία (ειδοποίησε τους αστυνομικούς να αποχωρήσουν, για το λόγο ότι τελικά δεν θα κατήγγειλε αξιόποινη πράξη), να εξασφαλίσει την ομολογία της κατηγορουμένης, για ένα μικρότερο ποσό, μαζί με την εκκαθάριση της εργασιακής τους σχέσης για υπόλοιπα αποδοχών που της οφείλονταν, δηλαδή ένα ποσό συνολικά μικρότερο από το αφαιρεθέν, που όμως δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (το ακριβές ύψος του ποσού της υπεξαίρεσης ούτε απαιτείται να υπολογιστεί από το παρόν Δικαστήριο, ούτε υπολογίζεται – πάντως δεν είναι μικρότερο από όσο αποδέχθηκε η κατηγορούμενη). Έτσι τελικά η κατηγορούμενη υπέγραψε έξι συναλλαγματικές και την από 9/8/2013 υπεύθυνη δήλωση με το εξής κείμενο: “οφείλω στην εταιρεία Π. Δ. και Σία ΟΕ με ΑΦΜ … το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο έχω υπεξαιρέσει κατ’ εξακολούθηση από το ταμείο της εταιρείας, το οποίο υπεύθυνα αναγνωρίζω και δεσμεύομαι να εξοφλήσω όπως παρακάτω στις 31-8-2013 με συναλλαγματική ευρώ, στις 31-10-2013 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 31-12-2013 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 28-2-2014 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 30-4-2014 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 30-6-2014 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ”. Παράλληλα υπέγραψε και δεύτερη υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δήλωσε ότι: “Με την παρούσα έχω εισπράξει όλες τις αποδοχές μου από την εργασία μου στην εταιρία με την επωνυμία Π. Δ. και Σία ΟΕ με ΑΦΜ … και ειδικά δεν έχω καμία απαίτηση όσο αφορά τη σύμβαση εργασίας μου με την ως άνω εταιρία”. Σημειωτέον ότι, κατά την προσέλευσή τους στην επιχείρηση, τα τέκνα του εγκαλούντα συνοδεύονταν από τους συντρόφους τους, οι οποίοι όμως παρέμειναν στον κύριο χώρο του καταστήματος και δεν αναμίχθηκαν καθόλου στο όλο περιστατικό. Όπως προαναφέρθηκε η κατηγορούμενη δεν απειλήθηκε για να υπογράψει τα πιο πάνω έγγραφα, αφού συμπεριφέρθηκε κυνικά και όχι με τρόμο, ενώ επιπλέον δεν απειλήθηκε με βία ή με παράνομη πράξη ή παράλειψη. Δηλαδή οι μεν αξιώσεις του εγκαλούντα ήταν νόμιμες (ακόμα και όσον αφορά την εργασιακή σύμβαση, που λύεται λόγω εκτέλεσης αξιόποινης πράξης), το δε περιστατικό που ανέφερε, δηλ. την απειλή κατ’ αυτής με σπασμένο ποτήρι, είναι ψευδές και δεν αποδείχθηκε καθόλου. Εξάλλου στη μήνυσή της κατά του εδώ εγκαλούντα περιγράφει ένα ακόμα περιστατικό βίας (μη περιλαμβανόμενο στο εδώ κατηγορητήριο, αλλά σχετιζόμενο με την απόδειξη), ήτοι ότι αυτός “με κτύπησε στο πρόσωπο και με έσπρωξε με δύναμη με αποτέλεσμα να πέσω στο πάτωμα και να τραυματιστώ ελαφρά”. Η περιγραφή αυτή (πέραν του ότι δεν έχει εκτιμηθεί ο χρόνος που επήλθαν τα τραύματα) είναι ασύμβατη με τα ευρήματα της εξέτασης την επόμενη ημέρα στο Κέντρο Υγείας … – βλ. το υπ’ αρ. 511/12-8-2013 πιστοποιητικό του Κ.Υ., όπου βεβαιώνεται πως έφερε “εκδορά (νυχιά) στο δεξιό βραχιόνιο (έξω πλευρά) και μώλωπα μικρού μεγέθους στην έσω πλευρά του αριστερού γονάτου”, δηλαδή: α) δεν υπάρχει εύρημα στο πρόσωπο, β) δεν υπάρχει μώλωπας στο χέρι ή στην πλάτη, που θα ήταν αναγκαίος επειδή απαιτείται η άσκηση μεγάλης δύναμης για να πέσει κάποιος καθήμενος σε καρέκλα, και γ) δεν είναι δυνατόν η πτώση στο δάπεδο να δημιουργήσει μώλωπα μόνο στην εσωτερική πλευρά ενός γονάτου, αφού σε περίπτωση εμπρόσθιας πτώσης θα υπήρχε στην εξωτερική πλευρά. Δεν αποδεικνύεται επομένως ότι ο μώλωπας σχετίζεται με την εξεταζόμενη υπόθεση, ενώ η νυχιά δεν προέρχεται από τον κατηγορούμενο, αλλά από μία χειρονομία αγανάκτησης της συζύγου του (βλ. κατάθεση της κόρης τους Ε. Δ. στην εκκαλούμενη απόφαση), που είναι και η λογική εξήγηση για ένα τόσο μεμονωμένο εύρημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η κατηγορούμενη περιγράφει το περιστατικό εντελώς διαφορετικά: ότι δηλαδή ο εγκαλών την έσπρωξε, χτύπησε στην πλάτη της και πιάστηκε το πόδι της στο γραφείο. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη κατακρατήθηκε παράνομα. Τούτο διαψεύδεται από όλους τους αυτόπτες μάρτυρες. Επιπλέον, εάν είχε κρατηθεί, θα ήταν εύκολο να αποχωρήσει όταν έφθασε έξω από το κατάστημα το περιπολικό (αφού, εάν τότε της απαγόρευαν την έξοδο, θα είχε δημιουργηθεί επεισόδιο και οι αστυνομικοί θα είχαν επέμβει αυτεπαγγέλτως). Ούτε η επικοινωνία της απαγορεύθηκε, αφού μίλησε στο κινητό της τηλέφωνο με τη μητέρα της. Στο σημείο αυτό, εάν αλήθευε η άρνησή της και δεδομένου ότι το θέμα είχε τεθεί και στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η κατηγορούμενη θα προσκόμιζε κατάσταση των κλήσεων από την εταιρεία τηλεπικοινωνιών της σύνδεσής της, πράγμα που δεν έπραξε, αν και ήταν εύκολο (για τον κάτοχο τηλεφωνικής σύνδεσης τα στοιχεία των επικοινωνιών του δεν είναι απόρρητα). Σημειώνεται και ότι δεν θα είχε έννοια η ίδια να επιθυμεί να αποχωρήσει, διότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, της παρουσιάζονταν στοιχεία που αποδείκνυαν την πράξη της υπεξαίρεσης και την έκτασή της, οπότε αφενός είχε συμφέρον να παραμείνει έως το τέλος, για να εκτιμήσει την κατάσταση, και αφετέρου τυχόν αποχώρησή της θα αύξανε τις πιθανότητες να συλληφθεί τις επόμενες ώρες. Περαιτέρω, είναι από τα πιο πάνω προφανές πως ούτε εκβιάστηκε η κατηγορούμενη, αφού δεν ασκήθηκε βία ή απειλή κατ’ αυτής, πέραν του ότι ο εγκαλών είχε σκοπό την προστασία νομίμων δικαιωμάτων της εταιρείας του και όχι παράνομο περιουσιακό όφελος. Εν γένει το ψευδές των ανωτέρω ισχυρισμών της κατηγορουμένης, το οποίο καθιστά αναξιόπιστους και τους μάρτυρες που δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό, αφού τα γεγονότα τους τα μετέφερε η ίδια, επιρρωνύεται και από τα εξής δύο σημεία: α) αμέσως μετά τη σύνταξη των ως άνω υπευθύνων δηλώσεων, μεταμεσονύχτια, οι διάδικοι μετέβησαν στο Α.Τ. …, για να θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής της κατηγορουμένης από τον αξιωματικό υπηρεσίας, όπου όμως αυτή ουδέν ανέφερε για εγκλήματα τελεσθέντα εις βάρος της, παρότι βρισκόταν πλέον σε ασφαλές περιβάλλον, όπου μπορούσε να τα καταγγείλει, και παρότι επρόκειτο για σοβαρότατες αξιόποινες πράξεις, ενώ β) η έγκληση της κατηγορουμένης κατά του εδώ εγκαλούντα υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2014, δηλαδή οκτώ (8) μήνες αργότερα, παρότι είχε προσφύγει σε δικηγόρο τουλάχιστον από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2013 (η αγωγή της για την ακύρωση της δηλώσεως βουλήσεώς της φέρει ημερομηνία 9/9/2013), χρόνος που είναι εντελώς αδικαιολόγητος και δείχνει ότι υποβλήθηκε με στόχο τις δίκες που θα ακολουθούσαν, τόσο για την εις βάρος της κατηγορία της υπεξαίρεσης, όσο και για την εκδίκαση της εργατικής της αγωγής κατά της εταιρείας του εγκαλούντα. Αυτά τα σημεία τόνισε και η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών …, η οποία απέρριψε την από 9/4/2014 έγκληση της κατηγορουμένης με την υπ’ αρ. 33/2015 διάταξή της, κατά της οποίας μάλιστα δεν προκύπτει να ασκήθηκε προσφυγή από αυτήν. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης από το άρθ. 367 § 1 ΠΚ, ότι δηλαδή υπέβαλε την έγκληση για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων της και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, διότι, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εν γνώσει της ψευδής και συνεπώς η επικαλούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται, κατ’ άρθ. 367 § 2 – α ΠΚ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, τόσο για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης του εγκαλούντα – υποστηρίζοντος την κατηγορία, όσο και για εκείνη της συκοφαντικής δυσφήμησής του. Σημειώνεται ότι, για αμφότερες τις πράξεις, εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του προϊσχύσαντος (έως 30/6/2019) Ποινικού Κώδικα ως ευμενέστερες, καθόσον ως προς μεν την ψευδή καταμήνυση (άρθ. 229) το ελάχιστο της απειλούμενης ποινής φυλάκισης ήταν ενός (1) έτους, ενώ ήδη ανέρχεται σε δύο (2) έτη, ενώ έχει προστεθεί και χρηματική ποινή, ως προς δε τη συκοφαντική δυσφήμηση το άρθ. 363, πλην της ποινής φυλάκισης (το πλαίσιο της οποίας δεν μεταβλήθηκε), προέβλεπε ως δυνητική την επιβολή χρηματικής ποινής, ενώ με τον ήδη ισχύοντα ΠΚ αυτή επιβάλλεται υποχρεωτικά”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ψευδούς καταμήνυσης και β) της συκοφαντικής δυσφήμησης, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “… Στην Κόρινθο στις 10-4-2014, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: 1. Εν γνώσει της καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, υπέβαλε έγκληση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κορίνθου με την οποία κατήγγειλε ότι ο εγκαλών και εργοδότης της Π. Δ. είχε τελέσει σε βάρος της τις αξιόποινες πράξεις της εκβίασης, της απειλής και της παράνομης κατακράτησης και συγκεκριμένα ότι υπό την ιδιότητά του ως ομορρύθμου εταίρου της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Π. Δ. και ΣΙΑ ΟΕ” με έδρα το …, στις 8.8.2013, αφενός μεν, απαγόρευσε την έξοδό της από τα γραφεία της ανωτέρω επιχείρησης, κατακρατώντας αυτή παρανόμως, αφετέρου δε ότι με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, την υποχρέωσε με απειλές για την ζωή της, που εξωτερικεύθηκαν με τις φράσεις: “αν δεν υπογράψεις όλα τα χαρτιά που θα σου δώσω, θα σε καθαρίσω, θα σε σκοτώσω εδώ και τώρα … είμαι ήδη ξοφλημένος, αλλά εσένα θα σε βγάλω από την μέση. Θα σου πάρω τα πάντα αλλιώς δεν θα βγεις ζωντανή από εδώ”, και με ενέργειες αφού “έσπασε ένα γυάλινο ποτήρι που υπήρχε στο γραφείο και κρατώντας στα χέρια του ό,τι απέμενε από αυτό” την απείλησε πώς “εάν δεν υπογράψει θα της χαράξει το πρόσωπο και θα της κόψει τον λαιμό σαν κοτόπουλο”, εξαναγκάζοντας αυτήν “υπό καθεστώς τρόμου και εκφοβισμού μετά από πολύωρη – πεντάωρη – παράνομη κατακράτηση, συνεχείς απειλές και εκβιασμούς” σε πράξη από την οποία ζημιώθηκε η περιουσία της, καθώς απεδέχθη έξι συναλλαγματικές των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ εκάστη, πληρωτέες στη λήξη τους στο υποκατάστημα της ομόρρυθμης εταιρείας του εγκαλουμένου “Π Δ. και ΣΙΑ ΟΕ” στην … και προέβη στην υπογραφή δύο υπευθύνων δηλώσεων κατά τις διατάξεις του Ν 1599/1986, με τις οποίες παραδεχόταν ως γεγονότα: α) ότι υπεξαίρεσε από την εταιρεία του εγκαλούντος το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, το οποίο αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει με την έκδοση συναλλαγματικών και β) ότι έχει εισπράξει όλες τις δεδουλευμένες αποδοχές και δεν έχει καμία περαιτέρω αξίωση αναφορικώς με την σύμβαση εργασίας της στην επιχείρηση του εγκαλουμένου, ισχυρίσθηκε δε με την έγκλησή της τα ανωτέρω ψευδή η κατηγορουμένη ώστε να στοιχειοθετηθεί η τέλεση αξιοποίνων πράξεων σε βάρος του εγκαλούντος, ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε ήταν ότι ο εγκαλών ήδη από το έτος 2011 και κατά τον μήνα Ιούνιο του 2013 ενημερώθηκε από τον λογιστή του Κ. Γ. ότι προέκυπτε έλλειμμα από τα τηρούμενα φορολογικά στοιχεία της εταιρείας ύψους 380.000 ευρώ το οποίο δεν δικαιολογείτο από τις πωλήσεις, ότι το έτος 2013 και μόνο αφού υπήρχε υπόνοια ότι η κατηγορουμένη, ως ταμίας υπεξαιρούσε εισπράξεις, χωρίς να εκδίδει αποδείξεις, ο εγκαλών ενεργοποίησε τις ήδη εγκατεστημένες σε προγενέστερο χρόνο εντός του καταστήματος κάμερες, όπου και διαπιστώθηκε η συστηματική και οργανωμένη αφαίρεση από την κατηγορουμένη χρηματικών ποσών που εισέπραττε από πελάτες, ότι στις 8.8.2013, μετά το κλείσιμο του καταστήματος, ο Π. Δ. κάλεσε την κατηγορουμένη στο γραφείο του όπου παρουσία μελών της οικογένειας του (της συζύγου του, του γιου του και της κόρης του) και άλλων φιλικών τους προσώπων, ενημέρωσε την Χαρίκλεια Σκέρου ότι προσφάτως είχε διαπιστώσει την κατ’ εξακολούθηση τέλεση υπεξαίρεσης χρηματικών ποσών από το ταμείο της επιχείρησής του, ότι της επέδειξε το οπτικό υλικό και αφού εκείνη ομολόγησε την υπεξαίρεση και προκειμένου να μην κινηθεί σε βάρος της η ποινική διαδικασία συμφωνήθηκε από κοινού να υπογράψει σχετική υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αποδεχόταν ότι έχει υπεξαιρέσει το ποσό των 150.000 ευρώ που αναλάμβανε την υποχρέωση να του αποδώσει, ότι εκείνη ακολούθως υπέγραψε έξι συναλλαγματικές ποσού ευρώ η καθεμία, όσο και την από 9-8-2013 υπεύθυνη δήλωση, σύμφωνα με την οποία δήλωνε επί λέξει ότι: “οφείλω στην εταιρεία Π. Δ. και Σία ΟΕ με ΑΦΜ … το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο έχω υπεξαιρέσει κατ’ εξακολούθηση από το ταμείο της εταιρείας, το οποίο υπεύθυνα αναγνωρίζω και δεσμεύομαι να εξοφλήσω όπως παρακάτω στις 31-8-2013 με συναλλαγματική ευρώ, στις 31-10-2013 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 31-12-2013 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 28-2-2014 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 30-4-2014 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ, στις 30-6-2014 με συναλλαγματική 25.000 ευρώ”, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο υπέγραψε και έτερη υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δήλωνε επί λέξει: “Με την παρούσα έχω εισπράξει όλες τις αποδοχές μου από την εργασία μου στην εταιρία με την επωνυμία Π. Δ . και Σία ΟΕ με ΑΦΜ . και ειδικά δεν έχω καμία απαίτηση όσο αφορά τη σύμβαση εργασίας μου με την ως άνω εταιρία”, ότι ακόμη υπεγράφησαν ενώπιον του αστυνομικού υπηρεσίας του A. Τ. … στις 9.8.2013, προκειμένου να βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής της, μαζί με τον οποίο προσήλθε οικειοθελώς χωρίς να καταγγείλει τις παράνομες πράξεις του εναντίον της, ενήργησε δε ως ανωτέρω η κατηγορουμένη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για τις καταγγελθείσες αξιόποινες πράξεις, σκοπός ο οποίος δεν επετεύχθη καθότι μετά την υποβολή της έγκλησης εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 33/2015 απορριπτική διάταξη κατ’ άρθρον 47 ΚΠΔ της Εισαγγελέως Πρωτοδικών …, ενώ συνολικά οι ισχυρισμοί της απορρίφθηκαν με την υπ’ αριθμόν 14/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … (επίκληση της οποίας γίνεται στην αιτιολογία της εισαγγελικής διάταξης) που εκδόθηκε κατόπιν της από 9.9.2013 αγωγής της εγκαλούσης κατά της ομόρρυθμης εταιρείας “Π. Δ. και Σία ΟΕ” περί ακυρώσεως της δηλώσεως βουλήσεώς της των υπογραφέντων από αυτή συναλλαγματικών λόγω απειλής, καθότι δεν είχε προκύψει η χρήση σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας, η άλλης προαναγγελίας κακού εκ μέρους του εγκαλουμένου που να επέφερε φόβο στην κατηγορουμένη και την εξανάγκασε να αποδεχθεί τις παράνομες πράξεις και προτάσεις του εγκαλουμένου, αποκλείοντας την ελευθερία της αυτοπροαίρετης απόφασής της. 2. Κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονός ψευδές που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι ψευδές και ειδικότερα η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι υπό το κράτος του εκβιασμού και των απειλών του εγκαλούντος ο οποίος αφού την παρακράτησε παρανόμως στο γραφείο του στις 8.8.2013, έσπασε ένα γυάλινο ποτήρι και με τα θραύσματα, την απείλησε με τις φράσεις “δεν έχεις να πας πουθενά αν δεν υπογράψεις θα σου χαράξω το πρόσωπο, θα σου κόψω τον λαιμό σαν κοτόπουλο”, εξαναγκάζοντάς την να θέσει την υπογραφή της επί υπεύθυνων δηλώσεων με τις οποίες κατά τα ανωτέρω υπό στοιχείο 1 αναλυτικά εκτεθέντα αναγνώριζε το χρέος της έναντι της επιχείρησης και αναλάμβανε την υποχρέωση εξόφλησής του και επίσης παραιτείτο κάθε απαίτησης από δεδουλευμένες αποδοχές σχετικά με την σύμβαση εργασίας με την ως άνω εταιρία, οι δε ανωτέρω ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν από την κατηγορουμένη που τελούσε σε γνώση της αναλήθειας τους ενώπιον τρίτων και ιδίως ενώπιον όσων έλαβαν γνώση της εγκλήσεως της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και επίσης του εμπορικού κόσμου και της πελατείας της επιχείρησης στην Αιγιαλεία και την Κορινθία ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος”. VII. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, όπως η έννοιά τους εκτέθηκε αντιστοίχως στις προηγηθείσες υπό στοιχείο

ΙΙΙ και
ΙV νομικές σκέψεις, για τα οποία (εγκλήματα) κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων προέβη στην υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ., όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4619/2019, καθόσον αφορά το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης, και των άρθρων 363, σε συνδυασμό με το άρθρο 362, και 368 παρ. 1, επίσης του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., καθόσον αφορά το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., καθώς και στις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 εδ. α’, 27 παρ. 1, 51, 53, 84 παρ. 2 περ. α’, 94 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύουν με τις μεταβολές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019, τις οποίες (ουσιαστικές ποινικές διατάξεις) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης είναι αβάσιμες και επομένως απορριπτέες, καθόσον διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των προαναφερθέντων εγκλημάτων κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις. Συγκεκριμένα, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η συνδρομή των αναγκαίων στοιχείων για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, με παράθεση των ψευδών περιστατικών, που είναι ταυτόσημα και για τις δύο ανωτέρω αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερα, παρατίθενται τα όσα ψευδή περιέλαβε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη στην έγκληση που υπέβαλε την 10-4-2014, κατά του υποστηρίζοντος την κατηγορία, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, συγκεκριμένα δε το περιεχόμενό της, σύμφωνα με το οποίο κατήγγειλε τον υποστηρίζοντα την κατηγορία ότι τέλεσε σε βάρος της τις αξιόποινες πράξεις της εκβίασης, της απειλής και της παράνομης κατακράτησης, ότι η καταγγελία αυτή ήταν ψευδής, ότι το αληθές ήταν πως ο υποστηρίζων την κατηγορία δεν τέλεσε σε βάρος της τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, παρά μόνον της ανακοίνωσε, παρουσία της συζύγου του και των τέκνων του ότι αυτή υπεξαίρεσε το ποσό των τριακοσίων ογδόντα χιλιάδων ευρώ (380.000,00 €), από την εταιρεία με την επωνυμία “Π. Δ. και Σία Ο.Ε.”, στο κατάστημα πώλησης ειδών οικιακής χρήσης στο … της οποίας αυτή εργαζόταν ως υπάλληλος και ο ίδιος (υποστηρίζων την κατηγορία) ήταν ομόρρυθμο μέλος της, ύστερα από ενημέρωση που είχε από τον λογιστή της. Ότι η, αξιόποινη αυτή πράξη (υπεξαίρεση) διαπιστώθηκε από την ενεργοποίηση ήδη εγκατεστημένων καμερών, σε προγενέστερο χρόνο, εντός του ανωτέρω καταστήματος, που έδειχναν αυτήν να αφαιρεί συστηματικά χρηματικά ποσά από την ταμειακή μηχανή, την τέλεση της δε αρχικά αρνήθηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη. Ακολούθως όμως, ύστερα από την ψυχολογική πίεση, που αισθάνθηκε μετά την επίδειξη σ’ αυτήν αποσπάσματος από τη λήψη των καμερών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο υποστηρίζων την κατηγορία είχε ήδη ενημερώσει τηλεφωνικά τις διωκτικές αρχές για να καταγγείλει την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της και περιπολικό της Αστυνομίας βρισκόταν έξω από το ανωτέρω κατάστημα, ομολόγησε την πράξη της, όχι επειδή απειλήθηκε ή ασκήθηκε σε βάρος της βία, αλλά για να αποφύγει την άμεση σύλληψή της, οπότε και αποδέχθηκε ότι τέλεσε την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, υπέγραψε δε τις δύο (2) υπεύθυνες δηλώσεις που περιγράφονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται ότι η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των παραπάνω γεγονότων που κατήγγειλε την 10-4-2014, με την έγκληση που υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, κατά του υποστηρίζοντος την κατηγορία, προς δε, παρατίθεται, ακόμη και η πρόθεσή της, όπως με αυτά (τα εν γνώσει της ψευδή) που διέλαβε στην προαναφερθείσα έγκλησή της επιτύχει την ποινική δίωξη του τελευταίου, δηλαδή του υποστηρίζοντος την κατηγορία, ενώ προσδιορίζεται με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια και η υποκείμενη δόλια προαίρεσή της (αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης), συγκεκριμένα δε η γνώση αυτής ως προς την αναλήθεια των όσων διέλαβε στην ως άνω έγκλησή της, θεμελιούμενη, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, σε προσωπική και άμεση αντίληψη της ιδίας, έτσι ώστε να μην απαιτείται παράθεση και άλλων πρόσθετων, σχετικά με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται ότι τα ανωτέρω καταγγελθέντα από την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, την 10-4-2014, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του υποστηρίζοντος την κατηγορία, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της επαγγελματικής, προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, αλλά και της ηθικής του υπόστασης μη απαιτούμενης πρόσθετης αιτιολογίας περί αυτού, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων, συγκεκριμένα δε του ανωτέρω Εισαγγελέα του Γραμματέα και όσων στη συνέχεια έλαβαν γνώση της προαναφερθείσας έγκλησής της (αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης), οι οποίοι είναι τρίτοι, κατά την έννοια των άρθρων 362 – 363 του Π.Κ., σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙV νομική σκέψη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα ειδικά μνημονευόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού της αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαιρέσει κανένα από αυτά και δεν ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, να αναφέρει από πού ή από ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, όπως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη. Επομένως, οι πρώτος και πέμπτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Οι εμπεριεχόμενοι, στους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους, ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, περί επιλεκτικής εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και μη λήψης υπόψη των κρίσιμων για την υποστήριξη των θέσεών της αποδεικτικών μέσων, καθώς και οι λοιπές αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων, που συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος της ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, ενόψει του ότι αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. VIII. Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Εξάλλου, στο άρθρο 60 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι: “Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός εκείνων των περιπτώσεων, για τις οποίες ο νόμος, προκειμένου να προχωρήσει η ποινική δίκη, αξιώνει υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο, όπως για τα ζητήματα που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 329, 339 παρ. 3 και 355 του προϊσχύσαντος Π.Κ., που έχει καταργηθεί από 1-7-2019, σύμφωνα με τα άρθρα 461 και δεύτερο του ισχύοντος Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος δεύτερο). Μόνο στις περιπτώσεις αυτές είναι υποχρεωτική η αναστολή της ποινικής δίωξης (και συνεπώς και της ποινικής δίκης), σε περίπτωση δε που δεν διαταχθεί η αναστολή επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ.), άλλως υπέρβαση εξουσίας και ιδρύονται οι κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικοί λόγοι της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της υπέρβασης εξουσίας αντιστοίχως. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι το ποινικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει την αναστολή της ποινικής δίωξης επί ζητημάτων αστικής φύσης μέχρι να επιλυθούν αυτά από τα πολιτικά δικαστήρια, παρά μόνο στις ρητώς οριζόμενες από το νόμο περιπτώσεις, δεν δεσμεύεται από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, ενώ, πέραν των περιπτώσεων υποχρεωτικής αναστολής, δύναται και δεν υποχρεούται να αναβάλει την ποινική δίκη μέχρι την επίλυση από το πολιτικό δικαστήριο ζητήματος που έχει σχέση με αυτήν και εκτιμά ελευθέρως το από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου δεδικασμένο. Όμως, το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα στο υποβαλλόμενο αίτημα για αναστολή της ποινικής δίωξης για το λόγο ότι εκκρεμεί στο πολιτικό δικαστήριο αστικής φύσης ζήτημα, που έχει σχέση με την ποινική δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι το αίτημα αυτό έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σε περίπτωση δε απόρριψής του, να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης, αν δε, παρά την παράλειψη απάντησης στο αίτημα, το δικαστήριο προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάσει τον κατηγορούμενο, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης (Α.Π. 390/2021, Α.Π. 1028/2018). Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ του Π.Κ. ισχυρισμός του κατηγορουμένου, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, όπως συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθρο 362 του Π.Κ.) ή της εξύβρισης (άρθρο 361 παρ. 1 του Π.Κ.), όχι δε όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 του Π.Κ., καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η απλή δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης (Α.Π. 1881/2019). Προϋποτίθεται όμως, όπως αναφέρθηκε, η προβολή και του ανωτέρω ισχυρισμού να γίνει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με προφορική του ανάπτυξη, δηλαδή, με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για την θεμελίωση του, έτσι ώστε, να μπορεί να αξιολογείται και σε περίπτωση αποδοχής του να οδηγήσει στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού, πολύ δε περισσότερο, να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του (Α.Π. 581/2018). ΙΧ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, υπέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας αφενός αίτημα για αναστολή της ασκηθείσας εναντίον της ποινικής δίωξης, κατ’ άρθρο 60 του Κ.Ποιν.Δ., αφετέρου δε, επικουρικώς, ισχυρισμό ότι η αποδιδόμενη σ’ αυτήν αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης δεν αποτελεί άδικη πράξη, κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 του Π.Κ., που ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο οι συνήγοροι υπεράσπισής της, καταχωρίστηκαν δε στα πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., τα οποία (αίτημα και ισχυρισμός), κατά πιστή αντιγραφή, έχουν ως εξής: “Κατά την παρ. 2 του άρθρου 60 “Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν, σύμφωνα με τον νόμο, χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού Δικαστηρίου”. Κατά δε το άρθρο 366 παρ. 2 “Θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός είναι αληθινό, αν η απόφαση είναι καταδικαστική”. Στην προκειμένη περίπτωση παραπέμπομαι, λόγω της, απορριπτικής της εγκλήσεώς μου, υπ’ αριθμ. 33/2015 Εισαγγελικής διατάξεως, χωρίς βεβαίως να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και πολύ περισσότερο, χωρίς να έχει εκδοθεί κάποια, καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση Δικαστηρίου, εφ’ όσον επί της εγκλήσεώς μου δεν αποφάνθηκε ο φυσικός (ποινικός) Δικαστής. Και βεβαίως έχει ομολογηθεί (και προβλέπεται, άλλωστε, από την παράγραφο 1 του άρθρου 59 του Κωδ.Ποιν.Δ.), ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ απόφαση για την άλλη υπόθεση. Πλην παραπέμπομαι, χωρίς να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του παρ’ εμού μηνυθέντος και με μία Εισαγγελική διάταξη και μόνον. Άρα, δεν υπάρχει ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΚΡΙΣΗ του Φυσικού (ποινικού) Δικαστή και επομένως πρόκειται περί “οιονεί προσωρινού δεδικασμένου” και όσον αφορά την αλήθεια ή μη των παρ’ εμού αναφερομένων στη μήνυσή μου. Τούτο δοθέντος, αλλά και επειδή, τόσο ο εκδόσας την 33/15 διάταξη Εισαγγελέας όσο και το κρινόμενο και από 26/9/2018 κλητήριο θέσπισμα, ΕΠΙΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ – σχεδόν αποκλειστικά – στην υπ’ αριθμ. 14/2014 οριστική απόφαση του Π. Π. … (δεν είναι τυχαίο, ότι η 33/15 διάταξη ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής), είναι σαφές ότι η αλήθεια ή μη των παρ’ εμού καταγγελθέντων εξαρτήθηκε από την επ’ αυτών κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου και όταν μάλιστα η σχετική αγωγή μου έχει το αυτό ακριβώς περιεχόμενο με τη μήνυσή μου. Πλην όμως και επί του θέματος αυτού (δηλαδή της αλήθειας ή μη των παρ’ εμού καταγγελθέντων) ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΚΔΟΘΕΙ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, εφ’ όσον ήδη και κατά της απορρίψασας την έφεσή μου, κατά της 14/2014 πρωτοδίκου αποφάσεως, υπ’ αριθμ. 116/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως η από 16/9/2019 και με αριθμ. καταθ. 33/16-9-2019 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ, μη εκδικασθείσα μέχρι σήμερα (υπάρχει στη δικογραφία). Με δεδομένο λοιπόν ότι: α) Λόγω του μη αμετακλήτου των δύο πρωτόδικων αποφάσεων, δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπ’ όψη από το παρόν Δικαστήριο και ούτε καν ν’ αναγνωσθούν. β) το αληθές ή ψευδές των παρ’ εμού καταγγελθέντων έχει ΣΑΦΕΣΤΑΤΑ εξαρτηθεί από την επί του θέματος απόφαση του πολιτικού Δικαστηρίου. Γ) Δεν υπάρχει, πλέον, αμετάκλητη απόφαση ποινικού (όπως απαιτεί η παρ. 2 του άρθρου 366 ΠΚ) ή πολιτικού Δικαστηρίου, ώστε να θεωρείται αποδεδειγμένο το ψευδές των παρ’ εμού καταγγελθέντων, δηλ. η αντικειμενική υπόσταση των 229 και 363 ΠΚ είναι επιβεβλημένο και με απόφαση του Δικαστηρίου Σας, ν’ ανασταλεί η κατ’ εμού ποινική δίωξη και μέχρις εκδόσεως αποφάσεως από τον Α.Π. και επί της από 16/9/2019 αναιρέσεώς μου. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ – Άλλως και όλως επικουρικώς και εφ’ όσον ήθελε απορριφθεί το παραπάνω αίτημά μου και άρα ήθελε θεωρηθεί, ότι τα αναγραφόμενα εις τη μήνυσή μου δεν είναι αληθή και πάλι η εκ μέρους μου υποβληθείσα μήνυση δεν αποτελεί άδικη πράξη κατ’ άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ, εφ’ όσον την υπέβαλα για την προστασία των νόμιμων δικαιωμάτων μου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον (ΑΠ 848/2019, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 703/2019 κλπ). Και υπήρχε εν προκειμένω ανάγκη προστασίας νομίμων δικαιωμάτων μου, αλλά και δικαιολογημένο ενδιαφέρον, εφ’ όσον: α) Υπήρχε αποδεδειγμένως μεγάλη οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών μου και πρόθεση της εργοδότριας εταιρείας να με απολύσει, χωρίς αποζημίωση β) Συνομολογείται από το μηνυτή και τους μάρτυρες, ότι πράγματι υπήρξε απειλή εις βάρος μου, ότι, αν δεν υπογράψω τις υπεύθυνες δηλώσεις και τις συναλλαγματικές, θα υποβληθεί εις βάρος μου μήνυση για κακουργηματική υπεξαίρεση γ) Με είχαν “δέσμια” επί 4ωρο τουλάχιστον και με πίεζαν επτά (7) άτομα να δεχθώ τις απαιτήσεις τους, κλεισμένη και απομονωμένη σε ένα γραφείο και δ) Οι όποιες σωματικές βλάβες εις βάρος μου επιβεβαιώθηκαν και από το Κέντρο Υγείας, στο οποίο απευθύνθηκα. Σε κάθε περίπτωση, ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΔΟΛΟΣ εκ μέρους μου για υποβολή ψευδούς μηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως του μηνυτή και η εκ μέρους μου υποβολή μηνύσεως έγινε για την προστασία των νόμιμων εργασιακών δικαιωμάτων μου και λόγω των απειλών του μηνυτή και των οικείων του, οι οποίοι με πίεζαν αφόρητα. Άρα, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων των άρθρων 229 και 363 ΠΚ, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι είναι ψευδή τα παρ’ εμού καταγγελθέντα περί εκβιάσεως”. Το δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου) απέρριψε το ανωτέρω αίτημα της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, περί αναστολής της ποινικής δίωξης, με την ακολούθως εκτιθέμενη, κατά πιστή αντιγραφή, αιτιολογία: “Σύμφωνα με την επικαλούμενη από την κατηγορούμενη διάταξη του άρθ. 60 § 2 ΚΠΔ, “η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με τον νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου”.
Εν προκειμένω το αίτημά της βασίζεται στη, μη αμετάκλητη ακόμη, κρίση των πολιτικών δικαστηρίων επί της από 9/9/2013 αγωγής της κατά της “Π. Δ. και ΣΙΑ Ο.Ε.” και της Ε.Τ.Ε. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα δύο δηλώσεων βουλήσεώς της, οι οποίες διατυπώθηκαν σε δύο υπεύθυνες δηλώσεις στις 9/8/2013, με τις οποίες δήλωνε α) ότι έχει υπεξαιρέσει από την Ο.Ε. το ποσό των € 150.000 και β) ότι δεν έχει απαίτηση από τη λυθείσα σύμβαση εργασίας της με την ίδια Ο.Ε., επικαλούμενη ότι οι δηλώσεις αυτές υπήρξαν προϊόν απειλής από τον εδώ πολιτικώς ενάγοντα. Το περιστατικό αυτό πράγματι περιλαμβάνεται στα φερόμενα ως ψευδή στοιχεία των πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που αποδίδονται στην κατηγορούμενη στην παρούσα δίκη, Ωστόσο είναι προφανές ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν απαιτείται η έκδοση απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, αφού η αλήθεια ή όχι των ισχυρισμών της κατηγορουμένης μπορεί να κριθεί και από τα ποινικά δικαστήρια και από τα πολιτικά (χωρίς το δεδικασμένο της μίας δίκης να επεκτείνεται στην άλλη) και δεν υπάρχει κάποιο θέμα αστικής φύσεως, το οποίου η επίλυση να είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εκδίκαση της διαφοράς ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Σημειωτέον ότι, εάν πράγματι σε κάποιο από τα επιληφθέντα δικαστήρια κρινόταν πως είναι χρήσιμο να ληφθεί υπόψιν η κρίση άλλου σχετικά με την υπόθεση, τα θέματα της απειλής και της υπεξαίρεσης λογικό είναι να απασχολούν πρώτα τα ποινικά δικαστήρια και κατόπιν τα πολιτικά, αφού στα πρώτα οι πράξεις αυτές κρίνονται αυτοτελώς”. Στην κρινόμενη υπόθεση το δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VIII νομική σκέψη, είχε την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα σχετιζόμενο με την υπόθεση που δίκασε, ακόμα και αν αυτό υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού δεν ήταν από τα ζητήματα που χωρεί υποχρεωτική, κατ’ άρθρο 60 του Κ.Ποιν.Δ., αναστολή της ποινικής δίκης. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας, με τις προαναφερθείσες παραδοχές του, με αιτιολογική επάρκεια, απέρριψε το ανωτέρω αίτημα της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, διευκρινίζοντας, ορθώς, ότι το δεδικασμένο που παράγεται από τα πολιτικά δικαστήρια δεν δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια και αντιστρόφως, αιτιολογώντας δε περαιτέρω την παραπάνω απορριπτική για το ανωτέρω αίτημα της τελευταίας παρεμπίπτουσα απόφασή του επεσήμανε ότι, κατά την κρίση του, πρέπει να προηγηθεί η εκδίκαση της παρούσας ποινικής υπόθεσης εκείνης της συναφούς που είναι εκκρεμής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, καθώς και ο τρίτος λόγος της, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ίδιου Κώδικα, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο εξαιτίας απόρριψης του αιτήματός της για αναστολή της ποινικής δίωξης, κατ’ άρθρο 60 του Κ.Ποιν.Δ., μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί συναφούς υπόθεσης από τα πολιτικά δικαστήρια, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, περί άρσης του αδίκου της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, κατ’ άρθρο 367 του Π.Κ., με την επίκληση ότι ενήργησε για την προστασία νόμιμων δικαιωμάτων της. Όπως ήδη εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII σκέψη, το δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου) δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη τέλεσε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του υποστηρίζοντος την κατηγορία με την διάδοση ενώπιον τρίτων του ψευδούς γεγονότος ότι ο τελευταίος τέλεσε σε βάρος της τα αδικήματα της εκβίασης, της απειλής και της παράνομης κατακράτησης, αν και γνώριζε ότι ήταν ψευδές και ήταν ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, με συνέπεια η διάταξη του άρθρου 367 του Π.Κ., περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, να μην είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη υπόθεση. Επομένως εφόσον ο ανωτέρω ισχυρισμός ήταν μη νόμιμος δεν ήταν αναγκαίο να περιλάβει η προσβαλλόμενη απόφαση οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία, παρά ταύτα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης το δικαστήριο της ουσίας τον απέρριψε, όπως προεκτέθηκε, με την συνοπτική, αλλά επαρκή αιτιολογία: “… πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης από το άρθ. 367 § 1 ΠΚ, ότι δηλαδή υπέβαλε την έγκληση για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων της και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, διότι, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εν γνώσει της ψευδής και συνεπώς η επικαλούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται, κατ’ άρθ. 367 § 2 – α ΠΚ.”, εφαρμόζοντας ορθώς την προαναφερθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στο τέλος της προηγηθείσας υπό στοιχείο VIII νομικής σκέψης, εφόσον η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη κηρύχθηκε ένοχη και για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ., είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Χ. Κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου (177 του Κ.Ποιν.Δ.), θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις. Η ανωτέρω απαγόρευση θεσπίστηκε στο πλαίσιο της γενικότερης προστασίας, η οποία παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η χρησιμοποίηση στη δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης (Α.Π. 787/2020). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, 31 παρ. 2, 105 παρ. 2 και 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης ένορκης εξέτασής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου, μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του Κ.Ποιν.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., διότι αφορά στην υπεράσπισή του (κατηγορουμένου), συγκεκριμένα δε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., να αρνηθεί να καταθέσει περιστατικά, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, έχει δε, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, στο οποίο ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το ίδιο δε αυτό αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορούμενου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας αυτής (Ολ. Α.Π. 1/2004). Συνακόλουθα, η κατά παράβαση της απαγόρευσης αυτής αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της με το παραπάνω περιεχόμενο κατάθεσής του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., που θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης (Α.Π. 462/2021). Η απαγόρευση αυτή όμως δεν ισχύει και συνεπώς δεν επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας από την αξιολόγηση υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορουμένου, στην οποία ομολογεί αξιόποινη πράξη του, πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ενόψει του ότι αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), που νομίμως λαμβάνεται υπόψη, συνεκτιμάται και αξιολογείται αποδεικτικώς από το Δικαστήριο για την περί της ενοχής ή μη κρίση του (κατηγορουμένου). ΧΙ. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη με τον έκτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την επίκληση ότι το Δικαστήριο της ουσίας παράνομα έλαβε υπόψη του για την κρίση του επί της ενοχής της την από 9-8-2013 υπεύθυνη δήλωσή της, με την οποία ομολογούσε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ποσού εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €) σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Π. Δ. και Σία Ο.Ε.”, πριν αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Η αιτίαση αυτή όμως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Χ νομική σκέψη, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης δεν λήφθηκε ούτε με παράνομο τρόπο ούτε έγινε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας σε βάρος της, με συνέπεια να μη συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις για την απαγόρευση της αξιοποίησής της ως αποδεικτικού μέσου, ως εκ τούτου δε νομίμως λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για την περί της ενοχής της απόφαση, για την ανάγνωση της οποίας (υπεύθυνης δήλωσης) άλλωστε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ουδεμία αντίρρηση ή ένσταση προέβαλε. Επομένως, ο έκτος και τελευταίος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικού λόγου, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επειδή λήφθηκε υπόψη απαγορευμένο από το νόμο αποδεικτικό μέσο, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. XII. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη υπ’ αρ. έκθεσης 6/9-3-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αρ. 186 – 212/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.) και να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη του υποστηρίζοντος την κατηγορία, που παρέστη στη συζήτηση (άρθρο 183 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ’ αρ. έκθεσης 6/9-3-2022 αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Χ. Σ. του Π. και της Ε., για αναίρεση της υπ’ αρ. 186 – 212/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, η οποία ασκήθηκε με δήλωση στον Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 €), και επιβάλλει σ’ αυτήν τη δικαστική δαπάνη του υποστηρίζοντος την κατηγορία, Π. Δ. του Κ., την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500,00 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2022.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουλίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 44 της 966/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου

<< Επιστροφή

 

 

To Top