Διοικ. Εφ. Λάρισας  ΑΟ2/2020 Η αμετάκλητη αθώωση από τον ποινικό δικαστή λόγω μη συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου, κρίση η οποία ερείδεται σε παρεμπίπτον διοικητικής φύσης ζήτημα, δεν δεσμεύει τον διοικητικό δικαστή.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αμετάκλητη αθώωση από τον ποινικό δικαστή λόγω μη συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου, κρίση η οποία ερείδεται σε παρεμπίπτον διοικητικής φύσης ζήτημα, δεν δεσμεύει τον διοικητικό δικαστή. Κατ’ εφαρμογή, ωστόσο, της αρχής ne bis in idem είναι μη νόμιμη η κρίση της Διοικήσεως ότι η ίδια κατ’ ουσία συμπεριφορά, για την οποία αμετακλήτως αθωώθηκε ο δράστης από το ποινικό δικαστήριο, επισύρει την επιβολή σε βάρος του ίδιου προσώπου διοικητικής (χρηματικής) κύρωσης που φέρει τα χαρακτηριστικά «ποινής» κατά την ΕΣΔΑ. Ο καταλογισμός, όμως, του διαφυγόντος φόρου σε βάρος του ίδιου προσώπου δεν πλήττεται. Η κρίση αυτή δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Πραγματικά περιστατικά.

ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
(διαδικασία διοικητικών διαφορών ουσίας)

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2019, με δικαστή την Ιωάννα Λαμπίρη, Εφέτη Δ.Δ.. Ως γραμματέας συμμετείχε ο δικαστικός υπάλληλος Χαράλαμπος Κανελλιάς,

για να δικάσει την από 19-6-2018 έφεση (αριθμ. καταχ. 174/25-6-2018),

του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, εκπροσωπούμενης της τελευταίας από το Διοικητή της και εν προκειμένω από την Προϊσταμένη του Τελωνείου Λάρισας Ελένη Μπάρδα, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 133 (παρ. 2) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, περί μη εμφανίσεώς της κατά την προεκφώνηση (αρ. Πρωτ. 1902/6-5-2019),

κατά των: 1) Ι. Δ., κατοίκου ………. και 2) Γ. Π., κατοίκου ……, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν και

κατά της 387/2018 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

Η κρίση του είναι η ακόλουθη:

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, που κατά νόμο ασκείται ατελώς, ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 387/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας με την οποία έγινε δεκτή η από 30-9-2011 (ΠΡ650/31-10-2011) προσφυγή των εφεσίβλητων και ακυρώθηκε η 137/08/19-7-2011 καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας. Με την πράξη αυτή της Διοικήσεως οι εφεσίβλητοι, που, αν και νομίμως κλητεύθηκαν (σχετ. η από 28-1-2019 έκθεση του επιμελητή του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας Κωνσταντίνου Κοσιλού), δεν παρέστησαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, χαρακτηρίστηκαν υπαίτιοι συντελεσθείσας λαθρεμπορικής τελωνειακής παράβασης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 137 παρ. Γ3, 142 παρ. 2 και 155 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2960/2001 (Α΄ 265), καταλογίστηκε δε, σε βάρος του πρώτου διαφυγόν τέλος ταξινόμησης ποσού 4.685,11 ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος αμφοτέρων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο του διαφυγόντος τέλους ταξινόμησης (4.685,11 x 3), ήτοι ποσού 14.055,33 ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (0,4%), το οποίο επιμερίσθηκε κατά τα 2/3 για τον πρώτο των εφεσίβλητων, ήτοι 9.370,22 ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (0,4%) και κατά το 1/3 για τον δεύτερο των εφεσίβλητων, ήτοι 4.685,11 ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (0,4%).

2. Επειδή, με το ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Ε.Τ.Κ. – Α΄ 265), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται στο άρθρο 29 ότι: «1. Τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου για καταβολή του συνόλου των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου συμπεριλαμβανομένου του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (Φ.Π.Α.), που αναλογούν σε εμπορεύματα που εισάγονται ή εξάγονται. 2. Επιφυλασσομένων των διατάξεων του Τελωνειακού Κοινοτικού Κώδικα η τελωνειακή οφειλή γεννάται: α) τη στιγμή της αποδοχής της σχετικής διασάφησης για θέση σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία ή εξαγωγή ενός εμπορεύματος υποκειμένου σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, β) … . 3. … .», στο άρθρο 120 περ. α΄ ότι : «Για την εφαρμογή των διατάξεων του τέταρτου μέρους του παρόντα Κώδικα νοούνται ως: α) “Κοινοτικά Οχήματα”: Τα αυτοκίνητα οχήματα και οι μοτοσικλέτες που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από τα λοιπά Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.)», στο άρθρο 121 (παρ. 1, 2 και 7) ότι : «1. Επιβατικά αυτοκίνητα της δασμολογικής κλάσης 87.03 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (Κανονισμός ΕΟΚ 2658/1987 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987 ΕΕL της 07.09.1987) υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης επί της φορολογητέας αξίας όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 126 του παρόντα και του άρθρου 4 του ν.1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α), όπως ισχύουν. 2. Οι συντελεστές του τέλους ταξινόμησης της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται ως ακολούθως: α) Για αυτοκίνητα που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας 98/69 Ε.Κ. ή μεταγενέστερης: ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ … Από 1801 – 2000, ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ 40%, …β) Για αυτοκίνητα που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας 94/12 Ε.Κ. : ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ … Από 1801 – 2000, ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ 83%, ….γ) … 3. … 7. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται οι διαδικασίες και τα απαραίτητα δικαιολογητικά για το χαρακτηρισμό των αυτοκινήτων ως αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και τη διαπίστωση των προδιαγραφών από πλευράς αντιρρύπανσης που πληρούν σύμφωνα με τις Κοινοτικές Οδηγίες, οι οποίες αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο 2 για την υπαγωγή τους στον αντίστοιχο συντελεστή τέλους ταξινόμησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου», στο άρθρο 128 (παρ. 1 και 2) ότι : «1. Η υποχρέωση καταβολής του τέλους ταξινόμησης γεννάται: – για τα κοινοτικά οχήματα και για τα προερχόμενα από τρίτες χώρες κατά την είσοδό τους στο εσωτερικό της χώρας, … 2. Το τέλος ταξινόμησης καθίσταται απαιτητό και καταβάλλεται πριν τη θέση των οχημάτων σε κυκλοφορία και για τα οχήματα των άρθρων 121, 122, 123 και 124 του παρόντα Κώδικα, το αργότερο: … .», στο άρθρο 142 (παρ. 3 και 5) ότι : «3. Η ποινή που επιβάλλεται επί των τελωνειακών παραβάσεων δεν απαλλάσσει από την καταβολή των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. 5. Με ιδιαίτερο πρωτόκολλο είναι δυνατόν να βεβαιώνεται αυτοτελώς η υποχρέωση φυσικού ή νομικού προσώπου προς καταβολή δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που διέφυγαν της καταβολής αν και γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή και ανεξάρτητα αν βεβαιωθεί τελωνειακή παράβαση επιφέρουσα πρόστιμο ή πολλαπλό τέλος» και στο άρθρο 150, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της τελωνειακής παράβασης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 142 του παρόντα Κώδικα και ανάλογα με τον βαθμό της συμμετοχής εκάστου, άσχετα από την ποινική δίωξη αυτών, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 152, 155 και επομένων του παρόντα Κώδικα, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν και σε περίπτωση υποτροπής, το πενταπλάσιο … . Δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή, είναι δυνατόν να καταλογίζονται αυτοτελώς δια αιτιολογημένης πράξης καταλογισμού. Οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και τις συναφείς Εθνικές Διατάξεις περί γένεσης της τελωνειακής οφειλής … .».

3. Επειδή, περαιτέρω, με την 31949/2725/18-11-1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, «Διαδικασίες και δικαιολογητικά για το χαρακτηρισμό των επιβατικών αυτοκινήτων σαν αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και υπαγωγής των φορτηγών στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2692/1999» (Β΄ 338/8-4-1999), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 121 παρ. 7 του Ε.Τ.Κ., ορίζεται στο άρθρο 1 ότι : «Ως επιβατικά αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας εκ κατασκευής νοούνται εκείνα των οποίων οι εκπομπές ρύπων των καυσαερίων τους, ικανοποιούν εκ κατασκευής τις απαιτήσεις των παραρτημάτων των Οδηγιών 88/76/ΕΟΚ (L 36/88), 89/458/ΕΟΚ (L 226/89), 91/441/ΕΟΚ (L 242/91), 94/12/ΕΟΚ (L 100/94) ή μεταγενέστερης αυτών», στο άρθρο 2 ότι: «Η πιστοποίηση ότι ένα επιβατικό αυτοκίνητο είναι αντιρρυπαντικής τεχνολογίας … γίνεται από την αρμόδια για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου Τελωνειακή Αρχή και αναγράφεται στο εκδιδόμενο από αυτή Πιστοποιητικό Ταξινόμησης (τελωνισμού) και αφού διαπιστωθεί από αυτήν ότι : … 2. Για μεταχειρισμένα: 2.1. Επιβατικά αυτοκίνητα. Ο χαρακτηρισμός σαν αντιρρυπαντικής τεχνολογίας γίνεται πριν την καταβολή των οφειλομένων φορολογικών επιβαρύνσεων και με την υποβολή των παρακάτω δικαιολογητικών: α) Βεβαίωσης, από την οποία θα προκύπτει η οδηγία, τις προδιαγραφές της οποίας πληροί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. … , β) Της πρωτότυπης άδειας κυκλοφορίας της ξένης χώρας, γ) Υπεύθυνης δήλωσης του Ν.1599/88 του εισαγωγέα του οχήματος, στην οποία αυτός θα δηλώνει, ότι τα δικαιολογητικά που υπέβαλε είναι αληθή. 2.2 …» και στο άρθρο 3 παρ. 2 ότι : «Μεταχειρισμένα. Οι βεβαιώσεις των υποπαραγράφων 2.1 και 2.2 της παραγράφου 2 του άρθρου 2 θα χορηγούνται κατά περίπτωση από την αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ως εξής: α) Βάσει των τιμών των εκπομπών ρύπων που αναγράφονται στην έγκριση τύπου ή το δελτίο κοινοποίησης. … β) Αν το συγκεκριμένο όχημα δεν καλύπτεται από έγκριση τύπου που έχει χορηγηθεί από τη Διεύθυνση Τεχνολογίας Οχημάτων του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ή δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκούμενων τους που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την οδηγία 70/156/ΕΕ, όπως ισχύει κάθε φορά, ο ενδιαφερόμενος θα προσκομίζει : … . Στην περίπτωση φορτηγών αυτοκινήτων μικτού βάρους μέχρι και 3,5 τόνους ή επιβατικών αυτοκινήτων τα δικαιολογητικά των παρακάτω παραγράφων αα και ββ. … . αα) Πιστοποιητικό καυσαερίων σύμφωνα με Οδηγία του άρθρου 1 για επιβατικά … . ββ) Πρωτότυπη βεβαίωση της Κρατικής Αρχής που εξέδωσε την ξένη άδεια κυκλοφορίας του οχήματος ή του εργοστασίου κατασκευής του οχήματος ή του επίσημου αντιπροσώπου του στη χώρα μας ή στη χώρα αγοράς του οχήματος, από την οποία να προκύπτει ότι το συγκεκριμένο όχημα (αριθμός πλαισίου … , αριθμός κινητήρα … ) καλύπτεται εκ κατασκευής από το πιστοποιητικό καυσαερίων του προηγούμενου εδαφίου. … . Τόσο στην περίπτωση α), όσο και στην περίπτωση β), ο κάτοχος του οχήματος θα προσκομίζει αντίγραφο της ξένης άδειας κυκλοφορίας επικυρωμένο από την τελωνειακή αρχή του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 της παρούσας απόφασης. γ) … Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης θεωρείται η Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών οποιασδήποτε Ν.Α. της Χώρας» (η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε κατά τα ως άνω από το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΑ 46771/2146/17-7-2001, Β΄ 973).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τον επανέλεγχο των στοιχείων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η με ημερομηνία θεώρησης 24-10-2007 με αριθμό υπόθεσης 180/07 C3 έκθεση ελέγχου-πορισματική αναφορά της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Θεσσαλονίκης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Από τον εξουσιοδοτημένο εκτελωνιστή Α. Σ. κατατέθηκε στο Τελωνείο Λάρισας η 4079/14-9-2004 δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών (Δ.Ε.Φ.Κ.) για τον τελωνισμό ενός (1) μεταχειρισμένου επιβατικού αυτοκινήτου, αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, με αριθμό πλαισίου ………, εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 346C, κυλινδρισμού 1895 κ.εκ., τύπου κινητήρα 194E1, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2000, με χώρα αποστολής τη Γερμανία και παραλήπτη τον Δ. Κ. Το αρμόδιο όργανο του Τελωνείου Λάρισας, με σχετική πράξη επί του σώματος της δήλωσης αυτής, χρέωσε τέλος ταξινόμησης, ύψους 4.358,25 ευρώ (φορολογική βάση 10.895,62 Χ συντελεστή 40%), το οποίο καταβλήθηκε (πλέον χαρτοσήμου 0,15 ευρώ), ολοκληρώθηκε η διαδικασία τελωνισμού με την έκδοση του 2162/22-9-2004 πιστοποιητικού και το αυτοκίνητο παραλήφθηκε. Το ανωτέρω τέλος ταξινόμησης υπολογίστηκε, μεταξύ άλλων, βάσει της επισυναφθείσας στην παραπάνω Δ.Ε.Φ.Κ. 2247/10-9-2004 βεβαίωσης του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) Γρεβενών, σύμφωνα με την οποία το ανωτέρω προς τελωνισμό όχημα πληροί εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας 98/69, όπως προκύπτει από το 25998/2584/99 δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου και την CA831744 αλλοδαπής κρατικής αρχής (γερμανικής) άδεια κυκλοφορίας, της οποίας το πρωτότυπο κατατέθηκε στο Τελωνείο ως συνημμένο στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ.. Ακολούθως, η ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια ελέγχου δηλώσεων ειδικού φόρου κατανάλωσης, διενήργησε εκ των υστέρων έλεγχο της ανωτέρω 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ. και των συνημμένων σ’ αυτήν εγγράφων. Από τον έλεγχο δε, της επισυναπτόμενης ως άνω 2247/10-9-2004 βεβαίωσης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας διαπιστώθηκε ότι η αναγραφόμενη σε αυτή οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας (98/69), από την οποία προσδιορίζεται το ποσοστό για τον υπολογισμό του τέλους ταξινόμησης, δεν είναι η ορθή, όπως προκύπτει, για την συγκεκριμένη έκδοση οχήματος (BL31/11), από το 25998/2584/14-10-1999 δελτίο κοινοποίησης της 22716/94*0138*02 έγκρισης τύπου. Αντιθέτως, η οδηγία στην οποία υπάγεται το εν λόγω όχημα είναι η, μεταγενέστερη της 94/12, 96/69. Προκειμένου να διαπιστωθεί πώς προέκυψε η εσφαλμένη κατάταξη, υπάλληλοι της ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης μετέβησαν στις 29-11-2006 στο τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) Γρεβενών, που εξέδωσε την ανωτέρω βεβαίωση, ζήτησαν δε, και έλαβαν, με σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, το τηρούμενο στο αρχείο της ανωτέρω υπηρεσίας αντίγραφο του CΑ831744 γερμανικού τίτλου κυριότητας βάσει του οποίου έγινε η κατάταξη (σελ. 2 της από 24-10-2007 έκθεσης ελέγχου – πορισματικής αναφοράς). Από τη σύγκριση του εν λόγω αντιγράφου με τον, επισυναπτόμενο στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ., πρωτότυπο τίτλο προέκυψε, σύμφωνα με την ίδια έκθεση ελέγχου, ότι υπάρχει ταυτότητα στο σύνολο των αναγραφόμενων στοιχείων εκτός από την σελίδα -4- και στο σημείο στο οποίο αναγράφεται η έκδοση του αυτοκινήτου, όπου, αντί για την έκδοση 11, αναγράφεται η έκδοση 01 (αντί BL31/11 που είναι το ορθό αναγράφεται BL31/01), συνεπεία του οποίου το προαναφερθέν τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών οδηγήθηκε σε εσφαλμένη κατάταξη στην Οδηγία 98/69 Ε.Ε.. Εξάλλου, η ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης, με το 4609/28-11-2006 έγγραφό της, ενημερώνοντας το τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών ότι το επισυναπτόμενο στην 2247/2004 βεβαίωσή του, αντίγραφο του τίτλου κυριότητας είναι παραποιημένο, ζήτησε την έκδοση νέας βεβαίωσης σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής βεβαίωσης. Σε απάντηση του ανωτέρω εγγράφου της ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης και αφού λήφθηκε υπόψη το παραδοθέν σε αυτό αντίγραφο του γερμανικού βιβλίου, το προαναφερθέν τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών ακύρωσε, σύμφωνα με το 3103/26-1-2007 έγγραφό του, την προαναφερόμενη 2247/10-9-2004 βεβαίωσή του αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Σε αντικατάσταση της τελευταίας, η ως άνω υπηρεσία εξέδωσε την 317/26-1-2007 βεβαίωση σύμφωνα με την οποία το παραπάνω όχημα πληροί εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 96/69, όπως προκύπτει από το 25998/2584/99 δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου και την αλλοδαπής κρατικής αρχής (γερμανικής) άδεια κυκλοφορίας, την εν λόγω δε, βεβαίωση διαβίβασε στην ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης με το προαναφερόμενο 3103/2007 έγγραφο. Ενόψει αυτών, η τελευταία με την ανωτέρω C3 έκθεση ελέγχου – πορισματική αναφορά, διαπίστωσε ότι βάσει της αρχικής βεβαίωσης το ως άνω όχημα κατατάχθηκε στη νεότερη οδηγία Ε.Ε. 98/69 αντιρρυπαντικής τεχνολογίας αντί της παλαιότερης 96/69, και ως εκ τούτου καταβλήθηκε μειωμένο τέλος ταξινόμησης, δεδομένου ότι η κατάταξη σε οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας προσδιορίζει τους συντελεστές επιβάρυνσης του τέλους κατά τον τελωνισμό. Κατέληξε ο έλεγχος ότι, σύμφωνα με τον εκ νέου υπολογισμό του τέλους ταξινόμησης βάσει της νέας βεβαίωσης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας (σχετ. το από 12-10-2007 χρεωστικό σημείωμα του τελωνειακού Κ. Κ.), συνεπεία της νόθευσης καταβλήθηκε μειωμένο τέλος ταξινόμησης κατά 4.685,11 ευρώ και επομένως διαπράχθηκαν τα αδικήματα της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας. Παράλληλα, σχηματίσθηκε από την ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης δικογραφία σχετικά με τον πλαστό τίτλο κυριότητας του ένδικου αυτοκινήτου, η οποία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας με το 1240/14-3-2008 έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Στην κατάθεσή του ο Κ. Δ. υποστήριξε ότι το αυτ/το το αγόρασε από τον φίλο και πελάτη του Δ. Ι., κάτοικο……., αντί του συνολικού τιμήματος των 27.300 €. Το αυτ/το του επιδείχθηκε στο χώρο της επιχείρησης του ανωτέρω και στη συνέχεια του κατέβαλε το ποσό των 8.000€ ως προκαταβολή. Τη διαδικασία τελωνισμού και ταξινόμησης ανέλαβε ο Δ., το δε αυτ/το του παραδόθηκε έτοιμο με τις πινακίδες και την άδεια κυκλοφορίας, οπότε και κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος (19.300€). Πέραν της καταβολής του τιμήματος για την αγορά του, δεν είχε καμία συμμετοχή ούτε στη μεταφορά του αυτ/του από την Γερμανία ούτε στη διαδικασία τελωνισμού και ταξινόμησής του. Ο Δ. Ι. στην κατάθεσή του αναφέρει ότι απευθύνθηκε στο γνωστό του στο Μόναχο Π. Α. προκειμένου να βρει ένα αυτ/το όπως το ζητούσε ο Κ. Πράγματι ο ανωτέρω βρήκε το συγκεκριμένο αυτ/το και το έφερε από τη Γερμανία στην επιχείρηση του Δ. στο ….. προς επίδειξη στον Κ. Σύμφωνα με τις καταθέσεις του εκτελωνιστή Σ. Α. και του συνεργάτη του Π. Γ., ο εκτελωνιστής του έστειλε τον πρωτότυπο Τίτλο Κυριότητας και αυτός κατέθεσε την αίτηση μαζί με τον πρωτότυπο Τίτλο στο Τμήμα Μεταφορών & Επικοινωνιών Γρεβενών και συγκεκριμένα στο μηχανολόγο Α. Γ., την δε βεβαίωση την έλαβε μετά από ώρα αφότου τελείωσε άλλες δουλειές του …. Θεωρούμε υπεύθυνο της διάπραξης του αδικήματος της πλαστογραφίας με τη μέθοδο της παραποίησης εγγράφου και του αδικήματος της λαθρεμπορίας η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη καταβολή τέλους ταξινόμησης, τον Δ. Ι., επιχειρηματία, κάτοικο …….., διότι αυτός είναι ο πραγματικός εισαγωγέας του αυτ/του και αυτός που ωφελήθηκε από την καταβολή μειωμένου τέλους ταξινόμησης, αφού εισέπραξε από τον Κ. το ποσό των 27.300 € και κατέβαλε συνολικά μόνο 14.608,40€, ήτοι 10.250 αξία αγοράς και 4.358,40 για φόρους στο Τελωνείο. Για τον Κ. Δ. δεν προκύπτουν ευθύνες καθόσον από τις καταθέσεις αλλά κυρίως από το τίμημα που κατέβαλε προκύπτει ότι το αυτ/το το αγόρασε από τον Δ.Ι. … η Υπηρεσία … δεν προχώρησε στην κατάσχεση του εν λόγω αυτ/του, καθόσον ύστερα από σχετική έρευνα διαπίστωσε ότι δεν είναι στην κατοχή του Κ. Δ. που το εισήγαγε, αλλά μεταβιβάστηκε στον Κ. Ε. που το απέκτησε καλόπιστα…». Περαιτέρω, συντάχθηκε από το Τελωνείο Λάρισας το 137/27-3-2008 πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης, με το οποίο βεβαιώθηκε η τέλεση λαθρεμπορικής τελωνειακής παράβασης από τον Κ. Δ. Στη συνέχεια κοινοποιήθηκε σε καθέναν από τους εφεσίβλητους, αντίστοιχα οι 6129/12-5-2011 και 6131/12-5-2011 κλήσεις σε απολογία εντός της ταχθείσας δεκαήμερης προθεσμίας του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας (σχετ. οι εν λόγω κλήσεις και τα από 18-5-2011 και 16-5-2011 αποδεικτικά επίδοσης τους αντίστοιχα), στις οποίες, ωστόσο, οι ανωτέρω δεν ανταποκρίθηκαν. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων οι από 5-6-2007, 4-7-2007, 9-10-2007 και 10-10-2007 καταθέσεις ενώπιον της ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης των Κ. Δ., του πρώτου εφεσίβλητου (Ι. Δ.), του δεύτερου εφεσίβλητου (Γ. Π.) και του εκτελωνιστή Α. Σ. αντίστοιχα, α) ο Κ. Δ. δεν συμμετείχε στη διαδικασία τελωνισμού του ανωτέρω οχήματος και το τίμημα, ύψους 27.300,00 ευρώ, που πλήρωσε στον πρώτο εφεσίβλητο για την αγορά του οχήματος, ήταν ανεξάρτητο του ποσού του τέλους ταξινόμησης, β) ο πρώτος εφεσίβλητος, επιχειρηματίας, εισήγαγε το εν λόγω όχημα, που πώλησε στον Κ. Δ., κατείχε όλα τα έγγραφα του ανωτέρω οχήματος και ανέλαβε όλες τις διαδικασίες του τελωνισμού, μεταξύ των οποίων την πληρωμή του τέλους ταξινόμησης, καταβάλλοντας συνολικά μόνο 14.608,40 ευρώ, ήτοι 10.250,00 ευρώ αξία αγοράς και 4.358,40 ευρώ για φόρους στο Τελωνείο, γ) ο πρώτος εφεσίβλητος έδωσε στον δεύτερο εφεσίβλητο αντίγραφο του τίτλου κυριότητας του οχήματος, το οποίο αυτός (ο δεύτερος εφεσίβλητος) κατέθεσε στο τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών, μαζί με την 2247/10-9-2004 αίτηση για την έκδοση βεβαίωση αντιρρυπαντικής τεχνολογίας του ως άνω οχήματος και την από 10-9-2004 υπεύθυνη δήλωση περί αληθείας των δηλωθέντων στοιχείων στο όνομά του, και τέλος, δ) ενόψει του ότι το προμνησθέν αντίγραφο του τίτλου κυριότητας ήταν παραποιημένο, το προαναφερθέν τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών οδηγήθηκε σε εσφαλμένη κατάταξη στην Οδηγία 98/69 (αντί της ορθής 96/69) με αποτέλεσμα τη διαφυγή μέρους του οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης, ύψους 4.685,11 ευρώ, ο Διευθυντής του Τελωνείου Λάρισας εξέδωσε την 137/08/19-7-2011 καταλογιστική πράξη. Με την πράξη αυτή α) αποφασίστηκε η αποχή από τον καταλογισμό στον Κ. Δ. με την αιτιολογία ότι δεν προκύπτουν ευθύνες για τον ίδιο, γιατί δεν συμμετείχε καθόλου στη διαδικασία τελωνισμού του οχήματος και από το τίμημα που κατέβαλε προκύπτει ότι το αυτοκίνητο το αγόρασε από τον πρώτο εφεσίβλητο, β) χαρακτηρίσθηκε η υπό κρίση υπόθεση ως συντελεσθείσα λαθρεμπορική τελωνειακή παράβαση, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 137 παρ. Γ 3, 142 παρ. 2 και 155 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2960/2001 και υπαίτιοι αυτής οι εφεσίβλητοι, γ) καταλογίστηκε σε βάρος του πρώτου εφεσίβλητου διαφυγόν τέλος ταξινόμησης ποσού 4.685,11 ευρώ, δ) επιβλήθηκε σε βάρος των εφεσίβλητων πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο του διαφυγόντος τέλους ταξινόμησης (4.685,11 x 3), ήτοι ποσού 14.055,33 ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ (0,4%), το οποίο επιμερίσθηκε στα 2/3 για τον πρώτο προσφεύγοντα, ήτοι 9.370,22 ευρώ πλέον Τ.Χ. (2%) και ΟΓΑ (0,4%) και στο 1/3 για τον δεύτερο προσφεύγοντα ήτοι 4.685,11 ευρώ πλέον Τ.Χ. (2%) και ΟΓΑ εισφοράς (0,4%) και ε) κηρύχθηκαν οι εφεσίβλητοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο υπόχρεοι για την καταβολή του συνολικού ποσού του επιβληθέντος πολλαπλού τέλους. Εξάλλου, το τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών εξέδωσε την 2803/4-9-2007 βεβαίωση αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, σε αντικατάσταση των εκδοθεισών, βάσει του 25998/2584/99 δελτίου κοινοποίησης έγκρισης τύπου, 2247/10-9-2004 και 317/26-1-2007 προηγούμενων βεβαιώσεών του. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτει ότι με την 3598/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας ο δεύτερος εφεσίβλητος (Γ. Π.) κρίθηκε αθώος των πράξεων i) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού, ii) της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού, iii) της λαθρεμπορίας από κοινού και iv) της απλής συνέργειας σε από κοινού λαθρεμπορία (με φερόμενο χρόνο τέλεσης από αρχές Σεπτεμβρίου 2004 έως 10-9-2004), ο δε, πρώτος εφεσίβλητος κρίθηκε αθώος των αδικημάτων της λαθρεμπορίας από κοινού και της απλής συνέργειας σε λαθρεμπορία από κοινού και ένοχος των πράξεων i) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού και ii) της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού (με χρόνο τέλεσης από αρχές Σεπτεμβρίου 2004 έως 10-9-2004), με το σκεπτικό ότι «από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες … δεν αποδείχθηκε ότι ο 3ος κατηγορούμενος (Γ. Π.) τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο καθόσον όπως αποδείχθηκε έκανε εξυπηρέτηση στον δεύτερο τον κατηγορούμενο (Α. Σ.) να καταθέσει τα δικαιολογητικά προκειμένου να χορηγηθεί από τη διεύθυνση συγκοινωνιών η απαιτούμενη βεβαίωση. Αυτός απλώς έδωσε τα πρωτότυπα στον αρμόδιο μηχανολόγο αλλά ούτε φωτοαντίγραφα έβγαλε και μετά του χορηγήθηκε η σχετική βεβαίωση διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός νόθευσε τον τίτλο κυριότητας του πιο πάνω αυτοκινήτου ούτε και γνώριζε ότι αυτός ήταν νοθευμένος όταν φωτοτυπημένο αντίγραφό του υπέβαλε στο Τμήμα Μεταφορών και Επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών ούτε γνώριζε τους άλλους κατηγορούμενους πλην του δεύτερου από αυτούς … Από την ίδια αποδεικτική διαδικασία δεν αποδείχτηκε ότι ο 1ος (Ι. Δ.) και 2ος κατηγορούμενος (Α. Σ.) τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας που τους αποδίδεται και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν αθώοι αυτής. Ειδικότερα το μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας BMW τύπου 346C, με αριθμό πλαισίου ……….. πληρούσε εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 98/69ΕΕ, οπότε δεν στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο φόρου. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι 1ος και 2ος κατηγορούμενος για την πράξη της λαθρεμπορίας από κοινού. … .». Μεταξύ των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου περιλαμβανόταν και η 2803/4-9-2007 βεβαίωση του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών, με την οποία η εν λόγω υπηρεσία ανακάλεσε τις προαναφερόμενες δύο βεβαιώσεις της και κατέταξε εκ νέου το επίμαχο αυτοκίνητο στην οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας 98/69. Κατά της ανωτέρω ποινικής απόφασης, με την οποία ο πρώτος εφεσίβλητος καταδικάστηκε για τις πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού και της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού, σε συνολική ποινή φυλάκισης 12 μηνών, που ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε έφεση από τον αυτόν και τον επίσης καταδικασθέντα συγκατηγορούμενό του Α. Σ. Επί της έφεσης εκδόθηκε η 731/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που δεν προσβλήθηκε με αναίρεση (βλ. το προσκομιζόμενο ακριβές αντίγραφο της εν λόγω απόφασης με την επ’ αυτού από 8-5-2015 βεβαίωση του Γραμματέα περί μη άσκησης κατά της ανωτέρω απόφασης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης), στο σκεπτικό της οποίας γίνεται δεκτό ότι «… από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν … καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά … καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ναι μεν αυτοί που νόθευσαν τον με αριθμό CΑ 831744 γνήσιο Τίτλο Κυριότητας Γερμανικών Αρχών του ένδικου αυτοκινήτου (με τον αναφερόμενο στο διατακτικό τρόπο) ήταν οι κατηγορούμενοι που το εισήγαγαν, δεδομένου ότι ήταν οι μόνοι που είχαν συμφέρον να το πράξουν, πλην όμως η νόθευση αυτή καμία έννομη συνέπεια δεν μπορούσε να έχει επί του κρίσιμου ζητήματος της κατατάξεως του ένδικου αυτοκινήτου στην 98/69/ΕΕ ή στην 96/69/ΕΕ διότι το ένδικο αυτοκίνητο (εργοστασίου BMW, τύπου 346C) κατατάσσονταν, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 2803/2007 βεβαίωση της αρμόδιας προς τούτο Υπηρεσίας της Δ/νσεως Συγκοινωνιών Γρεβενών, έτσι και αλλιώς (εκ κατασκευής) στην νεότερη 98/69/ΕΕ αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, στην οποία απέβλεπαν (με την προαναφερόμενη νόθευση) να καταταχθούν και οι κατηγορούμενοι, προφανώς αγνοώντας ότι έτσι και αλλιώς σ’ αυτή την κατηγορία θα κατατάσσονταν εκ κατασκευής. Εφόσον λοιπόν η νόθευση του τίτλου κυριότητας που έκαναν οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες στο ζήτημα της κατατάξεως του ένδικου αυτοκινήτου στην ορθή Οδηγία, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση ούτε του αδικήματος της πλαστογραφίας, αλλά ούτε και του αδικήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, …». Με τις αιτιολογίες αυτές, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την 731/2012 απόφασή του, κήρυξε αθώους τον πρώτο εφεσίβλητο, όπως και τον Α. Σ., των αδικημάτων i) της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού με νόθευση στη Λάρισα, από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2004 έως 10-9-2004, γνήσιου εγγράφου για να παραπλανήσουν άλλον ως προς γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ii) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού στα Γρεβενά στις 10-9-2004, για τα οποία είχαν καταδικαστεί με την 3598/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.

5. Επειδή, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προσφυγή τους, οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της 137/08/19-7-2011 πράξης του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας και ζήτησαν την ακύρωσή της τόσο κατά το σκέλος αυτής με το οποίο χαρακτηρίστηκαν υπαίτιοι συντελεσθείσας λαθρεμπορικής τελωνειακής παράβασης, όσο και κατά το κεφάλαιο με το οποίο καταλογίστηκε διαφυγόν τέλος ταξινόμησης και επιβλήθηκε σε βάρος τους πολλαπλό τέλος, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι το καθ’ ύλη αρμόδιο τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών, με την 2803/4-9-2007 βεβαίωσή του, η οποία δεν ανακλήθηκε ούτε ακυρώθηκε, ανακαλώντας τις 2247/10-9-2004 και 317/26-1-2017 δύο βεβαιώσεις του, κατέταξε εκ νέου το επίμαχο αυτοκίνητο στην οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας 98/69, αποφαινόμενο, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της νόθευσης του τίτλου κυριότητας του επίδικου οχήματος, ότι η κατάταξη αυτού έγινε ορθώς στην εν λόγω οδηγία και δεν επηρεάζεται από την διενέργεια ή μη πλαστογραφίας στον τίτλο κυριότητας, πλαστογραφία που στερείται εννόμων συνεπειών. Διατείνονται, επομένως, ότι εφόσον δεν διαφοροποιείται το τέλος ταξινόμησης που έπρεπε να καταβληθεί για τον εκτελωνισμό του οχήματος, το οποίο, άλλωστε, καταβλήθηκε, το δε, Δημόσιο δεν αποστερήθηκε του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την απόδοση του αδικήματος της λαθρεμπορίας, όπως κρίθηκε αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, κρίση που, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ πρωτοκόλλου, καθιστά μη νόμιμη την 137/08/19-7-2011 καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας. Υποστήριξαν, επίσης, οι εφεσίβλητοι ότι η διαφορά τέλους ταξινόμησης ύψους 4.685,11 ευρώ προέκυψε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας τελωνισμού του επίδικου οχήματος και ερείδεται επί στοιχείων που δεν είχε στη διάθεσή της η τελωνειακή αρχή κατά την υποβολή της 4079/2004 Δ.Ε.Φ.Κ., συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η 137/08/19-7-2011 καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 31 του ΕΤΚ.. Αντιθέτως, η τελωνειακή αρχή, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου 19062/1-12-2014 έκθεση απόψεων, ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι αβασίμως οι εφεσίβλητοι, επικαλούμενοι την 2247/2004 βεβαίωση αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, ισχυρίστηκαν ότι, τελικώς, το τελωνισθέν όχημα πληροί εκ κατασκευής τις προϋποθέσεις της οδηγίας 98/69 και ότι, συνεπώς, το Δημόσιο ουδέν στερήθηκε με τη γενόμενη πλαστογραφία, διότι η χρήση πλαστού εγγράφου αποτελεί την ουσία της λαθρεμπορίας, αλλά και τη γενεσιουργό αιτία της διαφυγής του τέλους ταξινόμησης, η δε αρχική βεβαίωση αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, συνεπεία της οποίας καταβλήθηκε μειωμένο τέλος ταξινόμησης, εκδόθηκε κατόπιν παραπλάνησης της αρμόδιας υπηρεσίας βάσει παραποιημένου ανεπικύρωτου αντιγράφου του τίτλου κυριότητας και ότι ακολούθως εκδόθηκε η 317/2007 νέα βεβαίωση που κατέταξε το όχημα, βάσει του 25998/2584/14-10-1999 δελτίου κοινοποίησης της 22716/94*0138*02 έγκρισης τύπου, στην ορθή οδηγία, σύμφωνα με την 31949/2725/1998 Κ.Υ.Α., που κατά δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης είναι, εν προκειμένω, εφαρμοστέα. Μετά την πρώτη συζήτηση της προσφυγής κατά τη δικάσιμο της 12ης Μαΐου 2015, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε αναγκαίο, με την 624/2016 μη οριστική απόφασή του, να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Ειδικότερα, υποχρέωσε το καθ’ ου η προσφυγή και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο να προσκομίσει, μεταξύ άλλων, την 2803/4-9-2007 βεβαίωση αντιρρυπαντικής τεχνολογίας του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών, που, σε αντικατάσταση της 317/2007 βεβαίωσης της ίδιας Υπηρεσίας, κατέτασσε, εκ νέου, το επίμαχο όχημα στην οδηγία 98/69, ή τυχόν άλλη, μεταγενέστερη της τελευταίας, σχετική βεβαίωση αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και το 25998/2584/99 δελτίο κοινοποίησης της 22716/94*0138*02 έγκρισης τύπου της Διεύθυνσης Τεχνολογίας Οχημάτων του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Επίσης, υποχρέωσε τους προσφεύγοντες και ήδη εφεσίβλητους να προσκομίσουν βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη η 3598/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, κατά το σκέλος αυτής με την οποία αθωώθηκαν ο μεν πρώτος προσφεύγων-εφεσίβλητος για το αδίκημα της λαθρεμπορίας από κοινού, ο δε δεύτερος προσφεύγων-εφεσίβλητος για τα αδικήματα i) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού, ii) της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού, iii) της λαθρεμπορίας από κοινού και iv) της απλής συνέργειας σε από κοινού λαθρεμπορία. Σε εκτέλεση της 624/2016 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο α) η 2803/4-9-2007 βεβαίωση του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών, εκδοθείσα σε αντικατάσταση των προηγούμενων 2247/10-9-2004 και 317/26-1-2007 βεβαιώσεών του ίδιου τμήματος, από την οποία προκύπτει, κατά τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτήν, ότι σύμφωνα με το Μ-2097/22-04-2002 πιστοποιητικό καυσαερίων της Διεύθυνσης Οδικής Ασφάλειας και Περιβάλλοντος του ΥΜΕ, το ένδικο όχημα πληροί εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 98/69, δηλ. το τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών ενέμεινε, τελικώς, στην αρχική του θέση, όπως αυτή διατυπώθηκε στη, συνημμένη στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ., 2247/10-9-2004 βεβαίωσή του και β) το 25998/2584/99 δελτίο κοινοποίησης της 22716/94*0138*02 έγκρισης τύπου της Διεύθυνσης Τεχνολογίας Οχημάτων του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών από το οποίο προκύπτει ότι το επίδικο όχημα, έκδοσης, κατά την CA831734 γερμανική άδεια κυκλοφορίας, BL31/11, κατατάσσεται στην 96/69 οδηγία. Ακολούθησε, δεύτερη συζήτηση της προσφυγής στη δικάσιμο της 25ης Απριλίου 2017 κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η ήδη εκκαλούμενη 387/2018 οριστική απόφαση. Με την απόφαση αυτή, που εφάρμοσε την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για την τέλεση της τελωνειακής λαθρεμπορικής παράβασης (τρίτη σκέψη της εκκαλούμενης), κρίθηκε, μετά συνεκτίμηση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ. [όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240)], των 3598/2009 και 731/2012 αμετάκλητων, κατά τα οικεία κεφάλαια, αθωωτικών αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και του Εφετείου Λάρισας, αντιστοίχως, ότι, εφόσον το αρμόδιο, για τη βεβαίωση υπαγωγής σε συγκεκριμένη οδηγία (98/69 ή 96/69), τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών, παρά τον έλεγχο που μεσολάβησε από την ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης, με το τελευταίως εκδοθέν κατά χρονική σειρά, 2803/4-9-2007 έγγραφο, που δεν προκύπτει ότι ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε, καλύπτεται, ως εκ τούτου, από το τεκμήριο νομιμότητας και δεν δύναται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως, βεβαιώνει ότι το επίμαχο όχημα πληροί εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 98/69, θέση που είχε αρχικά διατυπώσει με το επισυναφθέν, στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ., 2247/10-9-2004 έγγραφό του, η υποβολή κατά την κατάθεση της ανωτέρω (4079/2004) Δ.Ε.Φ.Κ. στοιχείου για τον προσδιορισμό της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας του επίμαχου οχήματος (2247/10-9-2004 έγγραφο), αν και αποτελεί προϊόν νοθεύσεως φωτοτυπικού αντιγράφου της CA831734 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας, δεν είχε ως αποτέλεσμα την είσπραξη μειωμένου τέλους ταξινόμησης, μη νομίμως με την 137/08/19-7-2011 απόφαση του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας, υπό την εσφαλμένη παραδοχή ότι η ορθή οδηγία κατάταξης αυτού ήταν η 96/69, καταλογίσθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο διαφυγόν τέλος ταξινόμησης, ποσού 4.685,11 ευρώ, χαρακτηρίστηκαν δε, οι εφεσίβλητοι υπαίτιοι συντελεσθείσας λαθρεμπορικής τελωνειακής παράβασης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 137 παρ. Γ3, 142 παρ. 2 και 155 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2960/2001 και επιβλήθηκε σε βάρος τους συνολικό πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο του διαφυγόντος τέλους ταξινόμησης, ήτοι ποσού 14.055,33 ευρώ πλέον των αναφερόμενων στην πρώτη σκέψη επιβαρύνσεων.

6. Επειδή, το εκκαλούν προβάλλει με την κρινόμενη έφεση ότι : α) κατά τον χρόνο αποδοχής της 4079/2004 δήλωσης ειδικού φόρου κατανάλωσης (14-9-2004), οπότε γεννάται η τελωνειακή οφειλή, ίσχυε η Κ.Υ.Α. 31949/2725/1999 πριν την τροποποίησή της με την Κ.Υ.Α. 22172/1385/2006, επομένως η κατάταξη του αυτοκινήτου σε οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας έπρεπε να γίνει βάσει της έγκρισης τύπου ή του δελτίου κοινοποίησης, εφόσον αυτά υπήρχαν (άρθρο 3 παρ. 2 περ. α της Κ.Υ.Α. 31949/2725/1998, σχετικά τα 2247/10-9-2004 και 317/26-1-2007 έγγραφα του τμήματος μεταφορών της Ν.Α. Γρεβενών) και όχι βάσει του Μ-2097/22-04-2002 πιστοποιητικού καυσαερίων της Διεύθυνσης Οδικής Ασφάλειας και Περιβάλλοντος του ΥΜΕ (άρθρο 3 παρ. 2 περ. β της Κ.Υ.Α. 31949/2725/1998, σχετικό το τελευταίο 2803/4-9-2007 έγγραφο του ίδιου τμήματος), ως εκ τούτου νομίμως ο Διευθυντής του Τελωνείου Λάρισας κατέταξε το, με αριθμό πλαισίου ………, εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 346C, κυλινδρισμού 1895 κ.εκ., τύπου κινητήρα 194E1 έτους πρώτης κυκλοφορίας 2000, όχημα στην οδηγία 96/69, υπολόγισε το οφειλόμενο τέλος ταξινόμησης σε 9.043,36 (10.895 x 83%) ευρώ και καταλόγισε σε βάρος του πρώτου των εφεσίβλητων διαφορά τέλους ταξινόμησης ποσού 4.685,11 (9.043,36 – 4.358,25) ευρώ, έσφαλε δε, κατά τούτο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αντίθετα, β) εφόσον για την αρχική 2247/10-9-2004 βεβαίωση του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών κατατέθηκε από τον δεύτερο εφεσίβλητο παραποιημένο αντίγραφο της CA831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας, με συνέπεια την καταβολή μειωμένου τέλους ταξινόμησης, στοιχειοθετείται η αποδοθείσα λαθρεμπορική τελωνειακή παράβαση, οι δε, αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν δεσμεύουν, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ., το διοικητικό δικαστήριο, όπως, άλλωστε, κρίθηκε με την 1741/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η αντίθετη κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

7. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 121 του Τελωνειακού Κώδικα (ανωτ. σκ. 2) σε συνδυασμό με την 31949/2725/18-11-1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, όπως ίσχυε τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο κατάθεσης της 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ. (ανωτ. σκ. 3), συνάγεται ότι ο υπολογισμός του τέλους ταξινόμησης μεταχειρισμένου οχήματος αντιρρυπαντικής τεχνολογίας εξαρτάται από τις προδιαγραφές της οδηγίας καυσαερίων, που πληροί το όχημα εκ κατασκευής, πιστοποίηση που γίνεται από την αρμόδια για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου τελωνειακή αρχή και αναγράφεται στο εκδιδόμενο από αυτή πιστοποιητικό ταξινόμησης (τελωνισμού). Προς τούτο, η αρμόδια τελωνειακή αρχή οφείλει να διαπιστώσει, ειδικώς ως προς τα μεταχειρισμένα επιβατηγά οχήματα, την υποβολή α) βεβαίωσης, από την οποία να προκύπτει η οδηγία, τις προδιαγραφές της οποίας πληροί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο βεβαίωση που κατά περίπτωση χορηγείται από την Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών οποιασδήποτε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της χώρας, βάσει των τιμών των εκπομπών ρύπων που αναγράφονται στην έγκριση τύπου ή το δελτίο κοινοποίησης και ελλείψει αυτών βάσει πιστοποιητικού καυσαερίων, β) της πρωτότυπης άδειας κυκλοφορίας της ξένης χώρας και γ) υπεύθυνης δήλωσης του ν.1599/1986 του εισαγωγέα του οχήματος, στην οποία αυτός θα δηλώνει ότι τα δικαιολογητικά που υπέβαλε είναι αληθή. Συνεπώς, το διοικητικής φύσεως ζήτημα πιστοποίησης ότι ένα μεταχειρισμένο επιβατηγό όχημα είναι αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και εκ κατασκευής πληροί τις προδιαγραφές συγκεκριμένης οδηγίας, κατηγορία από την οποία εξαρτάται ο υπολογισμός του οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης, ανήκει, τελικά, στην αρμοδιότητα της τελωνειακής αρχής που, λαμβάνοντας υπόψη την έγκριση τύπου ή το δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου σε συνδυασμό με το πρωτότυπο της προερχόμενης από αλλοδαπή κρατική αρχή άδειας κυκλοφορίας του μεταχειρισμένου επιβατηγού οχήματος, διατηρεί την ευχέρεια να εκτιμήσει το περιεχόμενο της προαναφερόμενης υπό στοιχείο α) βεβαίωσης. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση διενεργήθηκε έλεγχος της 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ. (σχετ. η με ημερομηνία θεώρησης 24-10-2007 έκθεση) και διαπιστώθηκε ότι βάσει του πρωτοτύπου της CΑ831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας το, με αριθμό πλαισίου ……….., εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 346C, κυλινδρισμού 1895 κ.εκ., τύπου κινητήρα 194E1, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2000, όχημα έκδοσης BL 31/11 κατατάσσεται, δυνάμει του 25998/2584/14-10-1999 δελτίου κοινοποίησης της 22716/94*0138*02 έγκρισης τύπου, στην οδηγία 96/69, αντί της 98/69 όπως εσφαλμένως βεβαιώθηκε από το τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών με το 2247/10-9-2004 έγγραφό του που επισυνάφθηκε, μαζί με το πρωτότυπο της ανωτέρω άδειας κυκλοφορίας, στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ.. Η κατάταξη του ανωτέρω οχήματος στην οδηγία 96/69 και όχι στην οδηγία 98/69, όπως αρχικώς αναγράφηκε στο πιστοποιητικό τελωνισμού, είχε ως αποτέλεσμα τον υπολογισμό του πράγματι οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης με συντελεστή 83% επί φορολογικής βάσης 10.895 ευρώ δηλ. ποσού 9.043,36 ευρώ (σχετ. το από 12-10-2007 χρεωστικό σημείωμα του ελεγκτή Κ. Κ.), αντί του καταβληθέντος ποσού 4.358,15 ευρώ που αντιστοιχεί στην εφαρμογή συντελεστή 40% επί φορολογικής βάσης 10.895 ευρώ. Δεδομένου, περαιτέρω, ότι στην 2247/10-9-2004 βεβαίωση γίνεται επίκληση του 25998/2584/14-10-1999 δελτίου κοινοποίησης, κλιμάκιο υπαλλήλων της ελεγκτικής υπηρεσίας τελωνείων Θεσσαλονίκης μετέβη στην εκδούσα την ανωτέρω βεβαίωση υπηρεσία (τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών) και παρέλαβε αντίγραφο της CΑ831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας, που κατέθεσε ο δεύτερος των εφεσίβλητων κατά την υποβολή του 2247/10-9-2004 αιτήματός του για την έκδοση της 2247/10-9-2004 βεβαίωσης, διαπίστωσε δε, από τη σύγκριση της πρωτότυπης άδειας κυκλοφορίας με το κατατεθέν στο τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών αντίγραφο, ότι υπάρχει ταυτότητα στο σύνολο των αναγραφόμενων στοιχείων εκτός από την σελίδα -4- και στο σημείο στο οποίο αναγράφεται η έκδοση του αυτοκινήτου, όπου, αντί για την έκδοση 11, αναγράφεται η έκδοση 01 (αντί BL31/11 που είναι το ορθό αναγράφεται BL31/01). Κατόπιν αυτών, η υποβολή, συνημμένης στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ., της 2247/14-9-2004 βεβαίωσης, που αποτελεί προϊόν κατατεθέντος νοθευμένου εγγράφου (αντίγραφου της CΑ831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας), θεωρήθηκε δήλωση ψευδούς στοιχείου που παραπλάνησε τους υπαλλήλους της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και οδήγησε στην καταβολή μειωμένου, κατά 4.685,11 ευρώ, τέλους ταξινόμησης, πράξη η οποία με την 137/08/19-7-2011 απόφαση του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας χαρακτηρίστηκε λαθρεμπορική τελωνειακή παράβαση με υπαιτίους αυτής τους εφεσίβλητους, εκ των οποίων ο πρώτος ανέλαβε τις διαδικασίες τελωνισμού του επίμαχου οχήματος και κατέβαλε το τέλος ταξινόμησης, ο δε, δεύτερος, σε συνεργασία με τον πρώτο, κατέθεσε στις 10-9-2004 στη Διεύθυνση μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών παραποιημένο αντίγραφο της CΑ831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας. Με την ίδια απόφαση του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας καταλογίστηκε σε βάρος του πρώτου των εφεσίβλητων το διαφυγόν τέλος ταξινόμησης ποσού 4.685,11 ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος αμφοτέρων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο του διαφυγόντος τέλους ταξινόμησης, ήτοι ποσού 14.055,33 ευρώ πλέον των αναφερόμενων στην πρώτη σκέψη της παρούσας επιβαρύνσεων. Η κρίση, ωστόσο, του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι, εφόσον το αρμόδιο, για τη βεβαίωση υπαγωγής σε συγκεκριμένη οδηγία (98/69 ή 96/69), τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών, παρά τον έλεγχο που μεσολάβησε από την ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης, με το τελευταίως εκδοθέν κατά χρονική σειρά, βάσει του Μ-2097/22-04-2002 πιστοποιητικού καυσαερίων της Διεύθυνσης Οδικής Ασφάλειας και Περιβάλλοντος του ΥΜΕ, 2803/4-9-2007 έγγραφο, που δεν προκύπτει ότι ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε, ως εκ τούτου παράγει τεκμήριο νομιμότητας και δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως, βεβαιώνει ότι το επίμαχο όχημα πληροί εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 98/69, θέση που είχε αρχικά διατυπώσει με την επισυναφθείσα, στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ., 2247/10-9-2004 βεβαίωσή του, η υποβολή κατά την κατάθεση της ανωτέρω (4079/2004) Δ.Ε.Φ.Κ. στοιχείου για τον προσδιορισμό της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας του επίμαχου οχήματος (2247/10-9-2004 βεβαίωση), αν και αποτελεί προϊόν νοθεύσεως φωτοτυπικού αντιγράφου της CA831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας, δεν είχε ως αποτέλεσμα την είσπραξη μειωμένου τέλους ταξινόμησης, δεν είναι ορθή. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην αρχή της παρούσας σκέψης, το διοικητικής φύσεως ζήτημα πιστοποίησης ότι ένα μεταχειρισμένο όχημα είναι αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και εκ κατασκευής πληροί τις προδιαγραφές συγκεκριμένης οδηγίας, κατηγορία από την οποία εξαρτάται ο υπολογισμός του οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης, ως εκ τούτου το εύρος της τελωνειακής οφειλής, ανήκει, τελικά, στην αρμοδιότητα της τελωνειακής αρχής που διατηρεί την ευχέρεια να εκτιμήσει το περιεχόμενο της βεβαίωσης του άρθρου 2 παρ. 2 (υποπαρ. 2.1. περ. α) της ΚΥΑ 31949/2725/18-11-1998 και να προσδιορίσει η ίδια (τελωνειακή αρχή) την οδηγία στην οποία υπάγεται το μεταχειρισμένο όχημα, λαμβάνοντας υπόψη την έγκριση τύπου ή το δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου σε συνδυασμό με το πρωτότυπο της προερχόμενης από αλλοδαπή κρατική αρχή άδειας κυκλοφορίας του μεταχειρισμένου οχήματος (άρθρο 3 παρ. 2 περ. α της ανωτέρω Κ.Υ.Α.), σε περίπτωση δε, ελλείψεως των στοιχείων αυτών λαμβάνοντας υπόψη το πιστοποιητικό καυσαερίων σε συνδυασμό με το πρωτότυπο της άδειας κυκλοφορίας εκδόσεως αλλοδαπής κρατικής αρχής (άρθρο 3 παρ. 2 περ. β της ανωτέρω Κ.Υ.Α.). Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεσμεύει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η αθώωση των εφεσίβλητων με τις, ήδη κατά την ενώπιόν του πρώτη συζήτηση της προσφυγής (12-5-2015), αμετάκλητες 3598/2009 και 731/2012 αποφάσεις, αντιστοίχως, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και του Εφετείου Λάρισας, από τις κατηγορίες, που τους αποδόθηκαν (υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης από κοινού, πλαστογραφία μετά χρήσης από κοινού, λαθρεμπορία από κοινού και απλή συνέργεια σε από κοινού λαθρεμπορία), με την αιτιολογία ότι μετά την τελευταία, κατά σειρά, 2803/4-9-2007 βεβαίωση του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών το μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας BMW τύπου 346C, με αριθμό πλαισίου ……, πληρούσε εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 98/69, οπότε δεν στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο φόρους. Και τούτο διότι πρόκειται για κρίση που ερείδεται επί παρεμπίπτοντος διοικητικής φύσεως ζητήματος, το οποίο ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση δε, αυτής, σε περίπτωση αμφισβήτησης των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας (ΣτΕ 951/2018 7μ. σκ. 9, 1771/2019 σκ. 8). Συνεπώς, ο Διευθυντής του Τελωνείου Λάρισας, που κατά την έκδοση της 137/08/19-7-2011 απόφασής του έλαβε υπόψη τη με ημερομηνία θεώρησης 24-10-2007 έκθεση ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Θεσσαλονίκης και το από 12-10-2007 χρεωστικό σημείωμα του ελεγκτή Κ. Κ., νομίμως ενήργησε, ως εκ τούτου πρέπει, για τον βασίμως προβαλλόμενο υπό στοιχείο α) στην έκτη σκέψη της παρούσας λόγο, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος ποσού 235 ευρώ.

8. Επειδή, περαιτέρω, το δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και δικάζει την 650/31-10-2011 προσφυγή.

9. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (951/2018 7μ. με παράθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ), το άρθρο 4 του κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987 (Α΄ 8) έβδομου πρόσθετου πρωτόκολλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική/τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσία παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Και ναι μεν, ο νομοθέτης, ενόψει του επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος για την καταστολή της φοροδιαφυγής (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους, ωστόσο σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές κυρώσεις, υποκείμενες κατά τα ήδη αναφερθέντα στον δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείεται η θέσπιση και η εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. και ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Πράγματι, με το άρθρο 5 παρ. 2 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), διάταξη εφαρμοστέα rationae temporis (πρβλ. ΣτΕ 951/2018 7μ. ., 1523/2018), ορίζεται ότι : «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης.». Η ρύθμιση αυτή, στο μέτρο που προβλέπει δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας προϋποθέτει, καταρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξης, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακύρωσης ή της τροποποίησής της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της. Κρίθηκε, περαιτέρω (ΣτΕ 951/2018 7μ.), ότι η νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ του ΚΔΔ έχει την έννοια ότι (α) το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από αμετάκλητη, καταδικαστική ή αθωωτική, απόφαση ποινικού δικαστηρίου, μόνον αν η ποινική απόφαση αφορά στην ίδια παράβαση, ως ιστορικό γεγονός, με εκείνη που καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα με την ένδικη διοικητική πράξη, με την οποία του επιβλήθηκε διοικητική κύρωση και (β) η παραγόμενη δέσμευση αφορά στην «ενοχή» ή μη του προσφεύγοντος, ήτοι στο αξιόποινο ή μη της συμπεριφοράς του, και, συνακόλουθα, δεν καλύπτει την επιβολή δασμών και φόρων, που δεν έχουν το χαρακτήρα ποινής/κύρωσης για διοικητική παράβαση (ήτοι χαρακτήρα ανάλογο με το επαπειλούμενο στην ποινική δίκη μέτρο, ώστε να υπάρχει αναλογία μεταξύ της ποινικής διαδικασίας και της διοικητικής διαδικασίας και δίκης, ικανής να δικαιολογήσει τη δέσμευση) δεδομένου, άλλωστε, ότι (i) η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα κατέληγε στο (άτοπο και) ασύμβατο με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος αποτέλεσμα να αποφαίνεται εν τέλει ο ποινικός δικαστής, αντί για τον διοικητικό δικαστή που είναι ο “φυσικός” δικαστής των φορολογικών υποθέσεων, για τη νόμιμη ύπαρξη της φορολογικής υποχρέωσης, που αποτελεί το αντικείμενο της διοικητικής δίκης, και (ii) η γένεση των προβλεπόμενων στο νόμο φορολογικών υποχρεώσεων των διοικουμένων (η οποία διαπιστώνεται, στη συνέχεια, από τη Διοίκηση, βλ. ΣτΕ 2021/2010) δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα και, γενικότερα, παραβατική συμπεριφορά τους, αλλά στηρίζεται στην εξ αντικειμένου ύπαρξη της οριζόμενης στο νόμο φορολογητέας ύλης/πράξης. Το τελευταίο τούτο στοιχείο είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό στις υποθέσεις λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, στις οποίες η τυχόν αμετάκλητη απαλλαγή του προσφεύγοντος από το οικείο ποινικό αδίκημα, ελλείψει απόδειξης (στο βαθμό που είναι αναγκαίος στην ποινική δίκη) δόλιας συμμετοχής του στην διαπραχθείσα λαθρεμπορία, ουδόλως συνεπάγεται και την απαλλαγή του από τα ποσά δασμών ή/και φόρων που αυτός οφείλει κατά το νόμο, σε σχέση με τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της (αποδειχθείσας, κατά την αντικειμενική της υπόσταση) λαθρεμπορικής παράβασης. Επομένως, στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς από την επιβολή στον προσφεύγοντα πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, καθώς και των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αντιστοιχούν στο αντικείμενό της, η αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, για την ίδια λαθρεμπορική παράβαση, παράγει δέσμευση όσον αφορά τη νομιμότητα του καταλογισμού σε βάρος του πολλαπλών τελών (καθώς και τη νομιμότητα της τυχόν κήρυξής του ως συνυπεύθυνου για την πληρωμή του συνολικού ποσού των επιβληθέντων πολλαπλών τελών), πράγμα που οδηγεί στην ακύρωσή τους από το διοικητικό δικαστήριο (καθώς και στην ακύρωση της προαναφερόμενης συνευθύνης του), ήτοι σε αποτέλεσμα που αντανακλά τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ. Αντίθετα, σε σχέση με τον καταλογισμό των οφειλόμενων δασμών και φόρων, η απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν παράγει δέσμευση, αλλά, πάντως, πρέπει να συνεκτιμάται από τον διοικητικό δικαστή.

10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η, κατόπιν της 1240/14-3-2008 υποβολής δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος των προσφευγόντων (για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης από κοινού, πλαστογραφία μετά χρήσης από κοινού, λαθρεμπορία από κοινού και απλή συνέργεια σε από κοινού λαθρεμπορία) κατέληξε στην έκδοση των ήδη αμετάκλητων 3598/2009 και 731/2012 αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και του Εφετείου Λάρισας, αντιστοίχως. Παρά το γεγονός ότι κατά την αναφερόμενη στην τρίτη σκέψη της παρούσας απόφασης ΚΥΑ 31949/2725/18-11-1998 (άρθρο 3 παρ. 2) ο δεύτερος των προσφευγόντων όφειλε να προσκομίσει στο τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών αντίγραφο της ξένης άδειας κυκλοφορίας (CA831744) επικυρωμένο από την τελωνειακή αρχή, στην οποία κατατέθηκε το πρωτότυπο της ως άνω άδειας κυκλοφορίας (πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 της ίδιας ΚΥΑ), με την 3598/2009 απόφαση του ΤριμΠλημΛάρισας, στην οποία αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε πως ο δεύτερος των προσφευγόντων « … νόθευσε τον τίτλο κυριότητας του πιο πάνω αυτοκινήτου ούτε και γνώριζε ότι αυτός ήταν νοθευμένος όταν φωτοτυπημένο φωτοαντίγραφό του υπέβαλε στο Τμήμα Μεταφορών και Επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών … .», ο ανωτέρω κηρύχθηκε αθώος όλων των κατηγοριών, ενώ ο πρώτος των προσφευγόντων κηρύχθηκε αθώος της λαθρεμπορίας από κοινού και της απλής συνέργειας σε λαθρεμπορία από κοινού με την αιτιολογία ότι « … το μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας BMW τύπου 346C, με αριθμό πλαισίου ………., πληρούσε εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της οδηγίας 98/69, οπότε δεν στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο φόρους.». Επίσης, στο σκεπτικό της 731/2012 απόφασης του Εφετείου Λάρισας αναφέρεται ότι ο πρώτος των προσφευγόντων και ο συγκατηγορούμενός του Α. Σ. «… Ναι μεν αυτοί που νόθευσαν τον με αριθμό CΑ 831744 γνήσιο Τίτλο Κυριότητας Γερμανικών Αρχών του ένδικου αυτοκινήτου … ήταν οι κατηγορούμενοι που το εισήγαγαν, δεδομένου ότι ήταν οι μόνοι που είχαν συμφέρον να το πράξουν, πλην όμως η νόθευση αυτή καμία έννομη συνέπεια δεν μπορούσε να έχει επί του κρίσιμου ζητήματος της κατατάξεως του ένδικου αυτοκινήτου στην 98/69/ΕΕ ή στην 96/69/ΕΕ διότι το ένδικο αυτοκίνητο (εργοστασίου BMW, τύπου 346C) κατατάσσονταν, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 2803/2007 βεβαίωση της αρμόδιας προς τούτο Υπηρεσίας της Δ/νσεως Συγκοινωνιών Γρεβενών, έτσι και αλλιώς (εκ κατασκευής) στην νεότερη 98/69/ΕΕ αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, … .», εν τούτοις το δευτεροβάθμιο ποινικό δικαστήριο κήρυξε τους ανωτέρω αθώους των κατηγοριών της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού με την αιτιολογία ότι η νόθευση του τίτλου που από κοινού με άλλον έκανε ο πρώτος των προσφευγόντων «… δεν μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες στο ζήτημα της κατατάξεως του ένδικου αυτοκινήτου. … .». Ωστόσο, με την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας, που εκδόθηκε στις 19-7-2011, η ίδια συμπεριφορά των προσφευγόντων χαρακτηρίστηκε λαθρεμπορική τελωνειακή παράβαση των άρθρων 137 παρ. Γ 3, 142 παρ. 2 και 155 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2960/2001 και, όπως αναφέρεται στην τέταρτη σκέψη της παρούσας απόφασης, επιβλήθηκε σε βάρος τους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, διοικητική χρηματική κύρωση δηλ. πολλαπλό τέλος ποσού 14.055,33, το οποίο κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ (ενδεικτικώς απoφάσεις της 11-1-2007 Μαμιδάκης κ.λ.π. κατά Ελλάδας και της 30-4-2015 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος) φέρει τα χαρακτηριστικά «ποινής» (βλ. και ΣτΕ 1728-1730/2018), επιμερίσθηκε δε, στα 2/3 για τον πρώτο προσφεύγοντα, ήτοι 9.370,22 ευρώ και στο 1/3 για τον δεύτερο προσφεύγοντα ήτοι 4.685,11 ευρώ. Παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες κηρύχθηκαν αθώοι της αξιόποινης λαθρεμπορίας λόγω μη συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου, που κατά την περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 155 του ΕΤΚ είναι αναγκαίο για την τέλεση και της λαθρεμπορικής τελωνειακής παράβασης, η αμετάκλητη 3598/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας δεν πλήττει την αιτιολογία του προαναφερθέντος κεφαλαίου της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης, ούτε δεσμεύει το παρόν δικαστήριο, διότι η κρίση αυτή του ποινικού δικαστή ερείδεται σε παρεμπίπτον ζήτημα διοικητικής φύσης (ανωτ. σκ. 7) που ανάγεται στην εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και υπόκειται στον δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή. Εν τούτοις, σε περίπτωση κατά την οποία για την ίδια κατ’ ουσία παράβαση έχει αμετάκλητα περατωθεί η αντίστοιχη ποινική διαδικασία, η εξακολούθηση δίκης για την επιβολή διοικητικής χρηματικής κύρωσης για τελωνειακή παράβαση δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ένατη σκέψη της παρούσας απόφασης. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠΕΣΔΑ, καθίσταται μη νόμιμη η κρίση της Διοικήσεως κατά την οποία η επίμαχη συμπεριφορά των προσφευγόντων επισύρει την επιβολή σε βάρος τους πολλαπλού τέλους ταξινόμησης ποσού 14.055,33 ευρώ. Ως προς το κεφάλαιο, όμως, της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης με το οποίο, μετά την κατάταξη του επίμαχου μεταχειρισμένου επιβατηγού οχήματος στην οδηγία 96/69 και τον υπολογισμό του πράγματι οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης σε 9.043,36 (10.895 x 83%) ευρώ, καταλογίστηκε σε βάρος του πρώτου των προσφευγόντων (Ι. Δ.) διαφορά τέλους ταξινόμησης ποσού 4.685,11 (9.043,36 – 4.358,25) ευρώ, που δεν αποτελεί διοικητική χρηματική κύρωση, αλλά φόρο, ο οποίος, ανεξαρτήτως της επιβληθείσας κύρωσης, δύναται να καταλογιστεί και αυτοτελώς με αιτιολογημένη πράξη καταλογισμού, χωρίς να είναι αναγκαία η σύνταξη ιδιαίτερου πρωτοκόλλου τελωνειακής παράβασης (άρθρα 150 παρ. 1 και 142 παρ. 3 και 5 του ΕΤΚ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν πλήττεται η νομιμότητά του από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις του ποινικού δικαστή. Αν και στο δικόγραφο της προσφυγής ουδεμία αναφορά γίνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ. σκ. 7), η κρίση αυτή του παρόντος δικαστηρίου, ενώ αποκλίνει από την ουσιαστική κρίση του ποινικού δικαστή, δεν καταλείπει εύλογες αμφιβολίες ως προς το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας που απορρέει, εν προκειμένω, από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 538, 537, 297, 70/2019, 2099/2018). Και τούτο διότι με την 731/2012 απόφαση του Εφετείου Λάρισας επιβεβαιώνεται ότι ο πρώτος των προσφευγόντων νόθευσε το αντίγραφο της CΑ831744 γερμανικής άδειας κυκλοφορίας, το οποίο υπέβαλε στις 10-9-2004 στο τμήμα μεταφορών και επικοινωνιών ο δεύτερος των προσφευγόντων και εκδόθηκε η 2247/10-9-2004 βεβαίωση. Όπως προέκυψε από τον έλεγχο, που εκ των υστέρων πραγματοποιήθηκε στην 4079/14-9-2004 Δ.Ε.Φ.Κ. σε σχέση με την πρωτότυπη CΑ831744 άδεια κυκλοφορίας και το 25998/2584/14-10-1999 δελτίο κοινοποίησης της 22716/94*0138*02 έγκρισης τύπου, η ενέργεια αυτή του πρώτου των προσφευγόντων προκάλεσε την έκδοση της 2247/10-9-2004 βεβαίωσης του τμήματος μεταφορών και επικοινωνιών της Ν.Α. Γρεβενών και την κατάταξη του επίδικου οχήματος (με αριθμό πλαισίου …….., εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 346C, κυλινδρισμού 1895 κ.εκ., τύπου κινητήρα 194E1, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2000, όχημα έκδοσης BL 31/11), με την έκδοση του 2162/22-9-2004 πιστοποιητικού τελωνισμού, στην οδηγία 98/69 και όχι στην ορθή -μεταγενέστερη της 94/12 οδηγίας- 96/69 (βλ. και ΣτΕ 3412/2017), με αποτέλεσμα το αναλογούν τέλος ταξινόμησης να υπολογιστεί, επί φορολογικής βάσης 10.895 ευρώ, με συντελεστή 40% και όχι 83% και να απολέσει το καθ’ ου η προσφυγή ποσό 4.685,11 ευρώ. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη 137/08/19-7-2011 πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας μόνο κατά το κεφάλαιο με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος των προσφευγόντων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, πολλαπλό τέλος ποσού 14.055,33 ευρώ. Τέλος, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους τα δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την 387/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας.

Επιβάλλει εις ολόκληρο σε βάρος των εφεσίβλητων τα, κατά το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος ποσού διακοσίων τριάντα πέντε (235) ευρώ.

Δικάζει και δέχεται εν μέρει την προσφυγή.

Ακυρώνει την 137/08/19-7-2011 απόφαση του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας μόνο κατά το κεφάλαιο με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος των προσφευγόντων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, πολλαπλό τέλος ποσού δέκα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα πέντε ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (14.055,33) πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (0,4%), που επιμερίσθηκε κατά τα 2/3 για τον πρώτο των προσφευγόντων, ήτοι εννέα χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (9.370,22) πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (0,4%) και κατά το 1/3 για τον δεύτερο των προσφευγόντων, ήτοι τέσσερις χιλιάδες εξακόσια ογδόντα πέντε ευρώ και έντεκα λεπτά (4.685,11) πλέον τελών χαρτοσήμου (2%) και υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (0,4%).

Διατάσσει την απόδοση στους προσφεύγοντες του ημίσεος του παραβόλου, όπως υπολογίστηκε με το 12925/10-10-2011 σημείωμα του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας Α. Γ., η καταβολή του οποίου βεβαιώθηκε με τα 20156/26-10-2011 και 4957/11-5-2015 διπλότυπα είσπραξης των Α΄ και Β΄ Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών Λάρισας, αντιστοίχως.

Συμψηφίζει, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

Η υπόθεση κρίθηκε στη Λάρισα και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 13 Ιανουαρίου 2020.

Η Δικαστής Ο Γραμματέας

 


To Top