ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1508 / 2019 (ΠΟΙΝ) Βιντεοεπιτήρηση: Kάμερες κλειστού κυκλώματος σε κοινόχρηστους χώρους

Αριθμός 1508/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα – Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Τ. του Ν., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Παναγιωτόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 808/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Mε πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ε. Σ. του Α. και 2) Κ. Ν. του Σ., …, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 8/6-9-2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1179/2017.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 2017 δύο (2) αποδεικτικά επιδόσεως του αρχιφύλακα Τ. Ν. του Αστυνομικού Τμήματος …, οι πολιτικώς ενάγοντες, Ε. Σ. του Α. και Κ. Ν. του Σ., κλητεύθηκαν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. ….79/9-10-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθούν στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτοί δεν εμφανίσθηκαν καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, μετά την εμφάνιση και νομότυπη παράσταση του αναιρεσείοντος, πρέπει να συζητηθούν σαν να ήταν παρόντες και οι ως άνω πολιτικώς ενάγοντες, αφού οι τελευταίοι κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο. Με τις διατάξεις του άρθρου 2 περ. α’, γ’, δ’, ε’, ζ’, ια’ και ιβ’ του Ν. 2472/1997 “Για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων”, ορίζονται τα εξής: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. … γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαροκτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. … ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. … ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα. ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου”. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1, 2, 3 και 4 του ίδιου ως άνω νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει μετά τα άρθρα 8 του Ν. 2819/2000 και 21 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή την έναρξη της επεξεργασίας. 2. Με τη γνωστοποίηση της προηγούμενης παραγράφου ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει απαραιτήτως να δηλώνει: α) Το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία ή τον τίτλο του και τη διεύθυνσή του. β) Τη διεύθυνση όπου είναι εγκατεστημένο το αρχείο ή ο κύριος εξοπλισμός που υποστηρίζει την επεξεργασία. γ) Την περιγραφή του σκοπού της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. δ) Το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται ή πρόκειται να υποστούν επεξεργασία ή περιέχονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. ε) Το χρονικό διάστημα για το οποίο προτίθεται να εκτελεί την επεξεργασία ή να διατηρήσει το αρχείο. στ) Τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους ανακοινώνει ή ενδέχεται να ανακοινώνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. ζ) Τις ενδεχόμενες διαβιβάσεις και το σκοπό της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες. η) Τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος και των μέτρων ασφαλείας του αρχείου ή της επεξεργασίας. 3. Τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου καταχωρίζονται στο Μητρώο Αρχείων και Επεξεργασιών που τηρεί η Αρχή. 4. Κάθε μεταβολή των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρέπει να γνωστοποιείται εγγράφως και χωρίς καθυστέρηση από τον υπεύθυνο στην Αρχή”. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “όποιος παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή, κατά το άρθρο 6 του παρόντος νόμου τη σύσταση και λειτουργία αρχείου … τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών” και με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι “όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις”. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ’ αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχτηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτήν, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά κατ’ επιλογή. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από το καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του, αλλά και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 808/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 1 και 4 του Ν. 2472/1997, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που προσδιορίζονται κατ’ είδος στην προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: “Από την ανωμοτί κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων, την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στη … στις 29-12-2012, με πρόθεση παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) τη σύσταση και λειτουργία αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ ως διαχειριστής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού …, προέβη (σε εκτέλεση της από 6-12-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της εν λόγω οικοδομής) στην εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης (24ωρης καταγραφής), αποτελούμενου από έξι (6) κάμερες κλειστού κυκλώματος, σε κοινόχρηστους χώρους της ως άνω οικοδομής [και συγκεκριμένα, στην εγκατάσταση τριών (3) καμερών τύπου Dome οροφής στον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής, μίας (1) κάμερας τύπου Led νυκτός στην είσοδο του διαμερίσματος του στον 3° όροφο της οικοδομής δηλ. στον εσωτερικό κοινόχρηστο χώρο του συγκεκριμένου ορόφου, μίας (1) κάμερας στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας της Ε. Τ. του Η., και μίας (1) κάμερας στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του στον 3° όροφο], οι οποίες είχαν τη δυνατότητα λήψης και αποθήκευσης σήματος εικόνας από τους χώρους αυτούς, στους οποίους κινούνταν τόσο οι ένοικοι της οικοδομής, όσο και τρίτοι (επισκέπτες ή διερχόμενοι), καταγράφοντας δεδομένα τους προσωπικού χαρακτήρα (λ.χ. πρόσωπο, ώρα διέλευσης κ.λπ.), εντούτοις παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως τη σύσταση και λειτουργία του παραπάνω αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς την αρμόδια Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, στην οποία θα έπρεπε να δηλώσει: α) το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του, β) τη διεύθυνση, όπου είναι εγκατεστημένο το αρχείο ή ο κύριος εξοπλισμός που υποστηρίζει την επεξεργασία, γ) την περιγραφή του σκοπού της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο, δ) το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που πρόκειται να υποστούν επεξεργασία ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο, ε) το χρονικό διάστημα, για το οποίο προτίθεται να εκτελεί την επεξεργασία ή να διατηρήσει το αρχείο, στ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, στους οποίους ανακοινώνει ή ενδέχεται να ανακοινώνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και ζ) τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος και των μέτρων ασφαλείας του αρχείου ή της επεξεργασίας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας τις ως άνω υποχρεώσεις του, όπως αυτά προκύπτουν από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 αλλά και την υπ’ αρ. 1/2011 οδηγία της ΑΠΔΠΧ, και δη την υποχρέωση προς γνωστοποίηση όπως ορίζεται από το άρθ. 6 της ως άνω οδηγίας, ναι μεν προέβη στη γνωστοποίηση στις 29-12-2012, και αφού είχε προηγηθεί το περιστατικό που αναφέρει η εγκαλούσα στις 20-12-2012 και η όλη διαδικασία ενώπιον της Αντεισαγγελέως που έλαβε χώρα στις 24-12- 2012, ωστόσο στην γνωστοποίηση αυτή αναφέρει την τοποθέτηση τεσσάρων (4) καμερών ασφαλείας και όχι των έξι (6) που εν τέλει τοποθετήθηκαν, γεγονός που παραλείπει να γνωστοποιήσει και στις από 21-1-2013 συμπληρωματικές διευκρινήσεις που απέστειλε ο ίδιος στην ΑΠΔΠΧ και αφού είχαν τοποθετηθεί οι κάμερες και λειτουργούσαν-συνέλλεγαν δεδομένα. Περαιτέρω δε, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό και δη τις από 21-1-2013 συμπληρωματικές διευκρινίσεις για το κλειστό κύκλωμα καμερών που απέστειλε στην ΑΠΔΠΧ ο ίδιος ο κατηγορούμενος με τις συνημμένες φωτογραφίες, οι κάμερες που τοποθετήθηκαν προκειμένου να ελέγχεται ο περιβάλλων χώρος της θέσης στάθμευσης του οχήματος του καλύπτουν το σύνολο της πυλωτής και την είσοδο της οικοδομής, αλλά και τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο εκτός της οικοδομής, με αποτέλεσμα να συλλέγονται δεδομένα τα οποία είναι πολύ περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας (βλ. αρχή αναλογικότητας άρθρου 5 της υπ’ αρ. 1/2011 οδηγίας της Αρχής). Κατόπιν των ανωτέρω και του ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού της πράξης, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κριθεί ως ένοχος για την πράξη αυτή, η οποία τελέσθηκε άπαξ στις 29-12-2012 και όχι κατ’ εξακολούθηση, καθότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι εγκατέστησε και λειτούργησε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης πριν από την ημερομηνία αυτή 2) στη … στους κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, και ειδικότερα ότι: στις 29-12-2012, στις 25-1-2013 και στις 31-1-2013, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση χωρίς δικαίωμα ενεργώντας έλαβε γνώση και επεξεργάστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με τη μορφή της συλλογής, της διατήρησης και της αποθήκευσης αυτών, και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ως διαχειριστής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού …, σε εκτέλεση της από 6-12-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της εν λόγω οικοδομής, προέβη στην εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης (24ωρης καταγραφής), αποτελούμενου από έξι (6) κάμερες κλειστού κυκλώματος, σε κοινόχρηστους χώρους της ως άνω οικοδομής για λόγους προστασίας των οχημάτων των ενοίκων, κατά παράβαση των όρων και των προϋποθέσεων του άρθρου 15 της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σχετικά με την τοποθέτηση και λειτουργία συστημάτων βιντεοσκόπησης σε συγκροτήματα κατοικιών, και ειδικότερα, εγκατέστησε τρεις (3) κάμερες τύπου Dome οροφής στον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής της οικοδομής, μία (1) κάμερα τύπου Led νυκτός στην είσοδο του διαμερίσματος του στον 3° όροφο της οικοδομής δηλ. στον εσωτερικό κοινόχρηστο χώρο του συγκεκριμένου ορόφου, μία (1) κάμερα στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας της Ε. Τ. του Η., και μία (1) κάμερα στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του στον 3° όροφο, χωρίς να μεριμνήσει ώστε: α) οι ως άνω κάμερες να εστιάζουν μόνον στα επιτηρούμενα οχήματα, αφού αυτές κατέγραφαν και τον χώρο της κεντρικής εισόδου της οικοδομής, απ’ όπου διέρχονταν οι ένοικοι της οικοδομής, όπως μεταξύ άλλων τα μέλη της οικογένειας της εγκαλούσας, Ε. Σ. του Α., αλλά και τμήμα της οδού …., απ’ όπου διέρχονταν διάφοροι περαστικοί, και β) η μονάδα ελέγχου του συστήματος βιντεοεπιτήρησης να εγκατασταθεί σε κοινόχρηστο χώρο της οικοδομής με ελεγχόμενη πρόσβαση (λ.χ. κοινόχρηστη αποθήκη), δοθέντος ότι η επεξεργασία των δεδομένων που καταγράφονταν δεν πραγματοποιείτο από εξουσιοδοτημένο προσωπικό ασφαλείας, αλλά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ο οποίος την είχε εγκαταστήσει (την μονάδα ελέγχου) στο διαμέρισμα του. Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθ. 6 της προαναφερθείσας οδηγίας της ΑΠΔΠΧ, προκύπτει ότι κατά την επιτήρηση της περιμέτρου κτιρίων με σκοπό την ασφάλεια προσώπων ή/και αγαθών (π.χ. προστασία της ιδιοκτησίας από φθορές), απαγορεύεται η λήψη εικόνας από παράπλευρες οδούς και πεζοδρόμια, καθώς ενυπάρχει ο κίνδυνος παρακολούθησης των περαστικών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μια τέτοια λήψη μπορεί να επιτρέπεται μόνο εφόσον πρόκειται για χώρο με αυξημένες ανάγκες ασφαλείας οι οποίες προσδιορίζονται (α) είτε λόγω της “φύσεως” του χώρου (π.χ. κρατικά κτίρια, μεγάλα ξενοδοχεία) (β) είτε επειδή πρόκειται για χώρο όπου έχουν προηγηθεί επικίνδυνες επιθέσεις κατά της ζωής και της περιουσίας και υπάρχουν πλέον δικαιολογημένες υπόνοιες ότι ενδέχεται να πραγματοποιηθούν και άλλες, (π.χ. μηχανήματα αυτόματης συναλλαγής των τραπεζών ATM, χώροι εισόδου-εξόδου ξενοδοχείων). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προέκυψε ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος για την οικοδομή που κατοικεί ο κατηγορούμενος αλλά και η εγκαλούσα, ενώ παράλληλα από το εμπεριέχον στη δικογραφία φωτογραφικό υλικό προκύπτει αφενός η καταγραφή χώρου πολύ μεγαλύτερου από το σημείο των επιτηρούμενων οχημάτων και μάλιστα η καταγραφή του συνόλου της επιφάνειας της πυλωτής, αλλά και η είσοδος με ευκρινείς απεικονίσεις διερχόμενων πολιτών και οχημάτων. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η μονάδα ελέγχου (καταγραφικό) βρισκόταν στην οικία του κατηγορουμένου και ως εκ τούτου μόνο αυτός είχε τη δυνατότητα χειρισμού της και όχι σε κοινόχρηστο χώρο με ελεγχόμενη πρόσβαση όπως ορίζει το άρθ. 15 της προαναφερθείσας οδηγίας. Επομένως πρέπει να κηρυχτεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ εν’ όψει του προτέρου έντιμου βίου του”. Ακολούθως, το κατά τα ανωτέρω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, άπαξ τελεσθείσας παραλείψεως να γνωστοποιήσει στην Αρχή τη σύσταση και λειτουργία αρχείου προσωπικών δεδομένων (22 παρ. 1 Ν. 2472/1997) και κατ’ εξακολούθηση λήψεως, γνώσεως και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων χωρίς δικαίωμα προς τούτο (22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997), του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου και του επέβαλε κατά συγχώνευση συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Συγκεκριμένα, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό τον κήρυξε ένοχο του ότι: “Στη …. στις 29-12-2012, με πρόθεση παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) τη σύσταση και λειτουργία αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ ως διαχειριστής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού …, προέβη (σε εκτέλεση της από 6-12-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της εν λόγω οικοδομής) στην εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης (24ωρης καταγραφής), αποτελούμενου από έξι (6) κάμερες κλειστού κυκλώματος, σε κοινόχρηστους χώρους της ως άνω οικοδομής [και συγκεκριμένα, στην εγκατάσταση τριών (3) καμερών τύπου Dome οροφής στον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής, μίας (1) κάμερας τύπου Led νυκτός στην είσοδο του διαμερίσματος του στον 3° όροφο της οικοδομής δηλ. στον εσωτερικό κοινόχρηστο χώρο του συγκεκριμένου ορόφου, μίας (1) κάμερας στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας της Ε. Τ. του Η., και μίας (1) κάμερας στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του στον 3° όροφο], οι οποίες είχαν τη δυνατότητα λήψης και αποθήκευσης σήματος εικόνας από τους χώρους αυτούς, στους οποίους κινούνταν τόσο οι ένοικοι της οικοδομής, όσο και τρίτοι (επισκέπτες ή διερχόμενοι), καταγράφοντας δεδομένα τους προσωπικού χαρακτήρα (λ.χ. πρόσωπο, ώρα διέλευσης κ.λπ.), εντούτοις παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως τη σύσταση και λειτουργία του παραπάνω αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς την αρμόδια Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, στην οποία θα έπρεπε να δηλώσει: α) το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του, β) τη διεύθυνση, όπου είναι εγκατεστημένο το αρχείο ή ο κύριος εξοπλισμός που υποστηρίζει την επεξεργασία, γ) την περιγραφή του σκοπού της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο, δ) το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που πρόκειται να υποστούν επεξεργασία ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο, ε) το χρονικό διάστημα, για το οποίο προτίθεται να εκτελεί την επεξεργασία ή να διατηρήσει το αρχείο, στ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, στους οποίους ανακοινώνει ή ενδέχεται να ανακοινώνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και ζ) τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος και των μέτρων ασφαλείας του αρχείου ή της επεξεργασίας και του ότι του ότι στη … στους κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, και ειδικότερα ότι 2) στις 29-12-2012, στις 25-1-2013 και στις 31-1-2013, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση χωρίς δικαίωμα ενεργώντας έλαβε γνώση και επεξεργάστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με τη μορφή της συλλογής, της διατήρησης και της αποθήκευσης αυτών, και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ως διαχειριστής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού …, σε εκτέλεση της από 6-12-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της εν λόγω οικοδομής, προέβη στην εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης (24ωρης καταγραφής), αποτελούμενου από έξι (6) κάμερες κλειστού κυκλώματος, σε κοινόχρηστους χώρους της ως άνω οικοδομής για λόγους προστασίας των οχημάτων των ενοίκων, κατά παράβαση των όρων και των προϋποθέσεων του άρθρου 15 της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σχετικά με την τοποθέτηση και λειτουργία συστημάτων βιντεοσκόπησης σε συγκροτήματα κατοικιών, και ειδικότερα, εγκατέστησε τρεις (3) κάμερες τύπου Dome οροφής στον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής της οικοδομής, μία (1) κάμερα τύπου Led νυκτός στην είσοδο του διαμερίσματος του στον 3° όροφο της οικοδομής δηλ. στον εσωτερικό κοινόχρηστο χώρο του συγκεκριμένου ορόφου, μία (1) κάμερα στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας της Ε. Τ. του Η., και μία (1) κάμερα στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού του διαμερίσματος του στον 3° όροφο, χωρίς να μεριμνήσει ώστε: α) οι ως άνω κάμερες να εστιάζουν μόνον στα επιτηρούμενα οχήματα, αφού αυτές κατέγραφαν και τον χώρο της – κεντρικής εισόδου της οικοδομής, απ’ όπου διέρχονταν οι ένοικοι της οικοδομής, όπως μεταξύ άλλων τα μέλη της οικογένειας της εγκαλούσας, Ε. Σ. του Α., αλλά και τμήμα της οδού …, απ’ όπου διέρχονταν διάφοροι περαστικοί, και β) η μονάδα ελέγχου του συστήματος βιντεοεπιτήρησης να εγκατασταθεί σε κοινόχρηστο χώρο της οικοδομής με ελεγχόμενη πρόσβαση (λ.χ. κοινόχρηστη αποθήκη), δοθέντος ότι η επεξεργασία των δεδομένων που καταγράφονταν δεν πραγματοποιείτο από εξουσιοδοτημένο προσωπικό ασφαλείας, αλλά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ο οποίος την είχε εγκαταστήσει (την μονάδα ελέγχου) στο διαμέρισμα του”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω πλημμελημάτων της παραλείψεως να γνωστοποιηθεί στην Αρχή η σύσταση και λειτουργία αρχείου προσωπικών δεδομένων (22 παρ. 1 Ν. 2472/1997) και της κατ’ εξακολούθηση λήψεως, γνώσεως και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων χωρίς δικαίωμα προς τούτο (22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997), για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, παρατίθενται δε σ’ αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση των ως άνω πλημμελημάτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ.1, 94, 98 παρ. 1 του Π.Κ., 22 παρ. 1 και 4 του Ν. 2472/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, αλλ’ ούτε και εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε και δεν στερείται αυτή νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία της, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ενώ ως διαχειριστής της πολυκατοικίας επί της οδού … αρ. …. στη …., εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία, κατόπιν αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των συνιδιοκτητών, σύστημα βιντεοεπιτήρησης 24ωρης καταγραφής, αποτελούμενο από έξι (6) κάμερες κλειστού κυκλώματος, τις οποίες τοποθέτησε στα σημεία της πολυκατοικίας που αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες κατέγραφαν προσωπικά δεδομένα των ενοίκων της πολυκατοικίας, τρίτων προσώπων, επισκεπτών της πολυκατοικίας αλλά και τρίτων διερχομένων στο δρόμο προσώπων, με πρόθεση παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην αρμόδια Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την εγκατάσταση του ως άνω συστήματος βιντεοεπιτήρησης των έξι (6) καμερών, αφού, μετά από καταγγελία της εγκαλούσας και παρέμβαση της αρμόδιας Αντεισαγγελέως, στις 29-12-2012 γνωστοποίησε στην ως άνω αρχή εγκατάσταση συστήματος τεσσάρων (4) καμερών και παρέλειψε να γνωστοποιήσει το σύστημα των έξι καμερών που εγκατάστησε στην πραγματικότητα και ότι το ίδιο έπραξε και στις 21-1-2013, σε συμπληρωματικές διευκρινίσεις που απέστειλε στην ως άνω Αρχή, οπότε και πάλι με πρόθεση παρέλειψε να γνωστοποιήσει ότι είχε εγκαταστήσει σύστημα βιντεοεπιτήρησης έξι (6) και όχι τεσσάρων (4) καμερών και έτσι με πρόθεση παρέλειψε να γνωστοποιήσει την εγκατάσταση του συστήματος καταγραφής προσωπικών δεδομένων που πράγματι εγκατέστησε. Επίσης, στην κατά τα ανωτέρω αιτιολογία της, με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου πλημμελήματος, στις 29-12-2012, 25-1-2013 και 31-1-2013, ενεργώντας με πρόθεση, χωρίς δικαίωμα έλαβε γνώση και επεξεργάστηκε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που κατέγραψε το σύστημα βιντεοσκοπήσεως που εγκατέστησε, με τη μορφή της συλλογής, της διατήρησης και της αποθήκευσης αυτών, αφού δέχεται ότι κατά παράβαση του νόμου και της υπ’ αριθ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, οι κάμερες του συστήματος που τοποθετήθηκαν στην πολυκατοικία δεν εστίαζαν και δεν κατέγραφαν μόνον τα επιτηρούμενα οχήματα των ενοίκων της πολυκατοικίας που βρίσκονταν σε κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής αλλά και το χώρο της κεντρικής εισόδου της οικοδομής, απ’ όπου διέρχονταν οι ένοικοι της οικοδομής, μεταξύ των οποίων και τα μέλη της οικογένειας της εγκαλούσας Ε. Σ., αλλά και τμήμα της οδού …, απ’ όπου διέρχονταν περαστικοί, η δε μονάδα ελέγχου του συστήματος της βιντεοεπιτήρησης, αντί να εγκατασταθεί σε κοινόχρηστο χώρο της οικοδομής με ελεγχόμενη πρόσβαση, δοθέντος ότι η επεξεργασία των δεδομένων που καταγράφονταν δεν πραγματοποιείτο από εξουσιοδοτημένο προσωπικό ασφαλείας, εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, με συνέπεια αυτός, χωρίς δικαίωμα, να λαμβάνει γνώση και να επεξεργάζεται τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα που κατέγραφε το σύστημα της βιντεοεπιτήρησης. Έτσι, αναφέρεται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος, παρόλο που ενήργησε ως διαχειριστής της πολυκατοικίας μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως των ενοίκων, παρεβίασε τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 4 του Ν. 2472/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 3 της υπ’ αριθ. 1/2011 Οδηγίας της Α.Π.Δ.Π.Χ., αφενός επειδή δεν γνωστοποίησε εγγράφως, κατά το άρθρο 6 του Ν.2472/1997, στην Α.Π.Δ.Π.Χ. την τοποθέτηση και λειτουργία των 6 καμερών που τοποθέτησε και τους χώρους και τα δεδομένα που κατέγραφαν αυτές, αφετέρου δε, επειδή χωρίς δικαίωμα εγκατέστησε κάμερες που παρακολουθούσαν και τμήμα της οδού … και τα άτομα που περνούσαν από την οδό αυτή και χωρίς δικαίωμα εγκατέστησε τη μονάδα ελέγχου του συστήματος της βιντεοεπιτήρησης, αντί σε κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας με ελεγχόμενη πρόσβαση, δοθέντος ότι η επεξεργασία των δεδομένων που καταγράφονταν δεν πραγματοποιείτο από εξουσιοδοτημένο προσωπικό ασφαλείας, στο διαμέρισμά του, με συνέπεια μόνον αυτός, χωρίς δικαίωμα, να λαμβάνει γνώση και να επεξεργάζεται τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα που κατέγραφε το σύστημα της βιντεοεπιτήρησης. Το γεγονός δε, ότι αυτός ενήργησε ως διαχειριστής πολυκατοικίας, μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως των ενοίκων της πολυκατοικίας, δεν τον εξαιρεί από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2472/1997, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, αφού οι διατάξεις του Ν. 2472/1997 εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο (άρθρ. 3 παρ. 1 Ν. 2472/1997), με εξαίρεση την επεξεργασία δεδομένων, η οποία πραγματοποιείται α) από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών και β) από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο (άρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 2472/1997). Ακόμη αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με πρόθεση παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως τη σύσταση και λειτουργία του παραπάνω αρχείου καταγραφής από έξι (6) κάμερες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο είχε τοποθετήσει στην οικοδομή, στην οποία ήταν διαχειριστής, μετά από απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των ενοίκων συνιδιοκτητών της οικοδομής, προς την αρμόδια Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και ότι αυτός, ενεργώντας κατ’ εξακολούθηση, έχοντας, κατά παράβαση του νόμου και της υπ’ αριθ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, τις κάμερες του συστήματος που τοποθέτησε, ακόμη και σε μη κοινόχρηστους χώρους (μπαλκόνια διαμερισμάτων), να καταγράφουν και τα άτομα που διέρχονταν από την οδό …, εκτός της πολυκατοικίας και τη μονάδα ελέγχου του συστήματος βιντεοεπισκόπησης εντός του διαμερίσματός του και όχι σε κοινόχρηστο χώρο, με πρόθεση και χωρίς δικαίωμα έλαβε γνώση και επεξεργάστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με τη μορφή της συλλογής, της διατήρησης και της αποθήκευσης αυτών. Έτσι, με σαφήνεια η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται την ύπαρξη προθέσεως (δόλου) και όχι αμέλειας στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, η δε ύπαρξη του δόλου του, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ενόψει του ότι δεν αξιώνεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την υποκειμενική υπόσταση των πλημμελημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, άμεσος δόλος ή επιδίωξη ορισμένου σκοπού, αλλ’ αρκεί ο κοινός δόλος, δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των πλημμελημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς τους, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή του αναιρεσείοντος και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτήν. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, έχει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, παρατίθενται στις παραδοχές της όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω πλημμελημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και μάλιστα χωρίς ασάφειες, ελλείψεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχό της και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή, τόσο ευθέως, όσο και εκ πλαγίου, των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αλλά και οι δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των πλημμελημάτων, για τα οποία τον καταδίκασε, είναι αβάσιμοι.
Τέλος, οι εμπεριεχόμενες στον προεκτεθέντα δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστώσες αμφισβήτηση των εις βάρος του ήδη αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, ως αναφερόμενες σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, δοθέντος ότι, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, 68, 82 και 87 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ., στην άσκηση της πολιτικής αγωγής κατά την ποινική διαδικασία, για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοποιείται ενεργητικά, ως παθών από το διωκόμενο έγκλημα, μόνον όποιος έχει ζημιωθεί ή υποστεί ηθική βλάβη αμέσως από αυτό, υπό την προϋπόθεση, ότι το Δικαστήριο έχει επιληφθεί της εκδικάσεως της αξιόποινης πράξεως, από την οποία φέρεται ως αμέσως ζημιωθείς ή υποστάς την ηθική βλάβη ο ίδιος. Η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει, κατά το άρθρο 84 Κ.Ποιν.Δ., να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους, στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν ζητείται αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, η οποία είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφόμενων γεγονότων, που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει μόνον όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής κατά το άρθρο 68 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, στην προαναφερθείσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρεται με σαφήνεια, ότι οι παραστάντες ως πολιτικώς ενάγοντες και η οικογένειά τους ήταν ένοικοι της οικοδομής, ότι αυτοί διέρχονταν από το χώρο της κεντρικής εισόδου της οικοδομής που καταγραφόταν από το σύστημα βιντεοσκόπησης που εγκατέστησε ο αναιρεσείων και ως εκ τούτου ότι αυτοί ήταν αμέσως παθόντες από τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, αφού καταγράφονταν με βιντεοσκόπηση προσωπικά δεδομένα τους παρά τις αντιρρήσεις τους και ότι αυτοί υπέστησαν από τις αξιόποινες πράξεις που διέπραξε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας ότι έπρεπε να τους επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό του ενός (1) ευρώ που ζητούσαν. Μάλιστα, στην ιδιαίτερη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αφορά στην επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως στους πολιτικώς ενάγοντες, αναφέρονται με πληρότητα γα τη νομιμοποίησή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από τα περιστατικά που αναφέρονται στην προεκτεθείσα αιτιολογία περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, επί λέξει, τα εξής: “Από τη διάταξη του άρθρου 63 εδ. α’ ΚΠΔ προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το αδίκημα. Η ως άνω χρηματική ικανοποίηση είναι αυτή που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ η οποία προϋποθέτει την τέλεση αδικοπραξίας, για τη θεμελίωση της οποίας απαιτείται: α) η πρόκληση ζημίας σε κάποιο πρόσωπο η οποία (ζημία) μπορεί να είναι περιουσιακή αλλά και μη περιουσιακή οπότε και γίνεται λόγος για ηθική βλάβη, β) η πρόκληση της ζημίας να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη του ζημιώσαντος, γ) η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του, δ) η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος να είναι παράνομη υπό την έννοια ότι αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ή στο όλο πνεύμα του δικαίου και τις επιταγές της έννομης τάξης, ε) να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της προκληθείσας ζημίας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (…). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται στον παθόντα κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Κριτήρια για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου κατά την επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης αποτελούν το είδος της προσβολής, το είδος και η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος και η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι λοιπές προσωπικές σχέσεις των μερών και η συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας (…). Στη συγκεκριμένη περίπτωση από όλα τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη από τα ανωτέρω αδικήματα που τέλεσε ο κατηγορούμενος και επομένως, μετά από αξιολόγηση και στάθμιση των συνθηκών της παρούσας υπόθεσης βάσει των προαναφερόμενων κριτηρίων, το δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να επιδικαστεί στους πολιτικώς ενάγοντες το χρηματικό ποσό του ενός ευρώ (1,00 €) ως χρηματική ικανοποίηση τους”. Ως εκ τούτου, και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παράνομης παράστασης των πολιτικώς εναγόντων και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στους πολιτικώς ενάγοντες, είναι αβάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του. Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση του Δ. Τ. του Ν., κατοίκου …, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 8/2017 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και με την οποία ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 808/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Σεπτεμβρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top