Γιατί καταδικάστηκαν οι 3 από τους 5 κατηγορούμενους στο σκάνδαλο της Συνεταιριστικής Τράπεζας της Κάσου

Δαμιανός Αθανασίου

Αίσθηση προκάλεσε η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων με την οποία καταδικάστηκαν 3 από τους 5 κατηγορούμενους στην πολύκροτη υπόθεση του σκανδάλου στην κινητή μονάδα της Συνεταιριστικής Τράπεζας της Κάσου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το κατηγορητήριο που αποδίδεται στους κατηγορούμενους που καταδικάστηκαν.
Πιο συγκεκριμένα ο καταζητούμενος ταμίας, που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 8 ετών χωρίς αναστολή, κρίθηκε ένοχος για το ό,τι, κατά το χρονικό διάστημα από την 11-3-2005 έως και την 14-3-2006, με την ιδιότητα του υπαλλήλου της τράπεζας, η οποία διατηρεί κινητό συνεργείο-θυρίδα συναλλαγών στην Κάσο με μοναδικό διορισμένο υπάλληλο στη θέση αυτή τον ίδιο κι ενώ τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που του είχαν ανατεθεί από την τράπεζα ήταν η παρακολούθηση της λειτουργίας της θυρίδας της Κάσου και η διεκπεραίωση των συναλλαγών, που σχετίζονται με τη θυρίδα αυτή, εντούτοις ανελάμβανε διάφορα χρηματικά ποσά από τους λογαριασμούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών-πελατών, χωρίς τη συναίνεσή τους και φυσικά εν αγνοία τους, καθώς επίσης παρακρατούσε χρηματικά ποσά τα οποία του είχαν παραδοθεί προς κατάθεση από πελάτες της τράπεζας, χωρίς τη συναίνεση ή την έγκριση αυτών.
Κρίθηκε ένοχος για 17 παράνομες αναλήψεις χρημάτων από λογαριασμούς πελατών αλλά και για το ό,τι αφαίρεσε από το κεντρικό ταμείο το συνολικό ποσό των 65.000 €.
Ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα ανωτέρω ποσά, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του και συγκεκριμένα τα χρησιμοποιούσε για να διαθέσει εξ αυτών χρηματικά ποσά σε τρίτους με δάνεια, να. καταθέσει χρηματικά ποσά σε λογαριασμούς πελατών της τράπεζας, να καταβάλει επιπλέον τόκους προθεσμιακών καταθέσεων σε πελάτες της τράπεζας και να προεξοφλήσει συνεταιριστικές μερίδες της τράπεζας χωρίς όλες αυτές του οι ενέργειες να υπάγονται στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από την τράπεζα και χωρίς τη γνώση και την έγκριση της τράπεζας, το ποσό δε που ιδιοποιήθηκε παρανόμως ανέρχεται συνολικά σε 656.595,89 ευρώ.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 9 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα φέρεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 11-3-2002 έως την 14-3-2006, με πειθώ και φορτικότητα να έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο αρχικά χρησιμοποιώντας παραινέσεις και στη συνέχεια απειλές ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του θα χρησιμοποιήσει τη θέση του ως σημαντικού καταθέτη και πελάτη της τράπεζας ώστε να προκαλέσει την απόλυσή του καθώς και με απειλές κατά της ασφάλειας συγγενικών του προσώπων να ιδιοποιηθεί παρανόμως χρηματικά ποσά.
Στη συνέχεια φέρεται να τον έπεισε να διοχετεύσει τα ποσά αυτά που είχε παρανόμως ιδιοποιηθεί σε 8 λογαριασμός και να τον κατέπεισε να ιδιοποιηθεί το χρηματικό ποσό των 365.469,02 ευρώ.
Επιπλέον, του αποδίδεται ότι ενεργώντας από κοινού με τη σύζυγό του, που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, την 4η Απριλίου 2006 να κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 3 Απριλίου 2006 αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά της τράπεζας με την οποία ζητούσαν να διαταχθεί να τους καταβάλει το ποσό των 200.000 €, πλέον τόκων και εξόδων, βάσει του από 17-6-2004 ομολόγου, παριστάνοντας ψευδώς στο δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ότι η τράπεζα δεν τους είχε αποδώσει και αρνείτο να τους αποδώσει το ανωτέρω ποσό και αποκρύπτοντας από το Δικαστή ότι στην πραγματικότητα το ποσό αυτό είχε ήδη αποδοθεί από την τράπεζα σε εκείνους την 30-9-2004 με καταβολή του ποσού των 200.000 € σε τραπεζικό τους λογαριασμό, απο τον οποίο στη συνέχεια ο πρώτος ανέλαβε αυτό με διαδοχικές μερικές αναλήψεις κατά το χρονικό διάστημα από την 30-9-2004 έως την 3-5-2005.

To Top