Απόφαση ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου, μη υποκείμενη σε ένδικα μέσα, με την οποία κηρύσσεται παράνομη διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής και δίκαιο ΕΕ

Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: «Εθνική ρύθμιση ή πρακτική που θίγει τη δυνατότητα της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ δεν συμβιβάζεται με το ενωσιακό δίκαιο»

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τις δημοσιευθείσες στις 15-04-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Priit Pikamäe πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι βάσει της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός δικαστής πρέπει να απαλείψει κάθε νομοθεσία ή εθνική νομολογιακή πρακτική που θίγει την δυνατότητα της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ.

Επιπλέον, κατά τον γεν. εισαγγελέα P. Pikamäe, η ουγγρική ρύθμιση που επιτρέπει στον εισαγγελέα να ζητήσει ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου να διαπιστωθεί ότι είναι μη νόμιμη διάταξη κατώτερου βαθμού ποινικού δικαστηρίου με την οποία κινήθηκε η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης, καθώς και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που κηρύσσει ως μη νόμιμη τη διάταξη, που θίγουν αυτή τη δυνατότητα, δεν συμβιβάζονται με το ενωσιακό δίκαιο.

Ιστορικό της υπόθεσης

Tον Αύγουστο του 2015, ένας Σουηδός υπήκοος συνελήφθη και, στη συνέχεια, ως ύποπτος, ανακρίθηκε από τις ουγγρικές αρχές για εικαζόμενη παράβαση της νομοθεσίας για τα πυροβόλα και τα πυρομαχικά. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, κατόπιν της οποίας ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος, του γνωστοποιήθηκαν μέσω διερμηνέα οι εις βάρος του υποψίες. Από τότε και στο εξής, διαμένει εκτός της Ουγγαρίας και η κλήτευση για να παραστεί ενώπιον της δικαιοσύνης που του απέστειλαν οι ουγγρικές αρχές επέστρεψε με την ένδειξη «αζήτητη».

Λαμβανομένου υπόψη ότι ο εισαγγελέας ζητεί την επιβολή προστίμου, το Pesti Központi Kerületi Bíróság (κεντρικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Πέστης, Ουγγαρία), ενώπιον του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη η ποινική δίκη που σχετίζεται με αυτή την παράβαση, οφείλει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να συνεχίσει την ποινική διαδικασία ερήμην, δηλαδή, απουσία του κατηγορουμένου, ο οποίος ωστόσο εκπροσωπείται από συνήγορο υπεράσπισης που διορίστηκε από το κράτος.

Σύμφωνα με το εθνικό δικαστήριο αυτό, δεν υφίστανται πληροφορίες σχετικά με το σύστημα της επιλογής του διερμηνέα ούτε σχετικά με το ζήτημα εάν ελέγχθηκε με ορθό τρόπο η καταλληλότητα του διερμηνέα ή το γεγονός εάν ο τελευταίος και ο κατηγορούμενος μπορούσαν να συνεννοηθούν. Για αυτό, το δικαστήριο αυτό διατηρεί αμφιβολίες αναφορικά με τη συμμόρφωση των ουγγρικών αρχών με τις οδηγίες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων ή κατηγορούμενων κατά την ποινική διαδικασία (οδηγίες 2010/64/ΕΕ, 2012/13/ΕΕ, 2016/343/ΕΕ). Συνεπώς, το δικαστήριο ζητεί από το ΔΕΕ εξετάσει το συμβατό της εθνικής ρύθμισης και πρακτικής με τις οδηγίες, και, στην περίπτωση που δεν συμβιβάζονται, να εξακριβώσει εάν μπορεί να διεξαχθεί ερήμην του η ποινική δίκη.

Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο ερωτά το ΔΕΕ εάν ο απευθείας διορισμός από τον πρόεδρο της Εθνικής Δικαστικής Υπηρεσίας (Ουγγαρία), κατόπιν διορισμού του από το Κοινοβούλιο για περίοδο 9 ετών, δικαστικών λειτουργών προσωρινά σε θέσεις ανώτερου βαθμού και η φερόμενη μη επαρκής αμοιβή των Ούγγρων δικαστών σε σχέση με τα καθήκοντα που ασκούν θίγουν την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας που κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης. 

Τέλος, το ουγγρικό δικαστήριο επιθυμεί επίσης να διευκρινισθεί εάν προσκρούουν στο δίκαιο της Ένωσης, αφενός, η κήρυξη, κατόπιν αιτήματος του εισαγγελέα, από το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία) ως μη νόμιμης της διάταξης με την οποία κινήθηκε η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης στην παρούσα υπόθεση, με την αιτιολογία ότι τα ερωτήματα που τέθηκαν δεν είχαν σχέση με την επίλυση της διαφοράς και χωρίς το Ανώτατο Δικαστήριο να αμφισβητήσει την εγκυρότητα αυτής της διάταξης, και, αφετέρου, η έναρξη, για τους ίδιους λόγους, πειθαρχικής διαδικασίας κατά του αιτούντος δικαστηρίου

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ P. Pikamäe θεώρησε ότι τα ερωτήματα σχετικά με τον απευθείας διορισμό από τον Πρόεδρο της Εθνικής Δικαστικής Υπηρεσίας δικαστών προσωρινά σε υψηλόβαθμες θέσεις και η αμοιβή των δικαστών δεν αφορούν την επίμαχη ποινική διαδικασία ούτε την εξέταση του συμβατού της εθνικής ρύθμισης και πρακτικής για το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου με τις οδηγίες και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτα. Το ίδιο επεσήμανε και για το ερώτημα σχετικά με την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας κατά του αιτούντος δικαστηρίου, στον βαθμό που δεν έχει σχέση με την προαναφερθείσα ποινική διαδικασία και η πράξη με την οποία κινήθηκε η πειθαρχική διαδικασία έχει εν τω μεταξύ αποσυρθεί. 

Ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε, πρώτον, ότι σε περίπτωση που υφίστανται κανόνες του εθνικού δικαίου σχετικά με την άσκηση εκτάκτου ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως περί προδικαστικής παραπομπής το οποίο αποβλέπει στην ενοποίηση του εν λόγω εθνικού δικαίου, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή τέτοιων κανόνων που παρέχουν την εξουσία στο επιλαμβανόμενο της υποθέσεως ανώτερο δικαστήριο να κηρύξει μη σύννομη την απόφαση περί παραπομπής, χωρίς να θίγονται οι έννομες συνέπειές της όσον αφορά την αναστολή της διαδικασίας της κύριας δίκης και την πρόοδο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της ένδικης διαφοράς και αποσκοπούν στη διαπίστωση της μη συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει τους κανόνες αυτούς και τις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν των κανόνων αυτών.

Ο γεν. εισαγγελέας διαπίστωσε, δεύτερον, ότι τα άρθρα 2, 3 και 5 της οδηγίας 2010/64/ΕΕ [οδηγία σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία], επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν στους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους οι οποίοι δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν για την ανεπάρκεια της ποιότητας της διερμηνείας, λόγω της οποίας δεν δύνανται να λάβουν γνώση των πράξεων που τους αποδίδονται και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους υπερασπίσεως. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση θεσπίσεως μητρώου ανεξάρτητων μεταφραστών και διερμηνέων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα.

Ο γεν. εισαγγελέας συμπέρανε, τρίτον, ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των οδηγιών 2010/64/ΕΕ, 2012/13/ΕΕ [οδηγία σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών], και (ΕΕ) 2016/343 [οδηγία για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας], συνάγεται ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ερήμην κατηγορουμένου ο οποίος δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας και για τον οποίο, λόγω ελλείψεως επαρκούς διερμηνείας, δεν αποδεικνύεται ότι ενημερώθηκε, κατά τη διάρκεια της έρευνας, για τις εις βάρος του υπόνοιες ή την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία, εφόσον ο συνήγορος του εν λόγω κατηγορουμένου έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας πράξεως και ενδεχομένως του συνόλου της διαδικασίας λόγω προσβολής του εν λόγω δικαιώματος ενημερώσεως. Το άρθρο 6 της οδηγίας 2012/13/ΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αντιτίθεται στη γνωστοποίηση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με την κατηγορία προς την υπεράσπιση του ερήμην δικαζόμενου κατηγορουμένου, πριν αρχίσει η εκ μέρους του δικαστηρίου εξέταση της ουσίας της κατηγορίας και πριν την έναρξη της ενώπιον αυτού συζητήσεως, υπό τον όρο ότι λαμβάνονται από το δικαστήριο όλα τα αναγκαία μέτρα για τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπερασπίσεως και τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/apofasi-anotatoy-ethnikoy-dikastirioy-mi-ypokeimeni-se-endika-mesa-me-tin-opoia

To Top