Αριθμός 150/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου – Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Άννα Φωτοπούλου – Ιωάννου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 10 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Θ. Σ. του Λ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 654/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία: Το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Ελένη Ευσταθίου, πάρεδρο του Ν.Σ.Κ.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2020 αίτησή της, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 2 Δεκεμβρίου 2020 και έλαβε αριθμό πρωτ. 9906/2020, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1254/2020.

Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα, στην οποία δόθηκε ο λόγος από τον Πρόεδρο, η οποία πρότεινε να απορριφθεί ο 1ος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τους 2ο και 3ο λόγους αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, την εκπροσωπούσα το Ελληνικό Δημόσιο πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η υπό κρίση, υπ’ αρ. πρωτ. 9906/2020, αίτηση-δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 654/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την πλημμεληματική πράξη της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 4 ΚΠΔ, 1 παρ.1 αρ.4 στ. 5αβ της από 6.11.2020 ΚΥΑ με αρ. Δ1α/Γ.Π.οικ.71342 για αναστολή των προθεσμιών άσκησης των ένδικων μέσων στα πλαίσια λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID -19 ). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
II. i) Κατά τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 (που άρχισε να ισχύει από 17-10-2015), ορίζεται ότι “όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 (σημ. αντίστοιχες των άρθρων 17 παρ. 1 και 18 παρ. 1 του ν. 2523/1997 που καταργήθηκαν με το άρθρο 71 και αντικαταστάθηκαν με τις ρυθμίσεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν.4337/2015), οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος..” ii) Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, από 17-10-2015 και εφεξής, η πράξη της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της νόθευσης τέτοιων στοιχείων, καθίσταται ανέγκλητη στην περίπτωση που ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη άλλης πράξης φοροδιαφυγής του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4 του ν. 4174/2013.(δηλαδή αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος κλπ, φόρου προστιθέμενης αξίας κλπ και φόρου πλοίων), οπότε δεν είναι αυτοτελώς κολάσιμη, όπως συνέβαινε υπό την ισχύ της προϊσχύσασας δυσμενέστερης διάταξης του άρθρου 19 παρ.2 του ν. 2523/1997, αλλά απορροφάται από την άλλη εγκληματική φορολογική παράβαση με την οποία, όταν συντρέξει η ως άνω περίπτωση, συρρέει φαινομενικά και η οποία καλύπτει και την απαξία της πρώτης (ΑΠ 37/2017). Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει, ότι χρησιμοποιήθηκαν πράγματι τα ως άνω φορολογικά στοιχεία για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 του ν.4174/2013, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις αυτές ή ότι έχει ασκηθεί και εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις και δεν ισχύει στις περιπτώσεις που ο υπαίτιος χρησιμοποίησε μεν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, πλην όμως δεν καταδικάσθηκε ούτε έχει ασκηθεί σε βάρος του σχετική ποινική δίωξη (ΑΠ 1711/2019).
iii) Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος φοροδιαφυγής απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από τον δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ως εικονικού θεωρουμένου από το νόμο, εκτός των άλλων, και του στοιχείου εκείνου που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της, υποκειμενικώς δε, δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των εκδιδόμενων φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής, της εικονικότητας αυτών, και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικοί φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία, χωρίς να απαιτείται σκοπός του τελευταίου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης (ΑΠ 137/2017).
III. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 139, 177 του ισχύοντος ΚΠΔ, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για τη έκβαση της δίκης.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 178 παρ.2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο δεύτερο του ν.4620/2019) “Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.” IV. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης . Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
V. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πειραιά, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, αποδείχθηκαν τα εξής: “Η κατηγορουμένη είναι Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της εδρεύουσας στο Π. Φάληρο Αττικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Τ. ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και με διακριτικό τίτλο “Τ. ΑΕΕ”, με αντικείμενο την εμπορία προϊόντων και υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής. Κατόπιν ελέγχου της Ειδικής Γραμματείας του ΣΔΟΕ στην εταιρεία με την επωνυμία “D. Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.”, κατασχέθηκαν με την υπ’ αριθμ. … έκθεση κατάσχεσης, μεταξύ άλλων και καρτέλα προμηθευτή της εταιρείας “Τ. ΑΕΕ”, με τα ένδικα τρία πρωτότυπα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που αναφέρονται στο διατακτικό καθαρής αξίας 60.000, 60.000 και 55.000 αντίστοιχα, συνοδευόμενα από δύο φύλλα- αποσπάσματα ιδιωτικού συμφωνητικού. Η κατηγορουμένη, ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση για προσκόμιση βιβλίων και στοιχείων από το έτος 2006 έως την ημερομηνία του ελέγχου, προσκόμισε στις 18-5-2010, μεταξύ άλλων και δύο συμβάσεις έργου με ημερομηνία 1-8-2007 μεταξύ της δικής της εταιρείας και της εταιρείας “D. Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.”. Η πρώτη σύμβαση είναι δεκασέλιδη και εμφανίζει διάφορα κενά, όπως στο όνομα του ξενοδοχειακού ομίλου, στο όνομα του τεχνικού υπεύθυνου εκ μέρους του πελάτη, δεν προσδιορίζεται το χρονοδιάγραμμα ως προς την ημερομηνία, αναφέροντας μόνο 90 εργατοημέρες, δεν προσδιορίζεται η αμοιβή και ο τρόπος πληρωμής και τέλος δεν φέρει αριθμό καταχώρισης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., η δε πρωτότυπη σύμβαση φέρει σφραγίδα και υπογραφή μόνο στη θέση της εταιρείας “Τ. ΑΕΕ”, ενώ στο φωτοαντίγραφο αυτής φέρει υπογραφές και σφραγίδες και των δύο αντισυμβαλλομένων. Η δεύτερη σύμβαση είναι δισέλιδη, έχει γενική περιγραφή των όρων αυτής, όπου η περιγραφή του αντικειμένου γίνεται σε μόλις τρεις γραμμές και δεν προσδιορίζεται η αμοιβή, είναι δε σε φωτοαντίγραφο και συνοδεύεται με αποδεικτικό κατάθεσης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ με αριθμό …/17-5-2010, ήτοι μεταγενέστερα της εντολής ελέγχου και της πρόσκλησης προσκομιδής στοιχείων και συγκεκριμένα μια μέρα πριν την προσκόμιση αυτών από την κατηγορουμένη. Αμφότερες οι ανωτέρω συμβάσεις δεν αναφέρουν τόπο, χρόνο, κόστος, πελάτη, διάρκεια εργασιών και δεν προσδιορίζουν ακριβώς το αντικείμενο της εργασίας. Ακόμη τα ένδικα τιμολόγια εκδόθηκαν με περιγραφή εργασιών “εργασίες υλοποίησης σύμβασης”, με την ιδιαίτερη παρατήρηση ότι αφορούν εργασίες προς την επιχείρηση Η.Ι.Τ., βάσει της από 1-8-2007 σύμβασης, ήτοι των προαναφερομένων συμβάσεων. Όμως στο κείμενο των συμβάσεων δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι εργασίες αφορούν την επιχείρηση Η.Ι.Τ. Μάλιστα η ίδια η κατηγορουμένη, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 6-4-2015 έκθεση ελέγχου, δήλωσε ότι τα προγράμματα που τιμολογήθηκαν με τα ανωτέρω τιμολόγια δεν κατασκευάστηκαν για την εταιρεία Η.Ι.Τ. Επίσης η εταιρεία “Τ. ΑΕΕ” δεν απασχόλησε προσωπικό για την κατασκευή των εν λόγω προγραμμάτων, η δε κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι αυτά κατασκευάστηκαν από την ίδια και τα μέλη της εταιρείας Ζ. Μ. και Ν. Ρ., με τεχνογνωσία που απέκτησαν από την παρακολούθηση σεμιναρίου τρίμηνης διάρκειας (από 1-9-2004 έως 30-11-2004) στην εταιρεία “A Α.Ε.”. Τέλος, οι εγγραφές χρέωσης και πίστωσης των παραπάνω τιμολογίων δεν ταυτίζονται στις καρτέλες προμηθευτή εκδότριας και λήπτριας εταιρείας, καθώς η μεν λήπτρια εταιρεία (“D. Μονοπρόσωπη Ε.
ΙΙ.Ε.”) εμφανίζει στη σχετική καρτέλα πλήρη εξόφληση των τιμολογίων, ενώ η εκδότρια αυτών (“Τ. ΑΕΕ”), εμφανίζει ότι εισέπραξε ένα μέρος του οφειλόμενου ποσού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, προκύπτει ότι τα εν λόγω τιμολόγια ήταν εικονικά, καθώς αφορούσαν συναλλαγές μεταξύ των δύο εταιρειών ανύπαρκτες στο σύνολο τους και να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη της αποδιδόμενης με το κατηγορητήριο και περιγραφόμενης στο διατακτικό της παρούσας πράξης…”.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη “Για την πράξη της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, ήτοι του ότι: Στο Παλαιό Φάληρο Νομού Αττικής σε μη διακριβωθείσες ημερομηνίες εντός του χρονικού διαστήματος από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2008 με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, φέροντας τις ιδιότητες της προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και της διευθύνουσας συμβούλου ανώνυμης εταιρείας, εξέδωσε εικονικά^ φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους, η συνολική δε καθαρή αξία των εικονικών τιμολογίων υπερέβαινε τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (75.000 €). Ειδικότερα, φέροντας την ιδιότητα της προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και της διευθύνουσας συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Τ. Α.Ε.Ε.”. στον προαναφερθέντα τόπο σε μη διακριβωθείσα ημερομηνία εντός του έτους 2007 εξέδωσε προς τη μονοπρόσωπη εταιρεία με την επωνυμία “D ΜονΕΠΕ” δύο τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικής καθαρής αξίας εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000 €) και στη συνέχεια, σε μη διακριβωθείσα ημερομηνία εντός του 2008 εξέδωσε προς την ίδια εταιρεία ένα τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών καθαρής αξίας πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000 €). Όμως, τα συγκεκριμένα φορολογικά στοιχεία ήταν εικονικά, καθώς αφορούσαν συναλλαγές μεταξύ των δύο εταιρειών ανύπαρκτες στο σύνολό τους”.
VI. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε ασάφειες στην προσβαλλόμενη απόφασή του, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο του Αρείου Πάγου αναφορικά με την ορθή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 65 παρ. 1 εδ. β περ. α του ν. 4174/2013. Ειδικότερα, δεν διατυπώνονται σαφείς, μετά την απαιτούμενη σχετική έρευνα (άρθρο 178 παρ.2 ΚΠΔ), παραδοχές του Δικαστηρίου περί του ότι η επίδικη πράξη της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, για την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, είναι πράγματι αυτοτελώς κολάσιμη και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιστούν αυτή ανέγκλητη και δη ότι τα αναφερόμενα εικονικά φορολογικά στοιχεία δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη άλλης πράξης φοροδιαφυγής του άρθρου 66 παρ. 1-4 ν. 4174/2013 και δεν έχει καταδικασθεί η αναιρεσείουσα γι’ αυτήν ή δεν εκκρεμεί σε βάρος της σχετική ποινική δίωξη.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ.1 Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια και είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης.
Κατά παραδοχή δε του λόγου αυτού της αναίρεσης και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, (άρθρο 522 ΚΠΔ), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ, 654/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top