ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 611/2017 Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση

Αριθμός 611/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου – Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Θ. Δ. του Δ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Μπρεάνο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 115/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κέρκυρας.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1-3-2016 αίτησή του αναιρέσεως (ασκηθείσα δια δηλώσεως που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-3-2016), η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2016
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την παρ. 2 του άρθρου 370Α Π.Κ., όπως ίσχυε κατά τους κρίσιμους χρόνους τελέσεως του επίδικου αδικήματος (16-12-2007, 17-12-2007 και 9-5-2008), μετά την αντικατάστασή του με το άρθρ. 6 παρ. 8 Ν. 3090/2002 και πριν από την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρ. 10 παρ. 1 Ν. 3674/2008 (η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-9-2008 και δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, κατ’ άρθρ. 2 παρ. 1 Π.Κ., ως δυσμενέστερο για τον κατηγορούμενο, αφού η επίδικη πλημμεληματική πράξη τιμωρείται πλέον σε βαθμό κακουργήματος), ορίζεται ότι: “Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου (κατά το οποίο η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση) εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση”. Από την ανωτέρω διατύπωση του νόμου προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβιάσεως του απορρήτου προφορικής συνομιλίας με τη μορφή της μαγνητοφωνήσεως ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ του δράστη και τρίτου, που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 370Α Π.Κ. (με το οποίο θεσμοθετείται διαφορετικό αδίκημα από εκείνο του πρώτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου του άνω άρθρου, που αναφέρεται στις περιπτώσεις της μαγνητοφωνήσεως προφορικής συνομιλίας μεταξύ τρίτων και της μαγνητοσκοπήσεως μη δημόσιων πράξεων τρίτων), πρέπει η μαγνητοφώνηση να αφορά ιδιωτική συνομιλία μεταξύ των ανωτέρω προσώπων (δράστη και παθόντος τρίτου) χωρίς τη συναίνεση του παθόντος. Ιδιωτική είναι η συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή, κατά τη βούληση των συνομιλούντων, δεν προορίζεται να ακουστεί από αόριστο αριθμό προσώπων, ασχέτως χώρου όπου έγινε αυτή (Πολιτική Ολ. Α.Π. 1/2001), ήτοι ανεξαρτήτως του αν η συνομιλία έγινε σε δημόσιο χώρο, καθώς και του αν κάποιος από τους συνομιλούντες είχε την πρόθεση να τη δημοσιοποιήσει μεταγενέστερα και ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος (Α.Π. 1532/2013). Κατά το τρίτο εδάφιο δε της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου 370Α Π.Κ., η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με τον προεκτεθέντα τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος τούτου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικά ως προς το δόλο, που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων (κατ’ άρθρ. 26 παρ. 1 και 27 παρ. 1 Π.Κ.), η ύπαρξη αυτού δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε κοινό (απλό) δόλο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 115/2015, αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Κερκύρας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: “Ο μηνυτής Β. Γ. το έτος 2007 ήταν … … ο δε κατηγορούμενος …. Τον Μάρτιο του 2007 προέκυψε θέμα δανειοδότησης περιβαλλοντικής μελέτης στην περιοχή … της οποίας η έγκριση υπογράφηκε . Μετά όμως παρέλευση μηνός , λόγω έντονης δυσφορίας εξ αιτίας του ότι δεν τηρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, ομόφωνα, αποφασίσθηκε η ανάκληση της συγκεκριμένης απόφασης, η οποία τελικά ανακλήθηκε. Ο κατηγορούμενος δεν ήταν σύμφωνος με την άνω ανάκληση και έτσι στα πλαίσια αυτά άρχισαν διάφορες συζητήσεις και μάλιστα πιεστικές εκ μέρους του κατηγορουμένου προς τον … – μηνυτή να ανακαλέσει την απόφαση, τις οποίες ο τελευταίος αποδίδει στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν πρατηριούχος και είχε συμφέρον να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο έργο . Για το εν λόγω έργο υπήρχε διαδικασία διαγωνισμού και η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ήταν εκτελεστικό όργανο. Ο …-κατηγορούμενος επεδίωξε και πραγματοποίησε με το … δύο συνομιλίες στην … και πιο συγκεκριμένα μία στις 16-12-2007 σε καφετέρια και άλλη μία στις 17-12-2007 στο γραφείο του …. Οι συνομιλίες ήταν καθαρά ιδιωτικές χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή τρίτου προσώπου αλλά και χωρίς τη βούληση των συνομιλούντων να γίνουν οι εν λόγω συνομιλίες περαιτέρω γνωστές σε άλλους ανθρώπους. Οι εν λόγω μάλιστα συνομιλίες έγιναν με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου προκειμένου να πιέσει τον … να ανακαλέσει την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση, η οποία έθιγε τα προσωπικά του συμφέροντα και σε κάθε περίπτωση να εκμαιεύσει από αυτόν τυχόν περαιτέρω σκέψεις και ενέργειες του για το συγκεκριμένο ζήτημα, που τον ενδιέφερε προσωπικά, αλλά και με σκοπό σε αντίθετη περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, να δημιουργήσει κατάσταση σε βάρος του …. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω καθαρά ιδιωτικών συνομιλιών ο κατηγορούμενος κατέγραψε με κρυφή κάμερα τις άνω συνομιλίες εν αγνοία του … και χωρίς τη συναίνεση του ,όπως τούτο και ο ίδιος ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε στην απολογία του ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αναφέροντας επί λέξει τα εξής: “Πήγα στην τουαλέτα και ενεργοποίησα την κάμερα , ήταν μόνος στην καφετέρια “. Στη συνέχεια το περιεχόμενο των συνομιλιών το αποτύπωσε στο υπ’ αριθμό … ψηφιακό οπτιακουστικό δίσκο (DVD), τον οποίο ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε και το επισύναψε ως αποδεικτικό στοιχείο στις 9-5-2008 κατά τη διάρκεια της εξέτασης του ως μάρτυρα, ενώπιον του Υ/Α’ της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας … επί της από 20-2-2008 μηνυτήριας αναφοράς του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος του … για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της παθητικής δωροδοκίας από τα οποία πρέπει να λεχθεί ότι ο τελευταίος (… και ήδη μηνυτής) αθωώθηκε … Τέλος, όλοι οι λοιποί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και δη ότι η συνομιλία δεν ήταν ιδιωτική αλλά έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, καθώς και ότι η συνομιλία ήταν δημόσια και όχι ιδιωτική ανεξάρτητα του ότι αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και ως εκ τούτου δεν χρήζουν ιδιαιτέρας απαντήσεως, πρέπει να απορριφθούν και ως αναπόδεικτοι. Ύστερα απ’ όλα, όσα όπως παραπάνω αποδείχθηκαν το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 370Α παρ. 2 εδ. β, γ Π.Κ. κατ’ εξακολούθηση (μαγνητοφωνήσεως ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου κατ’ εξακολούθηση, υπό την επιβαρυντική περίσταση της μεταγενέστερης χρησιμοποιήσεως του περιεχομένου της), με παθόντα τον Β. Γ., για την οποία του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι στην … στις 16-12-2007 και 17-12-2007, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Ειδικότερα: Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, μαγνητοφώνησε ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου προσώπου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, εν συνεχεία δε χρησιμοποίησε τις μαγνητοταινίες που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνους, μαγνητοφώνησε τις ιδιωτικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα μεταξύ αυτού και του … …, Β. Γ. του Ν., η μεν πρώτη σε καφετέρια της …ς, η δε δεύτερη στο γραφείο του …, σχετικά με την συμμετοχή της εταιρίας περιβαλλοντικών μελετών “ΕΠΕΜ” σε δημόσιο διαγωνισμό για την κατακύρωση δημοσίου έργου με φορέα την Νομαρχία … και με αντικείμενο περιβαλλοντική μελέτη ύψους 160.000 ευρώ και την, κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου “προώθηση” της υποψηφιότητας της ανωτέρω εταιρίας από το … … έναντι ποσοστού 10% επί του αντικειμένου του έργου. Στην πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος χωρίς τη συναίνεση του … … για την μαγνητοφώνηση, αλλά και χωρίς τη γνώμη του τελευταίου περί της καταγραφής των συνομιλιών τους. Εν συνεχεία δε προέβη στην απομαγνητοφώνηση της ταινίας και στην καταχώρηση του περιεχομένου των συνομιλιών τους στον υπ’ αριθμ. … ψηφιακό οπτικοακουστικό δίσκο (DVD), τον οποίο τον χρησιμοποίησε επισυνάπτοντάς τον ως αποδεικτικό στοιχείο την 9-5-2008 κατά τη διάρκεια της εξέτασης του ως μάρτυρα, ενώπιον του Υ/Α’ της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας …, Α. Α. Ο., επί της από 20-2-2008 μηνυτήριας αναφοράς του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του παραπάνω εγκλήματος της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση με χρησιμοποίηση των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου, τα αποδεικτικά μέσα, από όπου το άνω Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 2 εδ. β, γ Π.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και ουδόλως παραβίασε. Πιο συγκεκριμένα, εκτός των λοιπών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα όλες οι προϋποθέσεις, που συγκροτούν την έννοια της ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, … και του παθόντος, … …, αφού εκτίθεται, ότι οι επίμαχες δύο προφορικές συνομιλίες των προσώπων αυτών, τις οποίες κατέγραψε κρυφά ο πρώτος εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του δευτέρου και το σχετικό απομαγνητοφωνημένο κείμενο χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο ίδιος (αναιρεσείων-κατηγορούμενος), ως αποδεικτικό στοιχείο, με τον περιγραφόμενο στις παραδοχές του Δικαστηρίου τρόπο, έγιναν, σε συναντήσεις τους κατά τους αναφερόμενους χρόνους, η μία σε καφετέρια της …ς και η άλλη στο γραφείο του …, χωρίς τη συμμετοχή οποιουδήποτε τρίτου προσώπου και χωρίς τη βούληση των συνομιλούντων να γίνουν περαιτέρω γνωστές σε άλλους ανθρώπους. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον: α) Με τις προπαρατεθείσες παραδοχές πλήρως στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το έγκλημα της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως της παρ. 2 εδ. β, γ του άρθρου 370Α Π.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το Δικαστήριο της ουσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταδικάζοντας τον ήδη αναιρεσείοντα για την προβλεπόμενη από αυτήν αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, όπως προαναφέρθηκε, δοθέντος ότι από την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του άνω Δικαστηρίου, ότι οι επίμαχες δύο συνομιλίες, κατά τη βούληση των συνομιλούντων στους χρόνους που πραγματοποιήθηκαν, δεν προορίζονταν να ακουστούν από αόριστο αριθμό προσώπων, παρέπεται ότι, ασχέτως του χώρου όπου έγιναν αυτές, είχαν ιδιωτικό χαρακτήρα, η δε αναφορά στις παραδοχές, που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω συνομιλίες αφορούν την εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων του παθόντος … (ως σχετιζόμενες με δημόσιο διαγωνισμό για την κατακύρωση δημοσίου έργου με φορέα τη …), είναι πλεοναστική και έχει τεθεί εκ περισσού, αφού το περιεχόμενο των συνομιλιών, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν αποτελεί στοιχείο του παραπάνω εγκλήματος και δεν επιδρά στο χαρακτηρισμό τούτων, ως ιδιωτικών, ο οποίος συνεπάγεται την απαγόρευση μαγνητοφωνήσεώς τους χωρίς τη συναίνεση του παθόντος. β) Το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως το δόλο του αναιρεσείοντος, διότι αυτός (δόλος) ενυπάρχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του προκειμένου εγκλήματος της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας και προκύπτει από τις αναφερόμενες ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υποστάσεως. γ) Ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ της κρίσεως του Δικαστηρίου της ουσίας περί του χαρακτηρισμού ως ιδιωτικών των επίμαχων προφορικών συνομιλιών και της προμνημονευόμενης πλεοναστικής παραδοχής στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αντικείμενο των αυτών συνομιλιών ήταν ο αναφερόμενος εκτελούμενος από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση … δημόσιος διαγωνισμός, διότι η τελευταία δεν αναιρεί την παραδοχή του άνω Δικαστηρίου περί του ότι οι εν λόγω συνομιλίες ήταν ιδιωτικές, αφού δεν απευθύνονταν σε αόριστο αριθμό προσώπων, ενόψει του ότι, με βάση τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο χαρακτηρισμός συνομιλίας ως ιδιωτικής δεν εξαρτάται από το περιεχόμενό της. Επομένως, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα δύο πρώτοι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ Κ.Ποιν.Δ., αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, η περιεχόμενη στον δεύτερο ως άνω λόγο του αναιρετηρίου μερικότερη αιτίαση, ότι δεν αναφέρεται από ποια στοιχεία το Εφετείο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα, ότι οι επίδικες συνομιλίες έγιναν χωρίς τη βούληση των συνομιλούντων να γίνουν αυτές περαιτέρω γνωστές σε άλλους ανθρώπους, με την ειδικότερη επισήμανση, ότι η βούληση του αναιρεσείοντος ήταν να δημοσιοποιηθούν αυτές στις αρμόδιες διωκτικές αρχές, είναι απαράδεκτη και δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, αφού, όπως προεκτέθηκε, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι αναγκαία η διευκρίνιση από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή ούτε απαιτείται ειδική μνεία του τί προέκυψε από το καθένα από αυτά ή προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ, περαιτέρω, η αιτίαση αυτή, ως αναφερόμενη σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και συνιστώσα αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Η, κατά τα άνω, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και ότι έχουν αναπτυχθεί προφορικά, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα (Ολ. Α.Π. 2/2005). Η προβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών (άρθρ. 141 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.), παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 Κ.Ποιν.Δ. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης (άρθρ. 31 παρ. 2 Π.Κ.), αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια το μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη, καθώς και ο ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούμενο μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές περιστάσεις, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης (κατά το άρθρ. 83 του ίδιου Κώδικα) ποινής, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εφόσον προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Ειδικότερα, από το άρθρο 31 παρ. 2 Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης, ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή, προκύπτει, ότι, για να μην καταλογισθεί η πράξη στον κατηγορούμενο, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του άδικου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να διαγνώσει κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις, που βρίσκεται ο ίδιος, οποιαδήποτε και αν κατέβαλλε προσοχή και επιμέλεια, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε, για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες (Ολ. Α.Π. 1179/1986). Δηλαδή, για να είναι ορισμένος ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός, πρέπει να προσδιορίζεται η προσωπική κατάσταση του κατηγορουμένου, που καθορίζεται από την ηλικία, τη μόρφωση, το επάγγελμα και την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ώστε με τη στάθμιση αυτών των στοιχείων και των δυνατοτήτων του, να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση, αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Εξάλλου, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 Π.Κ. με στοιχείο α’ , ήτοι “το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας πρέπει να παρατίθενται και να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στην περίπτωση αυτή. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως, που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον επίσης προαναφερθέντα αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.- Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών (σελ. 7, 10, 11) της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων υπέβαλε εγγράφως ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δια των συνηγόρων του, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικώς, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του συγγνωστής νομικής πλάνης, με το εξής, κατά λέξη, περιεχόμενο: «Στην υπό κρίση περίπτωση είχα την βεβαιότητα ότι δικαιούμην να προβώ στην ανωτέρω πράξη προς εξασφάλιση του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ήτοι στην αποτροπή τέλεσης του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος της παθητικής δωροδοκίας και της σπατάλησης του δημοσίου πλούτου». Ο ανωτέρω ισχυρισμός, όμως, δεν πληροί τις απαιτούμενες κατά το νόμο προϋποθέσεις για τη συγκρότηση και θεμελίωση του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού, που αποκλείει τον καταλογισμό, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλέσθηκε τις προσωπικές του συνθήκες, περιστάσεις και δυνατότητες, από τη στάθμιση των οποίων να είναι σε θέση το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση περί της αληθείας αυτού και, ως εκ τούτου, το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στον αόριστο αυτό ισχυρισμό. Εν τούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτιολογικού και του διατακτικού της, ορθά απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό του ήδη αναιρεσείοντος, πρωτίστως ως αόριστο και εκ περισσού, με επάλληλη αιτιολογία, η οποία είναι επαρκής, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεχθέν ανελέγκτως συναφώς, ότι: «Σε κάθε όμως περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αγνοούσε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, αλλά αντίθετα μπορούσε, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, με βάση τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις, ενόψει και της ηλικίας του και των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων, να ενημερωθεί σχετικώς». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών (σελ. 18) της ίδιας ως άνω αποφάσεως, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, στο στάδιο των αγορεύσεών τους, αφού ανέπτυξαν την υπεράσπιση, ζήτησαν “να αθωωθεί ο πελάτης τους, άλλως επικουρικώς προέβαλαν την αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α’ Π.Κ.”. Όπως, όμως, προβλήθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός και καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, τα οποία, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ’ αυτά, ήταν εντελώς αόριστος, αφού έγινε επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως, που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου χωρίς να αναφερθούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που να την θεμελιώνουν. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρ’ όλα αυτά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτιολογικού και του διατακτικού της, ορθά απέρριψε, ως αόριστο, τον ανωτέρω (επικουρικό) ισχυρισμό του ήδη αναιρεσείοντος. Κατά συνέπεια, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως την απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών και εκ πλαγίου παραβιάσεως των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 και 84 παρ. 2 α’ Π.Κ., δια της απορρίψεως των ίδιων ισχυρισμών ως αορίστων, είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και, τέλος, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-3-2016 αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-3-2016) του Θ. Δ. του Δ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 115/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κερκύρας. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top