ΑΠ ποιν. 1702/2022- καλή συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την πράξη – πρϋποθέσεις – κρατούμενος – ορισμένο ισχυρισμού

Ελαφρυντικό αρ. 84 §2ε ΠΚ

πρέπει η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την πράξη του να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δραστηριότητας του και όχι μόνο όσο διαρκεί η δίκη και αυτή να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του και όχι αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού. Σύμφωνα δε με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε` ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 4619/2019, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, στον ευρισκόμενο σε σωφρονιστικό κατάστημα κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι από αυτή την κατάσταση, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση) κατά το διάστημα της κράτησής του, εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Όμως, και στην περίπτωση αυτή, η αποδοχή της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του ΠΚ, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και συνέχεται με την εξαιρετική βελτίωση της συμπεριφοράς του, εκφραζόμενη ποικιλοτρόπως. Μόνο το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του μέσα στη φυλακή δεν υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα ή είχε καλή συμπεριφορά δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το εν λόγω ελαφρυντικό (ΑΠ 1018/2020, ΑΠ 133/2019).
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη, είτε κρατούμενου είτε διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεστεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης

 

Απόφαση 1702 / 2022    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1702/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Μαριάνθη Παγουτέλη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της απόφασης 515/2020 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον Ν. Σ. του Γ., κάτοικο … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη και με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Φ. Μ. του Χ., κάτοικο … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Άννα Κουνάκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κ. Γεράκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2021 αίτησή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Σωφρονιάδη, έλαβε αριθμό 6/2021 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 135/21.
Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α` ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 507 ΚΠΔ, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες, από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και αυτός της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (510 παρ. 1 Δ’ και Ε’ ΚΠΔ. Βλ. ΑΠ 49/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς κρίση η, με αριθ. έκθεσης κατάθ. 6/8-2-2021, αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, για αναίρεση, της, με αριθ. 515/27-10-2020, απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, η οποία καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο του άρθ. 473 παρ. 3 ΚΠΔ στις 7-1-2021 και με την οποία ο κατηγορούμενος Ν. Σ. του Γ., κάτοικος … (οδός …), κηρύχθηκε ένοχος, για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση, με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη προξενηθείσα στους παθόντες, ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, με το ελαφρυντικό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης του, για μεγάλο χρονικό διάστημα {1, 2 παρ. 1, 12, 13στ, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 51, 52, 79, 83, 84 παρ. 2 εδ. ε, 98 και 386 παρ. 3 εδ. β του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (ν. 4619/2019 και 4637/2019), σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθ. 386 του προισχύσαντος ΠΚ}. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 504 παρ. 1, 505 παρ. 2 εδ. α`, 507, 474 παρ. 4 του ΚΠΔ), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το βάσιμο των περιεχομένων σ’ αυτήν λόγων που αφορούν την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθ. 510 παρ. 1 Δ’ και Ε’ ΚΠΔ), εκδικαζόμενη, κατ’ άρθρο 590 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά τις διατάξεις, του ισχύοντος νέου ΚΠΔ, (Ν. 4620/2019, 4637/2019 και 4855/2021).
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιό συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου, χωριστά και η παράλειψη της, μεταξύ τους, αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 1338/2020, ΑΠ 45/2020, ΑΠ 1705/2019, ΑΠ 1380/2017). Εξ άλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης πρέπει να υπάρχει και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, με τους οποίους ζητείται η αναγνώριση υπέρ του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, με την προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και έχουν αναπτυχθεί προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δηλαδή με επίκληση όλων των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση, την ουσιαστική διερεύνηση και τελικά τη δικαστική απόφανση για συνδρομή ή μη των αντιστοίχων ελαφρυντικών περιστάσεων. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους (ΑΠ 166/2021, ΑΠ 28/2021, ΑΠ 20/2020). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ υπό την ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα από την 1-7-2019 (Ν. 4619/2019), ελαφρυντική περίσταση, που επισύρει μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ. θεωρείται, πλην άλλων και το ότι: “… ε) ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικό μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτηση του…”. Για να συντρέξει η προβλεπόμενη από την παραπάνω διάταξη ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την πράξη του να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δραστηριότητας του και όχι μόνο όσο διαρκεί η δίκη και αυτή να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του και όχι αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού. Σύμφωνα δε με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε` ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 4619/2019, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, στον ευρισκόμενο σε σωφρονιστικό κατάστημα κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι από αυτή την κατάσταση, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση) κατά το διάστημα της κράτησής του, εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Όμως, και στην περίπτωση αυτή, η αποδοχή της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του ΠΚ, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και συνέχεται με την εξαιρετική βελτίωση της συμπεριφοράς του, εκφραζόμενη ποικιλοτρόπως. Μόνο το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του μέσα στη φυλακή δεν υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα ή είχε καλή συμπεριφορά δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το εν λόγω ελαφρυντικό (ΑΠ 1018/2020, ΑΠ 133/2019).
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη, είτε κρατούμενου είτε διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεστεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ “Η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του κρίνεται κατά και μετά την κράτησή του, ως δείγμα της αντικειμενικά αξιολογούμενης υποχρέωσής του να συμπεριφέρεται “καλά”, δηλαδή “νόμιμα” (ΑΠ 239/2020, ΑΠ 1818/2019, ΑΠ 622/2019, ΑΠ 571/2018). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η, εκ πλαγίου, παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 230/2020, ΑΠ 160/2020, ΑΠ 28/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα, επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της, υπ` αριθ. 515/27-10-2020, προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από το διατακτικό αυτής, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, δικάζοντας κατ’ έφεση της, με αριθ. 2364/2017, πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο Ν. Σ. για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση, με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία των παθόντων που υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, και συγκεκριμένα για το ότι: “Στο …και κατά τους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένες περιουσίες, πείθοντας κάποιους σε πράξεις, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, το δε συνολικό περιουσιακό όφελος στο οποίο και απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 €, καθώς ανέρχεται στο ποσό των 194.000 €. Ειδικότερα: 1) Κατά τον παραπάνω τόπο αρχές Δεκεμβρίου του έτους 2008, υπό την ιδιότητα του εργολάβου οικοδομών, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον εγκαλούντα Φ. Μ., ότι είναι εργολάβος οικοδομών με μεγάλο κύκλο εργασιών, με οικονομική επιφάνεια, ευρύτατο πελατολόγιο, εμπειρία και σημαντική προσωπική περιουσία, και τον έπεισε να αγοράσει μετά από προφορική μεταξύ τους συμφωνία, αντί τιμήματος 133.000 €, ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου της ως άνω οικοδομής (…, με εσωτερική αρίθμηση ΔΙ, εμβαδού καθαρού 75,19 τ.μ, και μικτού 94 τ.μ, και ποσοστό συνιδιοκτησίας 75% εξ αδιαιρέτου, μία αποθήκη με εσωτερική αρίθμηση Α4, εμβαδού 9,09 τ.μ, ως παρακολούθημα του ανωτέρω διαμερίσματος και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της με αριθμό 10 θέσης στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου της οικοδομής, εμβαδού 11 τ.μ., που αποτελούσαν μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν δυνάμει του, με αριθμό … εργολαβικού προσυμφώνου της συμβολαιογράφου Κιλκίς Ασημένιας Γεωργούση – Πολίτη. Εν συνεχεία και κατά παρακάτω χρόνους, ο εγκαλών κατέβαλε στον κατηγορούμενο προς εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος της αγοραπωλησίας το ποσό των 100.0000 ως ακολούθως: α) στις 11-12-2008 το ποσό των 20.000 €, β) στις 24-3-2009 το ποσό των 20.000 €, γ) στις 29-7-2009 το ποσό των 20.000 €, δ) στις 20- 11-2009 το ποσό των 20.000 €, ε) στις 20-1-2010 το ποσό των 5.000 €, στ) στις 30-3-2010 το ποσό των 15.000 €. Μάλιστα και κατόπιν αιτήματος του εγκαλούντος συνέπραξε στη κατάρτιση του υπ’ αριθμ. … προσυμφώνου μεταβίβασης διαμερίσματος της συμβολαιογράφου Κιλκίς Γεσθημανής Σάββα – Δημητριάδου, στο οποίο συμφωνήθηκε ρητά ότι θα του παραδώσει το διαμέρισμα και τους λοιπούς διαιρετούς χώρους πλήρως αποπερατωμένους και κατάλληλους προς οίκηση έως τις 30-12-2010. 2) Περαιτέρω, κατά τον πιο πάνω τόπο και κατά το έτος 2005 συμφώνησε προφορικά με την παθούσα Χ. Μ. να αγοράσει απ’ αυτόν ένα διαμέρισμα επί της οδού … αντί τιμήματος 112.000 €. Εν συνεχεία η ανωτέρω παθούσα κατέβαλε σ’ αυτόν και προς εξόφληση του τιμήματος της αγοραπωλησίας το συνολικό ποσό των 94.000 € ως εξής: στις 25-5-2005 το ποσό των 20.000 €, στις 5-10-2005 το ποσό των 20.000 €, στις 16- 1-2006 το ποσό των 18.000 €, στις 26-7-2006 το ποσό των 8.000 €, στις 26-9-2005 το ποσό των 10.0000, και στις 3-4-2007 το ποσό των 18.000 €, Ωστόσο, περί τα τέλη 2008 έτους, με τις ίδιες ως άνω ψευδείς παραστάσεις, ότι δηλαδή ως εργολάβος οικοδομών έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, οικονομική επιφάνεια, και σημαντική περιουσία, την έπεισε να μην της μεταβιβάσει κατά κυριότητα το ανωτέρω διαμέρισμα που αγόρασε, αλλά να αγοράσει αντί τιμήματος 155.0000, το με αριθμό ΕΙ νεόδμητο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου της νεοαναγειρόμενης οικοδομής επί της οδού … στο …εμβαδού 98,04 τ.μ, την με αριθμό 5 υπόγεια αποθήκη εμβαδού 9,36 τ.μ, και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της με αριθμό 4 θέσης στάθμευσης στη πυλωτή της οικοδομής εμβαδού 15 τ.μ, που αποτελούσαν μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος εκ του προαναφερθέντος υπ’ αριθμ. … εργολαβικού προσυμφώνου της συμβολαιογράφου Κιλκίς Ασημένιας Γεωργούση – Πολίτη. Προς τούτο συντάχθηκε και το υπ’ αριθμ. … προσύμφωνο πώλησης διαμερίσματος του συμβολαιογράφου Κιλκίς Θεμιστοκλή Μανασή στο οποίο ορίστηκε ότι θα της παρέδιδε το ως άνω διαμέρισμα πλήρως αποπερατωμένο και κατάλληλο προς οίκηση, καθώς και τους λοιπούς διαιρετούς χώρους της οικοδομής έως τις 15-4-2011. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους ανωτέρω παθόντες να του καταβάλουν ο μεν πρώτος Φ. Μ. συνολικά το ποσό των 100.000 €, η δε δεύτερη Χ. Μ. συνολικά το ποσό των 94.000 €, για την αγορά των ανωτέρω διαμερισμάτων, πράξη στην οποία δεν θα προέβαιναν αυτοί, εάν γνώριζαν την αληθή κατάσταση, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος γνώριζε εξαρχής πολύ καλά, ότι αδυνατούσε να αποπερατώσει εγκαίρως την οικοδομή και να παραδώσει τα διαμερίσματα στους εγκαλούντες κατάλληλα προς οίκηση κατά τους άνω ορισθέντες χρόνους, μάλιστα το μήνα Νοέμβριο του 2009 σταμάτησε εντελώς τις εργασίες ανέγερσης της οικοδομής, την οποία προχώρησε μέχρι το στάδιο του φέροντος οργανισμού του δευτέρου ορόφου, αφού ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2008 είχε περιέλθει σε δεινή προσωπική οικονομική κατάσταση με οφειλές προς τρίτους, αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα ρευστότητας, αδυνατούσε να λάβει δάνεια από τράπεζες και είχαν εγγράφει εμπράγματα βάρη (υποθήκες και προσημειώσεις υποθηκών) επί ακινήτων ιδιοκτησίας του για εξασφάλιση απαιτήσεων τραπεζών και του ΙΚΑ ες βάρος του. Ενδεικτικά αναφέρονται: α) υποθήκη υπέρ του ΙΚΑ που εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κιλκίς στις 29-7-2008 επί καταστήματος συνιδιοκτησίας του για την εξασφάλιση απαίτησης του από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές ύψους 50.629,80 €, β) προσημείωση υποθήκης υπέρ της alpha bank, που εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Κιλκίς στις 14-7-2008 επί διαμερίσματος ιδιοκτησίας του γα την εξασφάλιση απαίτησης της ύφους 144.000 €, γ) προσημείωση υποθήκης υπέρ της Πανελλήνιας τράπεζας που εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Κιλκίς στις 19-3-2009 ιδιοκτησίας του για την εξασφάλιση απαίτησης της ποσού 19.000 €, δ) προσημείωση υποθήκης υπέρ της εταιρίας ειδικού σκοπού … που εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Κιλκίς στις 25-5-2009 επί αποθήκης συνιδιοκτησίας του για την εξασφάλιση απαίτησης της, ποσού 18.000 €, ε) αναγκαστική κατάσχεση που επέβαλε το ΙΚΑ στις 4-6-2009 σε κατάστημα ιδιοκτησίας του για καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές που ανέρχονταν στο ποσό των 29.641,85 € προς αυτό. Τις πιο πάνω οφειλές του προς τρίτους αποσιώπησε αθέμιτα εν γνώσει του στους παθόντες, αν και σύμφωνα με τη καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τις διατάξεις των άρθρων 197, 288, 330 ΑΚ, είχε υποχρέωση να ανακοινώσει σ’ αυτούς. Με τον τρόπο αυτό αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ποσού 194.000 € (100.000 € + 94.000 €), αποτέλεσμα στο οποίο και απέβλεπε με τις άνω μερικότερες απατηλές πράξεις του, ζημιώνοντας αντίστοιχα ισόποσα την περιουσία των εγκαλούντων”. Μετά την, περί ενοχής του κατηγορουμένου, απόφαση, κατά πιστή μεταφορά ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο πλην του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου (άρθ. 84 παρ. 2α Π.Κ.) και η ελαφρυντική περίσταση του άρθ. 84 παρ. 2ε’ του Π.Κ. που ενδιαφέρει εν προκειμένω, σε σχέση με τους λόγους της ένδικης αναίρεσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, εγγράφως ισχυρίστηκε, ενιαίως επί λέξει, τα εξής, ως προς τα αιτούμενα ελαφρυντικά του άρθ. 84 παρ. 2α και ε’ του Π.Κ. “…Γεννήθηκα την 7-11-1954. Είμαι παντρεμένος με την Ε. Λ. (Ιατρό Καρδιολόγο) και πατέρας ενός τέκνου, Γ. Σ., φοιτητή ιατρικής σχολής. Ασκώ το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού και εργολάβου οικοδομών στο Κιλκίς, επί 30 έτη. Έχω κατασκευάσει πολλές πολυώροφες οικοδομές (25) και παρέδωσα περίπου 300 διαμερίσματα στην πόλη του Κιλκίς, όλα τα χρόνια που ασκούσα την παραπάνω επαγγελματική δραστηριότητα. Λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία επηρέασε αρνητικά τον κατασκευαστικό κλάδο, της αδυναμίας των Τραπεζών να χρηματοδοτήσουν κατασκευαστικά έργα, του σοβαρότατου προβλήματος υγείας μου (υπέστην εγκεφαλικό επεισόδιο), δυστυχώς δεν μπόρεσα να αποπερατώσω την ένδικη οικοδομή. Η συμπεριφορά μου (κοινωνική, οικονομική, επαγγελματική) ήταν, μέχρι τον χρόνο της αποδιδόμενης σε εμένα πράξης και εξακολουθεί να παραμένει άψογη μέχρι και σήμερα… Μετά την τέλεση της πράξης και για χρονικό διάστημα περίπου δέκα ετών, ήτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, επέδειξα καλή συμπεριφορά και ειδικότερα: Μετά την τέλεση των ως άνω αποδιδόμενων σε εμένα πράξεων δεν τέλεσα καμία άλλη αξιόποινη πράξη, εργαζόμενος συνεχώς μέχρι και σήμερα Λειτουργώ νομίμως ως πολιτικός μηχανικός και ως εκ τούτου σας παρακαλώ να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε…”. Το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε τον ως άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ως βάσιμο, με την παρακάτω, επί λέξει αιτιολογία: “…Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος 66 ετών, περίπου, σήμερα, συμπεριφέρθηκε καλά και συμβίωσε αρμονικά, επιδεικνύοντας θετική συμπεριφορά, σε προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της ανωτέρω πράξης του, περιστατικά από τα οποία υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης…
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς ορισμένου και νόμιμου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 2ε’ του ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο, ως προς τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, διέλαβε στην απόφασή του την προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθ. 84 παρ. 2ε Π.Κ. δεχόμενο τον ισχυρισμό αυτόν στην ουσία του, με βάση επαρκή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη συνδρομή των απαιτουμένων από τον νόμο προϋποθέσεων του, όπως αυτές αναλύονται στην προηγηθείσα παραπάνω νομική σκέψη. Συγκεκριμένα η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πλήρης, καθόσον διαλαμβάνει θετικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι η παραπάνω, σε διάστημα άνω της δεκαετίας, μετά την εξακολουθητική πράξη του, (που έλαβε χώρα κατά το έτος 2008), συμπεριφορά του κατηγορούμενου σε επίπεδο επαγγελματικό (άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας), οικογενειακό (διαβίωση με την οικογένειά του) και κοινωνικό (απουσία παραβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους του), μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ήταν καλή δηλαδή νόμιμη, με βάση περιστατικά που θεμελιώνουν θετική δραστηριότητα για μακρό χρόνο μετά την πράξη του, δηλωτική της μεταστροφής του χαρακτήρα του και της αρμονικής του διαβίωσης στην κοινωνία Επομένως, οι προβαλλόμενοι δύο λόγοι του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως προς το σκέλος της αποδοχής της αιτουμένης ελαφρυντικής περιστάσεως, όπως παραπάνω αναλύθηκε, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. έκθ. κατάθ. 6/8-2-2021, αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, για αναίρεση, της, με αριθ. 515/27-10-2020, απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Δεκεμβρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top