Αριθμός 1236/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Κουβίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 184/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαριάνθη Παγουτέλη, Ευάγγελο Μητσέλο-Εισηγητή, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σταυρούλα Κουσουλού (η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 184/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2022, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με προσφεύγοντα-αιτούντα τον Μ. Τ. του Ζ., κάτοικο ….
Η προκείμενη από 29 Νοεμβρίου 2021 και με αριθ. πρωτ. 10926/21 αίτηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 233/2022.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Ασπρογέρακας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου, με αριθμ.πρωτ. 73/17-3-2022, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: “Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., η υπ’ αριθμ. πρωτ. 10926/2021 αίτηση του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, για κανονισμό αρμοδιότητας, εξαιτίας ζητήματος αποφατικής σύγκρουσης αρμοδιότητας, που ανέκυψε μεταξύ του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η υπόθεση αφορά στην αρμοδιότητα εκδικάσεως της από 16-6-2021 προσφυγής και της από 14-9-2021 αιτήσεως του Μ. Τ. του Ζ., κατοίκου …, περί άρσεως της δέσμευσης, που επιβλήθηκε σε βάρος του, κατ’ άρθρο 36 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., με την υπ’ αριθμ. 16/2021 διάταξη του Επίκουρου Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, επί των οποίων εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. 2630/2021 και 1552/2021 αντίθετα βουλεύματα των ως άνω Δικαστικών Συμβουλίων, αντιστοίχως.
Επί της ανωτέρω αιτήσεως του Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος επάγονται τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως τροπ. με το άρθρο 114 του Ν.4855 2021: “Αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμοδίων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής: Το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η αμφισβήτηση, ή ο Άρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία, ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας ή του εισαγγελέα ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια. Η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή στον Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι η αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας υπάρχει όχι μόνο σε περίπτωση παραπομπής ποινικής υποθέσεως στο ακροατήριο, όταν τα επιληφθέντα συμβούλια κηρύσσουν εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδια, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία εισάγεται σ’ αυτά προς εκδίκαση ζήτημα που ανέκυψε στην προδικασία ή στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, όταν αποφαίνονται επίσης, ότι είναι καθ’ ύλην αναρμόδια. Τούτο δε, διότι στην αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας, η οποία μπορεί να εμφανισθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, η ρύθμιση του άρθρου 132 του Κ.Π.Δ. αποσκοπεί στην αποτροπή του κινδύνου αρνησιδικίας (Α.Π. 1189/2017, 76/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την υπ’ αριθμ. 16/2021 διάταξη του Επίκουρου Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, διατάχθηκε, κατ’ άρθρο 36 παρ. 2 και 3 του Κ.Π.Δ., η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών προϊόντων, του περιεχομένου των τραπεζικών θυρίδων και εν γένει κάθε περιουσιακού στοιχείου του Μ. Τ. του Ζ., κατοίκου …, καθώς επίσης και η δέσμευση των ακινήτων του, για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών. Η ως άνω δέσμευση διατάχθηκε στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργείται, προκειμένου να διακριβωθεί εάν τελέσθηκαν από αυτόν ποινικά αδικήματα φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Κατά της ανωτέρω διατάξεως ο καθ’ ου η δέσμευση, την 16-6-2021, κατέθεσε προσφυγή στη Γραμματεία του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, περί άρσεως της δέσμευσης που επιβλήθηκε σε βάρος του. Την εν λόγω προσφυγή εισήγαγε ο Επίκουρος Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος στο αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο όμως, με το υπ’ αριθμ. 2630/2021 βούλευμά του κηρύχθηκε αναρμόδιο, θεωρώντας, ότι αρμόδιο προς τούτο είναι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Ακολούθως, ο προσφεύγων υπέβαλε την από 14-9-2021 όμοια προσφυγή του – αίτηση άρσεως δέσμευσης στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, που προωθήθηκε αρμοδίως στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος και εισήχθη στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 1562/2021 πρόταση του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος. Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ’ αριθμ. 1552/2021 βούλευμά του, κηρύχθηκε αναρμόδιο να αποφανθεί επί της από 16-6-2021 προσφυγής και της από 14-9-2021 αιτήσεως περί άρσεως της δέσμευσης που επιβλήθηκε κατά τα ανωτέρω στον προσφεύγοντα, αναφερόμενο πλήρως, στους λόγους που αναπτύσσονται στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση, η οποία κατά το ουσιώδες μέρος της έχει ως εξής: ” … Οι διατάξεις του άρθρου 17Α παρ. 5α και 8 ν 2523/1997 όριζαν ότι: “Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο αναπληρωτής αυτού και οι εισαγγελία οι λειτουργοί που τον συνεπικουρούν μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργειά προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης αποκλειστικά από τους κατά την παράγραφο 3 γενικούς ή ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους … Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παραγράφου 1 … επίσης, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών (ακινήτων και κινητών) εν γένει στοιχείων, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, σε περίπτωση διενεργούμενης ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι δΰναντα/ να προσφύγουν και να ζητήσουν την άρση της, με αίτησή τους προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της”. Με την διάταξη του άρθρου 43 παρ. 6 περ. β ν.4472/2017 τροποποιήθηκε η ως άνω διάταξη και ορίστηκε ότι: “8. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παραγράφου 1 έχουν πρόσβαση … Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων, ακινήτων και κινητών, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, σε περίπτωσή διενεργούμενης ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος που μπορεί να παρατείνεται είτε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Οικονομικό Εισαγγελέα ή τον αναπληρωτή του, είτε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από Εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί, τον Οικονομικό Εισαγγελέα, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι δύνανται να προσφύγουν και να ζητήσουν την άρση της με αίτησή τους είτε προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Οικονομικό Εισαγγελέα ή τον αναπληρωτή του, είτε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί τον Οικονομικό Εισαγγελέα, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της”. Η ως άνω διαφοροποίηση κρίθηκε αναγκαία καθώς όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική έκθεση αυτής: “Η ρύθμιση αυτή γίνεται για την αποσυμφόρηση του Συμβουλίου Εφετών από έκδοση βουλευμάτων επί διατάξεων πού εκδόθηκαν από εισαγγελικούς λειτουργούς που δεν έχουν τον βαθμό πού αντιστοιχεί στο Συμβούλιο Εφετών”. Κατά την ενσωμάτωση των σχετικών διατάξεων του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος στον νέο κώδικα ποινικής δικονομίας (Ν.4620/2019) και στις διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 5 αυτού, ορίστηκε ότι: “…Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος καθώς και ο αναπληρωτής του ή οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν, μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τους κατά την παρ. 3 γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους “. Επίσης στις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 2 και 3 αυτού, επαναλήφθηκε η δυνατότητα εκδόσεως διατάξεων δεσμεύσεως, με μόνη διαφοροποίηση (δικαιολογούμενη καθώς επρόκειτο περί κωδίκων), την αντικατάσταση της ως άνω περιγραφικής αναφοράς σε συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών, με την μονολεκτική αναφορά στο “αρμόδιο συμβούλιο”. Βλ. σχετικά: ” …. 2. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να, προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών
για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα. (9) μήνες. 3. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν, με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, εντός” προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται αν προκόψουν νέα στοιχεία. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Π.Δ., β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως” Ακολούθως με την αντικατάσταση των διατάξεων των άρθρων 35-36 Κ.Π.Δ. δυνάμει του άρθρου 53 Ν.4745/2020 και του ορισμού του τμήματος οικονομικού εγκλήματος της εισαγγελίας εφετών Αθηνών, ορίστηκε ότι: “…, Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά … Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν την δυνατότητα να προβαίνουν με αιτιολογημένη διάταξή τους…. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και αν ζητήσουν την άρση της…… Περαιτέρω κατόπιν εκδόσεως αντίθετων βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών και του συμβουλίου εφετών Αθηνών, σχετικά με την αρμοδιότητα για την επίλυση διαφορών ή αμφισβητήσεων που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ του υπόπτου και του Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 244 παρ. 5 και 36 Κ.Π.Δ., (στην προϊσχύσασα μορφή του βάσει της οποίας “…για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητα του, ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης… “), το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου με το 903/2020 βούλευμα έκρινε ότι αρμόδιο τυγχάνει το Συμβούλιο Εφετών καθώς σε αυτό υπηρετεί ο εισαγγελέας που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Η αιτιολογία δε συνίστατο στο ότι: “… Επομένως, η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών υφίσταται και στους εισαγγελείς ειδικών καθηκόντων (άρθρα 32, 33, 35 ΚΠοινΔ), γιατί διαφορετικά θα υπήρχε η ανακολουθία, κατώτεροι στο βαθμό δικαστές να ελέγχουν τη νομιμότητα ενεργειών ανωτέρων εισαγγελικών λειτουργών. Άλλωστε ουδεμία επιρροή ασκεί στην καθίδρυση της αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου, το γεγονός ότι έγγραφα ή παραγγελίες υπεγράφησαν από τους εισαγγελείς, που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και όχι από τον ίδιο, αφού την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί αποκλειστικά ο τελευταίος, οι δε επίκουροι ενεργούν, αντί αυτού, εν γνώσει του και με, την έγκρισή του και υπό τη γενικότερη δική του εποπτεία, στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης που ο ίδιος διεξάγει, έχοντας μόνον αυτός την ευθύνη της πορείας και του αποτελέσματος της. Επιπλέον, σε όσες περιπτώσεις ανακύψουν ζητήματα, κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η επίλυσή τους από τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δημιουργείται αναγκαίως λειτουργική σύνδεση αυτού (Αντεισαγγελέως Εφετών) με το συμβούλιο εφετών, στο οποίο δικαιούται να υποβάλει πρόταση για την έκδοση βουλεύματος”. Έχοντας υπόψη αυτήν ακριβώς την αιτιολογία της Α.Π. 903/2020, ο νομοθέτης επανήλθε και επέλυσε οριστικά πλέον το ανακύψαν ζήτημα ως προς την δυνατότητα των επίκουρων εισαγγελικών λειτουργών να απευθύνονται στο αρμόδιο για αυτούς δικαστικό συμβούλιο, ορίζοντας, δια της τροποποιήσεως του άρθρου 35 παρ. 1 Κ.Π.Δ., δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 29 ν. 4800/2021 (ΦΕΚ 81/21-5-2021), ότι και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που επικουρούν τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση οι ίδιοι στο όνομά τους και όχι αντ’ αυτών, εν γνώσει τους και με την έγκρισή τους (βλ: “Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, οι αναπληρωτές τους και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που συνεπικουρούν, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε προαγγέλλοντας …”). Εκ των πραγμάτων δηλαδή επανήλθε η αντίστοιχη διάταξη που αφορούσε τον πρώην εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Η ως άνω διάταξη, ως δικονομική, τυγχάνει εφαρμογής και επί αξιοποίνων πράξεων που είχαν τελευτεί πριν την ισχύ της, και ρυθμίζει την εκκρεμή δίκη, τουλάχιστον κατά το ατέλεστο κατά το χρόνο έκδοσης αυτής μέρος. Καθώς δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό. ( βλ Ολομ. ΑΠ Ποιν.Συμβούλιο 1/2014). Εν τέλει, η λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (Σ 87 § 1) εκδηλώνεται κυρίως στην αρχή ότι κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων υπόκεινται μόνο στο νόμο και στο Σύνταγμα (Σ 87 § 2). Κατά την διάταξη δε του άρθρου 24 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο ν. 1756/1988: “Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Οι εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στην συνείδησή του” (βλ ενδεικτ. ΑΠ 1120/2018). Βάσει του συνόλου των ως άνω αναφερομένων διατάξεων προκύπτει ευθέως η διαχρονική θέληση του νομοθέτη, τα συμβούλια να επιλαμβάνονται επί διατάξεων δεσμεύσεως που εκδόθηκαν από ευαγγελικούς λειτουργούς που έχουν τον βαθμό που αντιστοιχεί σε αυτά. Εάν την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και εκδίδει την σχετική διάταξη δεσμεύσεως αρμόδιο τυγχάνει το συμβούλιο εφετών. Εάν όμως την προκαταρκτική εξέτασή διενεργεί ο επίκουρος εισαγγελικός λειτουργός και αυτός εκδίδει την σχετική διάταξη δεσμεύσεως αρμόδιο τυγχάνει το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Η καθιδρυθείσα ως άνω αρμοδιότητα των δικαστικών συμβουλίων, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τα επιληφθέντα δικαστικά συμβούλια, Το πρώτον δια της εκδόσεως του ως άνω βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών, χωρίς καμία – αναφορά στις προϊσχύσασες διατάξεις που αφορούσαν τον πρώην εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, αν και πρόκειται περί προκαταρκτικής εξέτασης του ως άνω γραφείου, με χρήση της αιτιολογίας της Α.Π. 903/2020 που αφορούσε τον πρώην εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς και χωρίς να αξιολογηθεί καθόλου η μεταγενέστερη ουσιωδέστατη τροποποίηση του άρθρου 29 ν.4800/2021, επιχείρησε ουσιαστικά να επαναφέρει, εκ πλαγίου, την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 17Α παρ. 8 ν2523/1997. Η ισχύς όμως της ως άνω διατάξεως του άρθρου 29 ν 4800/2021 (ΦΕΚ 81/21-5- 2021) η οποία ως δικονομική έχει εφαρμογή και για το ατέλεστο μέρος της προκαταρκτικής εξετάσεως, αναβιβάζει την λειτουργία του επίκουρου εισαγγελικού λειτουργού. Ο ίδιος, ιδίω ονόματι, διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση και μέχρι του πέρατος αυτής δια της υποβολής της πορισματικής του αναφοράς στον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, λειτουργεί αδέσμευτα κατά την κρίση του, με βάση την συνείδησή του και το νόμο, χωρίς να επιτρέπεται ουδεμίας μορφής επέμβαση δια εντολών ή εγκρίσεων. Ο ίδιος κατέχει πλήρως τον έλεγχο της προκαταρκτικής εξετάσεως, επιλύοντας κατά την γνώμη του τα ανακύπτοντα ζητήματα. Συνακόλουθα ο ίδιος, ιδίω ονόματι, εκδίδει την σχετική διάταξη δεσμεύσεως και όχι στο όνομα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Ο ίδιος έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την διάταξή του, χωρίς να επιτρέπεται η ανάμειξη σε αυτή την διαδικασία του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Αυτονόητη δε έκφανση της λειτουργικής του ανεξαρτησίας αποτελεί και η δυνατότητα υποστηρίξεως της εκφρασθείσας γνώμης του, όποτε αυτή βάλλεται, ενώπιον εκείνου του δικαστικού συμβουλίου, στο οποίο ο ίδιος μπορεί να απευθυνθεί, αποδίδοντας αυθεντικά την άποψή του. Δεν νοείται στέρηση της δυνατότητας αυτής και αντικατάσταση της αυθεντικής απόδοσης της γνώμης του, από την γνώμη άλλου εισαγγελικού λειτουργού έστω και ανώτερου βαθμού. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων που συγκροτούν τη δικογραφία που σχηματίσθηκε μετά την υποβολή της υπό κρίση προσφυγής προκύπτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. Ε.Ο.Ε. 382/2020 παραγγελίας του Γραφείου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.ΟΌ.Ε.) παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέταση νια τη διερεύνηση της τέλεσης αδικημάτων της φοροδιαφυγής (άρθρο 66 του ν. 4174/2013) και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (άρθρο 39 ν. 4557/2019) από τον Τ. Μ. και ήδη προσφεύγοντα. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ε.Ο.Ε. εξέδωσε εντολή ελέγχου για τις διαχειριστικές περιόδους των ετών 2014 έως 2018 και στο πλαίσιο της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης με το αρ. πρωτ. ΕΜΠ39Ζ9/10.03.2021 έγγραφο της προαναφερόμενης Υπηρεσίας ο Μ. Τ. κλήθηκε να χορηγήσει σχετικές πληροφορίες και εξηγήσεις, τις οποίες παρείχε με το από 21.04.2021 έγγραφο του, μετά των συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων. Σύμφωνα δε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 4379/18.05.2021 ενημερωτικό σημείωμα της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος κατά τον έλεγχο, που αφορά στις διαχειριστικές περιόδους των ετών 2014 έως 2018 και την συγκριτική επισκόπηση των εισοδημάτων του προσφεύγοντος και των τραπεζικών στοιχείων που διατηρεί ο ίδιος εντοπίσθηκαν χρηματικά κεφάλαια, των οποίων η πραγματική πηγή και προέλευσή δεν κατέστη εφικτό να εξακριβωθεί και ως εκ τούτου θεωρήθηκε αναιτιολόγητη (και δη κατά τα έτη 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018 οι πρωτογενείς καταθέσεις του προσφεύγοντος που εντοπίσθηκαν ανέρχονται σε ποσό 1.258.856,22 ευρώ, 661.021,84 ευρώ, 717.734,98 ευρώ, 1.077.020,91 ευρώ και 807.072,66 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ τα εισοδήματα που ο ίδιος είχε δηλώσει ανέρχονται σε ποσό 405.893,14 ευρώ, 409.366,32 ευρώ, 250.093,71 ευρώ, 350.320,40 ευρώ και 172.166,82 ευρώ, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να εντοπίζεται διαφορά για τα ως άνω έτη ποσού 852.963,08 ευρώ, 251.655,52 ευρώ, 467.641,27 ευρώ, 726.100,51 ευρώ και 634.905,84 ευρώ). Επίσης, στο προαναφερόμενο σημείωμα επισημάνθηκε ότι αν οι ως άνω πρωτογενείς πιστώσεις δεν δικαιολογηθούν θα προκύψουν ενδείξεις φοροδιαφυγής, κατ’ άρθρο 66 του ν. 4174/2013, και ότι η χρήση του έτους 2014 έχει παραγραφεί (καθώς έχει παρέλθει η προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 84 ν. 2238/1994 παρ. 1 πενταετία), πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζονται, κατ’ εξαίρεση, οι διατάξεις της παρ. 3 α* του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 (όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4646/2019 και συμπληρώθηκαν με την παρ. 27 α1 του άρθρου 66 του ίδιου νόμου), σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 72 ν. 4174/2013. Μετά την υποβολή του προαναφερόμενού ενημερωτικού σημειώματος της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και ενόσω από τα ευρήματα του ελέγχου πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου ο έλεγχος έχει τελέσει τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ότι προς επίτευξη της ικανοποίησης των αξιώσεων του Δημοσίου πρέπει να διαφυλαχθούν τα περιουσιακά στοιχεία του και τα αναγκαία για τον έλεγχο στοιχεία, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 16/18.05.2021 Διάταξη της Επίκουρου Εισαγγελέα του Οικονομικού Εγκλήματος, με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών προϊόντων, του περιεχομένου των τραπεζικών θυρίδων και εν γένει κάθε περιουσιακού στοιχείου του ανωτέρω προσφεύγοντος, καθώς επίσης και η δέσμευση των ακινήτων του ίδιου για χρονικό διάστημα εννέα μηνών από τη γνωστοποίησή αυτής στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στη ΔΌ.Υ. Κορωπίου. Η ανωτέρω Διάταξη κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 25.05.2021 (όπως προκύπτει από το από 25.05.2021 αποδεικτικό επίδοσης του Υπαρχιφύλακα του Α.Τ. …). Μετά ταύτα, με την υπό κρίση προσφυγή – η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, δυνάμει της ιστό 15.06.2021 προς τούτο εξουσιοδότησης του προσφεύγοντος, από τη Δικηγόρο Αθηνών Δήμητρα Κώστα – ο προσφεύγων έβαλε κατά της υπ’ αριθμ. 16/2021 Διάταξης του Επίκουρου Εισαγγελέα του Οικονομικού Εγκλήματος, αιτούμενος την υποβολή και εξέταση της από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Η επίκουρος εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος υπέβαλε την από 5-7-2021 κατά νόμο πρότασή της ζητώντας να απορριφθεί κατ’ ουσία η προσφυγή. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών δια του 2630/2021 βουλεύματος του κηρύχθηκε αναρμόδιο, θεωρώντας ότι αρμόδιο τυγχάνει το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Ακολούθως δε ο ίδιος προσφεύγων κατέθεσε και την από 14-9-2021 όμοια προσφυγή του, εισαχθείσα στο τμήμα οικονομικού εγκλήματος την 23-9-2021. Πλην όμως, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και μετά την τροποποίηση του άρθρου 35 παρ. 1 Κ.Π.Δ., δια της διατάξεως του άρθρου 29 ν. 4800/2021 {ΦΕΚ 81/21-5-2021), η επίκουρος εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος η οποία διενεργούσε η ίδια την προκαταρκτική εξέταση, ορθώς επελήφθη της συντάξεως της σχετικής προτάσεως προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο τυγχάνει μόνο αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών, καθώς και η διάταξη δεσμεύσεως είχε εκδοθεί από επίκουρο εισαγγελικό λειτουργό. Συνακόλουθα το Συμβούλιό σας τυγχάνει αναρμόδιο να αποφανθεί επί των υπό κρίση προσφυγών και ως εκ τούτου, θα πρέπει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του, προκειμένου η τελική κρίση να αχθεί στο αρμόδιο συμβούλιο του Αρείου Πάγου κατά την διάταξη του άρθρου 132 παρ. 1 Κ.Π.Δ…”.
Πέραν τούτων, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 33, 34, 35 και 36 του Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 53 του Ν.4745/2020, και το άρθρο 35 τροποποιήθηκε περαιτέρω με το άρθρο 101 του Ν.4855/2021, προκύπτει, ότι οι Επίκουροι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, με τον βαθμό του εισαγγελέως η αντεισαγγελέως πρωτοδικών, ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη λειτουργική ανεξαρτησία. Επί ζητημάτων δε που ανακύπτουν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης από ενέργειές τους, όπως εν προκειμένω, μετά την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων με διάταξή τους, κατ’ άρθρο 36 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., οι ίδιοι, επί προσφυγής των καθ’ ων, περί άρσεως της ως άνω δέσμευσης, απευθύνονται στο οικείο συμβούλιο πλημμελειοδικών, σε σχέση με το οποίο υφίσταται αναγκαία λειτουργική σύνδεση αυτών κατά βαθμό, στο οποίο δικαιούνται να υποβάλουν πρόταση για την έκδοση βουλεύματος. Τούτο καθίσταται πλέον εναργές από τη ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του Κ.Π.Δ., η οποία ορίζει, ότι: “Με τη σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει την έκδοση της διάταξης της παρ. 2 στον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος την εκδίδει σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα. Η προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα πρωτοδικών εισάγεται στο κατά τόπον αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών”. Υπό τα δεδομένα αυτά, προκύπτει, ότι στην υπό κρίση περίπτωση αρμόδιο να αποφανθεί επί της ως άνω προσφυγής και της αιτήσεως άρσεως δέσμευσης, κατ’ άρθρο 36 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να αρθεί η αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας, που δημιουργήθηκε μεταξύ του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να ορισθεί ως αρμόδιο να αποφανθεί επί των ως άνω ζητημάτων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνεται: 1) Να γίνει δεκτή η υπ’ αριθμ. πρωτ. 10926/2021 αίτηση του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος. 2) Να αρθεί η ανακύψασα αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 3) Να προσδιορισθεί ως αρμόδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να αποφανθεί επί της από 16-6-2021 προσφυγής και της από 14-9-20210 αιτήσεως του Μ. Τ. του Ζ., κατοίκου …, περί άρσεως της δέσμευσης, που επιβλήθηκε σε βάρος του, κατ’ άρθρο 36 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. με την υπ’ αριθμ. 16/2021 διάταξη του Επίκουρου Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αριστοτέλης Χριστόπουλος”
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 132 παρ. 1 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπάρχει και όταν περισσότερα μη υποκείμενα το ένα στο άλλο δικαστήρια ή συμβούλια ή ανακριτικές αρχές επιλήφθηκαν της ίδιας αξιόποινης πράξης και θεώρησαν ότι υπάγεται στην αρμοδιότητά τους ή απέσχον να επιληφθούν, γιατί θεώρησαν ότι δεν έχουν αρμοδιότητα. Τέτοια αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας υπάρχει και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κρίση σε πρώτο βαθμό τόσο στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών όσο και στο Συμβούλιο Εφετών [το οποίο επιλαμβάνεται, όχι κατόπιν έφεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών], αμφότερα δε κηρύσσονται αναρμόδια να κρίνουν σε πρώτο βαθμό την κατηγορία για την ίδια αξιόποινη πράξη. Στην περίπτωση αυτή την αρμοδιότητα, σύμφωνα με το εδ. β’ της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 132 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., κανονίζει ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, στο οποίο εισάγει τη σχετική αίτηση του εισαγγελέα κάποιου από τα παραπάνω δικαστικά συμβούλια ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, κανονισμός αρμοδιότητας υφίσταται όχι μόνο σε περίπτωση παραπομπής στο ακροατήριο, όταν τα επιληφθέντα συμβούλια κρίνουν εαυτά καθ’ ύλην αναρμόδια, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας, που κρίνουν επί παρόμοιων ζητημάτων, τα οποία ανακύπτουν στην προδικασία και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, προς αποτροπή κινδύνου αρνησιδικίας (Α.Π. 903/2020).
II. Στην προκείμενη περίπτωση εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που δικάζει σε Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 132 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ., η υπ’ αρ. πρωτ. 10926/3-12-2021 αίτηση του Εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας, προκειμένου να αρθεί η αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, σχετικά με την από 16-6-2021 προσφυγή και την από 14-9-2021 αίτηση, του Μ. Τ. του Ζ., κατοίκου … (θέση …), κατά της υπ’ αριθ. 16/2021 διάταξης του Επίκουρου Εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης για την διαπίστωση τέλεσης των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από τον ανωτέρω προσφεύγοντα-αιτούντα και επί των οποίων εκδόθηκαν τα υπ’ αριθ. 2630/2021 και 1552/2021 αντίθετα βουλεύματα των ως άνω Δικαστικών Συμβουλίων, αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Από το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος του Μ. Τ. του Ζ., κατοίκου … (θέση …), προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος τέλεσε τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, υπόθεση για την οποία σχηματίστηκε η υπ’ αρ. Α.Β.Μ.: Ε.Ο.Ε. 382/2020 ποινική προκαταρκτική δικογραφία. Με βάση το υπ’ αρ. πρωτ. ΕΜΠ 4379/18-5-2021 ενημερωτικό σημείωμα της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που είχε συμπεριληφθεί στην ανωτέρω ποινική προκαταρκτική δικογραφία, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 16/18-5-2021 διάταξη της Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Α. Γ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών, Επίκουρης Εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών προϊόντων, περιεχομένου θυρίδων, καθώς και ακινήτων και κάθε εν γένει περιουσιακού στοιχείου του ανωτέρω Μ. Τ. του Ζ., έστω και κοινών με άλλο ή άλλα πρόσωπα, για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών από την ημέρα γνωστοποίησής της προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της ημεδαπής, καθώς και προς το Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων Α.Ε., που παραγγέλθηκαν να απαγορεύσουν την κίνηση – εκταμίευση – ανάληψη – μεταφορά – εκποίηση χρημάτων από τραπεζικούς λογαριασμούς οποιουδήποτε είδους, έστω και κοινών με άλλο ή άλλα πρόσωπα του προαναφερόμενου Μ. Τ. του Ζ., για το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα. Κατά της ανωτέρω υπ’ αρ. 16/18-5-2021 διάταξης του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (Ε.Ο.Ε.) ο ελεγχόμενος, Μ. Τ. του Ζ., άσκησε την προαναφερθείσα από 16-6-2021 προσφυγή, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 4Τ/17-6-2021 έκθεση ενώπιον του γραμματέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, που εισήχθη στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, πλην όμως το τελευταίο, με το υπ’ αρ. 2630/2021 βούλευμά του, κηρύχθηκε αναρμόδιο, θεωρώντας αρμόδιο καθ’ ύλην το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ακόλουθη, κατά το ενδιαφέρον μέρος της και κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “… Η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών καταλαμβάνει και τους Εισαγγελείς Ειδικών Καθηκόντων (άρθρα 32, 33, 35 ΚΠοινΔ), καθώς υπό διαφορετική εκδοχή η νομιμότητα των ενεργειών ανωτέρων εισαγγελικών λειτουργών θα ελεγχόταν από κατώτερους ιεραρχικά δικαστές. Επίσης, στην καθίδρυση της αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι έγγραφα ή παραγγελίες έχουν υπογραφεί από τους Εισαγγελείς που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, καθώς η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται αποκλειστικά από τον τελευταίο, οι δε επίκουροι ενεργούν αντ’ αυτού, εν γνώσει του, με την έγκριση και υπό τη γενικότερη εποπτεία του, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που ο ίδιος διεξάγει. Επιπλέον, σε όσες περιπτώσεις ανακύψουν ζητήματα, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η επίλυσή τους από τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δημιουργείται αναγκαία λειτουργική σύνδεση αυτού (Αντεισαγγελέα Εφετών) με το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο δικαιούται να υποβάλει πρόταση για την έκδοση βουλεύματος (ΑΠ 903/2020). Οι προαναφερόμενες παραδοχές σχετικά με την αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών ως προς τις διαφορές που ανακύπτουν στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ισχύουν και μετά την αντικατάσταση των άρθρων 33 – 36 ΚΠΔ με το άρθρο 53 του ν. 4745/2020 (ΦΕΚ A 214/6-11-2020)”. Ακολούθως η προαναφερθείσα από 16-6-2021 προσφυγή και η επακολουθήσασα από 14-9-2021 αίτηση άρσης δέσμευσης του ιδίου ως άνω Μ. Τ. του Ζ., εισήχθησαν στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (όχι ύστερα από έφεση κατά του ανωτέρω υπ’ αρ. 2630/23-7-2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών), το οποίο ωστόσο, με το υπ’ αρ. 1552/17-11-2021 βούλευμά του, με πλήρη αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Π. Κ., Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κηρύχθηκε επίσης αναρμόδιο, καθ’ ύλην, με την ακολούθως εκτιθέμενη, κατά πιστή αντιγραφή, αιτιολογία: “Οι διατάξεις του άρθρου 17Α παρ. 5α και 8 ν. 2523/1997 όριζαν ότι: “Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο αναπληρωτής αυτού και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης αποκλειστικά από τους κατά την παράγραφο 3 γενικούς ή ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους ….. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παραγράφου 1 ….. επίσης, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών (ακινήτων και κινητών) εν γένει στοιχείων, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, σε περίπτωση διενεργούμενης ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι δύνανται να προσφύγουν και να ζητήσουν την άρση της, με αίτησή τους προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεση της.”. Με την διάταξη του άρθρου 43 παρ. 6 περ β’ ν. 4472/2017 τροποποιήθηκε η ως άνω διάταξη και ορίστηκε ότι: “8. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παραγράφου 1 έχουν πρόσβαση …… Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων, ακινήτων και κινητών, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, σε περίπτωση διενεργούμενης ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος που μπορεί να παρατείνεται είτε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Οικονομικό Εισαγγελέα ή τον αναπληρωτή του, είτε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από Εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί τον Οικονομικό Εισαγγελέα, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι δύνανται να προσφύγουν και να ζητήσουν την άρση της με αίτησή τους είτε προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Οικονομικό Εισαγγελέα ή τον αναπληρωτή του, είτε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί τον Οικονομικό Εισαγγελέα, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της”. Η ως άνω διαφοροποίηση κρίθηκε αναγκαία καθώς όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική έκθεση αυτής: “Η ρύθμιση αυτή γίνεται για την αποσυμφόρηση του Συμβουλίου Εφετών από έκδοση βουλευμάτων επί διατάξεων που εκδόθηκαν από εισαγγελικούς λειτουργούς που δεν έχουν τον βαθμό που αντιστοιχεί στο Συμβούλιο Εφετών”. Κατά την ενσωμάτωση των σχετικών διατάξεων του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος στον νέο κώδικα ποινικής δικονομίας (ν. 4620/2019) και στις διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 5 αυτού, ορίστηκε ότι: “… Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος καθώς και ο αναπληρωτής του ή οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν, μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τους κατά την παρ. 3 γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους …..”. Επίσης στις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 2 και 3 αυτού, επαναλήφθηκε η δυνατότητα εκδόσεως διατάξεων δεσμεύσεως, με μόνη διαφοροποίηση (δικαιολογούμενη καθώς επρόκειτο περί κωδίκων), την αντικατάσταση της ως άνω περιγραφικής αναφοράς σε συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών, με την μονολεκτική αναφορά στο “αρμόδιο συμβούλιο”. Βλ σχετικά: ” …. 2. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών ….. για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες …… 3. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν, με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ, β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως”. Ακολούθως με την αντικατάσταση των διατάξεων των άρθρων 35 – 36 Κ.Π.Δ. δυνάμει του άρθρου 53 ν. 4745/2020 και του ορισμού του τμήματος οικονομικού εγκλήματος της εισαγγελίας εφετών Αθηνών, ορίστηκε ότι: “…. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά ….. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν την δυνατότητα να προβαίνουν με αιτιολογημένη διάταξή τους …. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της …..”. Περαιτέρω, κατόπιν εκδόσεως αντίθετων βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών και του συμβουλίου εφετών Αθηνών, σχετικά με την αρμοδιότητα για την επίλυση διαφορών ή αμφισβητήσεων που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ του υπόπτου και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 244 παρ. 5 και 36 Κ.Π.Δ. (στην προϊσχύσασα μορφή του βάσει της οποίας “… για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης …..”), το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου με το 903/2020 βούλευμα έκρινε ότι αρμόδιο τυγχάνει το Συμβούλιο Εφετών καθώς σε αυτό υπηρετεί ο εισαγγελέας που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Η αιτιολογία δε συνίστατο στο ότι: “….. Επομένως, η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών υφίσταται και στους εισαγγελείς ειδικών καθηκόντων (άρθρα 32, 33, 35 ΚΠοινΔ), γιατί διαφορετικά θα υπήρχε η ανακολουθία, κατώτεροι στο βαθμό δικαστές να ελέγχουν τη νομιμότητα ενεργειών ανωτέρων εισαγγελικών λειτουργών. Άλλωστε ουδεμία επιρροή ασκεί στην καθίδρυση της αρμοδιότητος του δικαστικού συμβουλίου, το γεγονός ότι έγγραφα ή παραγγελίες υπεγράφησαν από τους εισαγγελείς, που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και όχι από τον ίδιο, αφού την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί αποκλειστικά ο τελευταίος, οι δε επίκουροι ενεργούν, αντί αυτού, εν γνώσει του και με την έγκρισή του και υπό τη γενικότερη δική του εποπτεία, στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης που ο ίδιος διεξάγει, έχοντας μόνον αυτός την ευθύνη της πορείας και του αποτελέσματός της. Επιπλέον, σε όσες περιπτώσεις ανακύψουν ζητήματα, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η επίλυσή τους από τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δημιουργείται αναγκαίως λειτουργική σύνδεση αυτού (Αντεισαγγελέως Εφετών) με το συμβούλιο εφετών, στο οποίο δικαιούται να υποβάλει πρόταση για την έκδοση βουλεύματος”. Έχοντας υπόψη αυτήν ακριβώς την αιτιολογία της ΑΠ 903/2020, ο νομοθέτης επανήλθε και επέλυσε οριστικά πλέον το ανακύψαν ζήτημα ως προς την δυνατότητα των επίκουρων εισαγγελικών λειτουργών να απευθύνονται στο αρμόδιο για αυτούς δικαστικό συμβούλιο, ορίζοντας, δια της τροποποιήσεως του άρθρου 35 παρ. 1 Κ.Π.Δ., δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 29 ν. 4800/2021 (ΦΕΚ 81/21.05.2021), ότι και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που επικουρούν τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση οι ίδιοι στο όνομά τους και όχι αντ’ αυτών, εν γνώσει τους και με την έγκρισή τους (βλ: ” Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, οι αναπληρωτές τους και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τους συνεπικουρούν, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας ……”). Εκ των πραγμάτων δηλαδή επανήλθε η αντίστοιχη διάταξη που αφορούσε τον πρώην εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Η ως άνω διάταξη, ως δικονομική, τυγχάνει εφαρμογής και επί αξιοποίνων πράξεων που είχαν τελεστεί πριν την ισχύ της, και ρυθμίζει την εκκρεμή δίκη, τουλάχιστον κατά το ατέλεστο κατά το χρόνο έκδοσης αυτής μέρος, καθώς δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό (βλ. Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 1/2014.). Εν τέλει, η λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (Σ 87 § 1) εκδηλώνεται κυρίως στην αρχή ότι κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων υπόκεινται μόνο στο νόμο και στο Σύνταγμα (Σ 87 § 2). Κατά την διάταξη δε του άρθρου 24 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο ν. 1756/1988: “Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στην συνείδησή του” (βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1120/2018). Βάσει του συνόλου των ως. άνω αναφερομένων διατάξεων προκύπτει ευθέως η διαχρονική θέληση του νομοθέτη, τα συμβούλια να επιλαμβάνονται επί διατάξεων δεσμεύσεως που εκδόθηκαν από εισαγγελικούς λειτουργούς που έχουν τον βαθμό που αντιστοιχεί σε αυτά. Εάν την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και εκδίδει την σχετική διάταξη δεσμεύσεως αρμόδιο τυγχάνει το συμβούλιο εφετών. Εάν όμως την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί ο επίκουρος εισαγγελικός λειτουργός και αυτός εκδίδει την σχετική διάταξη δεσμεύσεως αρμόδιο τυγχάνει το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Η καθιδρυθείσα ως άνω αρμοδιότητα των δικαστικών συμβουλίων, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τα επιληφθέντα δικαστικά συμβούλια. Το πρώτον δια της εκδόσεως του ως άνω βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών, χωρίς καμία αναφορά στις προϊσχύσασες διατάξεις που αφορούσαν τον πρώην εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, αν και πρόκειται περί προκαταρκτικής εξέτασης του ως άνω γραφείου, με χρήση της αιτιολογίας της ΑΠ 903/2020 που αφορούσε τον πρώην εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς και χωρίς να αξιολογηθεί καθόλου η μεταγενέστερη ουσιωδέστατη τροποποίηση του άρθρου 29 v. 4800/2021, επιχείρησε ουσιαστικά να επαναφέρει, εκ πλαγίου, την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 17Α παρ. 8 ν 2523/1997. Η ισχύς όμως της ως άνω διατάξεως του άρθρου 29 ν. 4800/2021 (ΦΕΚ 81/21.05.2021) η οποία ως δικονομική έχει εφαρμογή και για το ατέλεστο μέρος της προκαταρκτικής εξετάσεως, αναβιβάζει την λειτουργία του επίκουρου εισαγγελικού λειτουργού. Ο ίδιος, ιδίω ονόματι, διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση και μέχρι του πέρατος αυτής δια της υποβολής της πορισματικής του αναφοράς στον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, λειτουργεί αδέσμευτα κατά την κρίση του, με βάση την συνείδησή του και το νόμο, χωρίς να επιτρέπεται ουδεμίας μορφής επέμβαση δια εντολών ή εγκρίσεων. Ο ίδιος κατέχει πλήρως τον έλεγχο της προκαταρκτικής εξετάσεως, επιλύοντας κατά την γνώμη του τα ανακύπτοντα ζητήματα. Συνακόλουθα ο ίδιος, ιδίω ονόματι, εκδίδει την σχετική διάταξη δεσμεύσεως και όχι στο όνομα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Ο ίδιος έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την διάταξή του, χωρίς να επιτρέπεται η ανάμειξη σε αυτή την διαδικασία του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Αυτονόητη δε έκφανση της λειτουργικής του ανεξαρτησίας αποτελεί και η δυνατότητα υποστηρίξεως της εκφρασθείσας γνώμης του, όποτε αυτή βάλλεται, ενώπιον εκείνου του δικαστικού συμβουλίου, στο οποίο ο ίδιος μπορεί να απευθυνθεί, αποδίδοντας αυθεντικά την άποψή του. Δεν νοείται στέρηση της δυνατότητας αυτής και αντικατάσταση της αυθεντικής απόδοσης της γνώμης του, από την γνώμη άλλου εισαγγελικού λειτουργού έστω και ανώτερου βαθμού. (…)”.
Επομένως, επήλθε στην προκείμενη υπόθεση της προαναφερόμενης α) από 16-6-2021 προσφυγής του ανωτέρω Μ. Τ. του Ζ., κατά της υπ’ αρ. 16/18-5-2021 διάταξης του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (Ε.Ο.Ε.) και β) της από 14-9-2021 αιτήσεως άρσης δέσμευσης του ιδίου ανωτέρω Μ. Τ. του Ζ. αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας, λόγος για τον οποίο ο Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών παραδεκτά υπέβαλε την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αίτηση για κανονισμό αρμοδιότητας, εφόσον δε στην προκείμενη περίπτωση ένα από τα επιληφθέντα δικαστήρια είναι Εφετείο (Συμβούλιο Εφετών), αρμόδιος προς κανονισμό αρμοδιότητας είναι ο Άρειος Πάγος, σε συμβούλιο. IV. Οι διατάξεις του άρθρου 33 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τ. Α’), που φέρει τον τίτλο “Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος”, όπως ο τίτλος και οι διατάξεις του αρχικά είχαν τροποποιηθεί με τα άρθρα 7 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 4637/2019 (Φ.Ε.Κ. 180/18-11-2020, τ. Α’) και 94 παρ. 1 – 6 του Ν. 4698/2020 (Φ.Ε.Κ. 103/27-5-2020, τ. Α’), ακολούθως δε αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 53 παρ. 2 του Ν. 4745/2020 (Φ.Ε.Κ. 214/6-11-2020, τ. Α’), ορίζουν ότι: “1. Στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δημιουργείται Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτής. Στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών υπηρετούν τέσσερις (4) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς εφετών που τοποθετούνται για θητεία τριών (3) ετών, με τους ισάριθμους αναπληρωτές τους, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται ο αρχαιότερος από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ως Προϊστάμενος του Τμήματος. Σε περίπτωση που με το προεδρικό διάταγμα του πρώτου εδαφίου τοποθετείται στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών που δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετατίθεται και τοποθετείται σε αυτήν. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ενώ οι αναπληρωτές τους με μερική απασχόληση, και τις εργασίες του Τμήματος συνεπικουρούν οκτώ (8) τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, εκ των οποίων επτά (7) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ένας (1) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Οι ως άνω εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. 2. Το έργο των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εποπτεύει και συντονίζει ο Προϊστάμενος του Τμήματος.”. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 35 του Κ.Ποιν.Δ., που φέρει τον τίτλο “Καθήκοντα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος”, όπως το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 αυτού προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 4 περ. β’ του Ν. 4637/2019 (Φ.Ε.Κ. 180/18-11-2019, τ. Α’) και η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 περ. γ’ του ίδιου άρθρου, ακολούθως δε είχε τροποποιηθεί αρχικά με τα άρθρα 53 παρ. 4 του Ν. 4745/2020 (Φ.Ε.Κ. 214/6-11-2020, τ.Α’) και 29 του Ν. 4800/2021 (Φ.Ε.Κ. 81/21-5-2021, τ. Α’), στη συνέχεια δε με το άρθρο 101 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τ. Α’), ορίζουν ότι: “Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, οι αναπληρωτές τους και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τους συνεπικουρούν, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας, κατά την κρίση του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. (…). 2. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και τον συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 31 και ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, σε σχέση με τις υποθέσεις, των οποίων οι ως άνω υπάλληλοι έχουν επιληφθεί ως ανακριτικοί υπάλληλοι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες του προηγούμενου εδαφίου για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη σχετική είδηση που περιέρχεται σε γνώση του με οποιονδήποτε τρόπον και μέσο προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιλύοντας ζητήματα σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος και των κατά τόπους εισαγγελέων πλημμελειοδικών. Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο. 3. (…). 4 (…). 5 (…).”. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 36 του Κ.Ποιν.Δ., που φέρει τον τίτλο “Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος”, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 13 παρ. 9 περ. α’ του Ν. 4637/2019 (Φ.Ε.Κ. 180/18-11-2020, τ. Α’) και 94 παρ. 7 του Ν. 4698/2020 9 (Φ.Ε.Κ. 103/27-5-2020, τ. Α’), ακολούθως δε αντικαταστάθηκε με το άρθρο με το άρθρο 53 παρ. 5 του Ν. 4745/2020 (Φ.Ε.Κ. 214/6-11-2020, τ. Α’), ορίζουν ότι: “1. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33 έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού, καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικά η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (ν. 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος. 2. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης. (…). 3. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν, με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ, β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως. 4. Με τη σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει την έκδοση της διάταξης της παρ. 2 στον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος την εκδίδει σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα. Η προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα πρωτοδικών εισάγεται στο κατά τόπον αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών.”. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 4938/2022 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. 109/6-6-2022, τ. Α’), που ίσχυαν κατά το χρόνο διάσκεψης της υπόθεσης (12-7-2021), αλλά και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 24 του προϊσχύσαντος Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), που ίσχυαν κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης: “1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή, ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. 2. Δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης. 3. Η τοπική αρμοδιότητα της εισαγγελίας συμπίπτει με εκείνη του δικαστηρίου στο οποίο λειτουργεί. 4. Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του. 5. Έχουν δικαίωμα να απευθύνουν παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους: α. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας. β. Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, καθώς και τους ληξιάρχους, υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών και πρωτοδικών, αντιστοίχως. 6. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο εισαγγελέας δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους και αυτοί από τον δικαστή που ορίζει ο διευθύνων το δικαστήριο”. Με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 28 παρ. 2 του Ν. 4938/2022 καθιερώνεται η αρχή του ενιαίου και αδιαίρετου της εισαγγελίας, που σημαίνει ότι κάθε μέλος της εισαγγελίας ενεργεί ως εκπρόσωπός της, χωρίς να ενδιαφέρει το συγκεκριμένο πρόσωπο που εμφανίζεται σε κάθε ενέργεια ή και κατά τη διάρκεια της ίδιας ενέργειας. Έτσι, άλλο πρόσωπο μπορεί να συντάσσει την έγγραφη πρόταση προς το δικαστικό συμβούλιο και άλλο να την αναπτύσσει προφορικώς παριστάμενο ενώπιόν του, άλλος να παρίσταται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και άλλος να ασκεί τα ένδικα μέσα κατά της απόφασης που θα εκδοθεί (Α.Π. 294/2011). Η ανωτέρω αρχή του ενιαίου και αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής κάμπτεται και δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση αναπλήρωσης κατά τη διάρκεια και εφόσον εξελίσσεται η διαδικασία στο ακροατήριο για συγκεκριμένη υπόθεση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης της ίδιας υπόθεσης να αναπληρωθεί ο εισαγγελέας της έδρας με άλλον εισαγγελέα (Α.Π. 555/2005). Τέλος, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν. 4938/2022 προκύπτει ότι τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης, δηλαδή ο εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του, κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δημιουργήθηκε Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος, που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτής, υπηρετούν δε σ’ αυτό τέσσερις (4) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς εφετών, που τοποθετούνται για θητεία τριών (3) ετών, με ισάριθμους αναπληρωτές τους, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, προϊστάμενος δε του ανωτέρω Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών είναι ο αρχαιότερος από τους υπηρετούντες σ’ αυτό, ο οποίος κατέχει το βαθμό του εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα εφετών. Περαιτέρω, οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ενώ οι αναπληρωτές τους με μερική απασχόληση, τις εργασίες δε του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών συνεπικουρούν οκτώ (8) τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, από τους οποίους επτά (7) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ένας (1) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που επίσης ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, ενώ το έργο των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εποπτεύει και συντονίζει ο Προϊστάμενος του ανωτέρω Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, είναι δε πρόδηλο ότι αυτός δεν εποπτεύει μόνον τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος (Εισαγγελείς και Αντεισαγγελείς Εφετών), αλλά πολύ περισσότερο τους επίκουρους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος (Εισαγγελείς και Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών). Κατά την ενάσκηση των παραπάνω καθηκόντων τους οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και οι Επίκουροι, έχουν δικαιοδοσία να διενεργούν ανακριτικές πράξεις κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, επί των αναφερομένων, στις εν λόγω διατάξεις, σοβαρών αξιόποινων πράξεων, που τυχόν διαπράττονται από ιδιαίτερα πρόσωπα ευθύνης. Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι και οι επίκουροι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος έχουν δικαίωμα πρόσβασης (όπως και οι οικονομικοί εισαγγελείς) σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, χωρίς να υπόκεινται στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου είδους απορρήτου και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και το δικαίωμα να εκδίδουν διάταξη δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 53 παρ. 5 του Ν. 4745/2020. Εξάλλου, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος αξιολογεί, ασκώντας τη δικαιοδοσία του, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, τα συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία και αποφαίνεται είτε για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης, οπότε διαβιβάζει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Εφόσον, κατά το στάδιο της διενεργούμενης απ’ αυτόν, δηλαδή τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, προκαταρκτικής εξέτασης, ανακύψουν τυχόν διαφορές μεταξύ του ίδιου και (εκτός άλλων) του υπόπτου, αυτές επιλύονται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 244 παρ. 5 του Κ.Ποιν.Δ., το οποίο δεν μπορεί να είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά το ομοιόβαθμο δικαστικό συμβούλιο του εισαγγελικού λειτουργού που διεξάγει την προκαταρκτική εξέταση και μετέχει της διαφοράς, στο οποίο ο τελευταίος μπορεί να απευθυνθεί με πρότασή του. Η αντίθετη εκδοχή δεν συμπορεύεται με την παραπάνω σαφή νομοθετική βούληση και δεν είναι σύμφωνη με τη νομοθετική επιλογή για ανάθεση, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, δικαιοδοτικού έργου σε ανώτερες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές. Επομένως, η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών υφίσταται και στους εισαγγελείς ειδικών καθηκόντων (άρθρα 32, 33, 35 του Κ.Ποιν.Δ.), γιατί διαφορετικά θα υπήρχε η ανακολουθία, κατώτεροι στο βαθμό δικαστές να ελέγχουν τη νομιμότητα ενεργειών ανωτέρων εισαγγελικών λειτουργών. Άλλωστε ουδεμία επιρροή ασκεί στην καθίδρυση της αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου, το γεγονός ότι έγγραφα ή παραγγελίες υπεγράφησαν από τους εισαγγελείς, που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και όχι από τον ίδιο, αφού την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί αποκλειστικά ο τελευταίος, οι δε επίκουροι ενεργούν, στο πλαίσιο της αρχής του ενιαίου και αδιαιρέτου της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος, αντί αυτού, εν γνώσει του και με την έγκρισή του και υπό τη γενικότερη δική του εποπτεία, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που ο ίδιος διεξάγει, έχοντας μόνον αυτός την ευθύνη της πορείας και του αποτελέσματός της. Επιπλέον, σε όσες περιπτώσεις ανακύψουν ζητήματα, κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η επίλυσή τους από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, δημιουργείται αναγκαίως λειτουργική σύνδεση αυτού (Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών) με το συμβούλιο εφετών, στο οποίο δικαιούται να υποβάλει πρόταση για την έκδοση βουλεύματος. Τέλος, αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών ανακύπτει, μόνο μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ασκήσει την προσήκουσα ποινική δίωξη, οπότε απεκδύεται κάθε δικαιοδοσίας, σε σχέση με την περαιτέρω πορεία των υποθέσεων, που προηγουμένως διερευνήθηκαν από αυτόν, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο, προς αντίκρουση όσων αντίθετων υποστηρίζονται ως άνω με το υπ’ αρ. 1552/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να επισημανθούν τα ακόλουθα: Με το άρθρο 35 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 4800/2021 ορίστηκε ότι: “Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, οι αναπληρωτές τους και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τους συνεπικουρούν, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους …”, ενώ η ίδια διάταξη προηγουμένως, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 53 παρ. 3 του Ν. 4745/2020, προέβλεπε ότι: “Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους …”. Η αληθής έννοια της ανωτέρω τροποποίησης δεν είναι ότι αναβαθμίστηκαν οι μέχρι τότε δήθεν υποβαθμισμένοι επίκουροι οικονομικοί εισαγγελείς, αλλά απλά διευκρινίστηκε, προς αποφυγή παρανοήσεων από την αντιδιαστολή του φαινομενικά στενού και αδόκιμου γράμματος της διάταξης, ότι δηλαδή δήθεν οι επίκουροι οικονομικοί εισαγγελείς δεν εδικαιούντο να διενεργούν προκαταρκτική εξέταση, δικαίωμα και καθήκον όμως που προδήλως είχαν με απλή λογική ερμηνεία των προαναφερθεισών σχετικών διατάξεων και χωρίς την ανωτέρω διευκρίνιση. Από την ίδρυση του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ίσχυε και ισχύει για τη λειτουργία του η οργανωτική δομή των λοιπών εισαγγελιών της χώρας, με μόνη διαφορά ότι στο τμήμα αυτό υπηρετούν εισαγγελείς του πρώτου και του δεύτερου βαθμού, με προϊστάμενο τον αρχαιότερο εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα εφετών, ο οποίος, σε περίπτωση που δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών μετατίθεται και τοποθετείται σ’ αυτήν (άρθρο 33 παρ. 1 εδ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ.). Η ως άνω οργανωτική δομή και λειτουργία και του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών ρυθμίζεται κατά τα προαναφερθέντα από διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1, 2, 4 και 5, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 του Ν. 4938/2022 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. 109/6-6-2022, τ. Α’), και συνεπώς το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών συγκροτείται κατά το ατομικό σύστημα, της ενιαίας και αδιαίρετης λειτουργίας και της αρχής της ιεραρχικής εξάρτησης (δικαίωμα του προϊσταμένου προσωπικής ανάληψης οποιασδήποτε υπόθεσης σε οποιοδήποτε στάδιο, δικαίωμα ανάθεσης οποιασδήποτε υπόθεσης και αντικατάστασης του χειριστή αυτής, υποχρέωση εκτέλεσης των παραγγελιών του προϊσταμένου, αλλά αδέσμευτη εκτέλεση των ανατεθειμένων καθηκόντων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 4 εδ. β’, 23 παρ. 3 του Ν. 4938/2022, τήρηση από όλους της αρχής της νομιμότητας). Έτσι πάντοτε, εντός του ανωτέρω πλαισίου, ακόμη και πριν την τροποποίηση του άρθρου 35 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. με το άρθρο 29 του Ν. 4800/2021, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 53 παρ. 3 του Ν. 4745/2020, κατά τα προαναφερόμενα, αλλά και μετά από αυτήν, ο επίκουρος οικονομικός εισαγγελέας εκτελούσε ακριβώς ως επίκουρος (βοηθός) εισαγγελικός – δικαστικός λειτουργός (όχι ως απλό όργανο – υπηρέτης ή υπάλληλος κ.λπ.), κατά χρέωση και ανάθεση από πλευράς του Οικονομικού Εισαγγελέα, ο ίδιος (ή κατά παραγγελία του άλλος ανακριτικός υπάλληλος) προκαταρκτική εξέταση και γενικότερα τις αναγκαίες έρευνες και ανακριτικές πράξεις, τις αξιολογήσεις κ.λπ. επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, έργου ή ενέργειας, ατομικά (προφανώς ιδίω ονόματι), στο πλαίσιο λειτουργίας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών, υπό την εποπτεία και το συντονισμό του προϊσταμένου του (Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών), ενεργώντας ουσιαστικά αντ’ αυτού και ως εκπρόσωπός του, ως ανωτέρου του (άρθρο 33 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), ο οποίος, δηλαδή ο προϊστάμενος του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, προδήλως δεν εποπτεύει και συντονίζει μόνον τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, δηλαδή τους εισαγγελείς και αντεισαγγελείς εφετών, αλλά, κατά μείζονα λόγο, και τους επίκουρους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, δηλαδή και τους εισαγγελείς και αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος αποτελεί Τμήμα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (άρθρο 33 του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 παρ. 2 του Ν. 4745/2020), με προϊστάμενο τον αρχαιότερο από τους οριζόμενους ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος τέσσερις (4) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς εφετών, που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των οικονομικών εισαγγελέων, στους οποίους σαφώς συμπεριλαμβάνονται και οι τουλάχιστον οκτώ (8) επίκουροι, εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι οποίοι, λόγω της αρχής του ενιαίου και αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής, που δεν κάμπτεται κατά την προδικασία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ενεργούν αντ’ αυτού και ως εκπρόσωποί του, είναι προφανής η σύνδεση οργανωτικά και λειτουργικά με το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και ουδόλως με το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επομένως, σε όσες περιπτώσεις ανακύψουν ζητήματα και τυχόν διαφορές, κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, μεταξύ του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και (εκτός άλλων) του υπόπτου, ανεξαρτήτως του αν η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος με το βαθμό του Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, ή Επίκουρο Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος με τον βαθμό του Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο να επιληφθεί της προσφυγής για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε, είναι το Συμβούλιο Εφετών, με το οποίο ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος συνδέεται λειτουργικά. Τούτο δε αφενός για να μη υφίσταται διάσπαση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του συμβουλίου που θα επιληφθεί προσφυγής κατά διάταξης του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ανάλογα με τον βαθμό του εισαγγελέα που εξέδωσε την διάταξη, ενόψει του ότι οργανωτικά όλοι οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και οι επίκουροι, λειτουργούν ως Τμήμα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, υπό την εποπτεία και το συντονισμό του προϊσταμένου του εν λόγω τμήματος, που είναι ο αρχαιότερος μεταξύ των εισαγγελέων ή αντεισαγγελέων εφετών, αφετέρου δε, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η άσκηση έφεσης κατά του βουλεύματος που θα εκδοθεί επί της ανωτέρω προσφυγής κατά της διάταξης του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ο προσφεύγων να μη στερείται κάποιου βαθμού δικαιοδοσίας. V. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων πρέπει να αρθεί η αναφερόμενη στην υπό στοιχείο

ΙΙΙ σκέψη αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας, που δημιουργήθηκε μεταξύ του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να ορισθεί ως αρμόδιο να αποφανθεί, επί των αναφερόμενων στην αρχή της παρούσας προσφυγής και αιτήσεως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αίρει την αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επί της από 16-6-2021 προσφυγής (αρ. κατάθ. 4Τ/17.6.2021) και της από 24-9-2021 αιτήσεως (αρ. κατάθ. 11397/14.9.2021), του Μ. Τ. του Ζ., κατοίκου …, κατά της υπ’ αρ. 16/18-5-2021 διάταξης της Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Α. Γ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών, Επίκουρης Εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της υπ’ αρ. Α.Β.Μ.: Ε.Ο.Ε. 382/2020 ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, υπέρ της αρμοδιότητας του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Προσδιορίζει ως αρμόδιο να αποφανθεί επί των αναφερόμενων στην προηγούμενη διάταξη προσφυγής και αιτήσεως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου 2022.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2022. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 42 της 1236/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου

To Top